Νέα μελέτη του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων της ΓΣΕΒΕΕ με τίτλο: «Gentrification στην Αθήνα και επιδράσεις στις ΜΜΕ» δείχνει τις κοινωνικές ανισότητες που δημιουργούνται στην Αθήνα λόγω της τουριστικής ανάπτυξης.

Όπως αναφέρει η εισαγωγή της μελέτης, η αναμόρφωση της Αθήνας, τα τελευταία χρόνια, μεταβάλει την καθημερινότητα κατοίκων, επιχειρήσεων και εργαζομένων. Η νέα συνθήκη παράγει πολλαπλούς εκτοπισμούς που γεννούν κοινωνική και χωρική ανισότητα αλλά θέτουν επιπλέον και νέα ζητήματα και ερωτήματα για πολιτικές που να αναχαιτίζουν φαινόμενα εξευγενισμού (gentrification) και να ενθαρρύνουν την κοινωνική, περιβαλλοντική δικαιοσύνη και οικονομική βιωσιμότητα της πόλης.

Όπως σημειώνεται στον πρόλογο της μελέτης, επιχειρείται η καταγραφή των σύγχρονων τάσεων και μετασχηματισμών οι οποίοι προσδιορίζουν τον χαρακτήρα της πόλης μέσω πολιτικών και διαδικασιών και επηρεάζουν τις χρήσεις, τις λειτουργίες, τα πρότυπα ιδιοκτησίας και κατοικίας και συνολικά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες.

Ενδείξεις αυτής της αλλαγής είναι η δημιουργία ενός οιονεί «θεματικού πάρκου» με μεγάλο γεωγραφικό εκτόπισμα σε κεντρικές περιοχές, αποτελούμενο από χρήσεις κατανάλωσης, τουρισμού κι αναψυχής.

Η εικόνα του κέντρου μεταβάλλεται με ταχείς ρυθμούς σε κτίρια και χρήσεις με ιδιαίτερη δυναμική, καθοδηγούμενη από την ιδιωτική πρωτοβουλία, κυρίως τον κλάδο του real estate, τη δημόσια πολιτική και τις διεθνείς και τοπικές τάσεις της βιομηχανίας του τουρισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η επιτελούμενη αναμόρφωση της πόλης μεταβάλει την καθημερινότητα των κατοίκων, των επιχειρήσεων και εργαζομένων.

Η κρίση στη κατοικία, η απώλεια σε μεγάλο βαθμό της χαρακτηριστικής πολυλειτουργικότητας της Αθήνας που προκύπτει από τη μίξη χρήσεων και οικονομικών δραστηριοτήτων, η μονοκαλλιέργεια των χρήσεων τουρισμού και αναψυχής σε μεγάλα τμήματα παραδοσιακών εμπορικών ζωνών και στις γειτονιές, όπου μαζί με την κατοικία επικρατεί η μικρή επιχειρηματική δραστηριότητα, αποτελούν ενδείξεις αστικής αναδιάρθρωσης με αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο εκτοπισμό κατοίκων, χρηστών και χρήσεων.

Η νέα συνθήκη παράγει πολλαπλούς εκτοπισμούς που γεννούν κοινωνική και χωρική ανισότητα αλλά θέτουν επιπλέον και νέα ζητήματα και ερωτήματα για πολιτικές που να αναχαιτίζουν φαινόμενα gentrification και να ενθαρρύνουν την κοινωνική, περιβαλλοντική δικαιοσύνη και οικονομική βιωσιμότητα της πόλης.

Οι επιπτώσεις για τις μικρές επιχειρήσεις

Στο πλαίσιο αυτό, όπως σημειώνεται, οι επιπτώσεις για τις μικρές επιχειρήσεις είναι πολλαπλές. Οι ραγδαίες αλλαγές και οι μετασχηματισμοί στο εμπόριο τα τελευταία χρόνια, αλλοιώνουν την ιστορική του δομή και ανθεκτικότητα που είχε για πολλές δεκαετίες.

Καταστήματα εξειδικευμένου εμπορίου, με μεγάλο ιστορικό βάθος, βασισμένα σε παραγωγικά δίκτυα, κλείνουν από την επέλαση της βραχυχρόνιας οικονομικής δραστηριότητας όπως της εστίασης αλλά και την τουριστική δραστηριότητα που ασκεί ανισομερείς πιέσεις στις τοπικές αγορές.

Οι παραπάνω εκτοπισμοί, άμεσοι (μέσω της αύξησης των ενοικίων, τις αλλαγές στη χρήση των καταστημάτων ή της μετατροπής ολοκλήρων κτιρίων σε ξενοδοχειακές μονάδες) ή έμμεσοι, μέσω των μεταλλαγών που υφίστανται οι χρήσεις και οι πιάτσες και επηρεάζουν τα εσωτερικά και εξωτερικά σε αυτές δίκτυα, τις αλλαγές στη ζήτηση και τις προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού κ.α., συντελούνται με ταχείς ρυθμούς επηρεάζοντας ακόμα και επιχειρήσεις που άντεξαν μέσα στη κρίση.

Στη διαμόρφωση του νέου τοπίου συντελούν η ανάπτυξη του «boutiquing» με το εξειδικευμένο μάρκετινγκ και τα εξατομικευμένα αγαθά, η διάδοση την ψηφιοποίησης (digitalization) και ο ανταγωνισμός που προκαλείται από τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων.

Στις παραπάνω αλλαγές έρχονται να προστεθούν οι συνολικές ανατιμήσεις και ο πληθωρισμός- ειδικά σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, το καθεστώς φορολογίας (έμμεσης και άμεσης), το κόστος ενέργειας και ενοικίου που δυσχεραίνουν την επιβίωση κατοίκων και επιχειρήσεων στην πόλη της Αθήνας.

Η νέα συνθήκη παράγει πολλαπλούς εκτοπισμούς που γεννούν κοινωνική και χωρική ανισότητα αλλά θέτουν επιπλέον και νέα ζητήματα και ερωτήματα για πολιτικές που να αναχαιτίζουν φαινόμενα gentrification και να ενθαρρύνουν την κοινωνική, περιβαλλοντική δικαιοσύνη και οικονομική βιωσιμότητα της πόλης.

Όπως επισημαίνεται, είναι αναγκαία μία παρέμβαση η οποία όμως να έχει χαρακτήρα ολοκληρωμένης πολιτικής η οποία προσφέρει σε βάθος καταγραφή των νέων δεδομένων (γεωγραφικών, πολεοδομικών, οικονομικών) με μελέτες περίπτωσης και δεδομένα σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τις εμπειρίες των τοπικών αγορών καθώς και τις επιπτώσεις από την τουριστικοποίηση και τον εξευγενισμό. Η διαδικασία αυτή αφενός θα καταγράφει και θα παρακολουθεί τις εξελίξεις της τοπικής κοινωνικο-χωρικής και οικονομικής πραγματικότητας και αφετέρου θα χαράζει ενεργητική πολιτική για τη στήριξη και ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων και επιχειρήσεων στο πλαίσιο της διατήρησης και ενθάρρυνσης της κοινωνικής μίξης και αστικής πολυλειτουργικότητας.

Ο εξευγενισμός (gentrification), ως κίνημα «αστικής ανανέωσης»

Ο εξευγενισμός (gentrification), ως κίνημα «αστικής ανανέωσης», ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 στον Αγγλοσαξονικό κόσμο για να διεθνοποιηθεί και εξαπλωθεί σύντομα σε πλανητική κλίμακα.

Συσσωρευμένη έρευνα, 60 χρόνια μετά, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, εντοπίζει τον όρο ως μια διαδικασία ταξικής αναδιάρθρωσης των πόλεων μέσω της αλλαγής στον πληθυσμό των χρηστών κατά τρόπο ώστε οι νέοι χρήστες να έχουν υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο από τους προηγούμενους χρήστες, σε συνδυασμό με αντίστοιχη επανεπένδυση πάγιου κεφαλαίου.

Η παραπάνω ευρεία ερμηνεία του φαινομένου χρησιμοποιείται επί τούτου, προκειμένου να τονίσει τις διαφορετικές μορφές και τις διαφορετικές χρονικές συγκυρίες κάτω από τις οποίες επιτελείται το φαινόμενο κατά τόπους. Αυτή η σχέση τόπου και χρόνου αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες και το γεωγραφικό πλαίσιο του gentrification.

Ο εξευγενισμός είναι μια από τις πιο σημαντικές, σύνθετες και κοινωνικά άδικες διαδικασίες αστικής αναδιάρθρωσης που επηρεάζουν τις πόλεις παγκοσμίως και απαιτεί, αφενός την κατανόηση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων για τις πραγματικές μορφές και τη φύση του φαινομένου και αφετέρου, την επεξεργασία πολιτικών προστασίας της τοπικής κοινότητας και των καθημερινών λειτουργιών από την αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση του χώρου.

Στην Αθήνα, μελέτες για το gentrification εκπονούνται ήδη από τη δεκαετία του 2000, εντοπισμένες σε διαδικασίες με ποικίλα χαρακτηριστικά και χωρικές παραμέτρους. Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια νέα φάση ανάπτυξης του Αθηναϊκού τοπίου μέσα από διαδικασίες και μετασχηματισμούς που συνδέονται με τον αστικό τουρισμό.

Η ανάπτυξη του τουρισμού, μετά από μια φάση μεγάλης υποτίμησης των ακινήτων μέσα στην κρίση, καθώς και άλλες διαδικασίες που προηγήθηκαν αυτής, διαμόρφωσαν τους όρους για την αύξηση των τιμών γης και ενοικίων και προκάλεσαν αλλαγές στις οικονομικές και αστικές λειτουργίες της πόλης και την καθημερινότητα των πολιτών.

Πολλοί ερευνητές έχουν αναπτύξει το ζήτημα του εξευγενισμού- ωστόσο, λίγοι εξέτασαν πώς ο εξευγενισμός επηρέασε τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων στον χώρο.

Η απουσία μελετών, εστιασμένης ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας με γεωγραφικό πρόσημο σχετικά με τις επιπτώσεις του gentrification στις επιχειρήσεις, δυσχεραίνει την εις βάθος διερεύνηση του φαινομένου και την ανάπτυξη εντοπισμένων πολιτικών παρέμβασης.

Ως εκ τούτου, η μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΒΕΕ, λόγω της περιορισμένης έκτασης και πρόσβασης σε αναγκαία στοιχεία, συμβάλει σε μια πρώτη διερεύνηση και καταγραφή ευρύτερων τάσεων και διαδικασιών που συντελούνται σήμερα στην Αθήνα με σκοπό την ανάπτυξη προβληματισμού και ερωτημάτων που μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη δράσεων σχετικά με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Αναλυτικά ολόκληρη η έρευνα

 


πηγη: https://tvxs.gr