Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 19 Νοέ 2023
Λαϊκές εξεγέρσεις, πολιτική αντίσταση χθες και σήμερα
Κλίκ για μεγέθυνση

 


 

Όταν ο Ρίτσαρντ Νίξον έγινε Πρόεδρος το 1968, υποσχέθηκε ότι θα έβαζε τέλος στον Πόλεμο του Βιετνάμ, ο οποίος είχε ξεσηκώσει μεγάλο μέρος του αμερικανικού λαού. Η ιμπεριαλιστική πολιτική της Ουάσιγκτον στην Ινδοκίνα είχε πάρει ουσιαστικά τη θέση της γαλλικής αποικιοκρατίας μετά τη δεκαετία του 1950, σ’ ένα διαφορετικό πλέον γεωπολιτικό σκηνικό: τον Ψυχρό Πόλεμο. Όμως αντίθετα απ’ ό,τι είχε υποσχεθεί, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή τον Απρίλιο του 1970. Οι ΗΠΑ εισέβαλαν στην Καμπότζη, σε μια χώρα επίσημα ουδέτερη στον πόλεμο, αν και τα στρατεύματα του Βόρειου Βιετνάμ μετέφεραν προμήθειες και όπλα μέσω του βόρειου τμήματός της.

Τον Μάρτιο του 1969 ο Νίξον άρχισε να εγκρίνει μυστικούς βομβαρδισμούς σε θεωρούμενα στρατόπεδα και ζώνες ανεφοδιασμού του Βόρειου Βιετνάμ στην Καμπότζη ως μέρος της «Επιχείρησης Μενού». Οι New York Times αποκάλυψαν τα γεγονότα τον Μάιο του 1969 προκαλώντας διεθνείς αντιδράσεις. Η Καμπότζη δεν ήταν η πρώτη ουδέτερη χώρα που γινόταν στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ασία. Είχε προηγηθεί το Λάος, το 1964. Ο Νίξον περίμενε δύο μέρες για να ανακοινώσει την αμερικανική εισβολή σε διάγγελμά του από την τηλεόραση. Με τη δυσαρέσκεια για τον Πόλεμο στο Βιετνάμ να έχει ήδη συσσωρευτεί, η εισβολή στην Καμπότζη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η είδηση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης θεώρησε ότι ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος είχε καταχραστεί τις εξουσίες του, παρακάμπτοντας το Κογκρέσο στην απόφασή του να στείλει αμερικανικές δυνάμεις σε ακόμη μια χώρα.

Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν την επόμενη μέρα. Τα πανεπιστήμια σ’ όλη την Αμερική έβραζαν από οργή. Στο πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κεντ, στο Οχάιο, οι φοιτητές κατέβηκαν στους δρόμους. Τις επόμενες μέρες προκλήθηκε ένταση μεταξύ της αστυνομίας και των διαδηλωτών. Στις 4 Μαΐου οι πρυτάνεις του πανεπιστημίου προσπάθησαν να απαγορεύσουν προγραμματισμένη διαμαρτυρία, αλλά περίπου 3.000 φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην πανεπιστημιούπολη. Τους «υποδέχθηκαν» εκατό μέλη της τοπικής Εθνοφρουράς, οπλισμένα με στρατιωτικά τυφέκια. Όταν το πλήθος άρχισε να φωνάζει και να πετάει πέτρες, οι εθνοφρουροί άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως κατά του πλήθους, σκοτώνοντας τέσσερις φοιτητές και τραυματίζοντας εννέα. Η πιο διάσημη εικόνα από αυτό το μακελειό, μια φωτογραφία του φωτορεπόρτερ Τζον Φίλο που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ, δείχνει ένα 14χρονο κορίτσι σκυμμένο πάνω από το άψυχο σώμα ενός φοιτητή. Η πανεπιστημιούπολη έκλεισε και μια πανεθνική φοιτητική κινητοποίηση με σχεδόν 4 εκατ. συμμετέχοντες οργανώθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το ασύλληπτο μακελειό. Οι διαμαρτυρίες κατά του Πολέμου στο Βιετνάμ, όπως αυτή στο Κεντ, άλλαξαν για πάντα τον φοιτητικό ακτιβισμό στην Αμερική. Το αντιπολεμικό αίσθημα έγινε κυρίαρχο στην αμερικανική κοινωνία, «συντονιζόμενο» με τον αγώνα της αφροαμερικανικής κοινότητας για δικαιώματα και ελευθερίες.

Ακμή και παρακμή

Σύμφωνα με τους αναλυτές, τα τελευταία πενήντα χρόνια η μη βίαιη πολιτική αντίσταση έχει επικρατήσει και έχει υπερφαλαγγίσει τον ένοπλο αγώνα ως η πιο κοινή μορφή μαζικής πάλης, γύρω από την οποία συσπειρώνονται και δρουν επαναστατικά κινήματα και κινήματα βάσης. Ο ένοπλος αγώνας ήταν κάποτε ο πρωταρχικός τρόπος με τον οποίο τα κινήματα πάλευαν για ρήξεις και αλλαγή έξω από το πολιτικό σύστημα. Σήμερα οι εκστρατείες που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη μη βίαιη αντίσταση έχουν αντικαταστήσει τον ένοπλο αγώνα και η πολιτική αντίσταση αντιπροσωπεύει κοινό τόπο στη μαζική πάλη παγκοσμίως. Κατά την περίοδο 1900-2019 οι ειδικοί έχουν εντοπίσει συνολικά 628 μαζικά κινήματα, που επιδίωκαν να απομακρύνουν κατεστημένα εθνικά καθεστώτα από την εξουσία ή μάχονταν για αναγνώριση εδαφικής ανεξαρτησίας μέσω αυτονομίας, αποχώρησης ξένου στρατού κατοχής ή τερματισμού αποικιοκρατικής εξουσίας. Παρόλο που τα απελευθερωτικά κινήματα συχνά απεικονίζονται ως ομάδες ανταρτών που κρατούν όπλα, λιγότερες από τις μισές αυτές εκστρατείες (303) περιελάμβαναν οργανωμένη ένοπλη πάλη. Οι υπόλοιπες 325 βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στη μη βίαιη πολιτική αντίσταση. Αν και παράδοξο, παρά τη συχνά θανάσιμη βία με την οποία αντιμετωπίστηκαν τα μαζικά κινήματα σε όλο τον 20ό αιώνα από τους μηχανισμούς της εξουσίας, όλο και περισσότερα από αυτά στράφηκαν στη μη βίαιη πολιτική αντίσταση για να πετύχουν την ανατροπή και την αλλαγή, και αυτό είναι πιο ξεκάθαρο τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Στους πρώτους μήνες του 2020, με τον κόσμο να δοκιμάζεται από το ξέσπασμα της πανδημίας και την αβεβαιότητα των επιπτώσεών της σε υγειονομικό και οικονομικό επίπεδο να γιγαντώνεται, κινήματα και διεκδικητικός ακτιβισμός σχεδόν εξαφανίστηκαν. Μέσα σε λίγους μήνες το μεγαλύτερο μέρος της μαζικής διεκδικητικής δράσης στον δρόμο και στον δημόσιο χώρο πάγωσε. Οι συμβατικές μορφές λαϊκής αντίστασης υποχώρησαν και χάθηκαν στο βάθος του ορίζοντα. Εκμεταλλευόμενη αυτή την ανέλπιστη ευκαιρία, η κρατική εξουσία προώθησε σχεδόν παντού μέτρα και διχαστικές πολιτικές για τον περαιτέρω έλεγχο και περιορισμό του μαζικού κινήματος, από τη θέσπιση αμφιλεγόμενων νόμων που περιορίζουν ντε φάκτο την ελευθερία του λόγου έως φραγμούς στην είσοδο μεταναστών και προσφύγων. Κοινωνιολόγοι και μελετητές υποστηρίζουν τώρα πως η συρρίκνωση του δυναμισμού και του αποτυπώματος της μη βίαιης πολιτικής αντίστασης οφείλεται όχι μόνο στον κορωνοϊό και στις πιο οξυδερκείς «παρεμβάσεις» της κρατικής εξουσίας που χτύπησε τα κινήματα εκ των έσω, αλλά και σε μεταβολές στη δομή και στις δυνατότητες των ίδιων των κινημάτων.

Αλλαγή περιβάλλοντος

Σε μια μακροσκελή και εμπεριστατωμένη ανάλυσή της στην Journal of Democracy, η Έρικα Τσένογουεθ, καθηγήτρια Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Διεθνών Υποθέσεων στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης «John F. Kennedy» του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, παραθέτει ιστορικά δεδομένα και αναλύει πτυχές της ανόδου των κινημάτων πολιτικής αντίστασης παγκοσμίως, επισημαίνοντας ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της Ιστορίας: το ότι τα τελευταία δέκα χρόνια οι μη βίαιες πολιτικές εκστρατείες ήταν λιγότερο πετυχημένες από εκείνες των προηγούμενων ετών.

Από τη δεκαετία του 1960 έως το 2010 περίπου τα ποσοστά επιτυχίας των κινημάτων πολιτικής μη βίαιης αντίστασης βρίσκονταν σταθερά πάνω από το 40%, φθάνοντας έως και το 65% τη δεκαετία του 1990. Έκτοτε τα ποσοστά επιτυχίας τους βαίνουν μειούμενα. Από το 2010 μέχρι σήμερα λιγότερο από το 34% των κινημάτων ήταν πετυχημένο, ενώ, αντίθετα, μόλις το 8% των βίαιων επαναστάσεων και εξεγέρσεων επικράτησε. Κι ενώ οι κυβερνήσεις φαίνεται πως είχαν μεγαλύτερη επιτυχία στην αντιπαράθεσή τους με τη μαζική πάλη, η μη βίαιη αντίσταση εξακολουθούσε να υπερβαίνει αριθμητικά την ένοπλη με διαφορά 4 προς 1. Αυτό οφείλεται στο ότι η ένοπλη αντίσταση γίνεται όλο και λιγότερο αποτελεσματική και επιτυχημένη, συνεχίζοντας τη φθίνουσα πορεία της που βρίσκεται σε εξέλιξη από τη δεκαετία του 1970.

Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μια απότομη μείωση των ποσοστών επιτυχίας της πολιτικής αντίστασης, αντιστρέφοντας μεγάλο μέρος της προόδου των προηγούμενων εξήντα ετών. Αυτή η δεκαετία παρουσιάζει ένα ανησυχητικό παράδοξο. Ενώ η μαζική πολιτική αντίσταση έχει εδραιωθεί ως η πιο κοινή και διαδεδομένη πρακτική αμφισβήτησης καθεστώτων, εξουσίας και πολιτικής, την ίδια ώρα έχει αρχίσει να γίνεται λιγότερο αποτελεσματική, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Οι πιο ρεαλιστικές εξηγήσεις του φαινομένου, σύμφωνα με την Τσένογουεθ, επικεντρώνονται στο διαφορετικό περιβάλλον, σε πολλά επίπεδα, μέσα στο οποίο δρουν σήμερα τα μαζικά κινήματα. Μπορεί, για παράδειγμα, ν’ αντιμετωπίζουν πιο ισχυρά καθεστώτα που έχουν επικρατήσει και παγιώσει την εξουσία τους μέσα από την επανειλημμένη αμφισβήτηση, έχοντας την υποστήριξη τοπικών συμμάχων τους ή ελέγχοντας βασικές εκλογικές περιφέρειες.

Ο έξυπνος αντίπαλος

Σαφώς η κρατική εξουσία έχει την ικανότητα να μαθαίνει και να προσαρμόζεται στη μη βίαιη αμφισβήτησή της από τα κάτω. Παλαιότερα τα αυταρχικά καθεστώτα καταλαμβάνονταν εξαπίνης στο ξέσπασμα μαζικών, μη βίαιων εξεγέρσεων και η επίσης συχνά βίαιη αντίδρασή τους ανατροφοδοτούσε τα κινήματα, κάνοντας ακόμη δυσκολότερη την αντιμετώπισή τους. Έτσι, συν τω χρόνω, η κρατική εξουσία ανέπτυξε μεθόδους και τρόπους καταστολής χωρίς να προκαλεί αύξηση της λαϊκής συμπάθειας και διεύρυνση της υποστήριξης των κινημάτων και των αιτημάτων τους. Κάποτε κρατική εξουσία και κυρίαρχες ελίτ υποτιμούσαν τη δύναμη της λαϊκής αντίστασης. Σήμερα, δεδομένου του μεγάλου ιστορικού επιτυχίας της μη βίαιης πολιτικής αντίστασης, οι φορείς του συστήματος είναι πολύ πιο πιθανό να αντιληφθούν εξαρχής τέτοια κινήματα ως πραγματικά απειλητικά για την ύπαρξή τους. Κατά συνέπεια, ειδικά αυτά τα αυταρχικά καθεστώτα έχουν αναπτύξει ένα μεγάλο «ρεπερτόριο» πολιτικά έξυπνων προσεγγίσεων με τελικό στόχο τη καταστολή. Μια εξέχουσα στρατηγική τους δεν είναι άλλη από τη διείσδυση για τη διαίρεση των κινημάτων εκ των έσω. Με αυτόν τον τρόπο καθεστώτα και συστήματα εξουσίας μπορούν να προκαλέσουν ένα μη βίαιο κίνημα να καταφύγει σε πιο μαχητικές τακτικές, συμπεριλαμβανομένης της βίας, έτσι ώστε να το απονομιμοποιήσουν και να το αποσυνθέσουν προτού ακόμα κατορθώσει να δημιουργήσει ευρεία βάση λαϊκής υποστήριξης.

Απ’ την άλλη, βέβαια, οι εκστρατείες πολιτικής αντίστασης έχουν γίνει κατά μέσο όρο μικρότερες από ό,τι στο παρελθόν. Σίγουρα υπήρξαν εντυπωσιακές μαζικές διαδηλώσεις και μετά το 2010, όπως, για παράδειγμα, στη Χιλή με την εξέγερση του Οκτωβρίου του 2019 κατά της κυβέρνησης του Προέδρου Σεμπαστιάν Πινιέρα. Ωστόσο, παρά τις εικόνες με τα πλήθη που πλημμυρίζουν δρόμους και πλατείες, οι πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις στο σύνολό τους και στην κορύφωσή τους ήταν στην πραγματικότητα μικρότερες από τις ανάλογες επιτυχημένες που άφησαν το στίγμα τους στα τέλη των δεκαετιών του 1980 και του 1990. Στη δεκαετία του 1980 η μέση συμμετοχή σε εκστρατείες πολιτικής αντίστασης αφορούσε περίπου το 2% του πληθυσμού της χώρας όπου βρίσκονταν σε εξέλιξη. Στη δεκαετία του 1990 το ποσοστό αυτό εκτοξεύτηκε στο εκπληκτικό 2,7%. Αλλά από το 2010 η μέση μέγιστη συμμετοχή ήταν μόλις 1,3%, συνεχίζοντας την πτώση που καταγράφηκε τη δεκαετία του 2000.

Σύμφωνα με την Τσένογουεθ, αυτή είναι μια κρίσιμη αλλαγή. Μια μαζική εξέγερση για να πετύχει χρειάζεται πάντα ένα μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής και ταυτόχρονα μια πιο διαφοροποιημένη σύνθεση των συμμετεχόντων. Τα σύγχρονα κινήματα μη βίαιης πολιτικής αντίστασης τείνουν να βασίζονται υπερβολικά στις μαζικές διαδηλώσεις, ενώ παραμελούν άλλες τακτικές, όπως, π.χ,. η γενική απεργία ή η μαζική πολιτική ανυπακοή, που μπορούν να διαταράξουν πιο σοβαρά τη σταθερότητα ενός καθεστώτος. Επειδή οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες είναι αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι συνδέουν με την πολιτική αντίσταση, όλο και περισσότερα κινήματα εγκαινιάζουν τη δράση τους με κινητοποιήσεις στους δρόμους προτού αναπτύξουν μια πραγματική δύναμη διεκδίκησης ή μια ρεαλιστική στρατηγική για την επίτευξη των στόχων τους. Βέβαια, σε σύγκριση με άλλες μεθόδους, οι διαδηλώσεις στους δρόμους είναι ευκολότερο να οργανωθούν ή να αυτοσχεδιαστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στην ψηφιακή εποχή, μάλιστα, τέτοιες δράσεις μπορεί να προσελκύσουν συμμετέχοντες σε μεγάλους αριθμούς, ακόμη και χωρίς δομημένο οργανωτικό πλάνο. Αλλά οι μαζικές διαδηλώσεις δεν είναι πάντα ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ασκηθεί πίεση σε ένα σύστημα εξουσίας, σ’ ένα καθεστώς, στις κυρίαρχες ελίτ, ιδιαίτερα όταν δεν μπορούν ν’ αντέξουν στον χρόνο.

Για την καθηγήτρια του Χάρβαρντ η μαζικοποίηση και ο πολλαπλασιασμός των εκστρατειών πολιτικής αντίστασης σε όλο τον κόσμο είναι ταυτόχρονα τόσο σημάδι επιτυχίας όσο και αποτυχίας. Η επιτυχία έγκειται στο ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως μπορούν να αντιμετωπίσουν την αδικία χρησιμοποιώντας στρατηγική μη βίας, ενώ όλο και λιγότεροι στρέφονται στην ένοπλη δράση. Η αποτυχία έγκειται στο ότι τόσο πολλές αδικίες παραμένουν στον κόσμο και τόσο λίγοι θεσμοί έχουν πια την επάρκεια για να τις αντιμετωπίσουν, που οι λόγοι της πολιτικής αντίστασης κάθε άλλο παρά έχουν εκλείψει…

www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου