Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τα αναδρομικά των συνταξιούχων, για την πολλαπλά απαράδεκτη και κοινωνικά σκληρή, ανάλγητη επιλογή της κυβέρνησης. Η στάση της, του αυθαίρετου διαχωρισμού των συνταξιούχων και των απαιτήσεών τους, εμπεριέχει και μια προσβολή προς το ΣτΕ, διότι αποφάσισε διαφορετικά, μάλιστα από ένα κόμμα που εγκαλούσε, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, την τότε κυβέρνηση για μη σεβασμό των δικαστικών αποφάσεων κτλ, κτλ. Πώς μπορεί να χωνέψει ο απλός πολίτης ότι υπάρχουν αναδρομικά που υπόκεινται σε εντελώς διαφορετικά δίκαια;

Όμως, ο χειρισμός στις συντάξεις αντανακλά πλήρως και την αντίληψη της κυβέρνησης όσον αφορά την οικονομική πολιτική που σχεδιάζει να ακολουθήσει το επόμενο διάστημα για την αντιμετώπιση της εντεινόμενης, επικίνδυνα, κρίσης. Είναι σκηνές από το μέλλον, όπου θα παρακολουθούμε την επανάκαμψη, χωρίς περιστροφές, της λιτότητας ως κυρίαρχου οικονομικού δόγματος. Τη στιγμή αυτή όλοι βλέπουμε ότι η ύφεση βαθαίνει. Η διευθύντρια του ΔΝΤ, κ. Κρ. Γκεόργκιεβα, στη συνέντευξή της στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής υποστηρίζει ότι το 2020 το ελληνικό ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 11,7%, ενώ το 2020 και 2021 προβλέπεται να αυξηθεί μόνο κατά 5%. Ήδη ανακοινώθηκε ότι το ΑΕΠ κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους «μειώθηκε κατά 12,1% στην Ευρωζώνη, κατά 10,1% στη Γερμανία και κατά 32,9% στις ΗΠΑ».

 

Αρνητική αναδιανομή

Θα περίμενε κανείς, λοιπόν -ιδίως που η κυβέρνηση υπόκειται σε δριμεία κριτική από την αξιωματική αντιπολίτευση ότι δεν πήρε θαρραλέα μέτρα όταν έπρεπε και ότι τώρα αυτό πληρώνεται και ότι υπάρχει ακόμη καιρός, διότι υπάρχει πάντα το «μαξιλάρι»- να αρπάξει την ευκαιρία και να δώσει όλα τα αναδρομικά για να τονώσει τη ζήτηση. Δεν θα ήταν ένα σωστό, μόνο, μακροοικονομικό μέτρο, αλλά και μέτρο κοινωνικό, διότι θα ενίσχυε το διαθέσιμο εισόδημα λαϊκών στρωμάτων, σε μεγάλο ποσοστό, τονώνοντας έτσι την εγχώρια ζήτηση. Τώρα, επέλεξε το εντελώς αντίθετο, την αρνητική αναδιανομή εισοδήματος.

Με τη συζήτηση στη Βουλή, την προηγούμενη εβδομάδα, όπου με την ευκαιρία της κατάθεσης ενός φορολογικού νομοσχεδίου πήραν το λόγο και αρχηγοί των κομμάτων, ενισχύθηκε αυτή η εκτίμηση απ’ όσα είπε ή απέκρυψε ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης. Δυο είναι οι κρίσιμες λέξεις που χρησιμοποίησε: η λέξη «παροχή» και η φράση «πολιτική επιλογή». Είπε συγκεκριμένα: «Η ενίσχυση με ένα εφάπαξ ποσό ύψους 1,4 δισ. αποτελεί μία πολιτική επιλογή και θέλω αυτή η απόφαση να εκτιμηθεί, και να εκτιμηθεί λαμβάνοντας υπόψη συνολικά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα. Δεν υπάρχουν περιθώρια άλλων παροχών».

Το να θεωρεί ο πρωθυπουργός την επανόρθωση μιας αδικίας, που μάλιστα είναι συνέπεια της «οικονομικής πολιτικής» του κόμματός του, σαν «παροχή» και συγχρόνως να θεωρεί «πολιτική επιλογή» μια θεσμική υποχρέωση δημιουργεί μείζον θέμα. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας του απάντησε αμέσως: «Δεν ήταν πολιτική επιλογή, ήταν υποχρέωσή σας, ήταν απόφαση του ΣτΕ», του ξεκαθάρισε. Και προέβλεψε στη συνέχεια ότι ο πρωθυπουργός, όταν η ύφεση στο τέλος του έτους θα είναι τρομακτική, θα μας πει: «Ετοιμαστείτε για μερικά χρόνια λιτότητας ακόμα, δεν φταίμε εμείς, φταίει η πανδημία».

 
 

 

 

Την οικονομία ακολούθησε η πανδημία

Η διάψευση των προβλέψεων της κυβέρνησης σχετικά με την πορεία της οικονομίας είναι ο ένας πόλος των μεγάλων προβλημάτων της. Η πορεία του τουρισμού είναι η φανερή πλευρά του. Ξενοδοχεία που άνοιξαν, κλείνουν ξανά, οι εργαζόμενοι στον κλάδο είναι χωρίς εισόδημα ή εκβιάζονται από τους εργοδότες. Το ρεπορτάζ του Τάσου Γιαννόπουλου στη σελ. 6 είναι εντυπωσιακό και αποκαλυπτικό όσων συμβαίνουν, με τους εργαζόμενους μεταξύ κυβερνητικής αναλγησίας και εργοδοτικής ασυδοσίας. Τώρα συνειδητοποιεί η κυβέρνηση -αλλά και όλοι μας- πόσο ο τουρισμός επηρεάζει την κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας. Η δεύτερη μεγάλη διάψευση είναι η επανάκαμψη της πανδημίας. Έως ένα βαθμό αυτή η εξέλιξη οφείλεται στο βεβιασμένο των μέτρων χαλάρωσης, καθώς η κυβέρνηση θέλησε μ’ αυτό τον τρόπο να πετύχει δυο στόχους: να επιταχύνει την επαναλειτουργία της οικονομίας, ιδίως μέσω των τουριστικών ροών, και να κερδίσει πολιτικούς πόντους ότι επανέρχεται η κανονικότητα κτλ! Έτσι έπληξε την αξιοπιστία της συνολικής διαχείρισης. Η συνέντευξη με τον Ανδρέα Ξανθό στις σελ. 12-13, παρουσιάζει το πρόβλημα με τη σοβαρότητα που μας έχει συνηθίσει, επιχειρηματολογώντας ότι χωρίς συνθήκες υγειονομικής ασφάλειας δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας, ειδικά του τουρισμού.

Και οι δυο αυτές διαψεύσεις αθροίζονται στο εξής δύσκολο πρόβλημα: ότι η κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2021, η οικονομική πολιτική που θα ορισθεί, είναι το μείζον πρόβλημα για την κυβέρνηση τώρα και δεν θα μπορεί να το κρύψει πίσω από την επικοινωνία. Όσο και αν ελέγχει τα ΜΜΕ. Ίσως πλησιάζει, ενδεχομένως με ταχείς ρυθμούς, η δραστική μείωση της αξίας της πολιτικής της εικόνας και της επικοινωνίας που ενισχυόμενη από τη συνεχή «αποκάλυψη» σκανδάλων έως τώρα έχει, όντως, αποτέλεσμα. Πώς μπορεί, όμως, αυτό να συνεχισθεί ερήμην της πραγματικότητας;

Υπουργικό εκτός πραγματικότητας

Στο υπουργικό συμβούλιο ο πρωθυπουργός έκανε ότι δεν βλέπει γύρω του τα προβλήματα: «η κυβέρνηση συνεχίζει, είπε, το μεταρρυθμιστικό της έργο για να κάνει τη ζωή των Ελλήνων ευκολότερη». Μάλιστα χαρακτήρισε μοναδική ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό, την ανασυγκρότηση και το συνολικό παραγωγικό αναπροσανατολισμό της εθνικής οικονομίας», τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης.

Πηγή: Εποχή