Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 01 Νοέ 2020
Η Κύπρος πέρα από το Κυπριακό
Κλίκ για μεγέθυνση

Αριστερά: «Το πουλί πέταξε», γκράφιτι των μέσων της περασμένης δεκαετίας που έγινε σύμβολο της χαμένης ευκαιρίας για επανένωση του νησιού. Δεξιά, το εξώφυλλο του βιβλίου του Γρηγόρη Ιωάννου

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 01.11.2020, 10:08

 

 
Μια εικονοκλαστική προσέγγιση για την παγίωση της διχοτόμησης

Tο πιο σημαντικό ζήτημα στην πρόσφατη διεθνή επικαιρότητα σε σχέση με την Κύπρο δεν ήταν οι εκλογές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα· ήταν το σκάνδαλο των χρυσών διαβατηρίων που αποκαλύφθηκε από το δίκτυο Αλ Τζαζίρα. H Κύπρος βρέθηκε για άλλη μια φορά στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος μετά το 2013, όταν το «κούρεμα» των τραπεζικών καταθέσεων και το ζήτημα του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος έστρεψαν τα φώτα στο νησί.

Απαντώντας στις αποκαλύψεις, ο υπουργός Εσωτερικών Νίκος Νουρής δήλωσε:

«Την ώρα που η Κύπρος απειλείται και δίνει μια σημαντική πολιτική μάχη ενάντια στις επεκτατικές διαθέσεις της Τουρκίας, την ώρα που η χώρα μας απειλείται με στοχευμένη και οργανωμένη δημογραφική αλλοίωση με κατευθυνόμενες μεταναστευτικές ροές, το κρατικό ειδησεογραφικό δίκτυο Αλ Τζαζίρα, που εδρεύει σε μια χώρα η οποία είναι γνωστή για τις φιλοτουρκικές της θέσεις και η οποία μόλις πρόσφατα στήριξε με 15 δισεκατομμύρια την οικονομία της Τουρκίας, επιχειρεί να πλήξει με διαστρεβλωμένες και παραπλανητικές πληροφορίες την Κυπριακή Δημοκρατία».

Οι αποκαλύψεις αφορούσαν ένα κοινό μυστικό στην Κύπρο: την ύπαρξη ενός δικτύου μεσαζόντων, κτηματομεσιτών, δικηγόρων, εργολάβων και πολιτικών, εμπλεκόμενο με το πρόγραμμα πολιτογραφήσεων αλλοδαπών που επένδυαν περισσότερα από 2,5 εκατομμύρια ευρώ στη χώρα. Μέσω του δικτύου αυτού, άτομα χωρίς λευκό ποινικό μητρώο ή που εμπλέκονταν σε παράνομες δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, έβρισκαν τα κατάλληλα παραθυράκια που άφηνε η νομοθεσία με την απαραίτητη πολιτική και γραφειοκρατική βοήθεια για γρήγορη έγκριση της αίτησής τους.

«Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους, Πενταδάκτυλέ μου» - Στίχος ποιήματος του Κώστα Μόντη (1914-2004), χιλιοτραγουδισμένος στις ελληνοκυπριακές σχολικές γιορτές

Εντυπωσιακό είναι ότι κάποιος μπορούσε να αλλάξει το όνομά του, διαφεύγοντας έτσι από διεθνή εντάλματα σύλληψης. Από το 2013, όταν το πρόγραμμα εντατικοποιήθηκε ως αντίδοτο προς το «κούρεμα», μέχρι το 2018 υποβλήθηκαν πάνω από 3.500 αιτήσεις με συνολικές επενδύσεις 9,7 δισεκατομμυρίων ευρώ· δηλαδή περίπου το μισό ΑΕΠ της Κύπρου. Μέχρι στιγμής, από τα κεντρικά πρόσωπα του δικτύου παραιτήθηκαν ο πρόεδρος της Βουλής, δεύτερος τη τάξει στην Κυπριακή Δημοκρατία δεδομένης της κενής θέσης του Τουρκοκύπριου αντιπροέδρου, και ένας βουλευτής-μεγαλοεργολάβος.

Η διασύνδεση που κάνει ο υπουργός μεταξύ της αποκάλυψης του σκανδάλου και του Κυπριακού υπάρχει· δεν είναι όμως αυτή που ισχυρίζεται. Το ζήτημα δεν είναι το ποιος και γιατί αποκάλυψε το σκάνδαλο. Το ζήτημα είναι ότι ένας μικρός κύκλος ατόμων πουλούσε την κυπριακή υπηκοότητα με την υπεραξία που της έδινε το ευρωπαϊκό διαβατήριο σε εκατομμυριούχους, ενίοτε με βεβαρημένο ποινικό παρελθόν.

Για να γίνει κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο οι εμπλεκόμενοι να έχουν πρόσβαση και να ελέγχουν το κράτος και τους κρατικούς μηχανισμούς. Η δυνατότητα αυτή είναι αποτέλεσμα της ιστορικής πορείας της Κυπριακής Δημοκρατίας και συγκεκριμένα του πώς ένα κομμάτι της ελληνοκυπριακής ελίτ κατάφερε να ελέγξει την Κυπριακή Δημοκρατία στο όνομα των Ελληνοκυπρίων – της μίας δηλαδή εκ των δύο ιδρυτικών κοινοτήτων.

Παιδιά της διχοτόμησης

Για όποιον θέλει να καταλάβει τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Κύπρο και το πώς το Κυπριακό αποτελεί το άλλοθι της ελληνοκυπριακής ελίτ, το βιβλίο του Γρηγόρη Ιωάννου «Ο Ντενκτάς στον Νότο: Η Κανονικοποίηση της Διχοτόμησης στην Ελληνοκυπριακή Πλευρά» (β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη 2020, εκδόσεις Ψηφίδες) αποτελεί σημείο αναφοράς. Ο αναγνώστης θα βρει μια Κύπρο εντελώς διαφορετική και άγνωστη στο ευρύ ελληνικό κοινό. Το βιβλίο παρέχει πρόσβαση σε σημαντικές πληροφορίες που ανατρέπουν τα υπάρχοντα κυρίαρχα αφηγήματα. Κέντρο βάρους του βιβλίου είναι η καθημερινότητα του Κυπριακού, εκεί που το ζήτημα δεν αφορά μόνο την υψηλή πολιτική ή τη διπλωματία, αλλά παίρνει σάρκα και οστά μέσα από μια γλαφυρή περιγραφή της πολιτικής από τα κάτω.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο Ιωάννου γράφει την ιστορία της γενιάς που γεννήθηκε πέριξ του 1974 και που μεγάλωσε σε μια Κύπρο διχοτομημένη. Μία γενιά που πήγε σχολείο με το σύνθημα «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» ως επίσημη ιδεολογία του (ελληνο)κυπριακού υπουργείου Παιδείας δύο δεκαετίες μετά την πτώση της xούντας. Μια γενιά που μεγάλωσε με περιοδικούς θανάτους στρατιωτών ή πολιτών στην Πράσινη Γραμμή, οι οποίοι απλά μας υπενθύμιζαν από καιρού εις καιρόν την ύπαρξή της. Μια γενιά που δεν ξέρει τι θα πει ενωμένη Κύπρος τόσο σε νοητό όσο και σε υλικό επίπεδο. Μια γενιά που μέχρι το 2003, όταν έγινε η «σιωπηλή επανάσταση», όπως χαρακτηρίζει ο Ιωάννου τη στιγμή που άνοιξαν τα οδοφράγματα, δεν βίωσε την εμπειρία τού να ζει σε νησί. Οι βόρειες ακτές δεν ήταν προσβάσιμες από τον Νότο και το αντίστροφο.

Το πιο μεγάλο βαρίδι της γενιάς αυτής, όμως, είναι το Κυπριακό. Ολοι οι πολιτικοί στόχοι αναβάλλονταν μέχρι τη λύση και έμπαιναν στο δωμάτιο αναμονής της Ιστορίας, περιμένοντας μια αλλαγή που δεν ερχόταν ποτέ. Οπως εξηγεί και το βιβλίο, το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 έφερε και ένα πολιτικό άνοιγμα και την καθόλου τυχαία ταυτόχρονη, σταδιακή εμφάνιση ενός κινήματος πόλης στη Λευκωσία που διεκδίκησε διακυβεύματα που μέχρι τότε απαξιώνονταν ή απονομιμοποιούνταν στο όνομα του Κυπριακού.

«Ο Ντενκτάς στον Νότο» εστιάζει στην κυπριακή πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα του κινηματικού πολιτικού χώρου που καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από τη ριζοσπαστική αριστερά μέχρι την αναρχία. Αυτή η πραγματικότητα όμως δεν αφορά τον μικρό αυτό αριθμητικά πληθυσμό, αλλά ένα πολύ ευρύτερο κοινό -εξ ου και η θερμή υποδοχή του βιβλίου, το οποίο βρίσκεται ήδη στη δεύτερή του έκδοση, ενώ μεταφράστηκε στα Αγγλικά και τα Τουρκικά. Ο λόγος της επιτυχίας του βιβλίου είναι ότι αναδεικνύει τις αντιφάσεις τού να ζει κάποιος με το Κυπριακό στην Κύπρο.

Κράτος δικοινοτικό ή ελληνοκυπριακό;

Η επιτομή αυτών των αντιφάσεων είναι η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία. Οταν ο τότε πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος διατύπωσε με τον πιο εύγλωττο αλλά και ειλικρινή τρόπο την ελληνοκυπριακή αγωνία, δηλώνοντας «δεν πήρα κράτος για να παραδώσω κοινότητα» σε σχέση με το Σχέδιο Ανάν, διακήρυξε συνειδητά ή ασυνείδητα αυτό που ντε φάκτο συνέβαινε από το 1964: ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα ελληνοκυπριακό κράτος. Είναι απολύτως λογικό ο Τάσσος Παπαδόπουλος να προασπίζεται τον ελληνοκυπριακό έλεγχο επί του κράτους. Το μεγάλο «πλυντήριο» ήταν ήδη στημένο από τη δεκαετία του 1990, όταν σύμφωνα με καταγγελίες το δικηγορικό γραφείο «Τάσσος Παπαδόπουλος» μετέφερε στο νησί 4 δισεκατομμύρια δολάρια του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς.

Το Σύνταγμα του 1960, το οποίο η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας διακηρύττει ότι προασπίζεται, ορίζει ότι το κράτος αυτό είναι δικοινοτικό. Στην πράξη, η ελληνοκυπριακή ηγεσία και η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων το αντιμετωπίζει ως ένα δεύτερο ελληνικό κράτος. Το παράπλευρο κόστος ενός δεύτερου ελληνικού κράτους είναι η μισή Κύπρος. Ειρωνικό μοιάζει ότι αυτό το εκτός Ελλάδας ελληνικό κράτος αποτελεί την αντανάκλαση και την αναστροφή του οράματος του Ντενκτάς για ένα τουρκικό κράτος εκτός της Τουρκίας.

Στο βιβλίο το φαινόμενο αυτό γίνεται αντικείμενο κριτικής ανάλυσης, από την οποία προκύπτει πως η ύπαρξη ενός δεύτερου ελληνικού κράτους δεν ήταν μια «φυσική» ή «φυσιολογική» εξέλιξη και ότι δεν υπήρχε καμία τελεολογική ή νομοτελειακή προδιάθεση για το γεγονός αυτό. Ηταν μια σταδιακή, αργή και υπόγεια ιστορική διεργασία, με υλικές και νοητές διαστάσεις, η οποία νομιμοποίησε τη διχοτόμηση ως ελληνοκυπριακή πολιτική επιλογή. Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι ιστορικά η διχοτόμηση ήταν τουρκική θέση και άρα στο επίσημο ελληνοκυπριακό αφήγημα ήταν ιστορικά απονομιμοποιημένη.

«Ο Ντενκτάς στον Νότο» αναλύει τη συνεχή κατάσταση εξαίρεσης από το 1963 και μετά και καταδεικνύει πως είναι μία δυσλειτουργική συνθήκη που νομιμοποίησε και διέδωσε τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό με ό,τι αυτά συνεπάγονται σε άλλα επίπεδα, όπως π.χ. αυτό των έμφυλων σχέσεων. Με βιωματική γραφή εξηγεί πώς η εμπλοκή στις κινηματικές διαδικασίες διαμόρφωσε εστίες αντίστασης και δράσης ενάντια στον κυρίαρχο λόγο και στις δυο πλευρές. Μια άλλη αρετή του βιβλίου είναι ότι αναγνωρίζει αυτενέργεια στους Τουρκοκύπριους: δεν πρόκειται ούτε για πιόνια της Τουρκίας, ούτε για μια αδιαφοροποίητη μάζα «άλλων».

Φτιάχνοντας το περίγραμμα των πολιτικών διαφοροποιήσεων και των κοινωνικών διαστρωματώσεων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, αναδεικνύει παράλληλα την ανάγκη μιας αντίστοιχης μελέτης σε εύρος και βάθος και για την άλλη πλευρά της Πράσινης Γραμμής. Τέλος, εξηγεί γιατί η ομοσπονδία δεν είναι ούτε συμβιβασμός ούτε αναγκαιότητα, αλλά μια επιλογή η οποία είναι η πιο κατάλληλη για τον πολυεθνοτικό χώρο της Κύπρου.

Το βιβλίο αμφισβητεί μια θέση διαδεδομένη τόσο στην Ελλάδα και την Κύπρο: ότι η Κύπρος είναι ελληνική. Η θέση αυτή αγνοεί ένα πολύ απλό δεδομένο: τουλάχιστον ένας στους πέντε Κύπριους δεν είναι Ελληνοκύπριος. Ενα 20% περίπου των Κυπρίων είναι Τουρκοκύπριοι, ενώ υπάρχουν επίσης Μαρωνίτες, Αρμένιοι, Λατίνοι και Ρομά (οι τελευταίοι δεν έχουν καν εκπροσώπηση στη Βουλή όπως οι υπόλοιπες κοινότητες). Ετσι η Κύπρος δεν είναι μόνο ελληνική. Ιστορικά, οι Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν (και θεωρούν) ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι ένα ατύχημα της Ιστορίας, ότι η ύπαρξή τους στο νησί είναι λιγότερο νομιμοποιημένη. Οι τελευταίοι έχουν παρουσία 500 χρόνων σε αντίθεση με την ελληνοκυπριακή που κρατάει από την αρχαιότητα. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, οι Τουρκοκύπριοι είναι στην καλύτερη περίπτωση φιλοξενούμενοι και ως τέτοιοι πρέπει να σέβονται τους κανόνες που θέτουν οι ιδιοκτήτες του νησιού.

Η αντίληψη αυτή σημαίνει πρακτικά ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Για παράδειγμα, ένας Τουρκοκύπριος που ζει στις περιοχές που ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετωπίζει τεράστιες, αν όχι απαγορευτικές δυσκολίες αν θέλει να αγοράσει ακίνητη περιουσία ή να γραφτεί στο Γενικό Σύστημα Υγείας, έστω και αν πληροί όλα τα κριτήρια που ισχύουν για τους υπόλοιπους πολίτες του κράτους.

Πλειοψηφικοί αποκλεισμοί

Το δεύτερο βασικό σημείο της θέσης περί ελληνικότητας της Κύπρου που αποτελεί πηγή δυσλειτουργιών και δημοκρατικών ελλειμμάτων είναι η πλειοψηφική αντίληψη της δημοκρατίας. Σε αυτή τη λογική, οι (εθνικές, θρησκευτικές ή άλλες) μειοψηφίες οφείλουν να υπακούν στις επιλογές της πλειοψηφίας. Αυτό είναι ένα σχεδόν καθολικό φαινόμενο, πέρα από την Κύπρο: για παράδειγμα, το ίδιο επιχείρημα φέρνει και ο Ερντογάν στην Τουρκία απέναντι στους Κούρδους ή στους πολιτικούς του αντιπάλους. Το ζήτημα της ενσωμάτωσης των εθνικών ή άλλων μειονοτήτων δεν είναι καθόλου απλό, αλλά μία από τις βασικές αντιφάσεις της αστικής δημοκρατίας.

Το 20% των Τουρκοκυπρίων είναι αρκετά μεγάλο για να μην μπορεί να αγνοηθεί και ταυτόχρονα αρκετά μικρό για να θεωρείται από την πλειοψηφία ως ήσσονος σημασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι και σε άλλες χώρες με εθνοθρησκευτικές κοινότητες πέριξ αυτού του ποσοστού υπάρχουν εξίσου αντικρουόμενες αντιλήψεις περί του κατά πόσο και πώς διασφαλίζονται τα δικαιώματα της μειονότητας.

Αποκλεισμένοι από αυτήν την πλειοψηφική αντίληψη δεν είναι μόνο οι Τουρκοκύπριοι. Οτιδήποτε εκπίπτει από το «εθνικά ορθό» θα πρέπει επίσης να υποτάσσεται στις επιταγές της πλειοψηφίας. Τα παραδείγματα επιβολής των εθνικών επιλογών με βίαιο τρόπο είναι αναρίθμητα από την εποχή της ΕΟΚΑ μέχρι σήμερα και αφορούν τον μιλιταρισμό, το φύλο και τη σεξουαλικότητα, τη θρησκεία, την παιδεία αλλά και την ίδια τη συγκρότηση της πολιτικής κοινότητας.

Ετσι, η Αριστερά και το ΑΚΕΛ συστηματικά αποκλείονταν από πολιτικές διεργασίες μέχρι πρόσφατα. Είναι πολύ σημαντικό ότι το ίδιο το εκλογικό σύστημα της Κυπριακής Δημοκρατίας ακολουθεί τη λογική του αποικιοκρατικού βρετανικού καθεστώτος. Οι εκλογικές διαδικασίες σχεδιάστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πολύ δύσκολο για την Αριστερά, η οποία είχε δικοινοτικό έρεισμα και την προοπτική να υπερβεί τον μονοκοινοτισμό, να αποκτήσει την πλειοψηφία σε κάποιο αντιπροσωπευτικό σώμα εκτελεστικής εξουσίας.

Σημαντική είναι η παρατήρηση του συγγραφέα ότι οι συγκλίσεις Χριστόφια-Ταλάτ ανέτρεπαν τον εκλογικό εθνοτικό διαχωρισμό και έδιναν τη δυνατότητα εκλογικών συμμαχιών στη βάση πολιτικής ιδεολογίας και όχι εθνοτικής προέλευσης. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι η σύγκλιση αυτή έχει σήμερα όντως επιτευχθεί επί του εδάφους: Τουρκοκύπριος υποστηρικτής του Ερσίν Τατάρ, πανηγυρίζοντας για την εκλογική νίκη αναφέρθηκε στους «καλούς φίλους» εθνικιστές Ελληνοκύπριους των οποίων, όπως δήλωσε, η συγκέντρωση στο οδόφραγμα της Δερύνειας τις παραμονές των εκλογών βοήθησε στην επίτευξη του εκλογικού αποτελέσματος. Η ανάδειξη του Τατάρ στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας σημαίνει ότι, για πρώτη φορά μετά τον Ντενκτάς, κανείς εκ των δύο ηγετών δεν επιδιώκει λύση ομοσπονδίας.

Η διχοτόμηση κι ο ιμπεριαλισμός

Μια άλλη σημαντική διάσταση του βιβλίου πραγματεύεται τη θέση «αφού οι Κύπριοι θέλουν διχοτόμηση, ας γίνει διχοτόμηση». Εκ πρώτης όψεως, η θέση αυτή αφήνει την επιλογή της απόφασης στους Κύπριους μέσα από τους πολιτικούς θεσμούς του ανεξάρτητου κράτους τους. Εκφράστηκε δημόσια από τον Κώστα Καραμανλή το 2004 σε σχέση με το Σχέδιο Ανάν, όταν ο ίδιος αρνήθηκε να πάρει θέση.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, το βιβλίο εξηγεί τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους εξελικτικά νομιμοποιήθηκε η ιδέα της διχοτόμησης και δείχνει με ξεκάθαρο τρόπο τους θεσμούς χειραγώγησης που έφεραν αυτό το αποτέλεσμα. Παράλληλα, θέτει τα πολιτικά και κινηματικά διακυβεύματα της διχοτόμησης. Η αποδοχή δηλαδή της διχοτόμησης αποτελεί συμβιβασμό με τις πολιτικές επιλογές των κυρίαρχων τάξεων στην Κύπρο και στις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής. Μια τέτοια αποδοχή του στάτους κβο δείχνει και το πολιτικό πρόσημο της επιλογής αυτής: οραματιζόμαστε ένα μέλλον που ανατρέπει ή που εμπεδώνει και αποδέχεται ως δεδομένες τις παρούσες ταξικές, οικονομικές, κοινωνικές, έμφυλες ή φυλετικές ισορροπίες ισχύος;

Μια άλλη άποψη στην οποία απαντά το βιβλίο αφορά την αρκετά διαδεδομένη στην Αριστερά θέση ότι τα σχέδια λύσης του Κυπριακού είναι ιμπεριαλιστικά. Οντως, όλα τα μέχρι τώρα σχέδια λύσης ήταν ιμπεριαλιστικά, όπως θα είναι οτιδήποτε άλλο προταθεί στο ορατό μέλλον. Ομως η θέση αυτή αγνοεί ένα πολύ ουσιαστικό διακύβευμα: η απόρριψη της λύσης στο όνομα του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα όχι μόνο δεν αλλάζει κάτι σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό αλλά τον παγιώνει ακόμα περισσότερο: από το 2004 όταν αρθρώθηκε ένα αριστερό αντιιμπεριαλιστικό «όχι» οι γεωστρατηγικοί σχεδιασμοί σε σχέση με το φυσικό αέριο συνεχίζονται απρόσκοπτα· οι συμμαχίες με τα καθεστώτα του Ισραήλ και της Αιγύπτου –και το πολιτικό πρόσημο που αυτές έχουν– καλλιεργούνται συστηματικά· τα τουρκικά, ελληνικά και βρετανικά στρατεύματα παραμένουν στο νησί, κάποια εντός, άλλα εκτός των πλαισίων του Συντάγματος· αμερικανικές και γαλλικές στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις σταθμεύουν πλέον τακτικά στο πλαίσιο των επιχειρήσεών τους στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.

Σήμερα, όταν πια εδραιώθηκε το στάτους κβο (και) στο όνομα του αντιιμπεριαλισμού, ο ιμπεριαλισμός είναι πιο παρών από ποτέ. Με τις παρούσες συνθήκες στην Κύπρο, όπου λόγω κορονοϊού η διέλευση στην άλλη πλευρά είναι σχεδόν απαγορευτική (60 ευρώ τεστ για κάθε διέλευση και μόνο για 72 ώρες), οι όποιες επαφές μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για κοινά μέτωπα, αντιιμπεριαλιστικά ή άλλα, έχουν πια εκλείψει.

Στην άλλη πλευρά της Πράσινης Γραμμής, η τουρκοκυπριακή κοινότητα παραμένει εγκλωβισμένη στους τουρκικούς γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς. Η συνεχώς κλιμακούμενη πολιτισμική ηγεμονία της Τουρκίας μέσω των θρησκευόμενων και συντηρητικών εποίκων, οι οποίοι ριζώνουν όλο και πιο βαθιά όσο περνά ο καιρός περιπλέκει ακόμα περισσότερο τις συνθήκες και δημιουργεί ζοφερές προοπτικές σε σχέση με την επιβίωση των Τουρκοκυπρίων. Εμβληματική αυτού του ζητήματος είναι η πρόσφατη ήττα του Μουσταφά Ακιντζί, του πλέον αφοσιωμένου στην ομοσπονδία Κύπριου πολιτικού. Στην εκλογική αυτή αναμέτρηση η ψήφος των εποίκων, οι οποίοι με ραγδαίους ρυθμούς πολιτογραφούνταν τα τελευταία χρόνια, ήταν καθοριστική. Οι δε παρεμβάσεις της Αγκυρας ήταν απροκάλυπτες υπέρ του τελικού νικητή.

Στο πλαίσιο αυτό, και σε συνδυασμό με την παρουσία Αναστασιάδη, η διχοτόμηση που επιβλήθηκε το 1974 παραμένει η πιο πιθανή προοπτική για το μέλλον. Σε τρεις προτάσεις που συμπυκνώνουν την ουσία του βιβλίου, ο Ιωάννου υπογραμμίζει την αυταπάτη της παρούσας ηρεμίας του στάτους κβο: «Πέρα από τις αυξανόμενες γεωπολιτικές πιέσεις που συνεπάγεται η μονιμοποίηση της διχοτόμησης για την ε/κ κοινότητα στο ρευστό περιβάλλον της περιοχής, θα υπάρξουν και δημογραφικές πιέσεις, που μπορεί να είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν χωρίς η ε/κ κοινότητα να έρθει πραγματικά αντιμέτωπη με την Τουρκία. Είναι δηλαδή πολύ πιθανόν το μοτίβο του 20ού αιώνα να συνεχιστεί στον 21ο αιώνα λειτουργώντας ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Σαφέστερα, η κοντόφθαλμη και εσωστρεφής πολιτική της ε/κ κοινότητας, η υπεροψία, η περιχαράκωση και ο μικρομεγαλισμός της πιθανόν να προκαλέσει τελικά την ενίσχυση της παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο» (σ. 253).

Οικονομική και συμβολική ισχύς

Στο τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο συζητά τις μετατοπίσεις στην ελληνοκυπριακή αστική τάξη, ο Ιωάννου περιγράφει και τη βάση της πιο πάνω πολιτικής θεώρησης. Το ζήτημα δεν είναι (μόνο) ιδεολογικό, αλλά έχει ταξικό πρόσημο και δεν είναι άλλο από τη διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του νησιού μέσα από τον έλεγχο του κράτους –θυμηθείτε το μεγάλο διακύβευμα του Τάσσου Παπαδόπουλου. Η οποιαδήποτε μεταβολή στο στάτους κβο θέτει εν αμφιβόλω το οικονομικό σύστημα οικονομικής και συμβολικής ισχύος που στήθηκε εδώ και δεκαετίες πάνω στο καθεστώς εξαίρεσης του Κυπριακού.

Εμβληματικό του συστήματος αυτού είναι το σκάνδαλο πολιτογραφήσεων: περισσότερες από τις μισές των 3.500 αιτήσεων με σύνολο επενδύσεων 9,7 δισεκατομμύρια υποβλήθηκαν από 15 γραφεία/εταιρείες, οι πλείστες άμεσα συνδεδεμένες με μέλη της κυβέρνησης ή της Βουλής. Είναι αυτός ο έλεγχος του κράτους και των πλουτοπαραγωγικών πόρων του νησιού (υλικών ή άυλων) τον οποίο η ελληνοκυπριακή αστική τάξη δεν είναι διατεθειμένη να μοιραστεί με οποιονδήποτε άλλο, είτε εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας είτε με την τουρκοκυπριακή. Ετσι, «μια ισχυρή μερίδα της αστικής τάξης που εμπλεκόταν στη βιομηχανία των πολιτογραφήσεων έβλεπε σε μία λύση του Κυπριακού απλώς ρίσκο εμπλοκής και μεταφορά του κέντρου βάρους της οικονομίας αλλού» (σ. 220-221).

«Ο Ντενκτάς στον Νότο» είναι ένα βιβλίο για την Κύπρο πέρα από το Κυπριακό. Αν σήμερα οι συζητήσεις για τη λύση ομοσπονδίας έχουν χάσει τη σημασία τους, το βιβλίο παραμένει ένα μανιφέστο πολιτικής ύπαρξης στην Κύπρο. Εστω και αν η λύση του Κυπριακού ήρθε και δεν το καταλάβαμε, κάποια από τα ιστορικά υποκείμενα στο βιβλίο του Ιωάννου που πάλευαν για μια λύση που θα επανένωνε τους ανθρώπους, τον χώρο, την οικονομία και τα κινήματα, ήξεραν πάντα ότι πιο σημαντική από τη λύση του Κυπριακού είναι η επόμενη μέρα της λύσης, όταν πια τα πολιτικά ζητήματα που αναβάλλονταν στο όνομα του Κυπριακού θα τίθονταν επιτακτικά. Η λύση ήρθε χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις. Το ζήτημα είναι πώς συνεχίζουμε.

Στον ένα χρόνο που μεσολάβησε από την πρώτη μέχρι τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου η κανονικοποίηση της διχοτόμησης επιταχύνθηκε και εμπεδώθηκε ακόμα περισσότερο, επιβεβαιώνοντας την ανάλυση του Ιωάννου. Η πιο μεγάλη ανατροπή στο Κυπριακό από το 1974, το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, ακυρώθηκε πέρα από κάθε προσδοκία με πρόσχημα τον κορονοϊό. Κάποιες ελπιδοφόρες αντιδράσεις στην πολιτική αυτή απόφαση πνίγηκαν μέσα στην ευρύτερη αδιαφορία της κοινωνίας.

Στη ζοφερή αυτή πραγματικότητα και στις ασφυκτικές συνθήκες για όσους δεν ευθυγραμμίζονται με την κυρίαρχη αντίληψη και στάση στο Κυπριακό, ο Ιωάννου αντιτάσσει στην κατακλείδα του βιβλίου τη θέση ότι «η Κύπρος αξίζει κάτι καλύτερο». Το ζητούμενο είναι πολύ μεγαλύτερο από μια κάποια λύση του Κυπριακού, είτε αυτή είναι η διχοτόμηση είτε είναι κάτι άλλο. Υπάρχει μία άλλη Κύπρος που αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, μια Κύπρος που διεκδικεί «το δικαίωμα ζωής χωρίς το κυπριακό πρόβλημα»1.

1 Ομάδα Φάλιες, «5 θέσεις για τη διαδικασία επανένωσης της χώρας ή, για το δικαίωμα στη ζωή στην Κύπρο χωρίς κυπριακό πρόβλημα».

 

*Διδάσκων Οθωμανική και Τουρκική Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

πηγη:https://www.efsyn.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου