Για πρώτη φορά, από την ημέρα της εκλογής της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πιέζεται σε τέτοιο βαθμό: η έκρηξη των κρουσμάτων του κορονοϊού, η συνεχιζόμενη προκλητικότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η κατάσταση της οικονομίας όπου επικρατέστερο φαίνεται το δυσμενές σενάριο αλλά και η αναζωπύρωση του μεταναστευτικού, δημιουργούν ένα μείγμα προβλημάτων μεγάλης δυσκολίας.

Η αναζωπύρωση της υγειονομικής κρίσης φαίνεται να καθιστά πλέον πιθανότερο το δυσμενές σενάριο, που προβλέπει συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας, με κατώτερο επίπεδο το 8% και με ανοδική τάση προς διψήφιο νούμερο, κάτι που αν συμβεί θα δυσκολέψει περαιτέρω τη δύσκολη κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, αλλά συγχρόνως θα αυξήσει τα εμπόδια για μια δυναμική ανάκαμψη το 2021.
 
Δύσκολη κατάσταση
 
Οι αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα των τριών αναφερομένων προβλημάτων οφείλονται πρωτίστως στην αυξανόμενη αβεβαιότητα και στη δημιουργία αρνητικών προσδοκιών για το σύνολο των εμπλεκομένων σε αυτή, καταναλωτών ή επενδυτών.

Παρά την επιμελημένη προσπάθεια που καταβάλει η κυβέρνηση να αποκρύψει την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της παντελούς αδυναμίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης να αναδείξουν το πρόβλημα, το νέο κύμα έξαρσης της πανδημίας φαίνεται να οδηγεί την ελληνική οικονομία σε δυσκολότερες ατραπούς. Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημικής κρίσης, η κυβέρνηση δεν βρίσκεται στη φάση της εμπιστοσύνης της πρώτης περιόδου του lockdown.

Τα δείγματα είναι πλέον αρκετά ώστε οι προβλέψεις να είναι περισσότερο ασφαλείς. Τα αποκαρδιωτικά στοιχεία για τον Τουρισμό, τα οποία φαίνεται ότι θα κινηθούν στο χαμηλό επίπεδο του 20% των αντίστοιχων μεγεθών του 2019 (εισπράξεις καθαρές 18,3 δισ. ευρώ), η ανάγκη να επιβληθούν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα για να καταπολεμηθεί ο κορονοϊός, η κατακόρυφη μείωση των εσόδων στις επιχειρήσεις, η συνεχιζόμενη μείωση της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας (18,3% Ιούνιος 2020), η αύξηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού στα 11.651 εκατ. ευρώ το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020 έναντι στόχου για έλλειμμα 2.086 εκατ. ευρώ, που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2020 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020, είναι μερικά από αυτά. Στις δυσμενείς αυτές εξελίξεις ήρθε να προστεθεί και η έκρηξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο στο πρώτο εξάμηνο του 2020 έφτασε σε 7 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 72,3% συγκριτικά με πέρυσι.

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2ο τρίμηνο του 2020 ήλθαν να επιβεβαιώσουν όλα τα παραπάνω. Η μείωση του ΑΕΠ κατά 15,2% ετησίως το 2ο τρίμηνο (-14,0% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση) είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ιστορικά σε ένα τρίμηνο για όσο, τουλάχιστον, διάστημα υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών.

Η μέση μείωση της συνολικής αμοιβής της εργασίας στην οικονομία (που συναρτάται από τη μέση αμοιβή και την απασχόληση) ανήλθε στο 7,3% ετησίως (μετά τα ληφθέντα κυβερνητικά μέτρα στήριξης). Παρά τη σημαντική στήριξη και τις αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η έντονη κάμψη της δραστηριότητας (μείωση κύκλου εργασιών επιχειρήσεων κατά 25,1% το 2ο τρίμηνο) οδήγησε σε πρωτοφανή συρρίκνωση των εισοδημάτων και των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ειδικότερα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα μαζί με το μεικτό εισόδημα μειώθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί ποτέ (17,4% ετησίως).

Αντιστοίχως, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συρρικνώθηκαν κατά 10,3%, υποστηριζόμενες, μεταξύ άλλων, από τις αυξήσεις στον τομέα των κατασκευών (+32% ετησίως το 2ο τρίμηνο), του οικιστικού τομέα (+34,5% ετησίως), καθώς και τις αυξημένες δαπάνες σε εξοπλισμό «τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών» (ΤΠΕ) που σχετίζονται με τις νέες ανάγκες που δημιούργησε η υγειονομική κρίση.

Η μείωση των καθαρών εξαγωγών (μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά -32,1% , μείωση εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών -17,2%,) – μεγέθυναν την ύφεση, αντιστοιχώντας στο 1/3 αυτής (ήτοι 5 ποσοστιαίες μονάδες στη συρρίκνωση του ΑΕΠ). Αν και οι εξαγωγές αγαθών εμφάνισαν αντοχές, η δραματική μείωση των εξαγωγών υπηρεσιών (-50% ετησίως) διόγκωσε την ύφεση, καθώς υπερκέρασε τη σημαντικά βραδύτερη μείωση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Τέλος η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά -10,1% πάντα σε ετήσια βάση.
 
Σημαντικότατη επιβάρυνση
 
Εκείνο που χρειάζεται να υπογραμμισθεί είναι ότι μία ύφεση της τάξεως του 8% για το 2020 είναι πολύ σημαντικό γεγονός για μια οικονομία, όπως η ελληνική, η οποία τα προηγούμενα δέκα έτη είχε απωλέσει περίπου το 25% του ΑΕΠ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εισοδήματα, την παραγωγική βάση και γενικά για την ευημερία των πολιτών.

Η μείωση κατά 8% σε ένα έτος αποτελεί το 1/3 της συνολικής απώλειας των δέκα συναπτών ετών. Πρόκειται για πολύ μεγάλη απώλεια του ΑΕΠ, η οποία σε απόλυτα νούμερα μεταφράζεται αντίστοιχα σε περίπου 15 δισ. ευρώ. Παράλληλα, οι αρνητικές συνέπειες αυτής της μείωσης σε όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη είναι μεγάλες. Αναφέρω μόνο την αναμενόμενη αύξηση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ πάνω από το 195% του ΑΕΠ, αλλά και την αύξηση του Γενικού Δημοσιονομικού Ελλείμματος πάνω από το 8%.

Μόνο οι εξελίξεις αυτές δείχνουν μια σημαντικότατη επιβάρυνση της θέσης της ελληνικής οικονομίας και τις δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει όταν θα κληθεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις που θα υπάρξουν μετά τον περιορισμό της πανδημίας. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπάρξει επαναφορά των περιορισμών που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τα έτη 2021 και 2022, οι βαθμοί ελευθερίας της ελληνικής οικονομίας είναι λιγότεροι από τις αντίστοιχες οικονομίες της ευρωζώνης. Ήδη η κυβέρνηση προτίθεται να διαφοροποιήσει μεγάλο μέρος της εξαγγελθείσας οικονομικής πολιτικής της υπό το βάρος των νέων δυσμενών συνθηκών.
 
* Ο Κ. Μελάς διδάσκει οικονομικά στο Πάντειο πανεπιστήμιο.
 Η εποχή