Από τις 8 Αυγούστου, στη γερμανική πρωτεύουσα, επιτρέπεται η παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών, αλλά όχι οι σεξουαλικές επαφές: Ένας τρόπος προσωρινής ανακούφισης ενός κλάδου, οικονομικά αποδυναμωμένου από την κρίση του κορωναϊού και επί μακρόν παραμελημένου από τις δημόσιες αρχές.

Ένα μαστίγωμα στα οπίσθια ενός γυμνού, δεμένου πελάτη σε επιχείρηση που προσφέρει υπηρεσίες «σαδομαζοχιστικές»; Επιτρέπεται. Μία σεξουαλική επαφή σε οίκο ανοχής; Απαγορεύεται. Ένα ερωτικό μασάζ σε οίκο ανοχής; Επιτρέπεται. Η τοπική Βουλή του Βερολίνου,  επιτρέποντας εκ νέου, αλλά υπό όρους, την πορνεία στην γερμανική πρωτεύουσα -έναν τομέα, οι δραστηριότητες του οποίου είχαν ανασταλεί στο αποκορύφωμα της πανδημίας- αμφισβητεί ακόμη και την ίδια την έννοια της σεξουαλικής εργασίας. Συνοπτικά, επιτρέπει, από τις 8 Αυγούστου τις «σεξουαλικές υπηρεσίες», αλλά απαγορεύει, έως την 1η Σεπτεμβρίου, τις «σεξουαλικές συνευρέσεις».

 

Σύμφωνα με τη Liberation, αυτό το υποκριτικό μέτρο μπορεί να αμφισβητείται για την αποτελεσματικότητα του, αλλά σύμφωνα με τους εμπνευστές του, η χαλάρωση του κανονισμού ως προς την πορνεία είναι, καταρχάς, ένας τρόπος ανακούφισης των - ευρισκόμενων σε  επισφάλεια, μετά την απαγόρευση των δραστηριοτήτων τους το Μάρτιο- εργαζομένων στον κλάδο: «Δεδομένης της ιδιαιτέρως συχνά επισφαλούς κατάστασης των ατόμων που εργάζονται στη βιομηχανία του σεξ, φαίνεται αναγκαία η εξέταση ευέλικτων μέτρων σε αυτόν τον τομέα ώστε να μπορούν να εργάζονται νομίμως. Στην αντίθετη περίπτωση, υφίσταται κίνδυνος επιτέλεσης της εργασίας τους κρυφά, σε επικίνδυνες για την υγεία τους συνθήκες».

40.400 εργαζόμενοι στο χώρο του σεξ στη Γερμανία

Εάν είναι επισήμως καταγεγραμμένες 1.500 ιερόδουλες στο Βερολίνο, ο συνολικός τους αριθμός εκτιμάται σε 8.000. Στο  πολυσύχναστο υπόγειο σταθμό «Kurfürstenstraße», στην περιοχή Schöneberg,  κατά το αποκορύφωμα της καραντίνας τον Απρίλιο, οι εκδιδόμενες εργάζονταν τελείως παράνομα, προσφέροντας υπηρεσίες για δέκα ευρώ, ενώ ιστορίες βιασμών έκαναν την εμφάνισή τους στον Τύπο.

Ωστόσο, σε μία χώρα, όπου η πορνεία είναι νόμιμη και θεωρητικά θεσμοθετημένη (η Γερμανία έχει συνολικά 40.400 δηλωμένους εργαζόμενους στο χώρο του σεξ), κάθε κρατίδιο αποφασίζει για τα προς λήψη μέτρων όσον αφορά  τον αγοραίο έρωτα.

Όπως, λοιπόν, ισχύει και για άλλους τομείς δραστηριοτήτων, οι κανόνες εξόδου από το lockdown για τη βιομηχανία του σεξ ποικίλλουν ευρέως σε ολόκληρη τη χώρα, αποτελώντας, έτσι, πραγματικό ομοσπονδιακό πονοκέφαλο (ας θυμηθούμε ότι στις 7 Μαΐου, στο Βρανδεμβούργο, ήταν δυνατός ο εορτασμός ενός γάμου, αλλά όχι η συνάντηση σε εξωτερικό χώρο περισσότερων του ενός ατόμων ή η έξοδος σε εστιατόριο).

Στην Κάτω Σαξονία, παραδείγματος χάριν, η πορνεία στο δρόμο απαγορεύεται, αλλά μία εργαζόμενη στο χώρο του σεξ μπορεί να διαφημίζει τις υπηρεσίες της και να μεταβαίνει με έναν πελάτη σε ένα ξενοδοχείο ή διαμέρισμα. Στη Βαυαρία, το αγοραίο σεξ επιτρέπεται, αλλά τα πορνεία είναι κλειστά.

Διαμαρτυρίες σε Βερολίνο και Αμβούργο

Αυτές οι  συνθήκες είχαν επιβλαβείς συνέπειες στην οικονομική και επαγγελματική κατάσταση των εργαζομένων στον κλάδο. Έτσι, οι εργαζόμενες στο χώρο του σεξ διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στην υποκρισία των νόμων, οι οποίοι επιτρέπουν εκ νέου την περιποίηση σώματος, τα κομμωτήρια ή τα ινστιτούτα αποτρίχωσης, αλλά όχι τις σεξουαλικές υπηρεσίες. Στο Βερολίνο στα τέλη Ιουλίου, διαδηλωτές μπροστά από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο απαιτούσαν τον τερματισμό της απαγόρευσης της πορνείας. Το ίδιο συνέβη στο Αμβούργο, όπου στα τέλη Ιουλίου, οι εργαζόμενες στο χώρο του σεξ παρήλασαν στη διάσημη - από το 19ο αι. για τέτοιες δραστηριότητες- οδό «Herbertstraße».

Οι διαδηλωτές/διαδηλώτριες προβάλλουν ρεαλιστικά επιχειρήματα: καταρχάς, το επάγγελμά τους ασκείται εγγενώς με σεβασμό στην υγιεινή. Επίσης, είναι παράλογη η διαφοροποίηση μιας υπηρεσίας πορνείας από, π.χ., ένα μασάζ με ζεστές πέτρες σε χώρο ιαματικών πηγών («σπα»). Είναι δυνατή η καταγραφή των ονομάτων των πελατών, με στόχο την ιχνηλάτηση επαφών σε περίπτωση μόλυνσης. Τέλος, η κάλυψη του στόματος και της μύτης κατά τη διάρκεια του«σαδομαζοχιστικού» σεξ με μάσκες, αποτελεί μία παλιά πρακτική.

πηγη:https://tvxs.gr