Τα σχέδιά της να ναυπηγήσει τον μεγαλύτερο πολεμικό στόλο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ανακοίνωσε την περασμένη Τρίτη η κυβέρνηση της Αυστραλίας και θα δαπανήσει περισσότερα από 35 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα δέκα χρόνια για τον σκοπό αυτόν. Το αυστραλιανό Ναυτικό θα αυξήσει τον στόλο του κατά συνολικά 26 μεγάλα πολεμικά. Ανεξάρτητη έκθεση υπό την εποπτεία απόστρατου Αμερικανού ναυάρχου διαπίστωσε πρόσφατα ότι «ο τρέχων στόλος σκαφών επιφανείας της Αυστραλίας δεν είναι κατάλληλος για το στρατηγικό περιβάλλον που αντιμετωπίζουμε».
«Μια ισχυρή Αυστραλία βασίζεται σε ένα ισχυρό Ναυτικό, που πρέπει να είναι εξοπλισμένο για να διεξάγει διπλωματία στην περιοχή μας, να αποτρέπει διεκδικήσεις πιθανών αντιπάλων και να υπερασπίζεται τα εθνικά μας συμφέροντα όταν καλείται» είπε σε σχετική δήλωσή του ο αρχηγός του βασιλικού στόλου, αντιναύαρχος Μαρκ Χάμοντ. Το σχέδιο προβλέπει τη ναυπήγηση 20 αντιτορπιλικών και φρεγατών και 6 μεγάλων σκαφών επιφανείας τα οποία μπορούν να επιχειρούν είτε με πλήρωμα είτε ως drones. «Το μέγεθος, η ισχύς πυρός και οι δυνατότητες του μελλοντικού στόλου επιφανειακών σκαφών διασφαλίζουν ότι το Ναυτικό μας θα είναι εξοπλισμένο για να ανταποκριθεί στις εξελισσόμενες στρατηγικές προκλήσεις στην περιοχή μας» συμπλήρωσε ο ναύαρχος Μ. Χάμοντ. Στα νέα αυτά πλοία επιφανείας θα προστεθεί και ο στόλος των πυρηνοκίνητων υποβρυχίων που σχεδιάζει να κατασκευάσει η Αυστραλία στο πλαίσιο του συμφώνου AUKUS με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα τρία πρώτα από τα οποία αναμένεται να παραδοθούν στις αρχές της επόμενης δεκαετίας.
Επανήλθε ο «άξονας του κακού»
Πολύ μακριά από την Αυστραλία, στην Ευρώπη, η ίδια αίσθηση του επείγοντος για επανεξοπλισμό και ετοιμότητα κυριαρχεί στα κυβερνητικά και επιτελικά γραφεία. Στο τέλος του περασμένου χρόνου, η Επιτροπή Αμυντικών Δαπανών του βρετανικού Κοινοβουλίου έδωσε στη δημοσιότητα έκθεσή της με τίτλο «Είμαστε έτοιμοι για πόλεμο;». Στο κείμενο γίνεται επίκληση της άμεσης ανάγκης να ενισχυθούν οι ικανότητες των βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων μπροστά στους νέους κινδύνους που το Λονδίνο βλέπει να αναδύονται στον κόσμο. Σε μια πρόσφατη ομιλία του, επαναφέροντας την αφήγηση περί «άξονα του κακού», ο Βρετανός υπουργός Άμυνας Γκραντ Σαπς επικαλέστηκε την απειλή που αντιπροσωπεύουν τα αυταρχικά κράτη για την παγκόσμια τάξη και ασφάλεια αναφέροντας ρητά τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Η κυβέρνηση του Ρίσι Σούνακ έχει δεσμευτεί να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες στο 2,5% του ΑΕΠ μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της οικονομίας, αλλά οι επαΐοντες προειδοποιούν πως δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Οι βρετανικές Ένοπλες Δυνάμεις αντιμετωπίζουν έλλειμμα χρηματοδότησης για νέο εξοπλισμό και εκσυγχρονισμό ύψους δισεκατομμυρίων λιρών τα επόμενα δέκα χρόνια. Το Εθνικό Γραφείο Λογοδοσίας (NAO) εκτιμά πως οι δαπάνες για νέα όπλα και εξοπλισμό θα φτάσουν τα 305,5 δισεκατομμύρια λίρες την περίοδο 2023-2033, δηλαδή 16,9 δισεκατομμύρια παραπάνω από όσα έχουν υπολογιστεί στον τρέχοντα προϋπολογισμό. Είναι το μεγαλύτερο έλλειμμα που καταγράφεται από την πρώτη ανάλογη έκθεση του 2012. Το αυξανόμενο κόστος σε πυρηνικά και ναυτικά προγράμματα, καθώς η Βρετανία αντικαθιστά τα πυρηνικά όπλα της, σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό έχουν εκτροχιάσει τον αμυντικό προϋπολογισμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα «σημαντική επιδείνωση» της οικονομικής θέσης του υπουργείου Άμυνας. Η Βρετανία είναι ένας σημαντικός, αν όχι ο σημαντικότερος μετά τις ΗΠΑ, σύμμαχος και προμηθευτής στρατιωτικού εξοπλισμού του Κιέβου, ενώ την ίδια ώρα ενισχύει το δικό της οπλοστάσιο στη σκιά της νεοψυρχοπολεμικής αντιπαράθεσης. Όλα αυτά έχουν φυσικά κόστος.
Στη Γερμανία φοβούνται ρωσική επίθεση κατά μέλους του ΝΑΤΟ
Οχι μακριά από το Λονδίνο, στο Βερολίνο, ο τροφοδοτούμενος από τα γεγονότα και τις συνθήκες φόβος έχει επίσης πείσει πολλούς ότι πρέπει να δαπανηθούν περισσότερα για όπλα, βόμβες, πυραύλους. Το ότι η γερμανική οικονομία βρίσκεται στην κόκκινη ζώνη της ύφεσης εδώ και καιρό και ότι το εντεινόμενο δημογραφικό πρόβλημα κάνει τα πράγματα χειρότερα μικρή σημασία έχουν. Η πλειονότητα των Γερμανών αντιλαμβάνεται πλέον τη Ρωσία ως απειλή, ως άμεσο κίνδυνο και πιστεύει ότι δεν θα διστάσει να επιτεθεί κάποια στιγμή στο ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό θεωρεί πως πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες δαπάνες για την άμυνα. Μια τελευταία δημοσκόπηση με αφορμή τα δύο χρόνια από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία έδειξε ότι το 58% των Γερμανών θεωρεί πιθανή μια ρωσική επίθεση και εναντίον χώρας-μέλος του ΝΑΤΟ τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, μόλις το 27% των ερωτηθέντων εκτιμά πως σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης μέσα στην επόμενη πενταετία οι γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις θα είναι ικανές να την αποκρούσουν και η συντριπτική πλειονότητα, το 68%, πιστεύει ότι δεν θα τα καταφέρουν. Ως εκ τούτου, πάνω από το 80% θέλει να αυξηθούν οι στρατιωτικές δαπάνες.
Σε ένα γεύμα εργασίας με θέμα τον πόλεμο στην Ουκρανία το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου, στην πολυσυζητημένη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, η πρωθυπουργός της Δανίας Μέτε Φρέντρικσεν έκανε μια εξαγγελία σε δραματικό ύφος: «Εμείς, η Δανία, αποφασίσαμε να δωρίσουμε ολόκληρο το πυροβολικό μας στην Ουκρανία». «Λυπάμαι», συμπλήρωσε, «αλλά το ζήτημα δεν είναι το πώς και κατά πόσο θα αυξήσουμε την παραγωγή μας σε πυρομαχικά». «Η Ευρώπη διαθέτει ακόμα στρατιωτικό εξοπλισμό. Πρέπει αυτός να δοθεί στην Ουκρανία» είπε. Η εξαγγελία της, ουσιαστικά μια έμμεση πρόκληση προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες να βοηθήσουν άμεσα και πρακτικά την Ουκρανία αφήνοντας στην άκρη την τακτική των πολιτικών υποσχέσεων, βάρυνε την ατμόσφαιρα την τελευταία μέρα της Διάσκεψης και άφησε τους συμμετέχοντες να δίνουν μάχη με υπαρξιακά ζητήματα, σχολιάζει το Foreign Policy. Είναι πράγματι έτοιμοι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι του Κιέβου όχι μόνο να βοηθήσουν τις δυνάμεις του αλλά και να υπερασπιστούν την Ευρώπη από πιθανή ρωσική επίθεση;
Στόχος του Πούτιν, να δείξει ότι το άρθρο 5 δεν λειτουργεί
Οπως συμβαίνει συχνά όταν η επίδειξη βούλησης και παράλληλα η βούληση για χάραξη πολιτικής είναι σαφώς ισχυρότερες έναντι της ψύχραιμης αντιμετώπισης μιας σύνθετης κατάστασης -για τη διευθέτηση της οποίας έχει αποκλειστεί ο συμβιβασμός-, από τις συζητήσεις αυτές απουσίαζαν στοιχεία και δεδομένα. «Είμαστε έτοιμοι για πόλεμο;»: Αυτή είναι ξεκάθαρα η ερώτηση σήμερα, το «διά ταύτα» όλων των συζητήσεων που γίνονται εμπιστευτικά σε εσωτερικό κύκλο, διακυβερνητικά και σε δημόσια φόρουμ. «Είναι έτοιμη η Ευρώπη για περισσότερο πόλεμο;» Σίγουρα ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εξασθενήσει τη Ρωσία και το στρατιωτικοβιομηχανικό πλέγμα που τον στηρίζει. Είναι πια μια «τραυματισμένη» υπερδύναμη, αλλά αυτό μπορεί να μην σημαίνει πολλά. Ο Δανός υπουργός Άμυνας Τρολς Λουντ Πούλσεν θεωρεί πως η Ρωσία θα μπορούσε να ανακάμψει και να είναι σε θέση να επιτεθεί στο έδαφος του ΝΑΤΟ εντός τριών έως πέντε ετών. Ορισμένοι άλλοι αξιωματούχοι στο Μόναχο είπαν ότι η Ρωσία μπορεί να είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο πολύ πιο σύντομα. «Δεν έχουμε αυταπάτες ότι η Ρωσία θα αλλάξει» λέει ο Χάνο Πέβκουρ, υπουργός Άμυνας της Εσθονίας. «Ο στόχος του Πούτιν είναι να δείξει ότι η Δύση δεν λειτουργεί, ότι το ΝΑΤΟ δεν λειτουργεί, ότι το άρθρο 5 δεν ισχύει. Αυτός είναι ο στόχος του».
Οι νατοϊκοί «προετοιμάζονται» για το ενδεχόμενο μιας ρωσικής πρόκλησης σε οποιοδήποτε επίπεδο, από χερσαία εισβολή ως μεγάλης κλίμακας κυβερνοεπίθεση. «Αυτό που στοχεύει να κάνει η Ρωσία είναι να μπορέσει να μας προκαλέσει σε κάθε τομέα και σε κάθε επίπεδο» δήλωσε αξιωματούχος του ΝΑΤΟ στη σύνοδο του Μονάχου. Πολλά εξαρτώνται από το τι συμβαίνει στην Ουκρανία, αλλά η Μόσχα έχει ήδη προσαρμόσει την οικονομία της στον πόλεμο και έχει αυξήσει θεαματικά την παραγωγή της σε βλήματα πυροβολικού, άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα και πυραύλους. Η υστερία για μια πιθανή στρατιωτική αναμέτρηση με τη Ρωσία έχει εξαπλωθεί στην Ευρώπη εδώ και εβδομάδες. Παρόλο που στη Σουηδία υπάρχει παράδοση ψυχροπολεμικής καχυποψίας και η ρίψη φυλλαδίων που προειδοποιούν το κοινό για ενδεχόμενο δολιοφθοράς από ξένη δύναμη συνεχίζεται εδώ και χρόνια, η προειδοποίηση στις αρχές Ιανουαρίου του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγού Μικαέλ Μπίντεν πως όλοι οι Σουηδοί θα πρέπει να προετοιμαστούν ψυχολογικά για πόλεμο έγινε viral και σκόρπισε ανησυχία. Και μια προειδοποίηση στα τέλη του περασμένου μήνα από έναν κορυφαίο Βρετανό στρατιωτικό, τον στρατηγό Πάτρικ Σάντερς, πως η Ρωσία σκοπεύει να «νικήσει το σύστημα και τον τρόπο ζωής μας» και η έκκλησή του προς τους Βρετανούς να προετοιμαστούν για ένα επίπεδο επιστράτευσης που δεν έχει υπάρξει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ανάγκασαν την κυβέρνηση του Ρ. Σούνακ να παρέμβει και να διευκρινίσει ότι δεν σκοπεύει να επαναφέρει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υπάρχει σοβαρή σύγχυση αυτή τη στιγμή για το τι πρέπει πραγματικά να κάνει το ΝΑΤΟ για να προετοιμάσει την Ευρώπη για έναν πιθανό ευρύτερο πόλεμο με τη Ρωσία. Δεν ξέρουν από πού πρέπει να αρχίσουν. Από την προστασία των ενεργειακών αγωγών, των τηλεπικοινωνιακών δικτύων; Ή από την προσαρμογή και ανακατασκευή του οδικού δικτύου, ώστε οι ευρωπαϊκοί δρόμοι να αντέχουν το βάρος των αρμάτων μάχης; Ορισμένες κυβερνήσεις εξετάζουν επίσης την επιστροφή στην παλιά πρακτική της ρίψης φυλλαδίων, όπως κάνουν οι Σουηδοί, προκειμένου να θέσουν σε εγρήγορση τους πολίτες τους για να προετοιμαστούν για το χειρότερο...
Ο φόβος για τον «παράγοντα Τραμπ»
«Αν οποιοσδήποτε Ρώσος στρατιώτης πατήσει το πόδι του στο έδαφος του ΝΑΤΟ, θα υπερασπιστούμε κάθε σπιθαμή του» διαμήνυσε ο Γερμανός υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους, που έγινε πρωτοσέλιδο την περασμένη εβδομάδα λέγοντας στη σύνοδο του Μονάχου ότι η Ουκρανία πρέπει να νικήσει τη Ρωσία και καλώντας τους νατοϊκούς συμμάχους να υπερβούν τη δέσμευση του 2% για τις αμυντικές δαπάνες. Υπάρχει ωστόσο μια ειδοποιός διαφορά συγκριτικά με το παρελθόν, όταν η ψυχροπολεμική υστερία στην Ευρώπη καλλιεργούνταν από τις ΗΠΑ. Αυτή τη φορά είναι ο φόβος ότι η Αμερική θα αφήσει μόνη της την Ευρώπη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Πόσο πραγματικός είναι όμως αυτός ο φόβος; Αναλυτές και διαμορφωτές της κοινής γνώμης γίνονται όλο και πιο ξεκάθαροι όσον αφορά τους εφικτούς στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ανεξάρτητα από το όσα διατείνονται ή πρεσβεύουν ο Τζο Μπάιντεν και ο Ντόναλντ Τραμπ. Το σημαντικότερο είναι ότι δείχνουν την οδό του ρεαλισμού, δικαιολογώντας ενδεχομένως εν μέρει τον φόβο «εγκατάλειψης» των Ευρωπαίων. Συνδυάζοντας μάλιστα αυτά που διακήρυττε η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Προέδρου όταν αναλάμβανε την εξουσία, πριν από τρία χρόνια, με αυτά που έχει «πετύχει» ως τώρα, η διαπίστωσή τους εν είδει προειδοποίησης είναι λιτή και περιεκτική: «Η Αμερική δεν μπορεί να τα έχει όλα δικά της».
Ο Στίβεν Βερτχάιμ, επισκέπτης λέκτορας στη Σχολή Δημοσίων και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Πρίνστον, γράφει σε ένα μακροσκελές άρθρο του στο Foreign Affairs: «Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά της με σκοπό να δώσει στρατηγική εστίαση στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος και η ομάδα του υποσχέθηκαν να τερματίσουν τους “αιώνιους” πολέμους των Ηνωμένων Πολιτειών και να κάνουν τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες ενός δυσαρεστημένου κοινού. Σήμερα αυτό το όραμα είναι κουρελιασμένο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον βυθισμένες σε πολλαπλούς πολέμους στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή, ακριβώς εκεί όπου η κυβέρνηση Μπάιντεν υποσχέθηκε να κρατήσει τα πράγματα σε ηρεμία. Την ίδια ώρα, οι σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία έχουν επιδεινωθεί τόσο εντυπωσιακά, που αυξάνεται η ρεαλιστική προοπτική της πρώτης σύγκρουσης μεταξύ μεγάλων δυνάμεων από το 1945. Το σκεπτικό για την αμερικανική παγκόσμια κυριαρχία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όπως διατυπώθηκε από το Πεντάγωνο το 1992, ήταν ότι με τη διατήρηση της στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας τους στις περισσότερες περιοχές του κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κατέστειλαν τον ανταγωνισμό μεταξύ άλλων χωρών, θα απέτρεπαν τους αμφισβητίες της ισχύος τους να αναδυθούν και θα διατηρούσαν την παγκόσμια ειρήνη με ένα λογικό κόστος για τους Αμερικανούς. Όμως η μονοπολική εποχή έχει τελειώσει. Προχωρώντας μπροστά, οι επιλογές είναι ζοφερές: Οι Ηνωμένες Πολιτείες είτε θα παρεμβαίνουν επιλεκτικά στις διεθνείς κρίσεις προκειμένου να περιορίσουν και να ελέγξουν τους κινδύνους ή θα επιμείνουν στην παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους και θα εμπλέκονται από κρίση σε κρίση. Η αναβίωση της εμπιστοσύνης στην πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει αποδειχθεί βραχύβια και οι γενιές των Αμερικανών που δεν έχουν καμία ανάμνηση από τον Ψυχρό Πόλεμο έρχονται πια στην εξουσία (...) Η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι σταθερή κατά της πρόσκλησης της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και, αντ’ αυτού, να προετοιμαστεί να εξοπλίσει τη χώρα για να αμυνθεί μακροπρόθεσμα (...) Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειάζονται παγκόσμια στρατιωτική κυριαρχία για να ευδοκιμήσουν. Αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να σώσουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία τους, να ξαναχτίσουν το πολιτικό σύστημά τους και να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη του λαού σε αυτό. Η προσκόλληση στην πρωτοκαθεδρία αναστέλλει αυτό το σπουδαίο έργο. Οδηγεί σε μια εξωτερική πολιτική που είναι διαρκώς εκτός ελέγχου και σε μια χώρα που χάνει την αίσθηση του αυτοελέγχου»...
από:https://www.avgi.gr