Επιστολή-σχόλιο του Αλ. Παζαΐτη

 

Ως μεγάλος φαν της Φάρμας των Ζώων (την εκπομπή του TPP, όχι το βιβλίο με τα γουρούνια) παρακολούθησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη συζήτηση της Παρασκευής (24/11/2023) με τον Κο. Νάσο Ηλιόπουλο, πλέον ανεξάρτητο βουλευτή μετά τη μεγάλη “διάσπαση” της Αριστεράς του 21ου αιώνα. Ξεκίνησα να γράφω ένα σχόλιο, αλλά όταν ξεπέρασε τις 1500 λέξεις είπα να το στείλω για άρθρο και ίσως να κλείσω ένα ραντεβού για ψυχανάλυση γιατί μάλλον έχει καιρό που κάτι με τρώει εδώ.

Εμένα μου είναι συμπαθέστατος

Για να ξεκαθαρίσω λίγο τη θέση μου, δεν είναι πρόθεσή μου να το πάω προσωπικά κατά του Κου Ηλιόπουλου – ίσα ίσα, εμένα μου φαίνεται συμπαθέστατος. Επίσης, τα  εισαγωγικά  στο “διάσπαση” δεν στοχεύουν να μειώσουν σε σημασία την επικαιρότητα. Μία τέτοιας κλίμακας κρίση στην αξιωματική αντιπολίτευση και την πιο μαζική παράταξη που εκπροσωπεί την Αριστερά τα τελευταία δέκα χρόνια δεν είναι ούτε ασήμαντη, ούτε και αστεία, όσο και αν συχνά θυμίζει φαρσοκωμωδία. Η όποια ευφημιστική διάθεση στη χρήση της λέξης “διάσπαση” έχει να κάνει με το ότι η συγκεκριμένη διάσπαση είναι ποιοτικά διαφορετική από αυτές που μας έχει συνηθίσει η ιστορία της Αριστεράς (και έχει πολλές από αυτές, στην υγειά μας βρε παιδιά!)

Ιστορικά οι διασπάσεις ήταν αποτέλεσμα διαφορών στο επίπεδο στρατηγικών αποφάσεων και οράματος σε σχέση με το ευρύτερο πλαίσιο εθνικών και διεθνιστικών διεκδικήσεων (κάποτε αν θυμάστε η “ριζοσπαστική αριστερά” διεκδικούσε, μεταξύ άλλων και την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης, αλλά τώρα τί να λέμε…) Η φαρσοκωμωδιακή αισθητική στις παλαιότερες διασπάσεις προερχόταν από τις ατελείωτες συζητήσεις και διαδικασίες επιτροπών και υποεπιτροπών που δημιούργησαν την καρικατούρα της Αριστεράς του 20ου αιώνα, οι οποίες, ωστόσο ήταν ανίκανες να γεφυρώσουν το χάσμα.

Στην τωρινή συγκυρία έχουμε, δυστυχώς, το ακριβώς αντίθετο: Η αποχωρήσεις έγιναν εν μέσω, και σε μεγάλο βαθμό λόγω, μίας πλήρους απαξίωσης οποιασδήποτε διαδικασίας διαλόγου, ανάλυσης, και πολιτικού προγραμματικού σχεδιασμού. Αντίθετα, στο δημόσιο διάλογο έμοιαζαν να έχουν πάθει όλοι λίγο “παράγοντα Εδεσσαϊκού” και εδώ και εβδομάδες κυριαρχεί ένα εξαντλητικό “ναι, αλλά αυτοί λένε, ότι εμείς είπαμε και μετά εμείς δε θέλαμε.” Ταυτόχρονα, το χάσμα δεν προκύπτει από δύο αντικρουόμενες ερμηνείες ή προσεγγίσεις του στρατηγικού οράματος της παράταξης ή της Αριστεράς, αλλά από την βίαιη ολοκλήρωση μιας διαδικασίας απόσχισης από βασικές αρχές που ιστορικά χαρακτηρίζουν αυτό το όραμα.

Οπότε, η συζήτηση αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη από τον, κατά τα άλλα συμπαθέστατο, Κο. Ηλιόπουλο και όλα τα υπόλοιπα στελέχη που αποχώρησαν, αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ τον ίδιο, πιθανόν και από την Αριστερά ως πολιτικό χώρο. Αφορά τον πυρήνα των βαθύτερων κοινωνικών αναγκών και ιδεών που ιστορικά γέννησαν και άρθρωσαν τον επαναστατικό και προοδευτικό πολιτικό λόγο και δράση, γύρω από το πώς μοιάζει μία ζωή με νόημα και πώς μπορούμε να την διεκδικήσουμε. Και για αυτήν την πολύ μεγάλη διάσταση των πραγμάτων, πιστεύω ότι η συζήτηση της Παρασκευής αποτελεί μία εξαιρετική μελέτη περίπτωσης από την οποία μπορούμε να πάρουμε σημαντικά μαθήματα για το πού βρισκόμαστε.

Διάσπαση ΣΥΡΙΖΑ: Μία επεξηγηματική μελέτη περίπτωσης

Αρχικά, ήταν σίγουρα μία ευχάριστη εμπειρία να ακούσω τη συζήτηση μεταξύ του Κου Ηλιόπουλου και του αχτύπητου διδύμου Πουλή-Καμήλαλη (παρένθεση, αλήθεια δεν καταλαβαίνω γιατί δεν αναφέρονται ακόμη με τον όρο Πουλήλαλης, που θυμίζει και το δημοτικό άσμα που “λαλεί πουλί παίρνει σπυρί” λαλεί πουλή, πουληλαλή, θα συμπληρώσω, άντε όλα εγώ θα σας τα λέω…. Τί λέγαμε; Α, ναί, ο Κασσελάκης). Σίγουρα είναι ενθαρρυντικό, λέω, έτσι για αλλαγή, να ακούγεται ένας άνθρωπος της πολιτικής ζωής που ο λόγος του να βγάζει νόημα και απαντάει όντως στις ερωτήσεις που του τίθενται αντί να προσπαθεί να μας “ταπώσει” με μία ατάκα για να κερδίσει ένα μηντιακό μπισκοτάκι. Από την άλλη όμως, είναι εξουθενωτικό να βλέπεις έναν εμφανώς έξυπνο άνθρωπο, με αρθρωμένο και συνεκτικό λόγο να παλεύει με περίπλοκα διανοητικά ακροβατικά που συνεχώς αυξάνονται σε βαθμό δυσκολίας για να αποφύγει να κάνει μία ειλικρινή παραδοχή ότι “μπορεί το 2015 να κάναμε λάθος”.

Για παράδειγμα, η φράση “δεν καταφέραμε να σπάσουμε το πλαίσιο της λιτότητας” έχει τόσα επίπεδα αμφισημίας και αφηρημένων υποθέσεων που καταλήγει να μην λέει απολύτως τίποτα. Δεν καταφέραμε, με ποιά μέσα; Με αυτά που μας έδωσαν τα μέτρα της λιτότητας ή με άλλα που δεν χρησιμοποιήσαμε; Ποιές άλλες προσπάθειες έγιναν εκτός ή στα όρια αυτού του πλαισίου; Γενικότερα, τί σημαίνει να “σπάσει” ένα πλαίσιο, το οποίο, όπως κάνουν συχνά τα πλαίσια, πλαισιώνει τις αποφάσεις μας; Ιδιαίτερα δε ένα πλαίσιο έχει σχεδιαστεί με βασικό σκοπό να είναι αδιάρρηκτο από κάθε λογική, έως και την ίδια την πραγματικότητα. Επιπλεον, να συμφωνήσουμε με την υποστήριξη των όποιων κατακτήσεων της κυβέρνησης 2015-19, όπως η συμφωνία των Πρεσπών ή την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων – κι εδώ με πολλούς αστερίσκους, υποσημειώσεις και παρενθέσεις, αλλά, έστω, εγώ σας το δίνω. Αλλά μην φτάσουμε να παρουσιάζουμε αυτές τις κατακτήσεις ως “κεντρικά ζητήματα”, ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία.

Η λαϊκή εντολή που είχε φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση δεν είχε καμία σχέση με αυτές τις “επιτυχίες” που, όσο σημαντικές και αν μπορούν να θεωρηθούν, ήταν αδιάφορες με το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα, που δεν ήταν άλλο από τη λιτότητα καθαυτή. Η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να φέρει το τέλος της λιτότητας και να απεγκλωβίσει την Ελλάδα από τη φυλακή του χρέους. Αυτό ήταν που τον έφερε από το 4% στο 30% (και στο 62% αν θέλουμε να λάβουμε υπόψη και το δημοψήφισμα). Αυτό ήταν που έκανε εφικτή τη συστράτευση τόσων διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που, δεν έγιναν ξαφνικά ριζοσπαστικά αριστερές, αλλά ενώθηκαν κάτω από έναν ουσιαστικά εναλλακτικό και μαχητικά αρθρωμένο πολιτικό λόγο. Δεν ήταν ούτε το Μακεδονικό (που μάλλον το αντίθετο θα κατάφερνε ως πολιτικό μήνυμα), ούτε κάποιος περίπλοκος τεχνοκρατικά εφικτός και θεσμικά αποδεκτός συμβιβασμός για μία λιγότερο σαδιστική εφαρμογή της λιτότητας από το “εγώ τα έκλεισα τα νοσοκομεία, δεν θα μου παίρνει η Τρόικα τη δόξα” του αγαπημένου μας υπερ-υπουργού.

Κι εδώ έρχομαι στα περίτεχνα τεχνοκρατικά φακιρικά του να παρουσιαστεί ως επιτυχία το γεγονός ότι μέσα από τη διαπραγμάτευση καταφέραμε να δημιουργήσουμε μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο. Εν τέλει αυτός ήταν ο στόχος της διαπραγμάτευσης; Να έχουμε 20 δις λιγότερη λιτότητα ενώ την κανονικοποιούμε στο διηνεκές; Που, δε λέω, 20 δις είναι 20 δις, αλλά μπροστά στα 311 δις που ήταν το χρέος τότε, δεν ήταν και ότι θα άλλαζε και κάτι σημαντικά. Πιο σημαντικό όμως, τον Βαρουφάκη τί τον θέλαμε και τον τρέχαμε στη διαπραγμάτευση; Δεν ξέραμε ποιός είναι και ποιές ήταν οι απόψεις του σχετικά με το χρέος; Ή ήταν μπλόφα, όπως ήρθε μετά να μας εξηγήσει μετά η Βαρβιτσιώτη; Συγγνώμη παιδιά, αλλά και η ανερμάτιστες πολιτικές τοποθετήσεις ήταν εκεί πολύ πριν τον Κασσελάκη. Απλώς, ίσως όχι υπό την επίδραση των στεροειδών που είναι οι δικεφαλοι του.

Mea culpa, dies irae, verba volant, scripta manent, ντρίγκι ντρίγκι μάνα μου

Και για να είμαι ξεκάθαρος: Δεν ζητάω να ακούσουμε μετάνοιες, ούτε να βγάλουμε τις γκιλοτίνες και τις κρεμάλες για τους “προδότες”. Έχουμε μεγαλώσει όλες και όλοι κοντά μία δεκαετία. Ήμασταν νιοί και γεράσαμε και έχουμε δει το έργο πώς εξελίχθηκε, ενώ έχουν συμβεί άλλα 500 πράγματα που δεν θα μπορούσε να τα έχει προβλέψει κανείς. Αλλά είναι αδύνατον να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση επί της ουσίας ή σε προγραμματικό πλαίσιο όσο δεν υπάρχει η δυνατότητα να αναγνωρίσει ένα πολιτικό πρόσωπο, μία παράταξη ή μια ομάδα ότι έχουν γίνει κομβικά λάθη. Όχι αστοχίες τύπου “πετύχαμε αυτά, αλλά σε κάποια δεν τα καταφέραμε όσο θέλαμε και μετά εμείς δε θέλαμε αυτό ακριβώς και τίποτα άλλο”. Ένα απλό, σεμνό, και ειλικρινές “παιδιά, έγινε μαλακία”.

Και σε αυτό έχουμε όλοι μερίδιο ευθύνης. Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για τη λογική της ανάθεσης που δημιούργησε τις συνθήκες να εκτραφούν αυτά τα πολιτικά μορφώματα. Έχουμε και ως ψηφοφόροι, σχολιαστές του αμφιθεάτρου, καναπέ, youtube, ή του καφενείου και μέλη αυτής της κοινωνίας, κι έναν καημό, μία προσμονή ενός ηγέτη-Μεσσία, που είναι άμεμπτος, άσπιλος, παντογνώστης και αλάνθαστος, γοητευτικός και φιλόδοξος, αλλά, πάνω από όλα, καλό παιδί. Στην τελική, ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε όλοι ότι είμαστε άνθρωποι, ημιτελείς, φθαρτοί, και ευάλωτοι. Έχουμε αλτρουισμό, επαναστατικό πνεύμα, δυναμικότητα, αλλά έχουμε κι ένα εγώ που θέλει τροφή, καθρέπτες, και επιβεβαίωση. Έχουμε αδυναμίες, κάνουμε λάθη και εκλογικεύουμε συχνά τις εξελίξεις, γιατί κανείς δεν θέλει να είναι “στη λάθος πλευρά της ιστορίας.”

Και έχουμε περάσει πολλά, όλες και όλοι. Μιλάμε για πάνω από δέκα χρόνια ενός πολιτικού σκηνικού σε αναβρασμό, με τα κοράκια των ΜΜΕ να κρώζουν μέρα-νύχτα τις σάλπιγγες της αποκάλυψης, και τα αρπακτικά να ξερογλύφονται πάνω από το ημιθανές κουφάρι της κοινωνίας. Ένα εκλογικό σώμα που είναι εξουθενωμένο, προδομένο, και συνεχώς πιο πολωμένο και οργισμένο, με μία οργή που δεν μπορεί να εκτονωθεί και βρίσκει από τη μία έναν τοίχο αδιαφορίας και μηδενισμού και από την άλλο γκλοπς, αρβύλες και φασίστες εκτός ελέγχου. Είναι εμφανές ότι μέσα σε όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να έχει καθαρή σκέψη να δει τί πήγε στραβά και πώς συνεχίζουμε.

Κι έτσι, μείνατε κι εσείς, κι εμείς ή/και κάποιοι άλλοι εκεί, ως μέλη, ως υποστηρικτές, ως ψηφοφόροι, ή δεν ξέρω τί άλλο. Μείναμε και το 2015, και το 2018, και το 2019, και το 2023, και την περασμένη εβδομάδα και είναι κι άλλοι που είναι ακόμη εκεί. Κάποιοι φάγαμε τις φρίκες μας και είπαμε να φύγουμε και είναι λογικό είναι να χάνουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Κος Ηλιόπουλος στη συζήτηση, δεν είναι εύκολο όταν κάποιος έχει επενδύσει δεκαετίες από τη ζωή του σε έναν χώρο. Όταν έχει συνδιαμορφώσει την ίδια του την προσωπικότητα γύρω από ένα μόρφωμα, που πλέον κατέληξε να εκπροσωπείται από ένα υβριδικό goldenboy-cyborg με μόνο αριστερό στοιχείο στο λογισμικό του έναν ήχο κλήσης με το Bella Ciao σε techno διασκευή του και μία προφύλαξη οθόνης με τον Τσε Γκεβάρα να χορεύει στο dancing with the stars.

Πολύ ωραία, δηλαδή χάλια. Αλλά τώρα ελάτε να πάρουμε και λίγο χρόνο να κάνουμε αυτήν την ρημάδα τη συζήτηση που δεν έχει γίνει ποτέ. Αλλιώς θα συνεχίζουμε να παλεύουμε να λύσουμε τον τετραγωνισμό του κύκλου, ψάχνοντας έναν πολιτικό χώρο που είναι και ριζοσπαστικός και με αξιώσεις να σχηματίσει κυβέρνηση, και αναθεωρητικός αλλά και αλάνθαστος, και έτσι και γιουβέτσι, και νουνού, και light, αρκεί να μην αντιμετωπίσουμε την κρίση ταυτότητας που έχουν προκαλέσει οι κακές μας επιλογές. Στην αρχή η εκλογίκευση των επιλογών μας απαιτούσε λιγότερο κόπο. Πλέον η επίδραση των διαφόρων μικρών και στοχευμένων κωλοτούμπων, φλιπ-φλοπ, και τριπλών τόλουπ είναι σωρρευτική κι έχει γίνει αφόρητη και εξουθενωτική.

Στη θρησκεία αναγνωρίζονται οι αμαρτίες για να μπορεί να έρθει η λύτρωση, μέσα από τη συγχώρεση και τη μετάνοια. Στην οικονομία, από την εποχή του Χαμουραμπί μέχρι πριν καμιά τρεις δεκαετίες που δούλευε ακόμη η φάση τουλάχιστον, χρέη που δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν ήταν για να διαγράφονται, για να κάνουμε μία νέα αρχή, αναγνωρίζοντας ότι τα πράγματα δεν πήγαν όπως περιμέναμε και με τις απαραίτητες συνθήκες να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Η πολιτική ζωή μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί ανάμεσα σε δύο παράλληλες διαστάσεις, όπου υπάρχει αμαρτία, χωρίς να υπάρχει λύτρωση και χρέος χωρίς σεισάχθεια. Άντε γιατί μας σεισχάχθηκα!

 

 

από:https://thepressproject.gr