Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 10 Ιαν 2025
Η δολοφονία ενός CEO που ξεσκεπάζει το σύστημα υγείας των ΗΠΑ. Είναι αναγκαίοι οι «λαϊκοί ήρωες»;
Κλίκ για μεγέθυνση







Λίγες εβδομάδες μετά την επανεκλογή Τραμπ, ως νέου προέδρου των ΗΠΑ, μια ένοπλη επίθεση στην καρδιά του Μανχάταν και ο θανάσιμος τραυματισμός του CEO της UnitedHealthcare, Μπράιαν Τόμσον, τάραξε για τα καλά τα νερά της αμερικάνικης κοινωνίας. Τόσο το σημείο εκδήλωσης της επίθεσης όσο και ο στόχος ξεπερνούν τα όρια του συμβολικού γεγονότος. Ίσως και γι’ αυτό το λόγο, ήταν πάρα πολύ μεγάλη η αποδοχή της συγκεκριμένης πράξης από ανθρώπους όλων των στρωμάτων της αμερικάνικης κοινωνίας, αναγκάζοντας τους σύγχρονους ψηφιακούς λογοκριτές των social media σε μαζική διαγραφή λογαριασμών. Η σύλληψη του φερόμενου ως δράστη, Λουίτζι Μαντζιόνε, (ο ίδιος δήλωσε αθώος ενώπιων των δικαστών), σε ταχυφαγείο στη Πενσυλβάνια δημιούργησε μια φρενίτιδα εκδηλώσεων συμπάθειας προς το πρόσωπο του. Σίγουρα οι συμπεριφορές ανάθεσης αλλά και ανάδειξης ενός «λαϊκού ήρωα» έκαναν την εμφάνισή τους. Είναι βέβαιο, όμως, ότι γι’ αυτό δεν ευθύνεται ο δράστης της επίθεσης. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα τα αίτια της επίθεσης, αλλά και το κύμα συμπαράστασης και συμπάθειας που εκδηλώθηκε προς τον Λουίτζι Μαντζιόνε, θα πρέπει να εξετάσουμε τη δομή του συστήματος υγείας και της ιδιωτικής υγειονομικής ασφάλισης, όπως αυτή διαμορφώνεται στις ΗΠΑ.

Είναι αποδεδειγμένο σε αρκετές μελέτες και έρευνες διεθνών οργανισμών, ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν το χειρότερο σύστημα υγείας παγκοσμίως, συγκριτικά με τις λοιπές αναπτυγμένες χώρες, έχοντας περίπου 26 εκατομμύρια κατοίκους ανασφάλιστους, οι οποίοι πληρώνουν όλα τα έξοδα υγειονομικής περίθαλψης από την τσέπη τους. Πάνω από το 40% των αμερικανών ξόδεψαν περισσότερα από 1.000 δολάρια για υγειονομική περίθαλψη το 2023. Παράλληλα, οι αμερικανοί έχουν το μικρότερο προσδόκιμο ζωής, στα 77,5 χρόνια, από τις δέκα πιο αναπτυγμένες χώρες και έχουν το υψηλότερο ποσοστό θανάτων που μπορούν να προληφθούν και να θεραπευτούν.

 

Το αμερικάνικο σύστημα υγείας αποτελείται από επιμέρους υγειονομικά προγράμματα τα οποία χρηματοδοτούνται από την ομοσπονδιακή και πολιτειακή κυβέρνηση, από το προσωπικό εισόδημα των ατόμων, από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών. Όσον αφορά στην χρηματοδότηση, η ομοσπονδιακή και πολιτειακή κυβέρνηση χρηματοδοτούν τα προγράμματα του Μedicare, για ηλικιωμένους και ανάπηρους, και του Μedicaid για τους ανέργους και φτωχούς, καθώς και για μια σειρά προγραμμάτων δημόσιας υγείας (ναρκωτικά, αλκοολισμός κ.ά.). Η πρόσβαση, όμως, σε προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι καθολική σε όλη την επικράτεια και οι διαφοροποιήσεις είναι πολλαπλές και πολύπλοκες. Η συγκεκριμένη απορρύθμιση στον τομέα της υγείας ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’80, επί προεδρίας Ρήγκαν, και συνεχίζεται έως σήμερα. Ουσιαστικά στο χώρο της υγείας έχουν διεισδύσει κερδοσκοπικά λόμπι, ιδιωτικές εταιρίες υγείας, ασφαλιστικές εταιρείες που επιβάλουν τους κανόνες της αγοράς. Τα κριτήρια που τίθενται από τις εταιρείες δεν είναι υγειονομικά αλλά οικονομικά και τεχνοκρατικά. Με τη χρήση αλγορίθμων και δημιουργώντας μεγάλες βάσεις δεδομένων, απορρίπτονται ή κοστολογούνται ακριβά όσοι χρήζουν βοήθεια. Όμως, πέραν των ανασφάλιστων οι οποίοι πρέπει να πληρώνουν για το κάθε τι από την τσέπη τους, ακόμα και άτομα που εντάσσονται σε κάποια μορφή ασφάλισης αποφεύγουν την επίσκεψη τους σε ιατρικό φορέα, ακόμη και για επείγοντα περιστατικά, διότι πολλά από τα ασφαλιστικά πακέτα δεν καλύπτουν μεγάλο εύρος ιατρικών αναγκών. Γι’ αυτό το λόγο ανθεί η βιομηχανία των εράνων για ιατρικούς σκοπούς μέσω διαδικτυακών πλατφορμών, όπως η GoFundMe, της οποίας ο CEO Ρομπ Σόλομον, έχει επισημάνει: «Δεν στηθήκαμε ποτέ για να γίνουμε εταιρεία υγείας. Όμως σταδιακά, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το GoFundMe για τα πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν». Όμως, επειδή «το σύστημα είναι απαίσιο (…) υπάρχουν άνθρωποι που δεν λαμβάνουν ανακούφιση από εμάς ή από τους θεσμούς που υποτίθεται πως πρέπει να υπάρχουν. Δεν θα έπρεπε να είμαστε η λύση σε ένα περίπλοκο σύνολο συστημικών προβλημάτων».

Η UnitedHealthCare, της οποίας ο  CEO ήταν ο στόχος, λειτουργεί ταυτόχρονα ως ασφαλιστική και ως πάροχος υπηρεσιών υγείας, με 158 θυγατρικές και κατέχοντας το 29% της ασφαλιστικής αγοράς υγείας. Παράλληλα προωθεί τα αιτήματα πληρωμής από τον πάροχο στην ασφαλιστική, έτσι ώστε να πληρωθεί. Με λίγα λόγια, κρατάει και το πεπόνι και το μαχαίρι ή αλλιώς «Γιάννης κερνά Γιάννης πίνει»… Χτίζοντας, λοιπόν, αυτό το μονοπώλιο, τα κέρδη της ξεπερνούν τα 22 δις το χρόνο, ενώ το ποσοστό απορρίψεων για αποζημιώσεις είναι το μεγαλύτερο συγκριτικά με τις υπόλοιπες εταιρίες. Ο CEO που δολοφονήθηκε αμειβόταν με 20 εκατ. το χρόνο γι’ αυτές τις υπηρεσίες του. Ουσιαστικά εισέπραττε τα δυσθεώρητα μπόνους για να μπορεί να στήσει και να φέρει εις πέρας αυτό το μοντέλο εξαπάτησης των ασθενών-πελατών. Κανένας καπιταλιστής δεν χαρίζει μπόνους σε κανένα στέλεχος εάν δεν έχει παράξει υπερκέρδη. Το σύστημα έχει δομηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε οι συγκεκριμένες εταιρείες να υπερ-κερδίζουν κατά το δοκούν από τις ασθένειες και την περίθαλψη των ανθρώπων. Και τα υπερκέρδη παράγονται από τη μαζική εξαπάτηση των καταναλωτών. Δεν είναι τυχαίο, ότι πάνω στις σφαίρες ήταν γραμμένες οι λέξεις: deny, delay, depose – άρνηση, καθυστέρηση, κατάθεση. Οι λέξεις αποτελούν, πιθανότατα, παράφραση από τον τίτλο του βιβλίου του νομικού καθηγητή Jay Feinman: «Delay, Deny, Defend: Why Insurance Companies Dont Pay Claims and What You Can Do About It», στο οποίο ο συγγραφέας ασκεί δριμύτατη κριτική στις πρακτικές των αμερικανικών ασφαλιστικών υγείας, οι οποίες περιλαμβάνουν την καθυστέρηση (delay) και την άρνηση (deny) αποζημιώσεων που θα έπρεπε να παρέχουν σε ασφαλισμένους.

Συνεπώς η κριτική απέναντι στο συγκεκριμένο σύστημα υγείας και τις ασφαλιστικές εταιρίες δεν γίνεται μόνο από τους αδύναμους και κατατρεγμένους αλλά αφορά ένα σημαντικό κομμάτι της αμερικάνικης κοινωνίας. Πρόκειται για ανθρώπους που προέρχονται από διαφόρους επιστημονικούς και μη τομείς, οι οποίοι κρούουν τον κώδωνα πολλά χρόνια αλλά χωρίς κάποια ουσιαστική μεταβολή. Η τελευταία ασφαλιστική μεταρρύθμιση έγινε γνωστή ως Obamacare, όπου ναι μεν ένα σημαντικό κομμάτι ανθρώπων εξασφάλισαν υγειονομική κάλυψη αλλά δεν αντιμετωπίστηκαν τα δομικά προβλήματα του συστήματος και το υψηλό κόστος αυτού.  Άλλωστε και ο συγκεκριμένος νόμος είχε τεθεί στο στόχαστρο του Τραμπ κατά την προηγούμενη του θητεία αλλά τελικά το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε για την εγκυρότητά του.

Σε ένα παιχνίδι, στημένο, κομμένο και ραμμένο σε κοκορομαχίες μεταξύ των δυο κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων των ΗΠΑ, οι οποίες αγνόησαν πλήρως τόσο τη λαϊκή αγανάκτηση που συσσωρεύεται πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα όσο και την επιστημονική κριτική που ασκείται επ’ αυτού, δεν αποτελεί καμία έκπληξη η χρήση ατομικής βίας· μιας μοναχικής βίας που ενσαρκώνει μια πλατιά και ευρεία συλλογική κριτική. Μιας επίθεσης απέναντι σε ένα κατάφωρα άδικο σύστημα που δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα. Είναι, λοιπόν, μια βίαιη επίθεση η οποία οπλίστηκε και πυροδοτήθηκε από την εφαρμογή πρακτικών της αλαζονικής ολιγαρχίας του αμερικάνικου συστήματος. Ενός συστήματος που εκπαιδεύει συνειδήσεις ώστε οι οικονομικά ασθενείς να αισθάνονται και πνευματικά φτωχοί. Ενός συστήματος που προωθεί λογικές που λένε, ότι όποιος είναι έξυπνος έχει τη δική του δουλειά και κάνει μπίζνες και όλοι οι άλλοι είναι απλά «σκουπίδια» και χρήστες του. Ο ανασφάλιστος επιφορτίζεται με τύψεις, ότι είναι ο ίδιος υπεύθυνος για την ανημπόρια του, ότι «είσαι ανήμπορος διότι είσαι ανίκανος». Και το ίδιο διαχέεται και στα υπόλοιπα λεγόμενα μικρομεσαία στρώματα, όπου ο «σωστά και έξυπνα ασφαλισμένος» κάνει ατομικές-οικογενειακές ασφαλίσεις υγείας, πληρώνει ένα σκασμό λεφτά για χρόνια, και έχει αυξημένες απαιτήσεις σε περιπτώσεις αποζημιώσεων.

Μάταια, όμως. Η αμερικάνικη οικονομική-πολιτική δομή στήνεται σε μια λογική συνεχούς ανικανοποίητου μάρκετινγκ, όπου με τίποτα δεν μπορείς να είσαι full ικανοποιημένος και με διάρκεια, διότι υπάρχει στο επόμενο στάδιο κάτι καλύτερο, μεγαλύτερο και πιο φανταχτερό. Ένα μανιακό κυνήγι ματαιοδοξίας. Για το λόγο αυτό, σε μια τόσο φανερά αποξενωμένη κοινωνία όσο των ΗΠΑ, η επιλογή της ατομικά βίαιης δράσης ούτε μας εκπλήσσει ούτε μας ξενίζει. Μπορεί να μην αποτελεί μέρος μιας συλλογικής αντίστασης για την ανατροπή μιας κατάστασης, αλλά αποτελεί μέρος μιας προσωπικής προσπάθειας και συμβολής για τον «εκθρονισμό» μιας βίαια και ολοκληρωτικά ετεροκαθοριζόμενης συνθήκης. Και ως τέτοια αποτελεί μέρος και κομμάτι του αγώνα. Οι συνθήκες και οι τρόποι έκφρασης απέναντι στην αδικία δεν μπορούν να φέρουν ταξινομήσεις συμπεριφοράς περί «πολιτικά ορθού» και άλλα βαρύγδουπα του τύπου «για κάθε μια δολοφονία CEO ξεφυτρώνουν άλλοι δέκα». Ας δούμε λίγο αυτές τις προσεγγίσεις πιο αναλυτικά.

Οι ΗΠΑ, μια χώρα από τις πρωτοπόρες του καπιταλισμού, φανερώνουν συχνά-πυκνά συλλογικές αντιστάσεις και κινηματικές καταστάσεις ενάντια στις θεσμίσεις αυτής της κοινωνίας. Όμως ο βασικός παρονομαστής είναι ο ατομισμός, η αποξένωση και οι χρονικά σφιχτοί καθημερινοί ρυθμοί διαβίωσης. Παράλληλα, τα κοινωνικά προβλήματα που υπάρχουν διάχυτα και τίθενται στις συζητήσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν μπορούν, δυστυχώς, και εκεί όπως και αλλού, να δομήσουν μια σταθερή συλλογική αντίσταση, που αποτελεσματικά θα πολεμήσει και θα αναδείξει τις αιτίες της καταπίεσης/εκμετάλλευσης. Δηλαδή, για να το πούμε πιο καθαρά, στις ΗΠΑ δεν λείπουν οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, τα κινήματα «occupy», τα αντιπολεμικά camps στα πανεπιστήμια και τόσα άλλα μέσα δράσης. Και απέναντι στις ασφαλιστικές εταιρίες υπήρχε πλήθος συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας και στηλίτευσης των πρακτικών τους. Όμως, όλα αυτά αποτελούν τα καλώς καμωμένα για μια αυτάρεσκη δημοκρατία που επιτρέπει στον καθένα να εκφράζεται αλλά παράλληλα να τον αγνοεί. Οι γραμμένες σφαίρες αυτήν την αγνόηση είχαν ως εκπυρσοκροτητή και όχι ένα γενικευμένο και απροσδιόριστο μίσος και εκδίκηση του δράστη. Ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος που σου επιτρέπει να διαδηλώνεις και να εκφράζεσαι μέσα σε συγκεκριμένα όρια, και που η αντίθεσή σου καταγράφεται σχεδόν συμβολικά. Η αποδοχή μιας τέτοιας κινηματικής συνθήκης δεν μπορεί να γίνει απ’ όλους και για πάντα αποδεκτή. Κάποιοι βγαίνουν από το κοπάδι… Συνεπώς σε ένα ζήτημα που ως πρόβλημα υπάρχει εδώ και δεκαετίες και καμία συλλογική δράση δεν το έχει «πολεμήσει» ικανοποιητικά, ήρθε ο φερόμενος ως δράστης Λουίτζι Μαντζιόνε, για να «ταράξει» τα νερά. Στην άποψη, λοιπόν, ότι για κάθε δολοφονημένο CEO θα ξεφυτρώσουν δέκα, εκφράζεται ουσιαστικά η ενδεχόμενη αποφασιστικότητα του συστήματος και της ελίτ. Ότι σε κάθε επίθεση που δέχονται, αντιδρούν αστραπιαία και με δυναμική, αποκομίζοντας μεγαλύτερη ισχύ. Άλλωστε εάν αυτή είναι η δική τους απάντηση, ας εξετάσουμε τις δικές μας ανταπαντήσεις. Το να προσπαθείς να υποβαθμίσεις μια δράση κάποιου, που και το περιεχόμενο της είχε τεράστια κοινωνική αποδοχή και κατανόηση, και ο στόχος ήταν ο ενδεδειγμένος, βάσει της δυστυχίας που είχε σκορπίσει λόγω των αποφάσεων του, μόνο και μόνο επειδή δεν έφερε τα κινηματικά χαρακτηριστικά που κάποιοι πρεσβεύουν, είναι τουλάχιστον άηθες. Και το λέμε αυτό, παρ’ ότι ο φερόμενος δράστης δεν έχει εκφράσει αναρχικές απόψεις, όμως φαίνεται να έχει υποστεί την αδικία του συστήματος υγείας. Σε μανιφέστο που διακινείται στο διαδίκτυο ως προσωπικό του Λ. Μαντζιόνε και μεταφέρουμε με επιφυλάξεις, αναφέρονται τα εξής:

 Μια υπενθύμιση: Οι ΗΠΑ έχουν το πιο ακριβό σύστημα υγείας στον κόσμο και παρ’ όλα αυτά είμαστε 42οι σε προσδόκιμο ζωής. Η United είναι η μεγαλύτερη εταιρεία στις ΗΠΑ από πλευράς κεφαλαίου πίσω μόνο από την Google, Apple και Walmart. Μεγάλωσε, αλλά μεγάλωσε όσο και το προσδόκιμο ζωής μας;

Όχι, η πραγματικότητα είναι ότι αυτοί οι (δεν είναι διακριτό τι γράφει). Έγιναν απλά πολύ ισχυροί και συνεχίζουν να καταστρέφουν την χώρα μας για το κέρδος γιατί ο αμερικανικός λαός τους αφήνει να το κάνουν.

Προφανώς το πρόβλημα είναι πιο περίπλοκο αλλά ειλικρινά δεν έχω ούτε το χρόνο ούτε είμαι το πιο ενημερωμένο άτομο για να παραθέσω όλα τα επιχειρήματα. Αλλά πολλοί έδειξαν την διαφθορά και την απληστία (Moore, Rosenthal) και τα προβλήματα απλά παραμένουν. Δεν είναι πλέον ζήτημα ευαισθητοποίησης αλλά παιχνιδιών δύναμης. Όπως φαίνεται είμαι ο πρώτος που το αντιμετωπίζω με ωμή ειλικρίνεια.

Σε κάποιους μπορεί να φαίνομαι ως μια απομονωμένη φωνή, μια παρεκτροπή μέσα σε μια κουλτούρα που μοιάζει υπνωτισμένη από τη λάμψη της τεχνολογικής προόδου. Ξέρω όμως ότι υπάρχουν αμέτρητοι άλλοι που μοιράζονται την απελπισία μου, που έχουν κοιτάξει, με πόνο στην καρδιά, αγαπημένους που έμειναν χωρίς θεραπεία, ασθενείς που χρεοκόπησαν από βασικές θεραπείες, ερευνητές που καταπνίγονται από εταιρικά συμφέροντα και κοινότητες που εγκαταλείφθηκαν από νοσοκομεία που θεωρούν ότι η ύπαρξή τους «δεν είναι κερδοφόρα». Η απόφασή μου να διατυπώσω αυτή την καυστική καταδίκη δεν απορρέει από μίσος για την ανθρωπότητα, αλλά από μια βαθιά αγάπη για το τι θα μπορούσαν να είναι οι άνθρωποι, αν απλά σκίζαμε το πέπλο…

Όμως ο Λουίτζι Μαντζιόνε, ο οποίος κατασκεύασε μόνος του σε 3D εκτυπωτή το όπλο του, πέρα από την υπεράσπιση που είναι αναγκασμένος να κάνει ως κατηγορούμενος της δολοφονικής επίθεσης, χρειάζεται να υπερασπιστεί την πράξη του και απέναντι σε άτομα που τον λοιδορούν λόγω της αστικής προέλευσης του. Γόνος πλούσιας αστικής οικογένειας με πολυσχιδή επιχειρηματική δραστηριότητα σε διαφόρους τομείς, ο ίδιος σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και στη συνέχεια Πληροφορική και με το πέρας των σπουδών του εργάστηκε σε ιστοσελίδα μεταπώλησης αυτοκινήτων. Απολύθηκε το 2023 και τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τον έθεσαν ανενεργό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εκείνο το διάστημα ήρθε σε επαφή με βιβλία και απόψεις που τον επηρέασαν σημαντικά απ’ ό,τι φαίνεται.  Για τον Τέντ Καζίνσκι είχε γράψει: «Είναι απλά αδύνατο να αγνοήσουμε πόσο προφητικές αποδείχθηκαν πολλές από τις προβλέψεις του για τη σύγχρονη κοινωνία».

Ο Μαντζιόνε, λοιπόν, βλέπουμε ότι εργάστηκε ως μισθωτός, όπου απολύθηκε μάλιστα και δεν επαναπαύτηκε στην οικονομική ευρωστία της οικογένειάς του. Το σημειώνουμε αυτό, διότι για ακόμη μια φορά είδαμε αναρτήσεις και θέσεις σε κινηματικά μπλοκ που στιγμάτιζαν την καταγωγή του και ότι δεν είναι από τη «τάξη» μας. Δεν ξέρουμε τι είναι περισσότερο χυδαίο, ο ρατσισμός ότι επειδή προέρχεσαι από πλούσια οικογένεια είσαι και εσύ αστός ή η λοιδορία και ο εξοστρακισμός της πράξης επειδή ο δράστης δεν έχει μεγαλώσει σε γκέτο και φαβέλες. Η κάθε ανθρώπινη οντότητα έχει αυθύπαρκτη αξία και δεν μπορεί να κρίνεται για στάσεις-συμπεριφορές-αποφάσεις προγενέστερων γενεών. Ο καθένας και η καθεμία  μας είμαστε υπεύθυνοι για τις δικές μας πράξεις. Το γεγονός, ότι ο δράστης είναι εγγονός πολυεκατομμυριούχου δεν υποβαθμίζει την πράξη του ή την κατατάσσει σε μικρότερη ή μεγαλύτερη αξιακή κλίμακα, ανάλογα με την προσέγγιση που έχει ο καθένας. Με την ίδια αυτή λογική αρκετοί επαναστάτες και στοχαστές της αναρχίας θα έπρεπε να λοιδορηθούν για το αστικό και πριγκιπικό τους οικογενειακό παρελθόν. Δυστυχώς, τέτοιες αναλύσεις βρίσκουν πρόσφορο έδαφος όταν κάποιοι θέτουν ως α και ω της ανάλυσης τους, το «μίσος ταξικό» για το καθετί. Γιατί, ναι, ο Μαντζιόνε μπορεί να ήταν γόνος αστικής οικογένειας που αποφάσιζε για εκείνον να φοιτήσει σε ιδιωτικά σχολεία και πανεπιστήμια, αλλά ο ίδιος ως ενήλικος εργάστηκε σε μη οικογενειακή εταιρία. Άρα μια πράξη κρίνεται ως αυτή καθαυτή και δεν λοιδορείται ή εξωραΐζεται με βάση κριτήρια προέλευσης. Επιπρόσθετα, ο CEO-θύμα της UnitedHealthcare, Μπράιαν Τόμσον, έχει την ακριβώς αντίθετη καταγωγή από τον δράστη, μεγάλωσε σε ένα αγρόκτημα της Αϊόβα από γονείς εργάτες. Σπούδασε Οικονομικά και Λογιστική στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα και εργάστηκε ως ορκωτός λογιστής στην πολυεθνική PWC προτού μεταπηδήσει στην UnitedHealthcare πριν είκοσι χρόνια και ανέλθει σταδιακά στη θέση του CEO. Έτσι, διαπιστώνεται ότι ο δράστης είναι γόνος αστικής οικογένειας που εργάστηκε σε εταιρία πώλησης αυτοκινήτων και το θύμα από μια εργατική και αγροτική καταγωγή όδευσε προς την υψηλή ιεραρχία των μάνατζερς σε πολυεθνικές εταιρίες.

Αλλά ακόμα ένα μέλος της «εργατικής τάξης», υπαμειβόμενης και εν πολλοίς ανασφάλιστος, ήταν εκείνο που ρουφιάνεψε τον Λουίτζι Μαντζιόνε στις αστυνομικές αρχές. Τι χρειάζεται η αστυνομία και ο στρατός, όταν υπάρχουν τόσο αξιόπιστα «σκυλιά» που προφυλάσσουν την ελίτ και την τάξη; Δεν είναι βέβαιο ότι θα λάβει την επικήρυξη των 60.000$,  παρά τις υπηρεσίες που πρόσφερε προς το σύστημα, λόγω εσφαλμένης χρήσης της τηλεφωνικής γραμμής.

Όμως παρ’ ότι εκατομμύρια άνθρωποι συμμερίζονται και δικαιολογούν τη δράση του Λουίτζι Μαντζιόνε, σύμφωνα με τα αποτελέσματα από πρόσφατες δημοσκοπήσεις, και πολλοί μπορεί να εύχονται αυτή η μεμονωμένη δράση να εμπνεύσει και κινητοποιήσεις και δράσεις με πιο ευρεία και συλλογικά χαρακτηριστικά, οφείλουμε να μην αντιμετωπίζουμε τους φορείς αυτών των πράξεων ως «λαϊκούς ήρωες». Τέτοιους έχει ανάγκη η κάθε αριστερά, η κάθε πρωτοπορία, η κάθε δομή και εξουσία, σωματοποιώντας, έτσι, την επιβολή και τον έλεγχο. Όσοι αγωνίζονται με αξιοπρέπεια δεν έχουν ανάγκη από ξεχωριστούς ήρωες και προσωπικότητες αλλά από ισότιμους συντρόφους. Η συντροφικότητα είναι η κινητήρια ώθηση ώστε με σταθερότητα και επιμονή να μην χάνεται ο στόχος που δεν είναι άλλος από τη διάχυση, με όλα τα μέσα, ενός ανεξούσιου λόγου που θα οδηγήσει σε μια ελεύθερη κοινωνία. Ο καθένας και η καθεμία βάζει το λιθαράκι του/της ώστε να δομηθούν αυτές οι συντροφικές σχέσεις και δράσεις. Η αποφασιστικότητα και το θάρρος κάποιων σίγουρα προσφέρεται για απόδοση εκτίμησης των πράξεων τους αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαία και χρήσιμη η ηρωοποίησή τους.

Η άμεση επικοινωνία μέσω των κοινωνικών δικτύων και το θέαμα της ατομικής αντίστασης μπορεί να ενισχύει τη συντριβή της ψευδαίσθησης του αήττητου που με περίτεχνο και κοπιαστικό τρόπο περιβάλλει τους κυρίαρχους. Ο Λουίτζι απέδειξε στη καρδιά του Μανχάταν το πόσο τρωτοί είναι, όταν ικανοποιούνται συγκεκριμένες και αυστηρές συνθήκες.

Το βασικό ερώτημα που τίθεται, είναι εάν οι καταπιεσμένοι άνθρωποι αισθάνονται ότι η συγκεκριμένη δράση ευθυγραμμίζεται και εμπνέει τα ενδιαφέροντά τους και ενθαρρύνει να αμφισβητήσουν τις κυρίαρχες σχέσεις. Γιατί τα χιλιάδες πόστερς με φωτογραφίες του Μαντζιόνε, οι χιλιάδες πωλήσεις της μάρκας του τζάκετ που φορούσε κατά την στιγμή της επίθεσης και τόσα άλλα, δεν αποτελούν στοιχείο κινητοποίησης αλλά αντίθετα μιας, θετικής μεν, παθητικής δε, στάσης. Συμφωνώ και συναινώ αλλά ταυτόχρονα αναθέτω; Υπερθεματίζω αλλά παραμένω ένας ακτιβιστής-καταναλωτής t-shirts; Που το μήνυμά μου διαχέεται μέσα από την κατανάλωση; Δεν είναι τυχαίο, ότι όλα τα ΜΜΕ –διεθνή και εγχώρια– «παίζουν» την είδηση του συγκεκριμένου γεγονότος και ταυτόχρονα φωτίζουν τα στοιχεία θεάματος και κατανάλωσης που αναπτύσσονται. Μια μεταμοντέρνα κοινωνία του θεάματος που ασφαλώς και δεν θέλει να αναλύσει τα γενεσιουργά αίτια περαιτέρω.

Γι’ αυτό οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί στην ειδωλοποίηση ατόμων και στους «σωτήρες». Αυτές είναι πρακτικές των ελίτ και της εξουσίας στην προσπάθειά της να ηγεμονεύει με κάθε τρόπο και μέσο, με αριστερό ή δεξιό πρόσημο.

Παρατηρούμε, λοιπόν, μέσα από αυτή την επίθεση τις αντιφάσεις που αναπτύσσονται και στην αμερικάνικη κοινωνία και όχι μόνο. Θα θέσουμε όμως και ακόμη μια παράμετρο, την οποία  θεωρούμε πολύ σημαντική και αντικατοπτρίζει το «συναίσθημα» των καταπιεσμένων στις ΗΠΑ. Η Αμερική βίωσε για πολλούς μήνες μια ένταση στη πολιτική σκηνή λόγω της προεκλογικής εκστρατείας που ήταν σε εξέλιξη. Τα πολιτικά θέματα και η ατζέντα περιστρέφονταν γύρω από αυτό που ονομάζεται woke. Λίγες εβδομάδες μετά την επανεκλογή Τραμπ, η επίθεση στον CEO M. Τόμσον, φανέρωσε με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο ότι αυτά που αφορούν τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων των ΗΠΑ είναι εκείνα τα θέματα με τα οποία δεν ασχολήθηκαν καθόλου οι δυο μονομάχοι. Στην αρένα τους, σημασία υποτίθεται ότι είχε το woke και όχι ζητήματα ασφάλισης και περίθαλψης. Το να πληρώνει κάποιος την αξονική τομογραφία 2.000$ και μετά η ασφαλιστική να σου απορρίπτει το αίτημα αποζημίωσης δεν ήταν σημαντικό απ’ ό,τι  φαίνεται. Ή μάλλον, όχι περισσότερο από αιτήματα αποζημιώσεων για εγχειρήσεις αλλαγής φύλου. Στο ζήτημα του woke θα επανέλθουμε στο επόμενο φύλλο, γιατί το θεωρούμε πάρα πολύ σημαντικό, στο πως η εξουσία και το κράτος με περίτεχνο τρόπο επιβάλλουν ατζέντα, «πουλάνε» δικαιωματισμό και «σπρώχνουν» στην άκριτη σκέψη μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Αυτά θρυμματίστηκαν με τις τρεις σφαίρες του Μαντζιόνε και επανέφεραν στο προσκήνιο τα σημαντικά ζητήματα και όλα αυτά που τυραννούν τους αμερικανούς. Ο καθηγητής Στάθης Γουργουρής, του Πανεπιστημίου Κολούμπια, αναφέρει δύο βασικές αιτίες στην υπόθεση Μαντζιόνε: «Καταρχάς, στην Αμερική η βιομηχανία της υγείας είναι από τις πιο άγριες μορφές ωμής εκμετάλλευσης και φτωχοποίησης των ανθρώπων. Δύσκολο να το αντιληφθεί ένας Ευρωπαίος. Οπότε σχεδόν σύσσωμη η αμερικανική κοινωνία, σχεδόν ανεξαρτήτως ταξικών διαφορών, αισθάνεται εξίσου θύμα. Υπάρχει, δηλαδή, το στοιχείο της μαζικής οργής. Επιπλέον, στις ΗΠΑ οπλοφορεί περίπου το 50% της κοινωνίας. Ο ευκολότερος τρόπος να εκφράσεις οργή, απείρως πιο εύκολος και εφικτός από το να διαδηλώσεις, είναι να πυροβολήσεις. Ακριβώς επειδή σε μια κοινωνία της –υποτίθεται– συναίνεσης έχει ουσιαστικά ακυρωθεί η πρόσβαση στη μαζική αντίσταση, βλέπεις να εμφανίζονται περιπτώσεις “μοναχικών καβαλάρηδων”. Κάτι που πιστεύω θα βλέπουμε στο εξής όλο και συχνότερα και πρέπει να μελετηθεί σοβαρά, πού θα οδηγηθεί όλη αυτή η οργή τα επόμενα χρόνια, τα οποία θα είναι χρόνια κοινωνικής βίας. Και ο Τραμπισμός στο ίδιο συναίσθημα (οργής) οφείλεται».

Είναι σαφές και ξεκάθαρο, ότι ο αγώνας με κάθε μέσο-τρόπο και δράση είναι πάντα παρόντας και κανείς δεν περισσεύει. Ένας αγώνας με αρχές και αξίες για τη δημιουργία ενός ανεξούσιου κόσμου. Τίποτα λιγότερο.

Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.255, Ιανουάριος 2025

 
Copyright © 2011 - 2025 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου