Είναι αλήθεια ότι με την ιδέα δημιουργίας του λεγόμενου Ευρωστρατού έχουν «φλερτάρει» κατά καιρούς αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες, με πιο πρόσφατα παραδείγματα τον Εμμάνουελ Μακρόν και την Άνγκελα Μέρκελ.

«Δε θα μπορούμε να προστατέψουμε την Ευρώπη, αν δεν αποφασίσουμε να δημιουργήσουμε έναν πραγματικό ευρωπαϊκό στρατό» είχε δηλώσει τον περασμένο Νοέμβριο ο Γάλλος πρόεδρος, προσθέτοντας παράλληλα: «Η Ρωσία βρίσκεται ήδη στα σύνορά μας κι έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι απειλητική, οπότε εμείς οφείλουμε να έχουμε μια Ευρώπη προετοιμασμένη να υπερασπιστεί τον εαυτό της με πειστικό τρόπο, αντί να εξαρτάται από τις ΗΠΑ για κάτι τέτοιο».

 

Από τη μεριά της, και η Γερμανίδα Καγκελάριος είχε επισημάνει σε ομιλία της στο Ευρωκοινοβούλιο πως η ΕΕ «οφείλει να επεξεργαστεί την ιδέα της δημιουργίας κάποια στιγμή στο μέλλον ενός πραγματικού ευρωπαϊκού στρατού». Επανέλαβε μάλιστα την πρότασή της για τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφαλείας, με κυλιόμενη εναλλαγή στην προεδρία του, με στόχο την ταχύτερη λήψη αποφάσεων, ενώ σύμφωνα με την ίδια θα περιείχε και πρόβλεψη για εγκατάλειψη της αρχής της ομοφωνίας μεταξύ των κρατών-μελών του.

Μια ΕΕ χωρίς κοινή στρατηγική σε ζητήματα άμυνας

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται, όπως  επισημαίνει σε εκτενές άρθρο της η Monde Diplomatique. Προς το παρόν άλλωστε η περίφημη «ευρωπαϊκή άμυνα» περιορίζεται στο να οργανώνει τις προσπάθειες των κρατών-μελών της στα πολύ βασικά ζητήματα. Δεν μπορεί να οργανώσει την προστασία στην επικράτεια της ΕΕ (η οποία δεν είναι δυνατό να καθοριστεί επακριβώς, δεδομένου πως διευρύνεται διαρκώς), θα υπάρχει κάποια στρατιωτική δύναμη ευρείας επέμβασης ούτε κάποιο ενεργό επιτελείο που να λαμβάνει αποφάσεις.

Επιπλέον η ΕΕ, η οποία στο εσωτερικό της παραμένει διχασμένη μεταξύ των ανησυχιών των χωρών της Βαλτικής αναφορικά με τη Ρωσία και στις απόψεις των δυτικών και των νοτίων χωρών της, που θέτουν ως προτεραιότητα το το ζήτημα της αποσταθεροποίησης στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή, αδυνατεί να συγκροτήσει μια στοιχειώδη στρατηγική.  Ειδικοί μάλιστα επισημαίνουν ότι είναι αυτό ο λόγος που η ΕΕ θεωρείται ως συμπληρωματικό στήριγμα, για το αμερικανοκίνητο ΝΑΤΟ, το οποίο έχει αναλάβει σχεδόν εξ ολοκλήρου την προστασία του ευρωπαϊκού χώρου.

 

Την ίδια στιγμή, αυξάνονται τα επιχειρήματα για την αύξηση της αμυντικής ισχύος της ΕΕ, καθώς όπως αναφέρουν αρκετοί ο «ιδεολογικός και στρατηγικός κεντρισμός των Βρυξελλών» πρέπει να τελειώνει. Άλλωστε ο  γεωπολιτικός προσανατολισμός των ΗΠΑ προς την Ασία οδηγεί πολλούς στο συμπέρασμα πως η Ευρώπη πολύ σύντομα θα πάψει να αποτελεί προτεραιότητά τους, την ώρα που οι προκλήσεις «από το Ντόνμπας μέχρι και το Μπατακλάν» αυξάνονται ραγδαία. Πολλοί αναλυτές τονίζουν μάλιστα πως πολύ σύντομα δε θα υπάρχει ούτε μία ευρωπαϊκή χώρα με στρατιωτική δύναμη ικανή (από επιχειρησιακή και οικονομική άποψη) να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας απαιτητικής επιχείρησης.

Όλα λοιπόν συνηγορούν στο ότι η στρατηγική ασφάλειας της ΕΕ βρίσκεται υπό κατάρρευση. Άλλωστε, είναι παντελώς απούσα απο τις εξελίξεις στον συγκεκριμένο τομέα (από την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία για τα Πυρηνικά μέχρι την απόσυρση της Ρωσίας από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη για τα Συμβατικά Όπλα).

Η «ευκαιρία» του Brexit….

Από την αλλη, η προοπτική του Brexit φαίνεται να ανοίγει νέες προοπτικές στον συγκεκριμένο τομέα. Κι αυτό γιατί η Βρετανία ήταν επί δεκαετίες αντίθετη στην προοπτική δημιουργίας μια δομής, που θα θεωρείτο ανταγωνιστική στο ΝΑΤΟ ή «απειλητική» για τις ΗΠΑ, όπως η εγκαθίδρυση μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού στην ΕΕ ή η διεύρυνση του Ευρωπαϊκου Οργανισμού Άμυνας. Ταυτόχρονα πάντως λίγοι θεωρούν πως θα ήταν δυνατόν να εξαιρέσει κανείς τη Βρετανία από τις εξελίξεις στον συγκεκριμένο τομέα, ακόμη κι αν αυτή βρεθεί εκτός ΕΕ.

Ταυτόχρονα όμως υπάρχουν και σημάδια μεταβολής της κατάστασης τα δύο τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά και την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κονδυλίου για την Άμυνα, ύψους 13 δισ ευρώ για τα επόμενα επτά χρόνια. Την ίδια στιγμή υπάρχουν κι άλλες αποφάσεις που δείχνουν πως κάτι κινείται προς τη συγκεκριμένη απόφαση.

Προς το παρόν όμως, όλα παραμένουν στα χαρτιά. Μπορεί να έχουν πάρει σχετική έγκριση από το Ευρωκοινοβούλιο, όμως οι δυσκολίες στην εφαρμογή δεν είναι εύκολο να ξεπεραστούν, καθώς η Κομισιόν θα πρέπει να διαπραγματευτεί το κάθε αμυντικό πρότζεκτ με κάθε χώρα-μέλος της ΕΕ ξεχωριστά.

…κι ο πόλεμος δισεκατομμυρίων της παγκόσμιας βιομηχανίας όπλων

Τι σημαίνει όμως στην ουσία κάτι τέτοιο; Ότι  θα πρέπει να απαντηθούν καίρια ζητήματα οικονομικής (και όχι μόνο) φύσεως.

 
 

 

Όπως για παράδειγμα σε ποιες κατευθύνσεις θα διοχετευθούν τα κονδύλια του ευρωπαϊκού αμυντικού προϋπολογισμού. Θα δοθούν αποκλειστικά και μόνο σε ευρωπαϊκές εταιρίες, όπως φαίνεται να επιθυμεί η Γαλλία; Ή θα επικρατήσει η λογική της «ανοιχτής αγοράς», όπως προτιμούν οι Ολλανδοί Φιλελεύθεροι, οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες, η Πολωνική κυβέρνηση και στελέχη της κυβέρνησης των ΗΠΑ, οι οποίοι έχουν ήδη απειλήσει τις Βρυξέλλες με αντίμετρα στην περίπτωση αποκλεισμού των αμερικάνικων εταιριών από τη διαδικασία;

Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαία πρόσφατη αποστροφή της -Σοσιαδημοκρατικής προέλευσης- αντιπροέδρου της Γαλλικής Γερουσίας, Ελέν Κόνγουει-Μουρέ, η οποία κατηγόρησε «για επικίνδυνα παιχνίδια με την ευρωπαϊκή ασφάλεια τους παραδοσιακούς Αμερικάνους συμμάχους».

Από την άλλη, η προοπτική του ανοίγματος της αγοράς (εν μέρει και με τη λογική του μη αποκλεισμού της Βρετανίας) θα ήταν για πολλούς ένα είδος  Δούρειου Ίππου, καθώς θα επέτρεπε σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ισραήλ ή ακόμη και η Κίνα να κάνουν προσφορές για αμυντικό εξοπλισμό, που θα χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκά κεφάλαια.

Το «παιχνίδι» της Lockheed Martin

Σύμφωνα με τους αναλυτές του Monde Diplomatique, η κατάσταση φαντάζει ακόμη πιο προβληματική αν υπολογίσει κανείς πως πολλές χώρες μέλη της ΕΕ είναι σταθερά προσανατολισμένες στην προμήθεια μαχητικών από χώρες εκτός της Ένωσης, κατά κύριο λόγο από τις ΗΠΑ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Βέλγιο, το οποίο πρόσφατα αποφάσισε την προμήθεια των αμερικάνικων μαχητικών F-35 αντί των ευρωπαϊκών Rafalen, Eurofighter Gripen.

Μάλιστα αξίζει να αναφερθεί πως τα συγκεκριμένα μαχητικά, τα οποία έχουν προμηθευτεί 12 χώρες της ΕΕ, θεωρούνται «μαύρη τρύπα» για τους αμυντικούς προϋπολογισμούς πολλών χωρών λόγω των επιμέρους όρων που τα συνοδεύουν: κλειστές συμφωνίες κι εμπιστευτικοί όροι που «δένουν» τους αγοραστές με την κατασκευάστρια εταιρία (Lockheed Martin) αναφορικά με τα ανταλλακτικά και το κόστος συντήρησης και μάλιστα σε εξωπραγματικές τιμές.

Με δεδομένες λοιπόν τις εσωτερικές διιστάμενες οπτικές στο εσωτερικό της ΕΕ, μοιάζει αρκετά δύσκολη η μετεξέλιξη της ασθμαίνουσας ευρωπαϊκής αμυντικής στρατηγικής σε κάτι πιο στέρεο. Πολλοί εκτιμούν πως το καλύτερο ενδεχόμενο έχει να κάνει με τη  συγκρότηση μιας «ευρωπαϊκής ομάδας για την κοινή ομάδα» στο όριο μάλιστα των προβλέψεων των συνθηκών της ΕΕ, αλλά και στα πρότυπα των ομάδων που συγκροτήθηκαν για τη στήριξη του ευρώ.

Η πρόσφατη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Παρέμβασης από εννιά χώρες-μέλη της ΕΕ  (Βέλγιο, Δανία, Εσθονία, Γαλλία, Γερμανία, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ισπανία και Ηνωμένο Βασίλειο) εκτιμάται πως θα μπορούσε να είναι η βάση για κάτι τέτοιο. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα ήταν μια εθελοντική οργάνωση, η οποία θα λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία και θα βασίζεται στον καταμερισμό εργασίας μεταξύ των εθνών-κρατών σύμφωνα με τους εθνικούς τομείς εμπειρογνωμοσύνης.

Πόσο θέλουν πραγματικά τον Ευρωστρατό Γερμανία-Γαλλία;

Τέλος, ένα άλλο βασικό πρόβλημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία, οι οποίες σήμερα τονίζουν την ανάγκη να υιοθετηθεί κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την άμυνα, στην ουσία πόρρω απέχουν από μια κοινή αμυντική κουλτούρα.

Η Γερμανία, εξαιτίας του παρελθόντος της, δεν μπορεί να διανοηθεί τη δέσμευση των ενόπλων δυνάμεών της χωρίς την έγκριση της Ομοσπονδιακής Βουλής, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν ευνοεί επιθετική δράση ή ταχεία αντίδραση. Για παράδειγμα, στο Αφγανιστάν τα γερμανικά στρατεύματα περιορίστηκαν σε αναπτυξιακά έργα, ενώ τα γερμανικά Tornado χρησιμοποιήθηκαν μόνο για εναέρια επιτήρηση. 

Από την άλλη, το εκτελεστικό μοντέλο της Γαλλίας, το οποίο καθιστά δυνατή την πολεμική πορεία μόνο με την απόφαση του προέδρου, είναι μοναδικό στην ΕΕ. Εξασφαλίζει μεν ταχεία αντίδραση, αλλά δεν εναπόκειται σε κανέναν ουσιαστικό πολιτικό έλεγχο με ό,τι κινδύνους μπορεί να κρύβει κάτι τέτοιο.

Ανάλογες διαφορές υπάρχουν και στο ζήτημα των εξοπλισμών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία. Από τη μια, η Γερμανία με την πίεση του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου, του SPD, επέβαλε εμπάργκο στον εξοπλισμό της συγκεκριμένης χώρας, τη στιγμή που η Γαλλία συνέχιζε να κάνει μπίζνες, αδιαφορώντας ακόμη και για τα εγκλήματα πολέμου των Σαουδαραβων στην Υεμένη.

Είναι σαφές πως η κυβέρνηση Μακρόν βάζει σε προτεραιότητα την αμυντική της βιομηχανία. Μοιάζει όμως δύσκολο σε τελική ανάλυση να θελήσει να μοιραστεί με άλλες χώρες της ΕΕ (πολλώ δε μάλλον με τη Γερμανία) το «δικαίωμα» να θέτει τέτοιου είδους προτεραιότητες…   

https://tvxs.gr