Σίμος Ανδρονίδης

«ΒΡΑΧΟΣ, το μέγα κόκκινο· δεύτερη πόρτα, Πέμπτη πόρτα, κ’ η δωδεκάτη κλεισμένη· χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο, χτύπημα της πέτρας στην πέτρα- Μ’ ακούς; Εγώ σ’ ακούω- δυο σιωπές[1] κάνουν μια φωνή κ’ ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Ημερολόγιο μιας βδομάδας’).

Η μικρή ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου που φέρει τον τίτλο 'Ημερολόγιο μιας βδομάδας', εν είδει ποιητικού-ιστορικού χρονικού, προσδιορίζει τα επάλληλα συμβάντα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, εγγράφει τους όρους ενός 'πράττειν' που διαρκεί στο και στα σώματα που 'τροφοδοτούν' το γίγνεσθαι με αμφιβολία, με 'φορτισμένο' αντι-δικτατορικό 'πάθος',  αναφέροντας, εντός ποιητικότητας, αυτό που ο Martin Heidegger oνομάζει «ημερομηνιακό ενδεχόμενο»[2] ('Datierbarkeit'), ένα 'ενδεχόμενο' διάστικτο από γενεαλογικές αποτυπώσεις και φωνές που αναπαράγουν το σημαίνον 'Πολυτεχνείο' εντός ιστορίας, ένα ίδιο και Χαϊντεγγεριανό ''ημερομηνιακό ενδεχόμενο'' το οποίο και εκδι-πλώνεται εμπρόθετα εκκινώντας στις 16 του Νοεμβρίου και καταλήγοντας, μη ιδεοτυπικά αλλά περισσότερο παραπεμπτικά, στις 22 του ίδιου μήνα.[3]

Στην περιεχομενικότητα του ποιήματος-«ενδεχομένου», στις εκφάνσεις ενός χρόνου που διαρκεί 'παράταιρα' αφαιρώντας, η Ριτσική γραφή σημασιοδοτεί έναν 'βιό-κοσμο' που συντίθεται από την απερίσταλτη επωνυμία μίας γενιάς που δομεί την ιδιαίτερη 'Εστία' της (Πολυτεχνείο), δια-κρατώντας ως διακύβευμα έναν 'χειραφετητικό ορθολογισμό' που αξιο-θεμελιώνεται στη γλώσσα και δη στη συνθηματική-πολιτική γλώσσα ως ιστορική 'άντληση', που εκ-φέρει την διαρκώς επαπειλούμενη αγωνία για αυτό που 'κυοφορείται' ως στρατιωτική-δικτατορική αντίδραση, αγωνία που δεν σπεύδει να εμποδίσει παρά εκθέτει την ευρύτερη 'δυναμολογία' που συσσωρεύει διαρκώς τις προϋποθέσεις της εξέγερσης: μαθητές και φοιτητές δύνανται να μετατοπίσουν την οριακότητα του συμβολικού και μη 'ανήκειν' ('αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας'), αρθρώνοντας, πάνω στην πύλη-Νόμο' την εμμένεια και την 'διαστασιακότητα' της 'αθεμιτουργούσας' επιμονής και της επάλληλης παρότρυνσης που συστηματοποιεί σημαίνοντα: 'αδέλφια μας στρατιώτες, αδέλφια μας στρατιώτες'[4], εκεί όπου η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου προσιδιάζει στο αίμα που πλέον 'είναι δικό μας': «Ώρα μεγάλη, ώρα σκληρή, ώρα αδειασμένη απ' τη δειλή μακροθυμία των στίχων- εδώ ό,τι πια θα πει θα 'ναι το αίμα. Ω, κακόφημη ζωή, ληστεμένη».[5]

Το αίμα των φοιτητών προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της 'εδαφοποίησης' του σε έναν τόπο που ανασύρει 'ερείπια', απεικονίζει τον αδυσώπητο όσο και ανθρώπινο χρόνο που καθίσταται παροντικός χρόνος «αξιακά αυτοσυνείδητος»[6], όπως τονίζει ο Θανάσης Γκιούρας, που εκπληρώνει και εκ-πληρώνεται σε ένα σώμα ελλειπτικό που προτάσσει την επιθυμία της 'αδελφικής' του έγκλησης (το υπόδειγμα, 'αδέλφια μας'), που βιώνει την πραγματικότητα της στρατιωτικής δικτατορίας ωσάν 'σκληρή μεταφορά και διάσχιση του Λακανικού 'βορρόμειου κόμβου της ιστορίας'[7], ανα-πλαισιώνοντας το ίδιο το 'Πολυτεχνείο' με την τροπικότητα του αίματος που έχει ήδη καταστεί ορατό, κοινοποιήσιμο, 'λέξη' τετριμμένη και μορφολογική, σιωπή που 'γεννά' την μνήμη του ιδεατά παραμορφωμένου, εντός της πόλης-'Σφίγγας': «εδώ ό,τι πια θα πει θα 'ναι το αίμα», γράφει ο Μονεμβασιώτης ποιητής, αποδίδοντας την συμβαντικότητα στο χρόνο της σύγκρουσης και της 'εισβολής' στο χώρο του Πολυτεχνείο[8] από τους ίδιους κρατούντες που εξυψώνοντας τις ράβδους της 'άρχουσας ελληνικότητας' δύνανται να ομιλήσουν, 'Η Πόλις Εάλω', το 'πράττειν' αποτρέπει και 'δεδικαίωται'.

Η «ληστεμένη ζωή»[9] 'ενσαρκώνεται' σε υποκείμενα της 'μη-άφεσης', στη γενιά-γενεαλογία που επι-φέρει την τελετουργία της 'εμβάπτισης' στον 'αδυσώπητο' χρόνο, της 'κινησιολογίας' προς το μη-αναγώγιμο στη 'βούληση των άλλων', νοηματοδοτώντας βαθιά ή βαθυ-δομικά βιώματα και διε-ρωτήσεις: ποιος δύναται να είναι 'παρών' στον παρόν χρόνο; ποιοι δύνανται να εκ-φέρουν την ακρίβεια της λέξης-πρόσταγμα; Τι δύναται να σημάνει το 'Πολυτεχνείο των ιστορικών σημάνσεων; Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου 'συν-διαλέγεται' με την ποιητική του συλλογή 'Το σώμα και το αίμα'[10], αναγνωρίζεται στην αμεσότητα και στην οικειότητα του σπαράγματος και του 'τραύματος', στην σχεσιακή ερωτικότητα της γενιάς που δεν δια-κρατεί παρά την έκκληση της φωνής της, την αίσθηση της οριακότητα μίας 'μάχης' που θα δοθεί ξεχωριστά, από τον καθέναν.

«Λιόλουστη μέρα. Κάλαμος. Η θάλασσα. Σπουργίτια στον ελαιώνα. Κάλεσμα, πρόκληση, κάλλος, μακρινή προδομένη μακαριότητα-α, εσύ, δραπέτη, λιποτάχτη, κρυμμένε ανάμεσα στ' αγάλματα, πίσω απ' τα αγάλματα, μέσα στ' αγάλματα- αγάλματα κούφια, χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα,- αρνήσου, αρνήσου,- όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις. Το δέντρο, το πουλί, το γαλάζιο, - αμαρτία, αμαρτία. Πως μπορείτε να κοιμάστε; Εσείς ο ίδιος ο έρωτας. Κι ο έρωτας αμαρτία- Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, παιδιά μας, πόσες γενιές παιδιά μας, σε αδιαίρετο χρόνο, χωρίς χρόνο, στα στάχυα και στα σύρματα, στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα, έρωτες μας, παιδιά μας, σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτες μας- ΓΙΑ ΤΙΠΟΤ' άλλο να μην έχουμε μάτια, παρά μόνο για σας. Τίποτ' άλλο».[11]

Διαμέσου των επάλληλων πτυχώσεων του ποιητικού του λόγου ο Γιάννης Ρίτσος δύναται να επανεπινοήσει εκτατικά τους όρους ύπαρξης και παρουσίας της δικής του γενιάς στο 'τώρα', 'εμβαπτίζει' την παροντικότητα σε ένα παρελθόν που συνιστά 'Πολυτεχνείο', αρθρώνει μία δυνάμει υποκειμενικότητα που είναι θηλυκά ερωτική και θηλυκά απαιτητική, θέτει τις δεσπόζουσες μίας κοινωνιο-οντολογίας που 'ασκείται' επί του πεδίου, 'επι-κοινωνεί' με τα φάσματα μίας προηγούμενης γενιάς, εκεί όπου η ιδιαίτερη 'πατρική΄ οικειότητα συναρθρώνεται με την αισθητική που 'γεννά' έρωτες, που 'απαρνείται' τον δικτατορικό συμβολισμό, αναζητώντας 'σημεία γραφής', γραφής οικείας και συνολιστικής: «έρωτες μας, παιδιά μας, σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτες μας»[12], εντός χρόνου και μη, γενιά που επισύρει τον 'φόβο' των γενεών, δρώντας έκκεντρα, με την φοιτητική-λαϊκή αυτενέργεια να λειτουργεί ως 'χρυσή περιουσία' και 'επιστασία', διεύρυνση και νοηματοδοτική συστηματοποίηση μίας ποίησης που εκ-διπλώνει το απόθεμα της προκαταλαμβάνοντας το σημαίνον, την 'μοναδικότητα' του ελέους: «

Μόνες περγαμηνές μας τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος». Και πλέον, στα συμφραζόμενα της Ριτσικής, βαθιά ανθρωπο-κεντρικής ποίησης, το 'Πολυτεχνείο' και η 'ρέουσα' εξέγερση του ωσάν εφαρμοστική πράξη επιτέλεσης του γενεαλογικά 'αδιάσπαστου΄ σε «αδιαίρετο χρόνο»[13], σε χρόνο πληθυντικό όπου δρουν η «Ελένη, η Μάρω, η Ηλέκτρα και η Δήμητρα»[14], αναζητώντας το διάκενα μεταξύ του περιώνυμου και περιώνυμα ταυτολογικού 'Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών'. Η εβδομάδα τελείται στις εντάσεις του θανάτου, στην ανάδειξη και στη συμπύκνωση, διαμέσου της κίνησης του στρατιωτικού οχήματος προς την πύλη του Πολυτεχνείου και στην διά-ρρηξη της, των δικτατορικών 'φορτίων', των φονεύσεων του ελληνικά 'απο-καλυπτικού', προτάσσει διαρκώς μία 'αγωνιώδη' φωνή και απορία, μία ψιθυριστή παλινδρόμηση που εκτατικά παραμένει 'εκεί', εγκαλώντας και ανα-καλώντας, με το όριο να αίρεται και την ποιητική γλώσσα να ζητεί το 'κάτι' από το σώμα, ομνύοντας στο «πως μπορείτε λοιπόν, πως μπορείτε;».[15]

Στις 17 Νοεμβρίου η εισβολή, στις 18 έως τις 22 Νοεμβρίου, το 'αδόκιμο' της ποίησης που όμως δεν διστάζει να δοκιμάσει τις αντοχές της πόλης. «Μάλλον εκεί, μόνο του, καθώς απομακρύνεται από τον κόσμο, το ποίημα χαιρετά ή ευλογεί, φέρει (tragt) τον άλλον, θέλω να πω «εσένα», συγχρόνως όπως φέρουμε το πένθος και όπως κουβαλάμε στα σπλάγχνα μας το παιδί, από τη σύλληψη μέχρι την κυοφορία και τη γέννηση. Κυοφορώντας. Αυτό το ποίημα είναι το «εσύ» και το «εγώ» που απευθύνεται σ ' «εσένα» και σε οποιονδήποτε άλλον»[16], τονίζει ο Jacques Derrida στην ανάλυση της ποιητικής του Paul Celan που επιχειρεί.

Με έναν παρόμοιο τρόπο, η Ριτσική ποίηση του 'Ημερολογίου' «κυοφορεί»[17] το «εσύ» και το «εγώ», φέρει και ασκείται στην 'αλήθεια' του 'άλλου', 'συλλαμβάνοντας' το δικό το 'ατελεύτητο' του Πολυτεχνείου, φέροντας το βάρος και το βάρος των νεκρών του, της γλώσσας και των προεκτάσεων της, στο «ατελέσφορο» ποίημα.

«Ω, ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο, επάνω από δυο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω»[18] σε μία παράσταση όχι ήττας αλλά 'σιγουριάς' για το 'πράττειν' που χωρεί στο ποίημα, στο 'βιό-κοσμο' του ποιήματος, ανατρέποντας τις σταθερές του. ''Αργά που μαλακώνει το μαχαίρι. Αυτός που σωπαίνει δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει. Δεν είναι τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι- είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του».[19]

 Με την ποιητική τροπικότητα της Πίτσας Γαλάζη,  ''Στο έσω αυτί το τραγούδι τους Στο Χαίρε Ω Χαίρε Ψήγματα άμμου στο κοχύλι του Απ' τα παλιά μαρτυρίες Τα ηλιόλουστα».[20]  Η χειραφέτηση ανα-σημαίνεται ως η δεκτική οριακότητα της ποίησης και πιο συγκεκριμένα, της Ριτσικής ποίησης. Σώμα-‘άρτος’ και παρουσία-‘εξέγερση’ που συμπεριλαμβάνει ‘αθέατες’ αλλά και παρούσες γενιές, υπενθυμίζοντας το Καντιανό κοινωνιο-φιλοσοφικό  ‘αίτημα: «Πρακτικό είναι οτιδήποτε είναι δυνατό μέσω της ελευθερίας» (‘Praktisch ist alles, was durch Freiheit moglich ist’).[21]

'Στο ημερολόγιο μιας βδομάδας', ο Γιάννης Ρίτσος εγγράφει λέξεις που διευρύνουν τα όρια προσέγγισης του εξεγερσιακού 'συμβάντος', συγκροτεί 'μεταβάσεις' που αφαιρούν από την ημερομηνία το 'σκληρό περίβλημα' του χρόνου, προσδιορίζοντας αυτό που ο Τσβετάν Τοντόροφ, αποκαλεί «παραδειγματική μνήμη»,[22] που, όπως αναφέρει ο Γιώργος Κόκκινος «έχει εξ ορισμού συγκριτικό και καθολικευτικό χαρακτήρα'', λειτουργώντας ως ''εργαλείο της συνειδητής προσπάθειας για την αλλαγή του κόσμου και την παγκόσμια κατανόηση».[23] Η ποίηση, η Ριτσική ποίηση,  τέμνει το περιεχόμενο της μνήμης.



[1] Η σιωπή, η ‘υπόκωφη’ και ‘ομιλούσα’ γλώσσα, που τείνει σε μία ατέρμονη δοτικότητα, ήτοι στο ‘θέαμαι’ ενώπιον των πολλαπλών εκδοχών ενός και μόνο εαυτού. Το όριο της σιωπής, τιθέμενο εν συνόλω, δύναται να  διαμορφώσει μία «διεισδυτική και άφατη ευγλωττία», όπως αναφέρει λογοτεχνικά  ο Ονορέ Ντε Μπαλζάκ στο διήγημα του ‘Ο συνταγματάρχης Σαμπέρ’. Βλέπε σχετικά, Μπαλζάκ Ντε Ονορέ, ‘Ο συνταγματάρχης Σαμπέρ’, Μετάφραση: Κράλλη Μαρία,  Εκδόσεις Το Ποντίκι, Αθήνα, 2006, σελ. 35.

[2] Αναφέρεται στο: Derrida Jacques, ‘Κριοί.  Διάλογος ατέρμων: μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα’, Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, ‘ Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2008, σελ. 52. Το «ημερομηνιακό ενδεχόμενο» του Martin Heidegger επιτελείται ή λαμβάνει χώρα πάνω σε μία οριακή ‘παράκληση’, προσομοιάζει σε μία χρονικότητα που και περισσότερο από χρόνο αποτελεί ‘σπορά’: ποιο και που ευρίσκεται η επωνυμία; Η ενδεχομενικότητα ενός χρόνου που συνιστά ‘διάκριση’, φιλοσοφική μετωνυμία: το μέλλον και το μη-μέλλον.

[3] Ο μήνας θα παραμείνει ο Νοέμβριος της προσδιορισμένης, ή αλλιώς, για να προβούμε σε μία ανάλυση με Καστοριαδικούς όρους, της ‘επι-καθορισμένης φοιτητικότητας’ για την οποία προσίδια και ‘υπόγεια’  ‘έχεις’ (το Πλατωνικό ‘αείν’) ‘ακούσει πολλά: «Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα».

[4] Ο στρατιώτης αναπαρίσταται ως ‘αδελφός’ (το ‘ω αδελφέ μου’ καθίσταται ευδιάκριτο και ευδιάκριτα ποιητικό σε αυτό το σημείο),  την στιγμή προ της ‘έκρηξης’, εκ-πληρώνοντας το μοτίβο της ‘σπερματικής’ και όχι απλά γεγονοτολογικής ‘συνένωσης’, τον ιδεότυπο της γενεαλογίας και του λαϊκού υποκειμένου και ‘υποκειμενισμού’ που δεν τους χωρίζει παρά η αμφίεση, στο μέσον της δυνατότητας ‘επιτυχούς’ συνάντησης, όπου, με ανεστραμμένα πρόσημα, με όψεις ‘μεταφοράς’ στο πραγμολογικά συμβολικό, ανυψώνει την Ελυτική ποίηση: «μη παρακαλώ σας μη, λησμονάτε την χώρα μου». Η γλώσσα, έκκληση και ιδέα παράλληλα, ‘δια-μοιράζεται’ διότι ‘ανήκει’ ή θεμελιώνεται: στο φοιτητή, στον στρατιώτη που παραστέκοντας ‘επιτρέπει’.

[5] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ημερολόγιο μιας βδομάδας’, Ποιητική συλλογή, ‘Γίγνεσθαι’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 133.

[6] Βλέπε σχετικά, Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά τις θέσεις Για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin’, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2012, σελ. 87.

[7] «Η συνολική προσπέλαση του τραυματικού στην ιστορία, αποτελεί, κατά τον Ricoeur, ένα από τα προνόμια και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ιστοριογραφίας σε σχέση με τη μνήμη, η οποία, όπως γνωρίζουμε, έχει μάλλον αυτοαναφορικό χαρακτήρα και διατρέχει τον κίνδυνο να μετασχηματιστεί σε εκκοσμικευμένη θρησκεία της θυματοποιημένης ομάδας», τονίζει ‘γόνιμα΄  ο Γιώργος Κόκκινος,  θέτοντας το επιστημολογικό πρόταγμα της αναλυτικής ιστορίας. Βλέπε το, Eaglestone Robert, ‘Μεταμοντερνισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος’, Μετάφραση: Σπυράκου Άννυ, Πρόλογος στην Ελληνική Έκδοση: Κόκκινος Γιώργος, Εκδόσεις Επέκεινα, Τρίκαλα, 2014, σελ. 21.

[8] Ο ποιητής, υπό το πλέγμα της ποιητικής γραφής του Θωμά Τσαλαπάτη,  «με μάτια φραγμένα συνθέτει τις εκτάσεις» του Πολυτεχνείου. Βλέπε σχετικά, Τσαλαπάτης Θωμάς, ‘Το καρφί’, Ποιητική συλλογή, ‘Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ’, Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα, 2013, σελ. 23.

[9] Η ζωή και ο βίος μίας γενιάς που βιαίως ‘αφαιρείται’. Η ποιητική συλλογή ‘Ημερολόγιο μιας βδομάδας’ δεν στερείται συν-δηλώσεων αφύπνισης και μίας παρούσας ‘θελκτικότητας’: φέροντας τον αγώνα τους, όπως και τότε, οι φοιτητές ‘διασχίζουν’ το κατώφλι του δικτατορικού ‘ευνουχισμού’, αρθρώνουν των ερωτισμό προ του θανάτου, ποιητικά ‘άγιοι’ (οι Ριτσικοί καθημερινοί ‘άγιοι’ που αποκτούν διαστάσεις τρέχοντος συμβολισμού)  και ‘μύστες’.

[10] Στο χρόνο και στο πέρας του Πολυτεχνείου, η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ερείδεται στις διαστάσεις της καθημερινά ενεργής κίνησης που υπαινίσσεται τον σημασία και τον μη-προσποιητό θάνατο, στη Μεταπολιτευτική Αθήνα εντός της οποίας φθάνουν  όψεις ‘Πολιτείας’:  «Εκεί που ανέβαιναν οι ορίζοντες με σκοινιά με χαλκάδες με σκισμένα σακκάκια εκεί που φτάνει το μαχαίρι στο κόκκαλο εκεί που η μια κραυγή ξανασμίγει τη διαμελισμένη πολιτεία χρόνια και χρόνια σίδερα καπνός δεσμοφύλακες πισώπλατα μαχαίρια μουνουχισμένα χρώματα μουνουχισμένα σκαλοπάτια μήτε να χαιρετήσεις το δέντρο τον αδελφό σου ένα άστρο στα χαραμάδα της πόρτας έπαιρνες το λεωφορείο κατέβαινες σε λάθος στάση ξανάμπαινες στ’ άλλο λεωφορείο μες στο συνωστισμό είχε ζεστασιά παρ’ όλη την επίπλαστη αδιαφορία μια κλεφτή ματιά στην εφημερίδα του πλαϊνού ή στα μάτια του παρά πέρα παρανομία της καρδιάς παρανομία του ωροδείχτη στο μεγάλο ρολόϊ  έτρεχε το αίμα από κρυφές πηγές κάτω απ’ τις πέτρες». Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Το σώμα και το αίμα (Ακόμη μία δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου)΄, Ποιητική συλλογή ‘Γίγνεσθαι’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 336.

[11] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ημερολόγιο μιας βδομάδας…ό.π., σελ. 130.

[12] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ημερολόγιο μιας βδομάδας…ό.π., σελ. 130.

[13] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ημερολόγιο μιας βδομάδας…ό.π., σελ. 130.

[14] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ημερολόγιο μιας βδομάδας…ό.π., σελ. 130. Ονόματα της εποχής και της υπέρβασης που σηματοδοτεί την δυνατότητα περάσματος σε μία άλλη εποχή, θηλυκά ονόματα που ‘απο-καλύπτουν’  το ‘ασύνορο’ του ποιητή-πατέρα, της γενιάς που εγγράφει όψεις ‘σπαρακτικής και λυρικής αναγνώρισης στο πρόσωπο και στην ‘καθαρότητα’ του ‘ενεργείν’: «παιδιά μας, παιδιά μας». Ο πατέρας ανοίγεται σε μία ανοιχτή πληθυντικότητα που διεκδικεί το τελετουργικό αίμα.

[15] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ημερολόγιο μιας βδομάδας…ό.π., σελ. 131. Η διερώτηση παραμένει ‘ανοιχτή΄, ‘αιμάσσουσα’, εδραιωμένη στον ‘πυρήνα’ της δικής της ‘ιδιολέκτου’ η οποία και  τέμνει την εικόνα της ‘οικογενειακότητας’, ενεφανίζοντας τις ‘μεταβάσεις’ του ‘πως’, του ‘πως φονεύετε το ίδιο παρόν; Στις συνηχήσεις της κρίσιμης ώρας, της ποιητικής εγκάρσιας τομής, ενσκήπτει, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, η νύχτα και η διαπερατότητα του ήχου και της ρίψης της πύλης υπό το πρίσμα ‘διαπερατότητας’ της ιστορίας: «Παρασκευή το βράδυ του φονιά», όπως γράφει και ο Μάνος Ελευθερίου στο άσμα ‘Τα λόγια και τα χρόνια’.

[16] Βλέπε σχετικά: Derrida Jacques, ‘Κριοί.  Διάλογος ατέρμων: μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα…ό.π., σελ. 50. Το Ριτσικό  ‘εγώ’ είναι και παραμένει έκθετο στην καθημερινότητα του ‘εσύ’, μη-στέρεο ως ‘τραύμα’, και όμως στερεό μίας πολυ-πρισματικότητας που ενέπαιζε διαρκώς τις ‘πιθανότητες’.

[17] Το ποίημα δύναται να ‘κυοφορήσει’ τα σώματα που ‘έλαβαν χώρα’, που έδρασαν ως, μία, κατά Judith Butler, «τελεστική συνθήκη», ωριμάζοντας δραστικά. Το ίδιο ποίημα διεκδικεί, ένας ίδιος ‘Επιτάφιος’, τις πλαισιώσεις και ενός ‘θρήνου του δρόμου’.

[18] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ημερολόγιο μιας βδομάδας…ό.π., σελ. 130.

[19] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ημερολόγιο μιας βδομάδας…ό.π., σελ. 134.

[20] Βλέπε σχετικά, Γαλάζη Πίτσα, ΄Η Φωνή (μνήμη Σάββα Παύλου), Περιοδικό ‘Νέα Ευθύνη’, Τεύχος 33, Απρίλιος-Ιούνιος 2016, σελ. 168.

[21] Aναφέρεται στο: Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία…ό.π., σελ. 37.

[22] Αναφέρεται στο: Eaglestone Robert, ‘Μεταμοντερνισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος…ό.π., σελ.  22. «Η συνολική προσπέλαση του τραυματικού στην ιστορία, αποτελεί, κατά τον Ricoeur, ένα από τα προνόμια και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ιστοριογραφίας σε σχέση με τη μνήμη, η οποία

[23] Βλέπε σχετικά: Eaglestone Robert, ‘Μεταμοντερνισμός και άρνηση του Ολοκαυτώματος…ό.π., σελ. 22.

15.11.21
πηγη: http://artinews.gr