Νέα σελίδα για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια άνοιξε η υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό κοινοβούλιο την Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019. Η δυναμική, που ήδη απελευθέρωσε, πυροδοτεί εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και ειδικά στα δυτικά Βαλκάνια, τα οποία βρίσκονται και πάλι σε τροχιά Ευρω-ατλαντικής ενσωμάτωσης.
Η ειρηνική επίλυση μιας διαμάχης 27 ετών, μέσω μιας συμβιβαστικής λύσης, αμοιβαία επωφελούς, χωρίς νικητές και ηττημένους, αποτελεί θετικό προηγούμενο σε μια περιοχή όπου οι διαμάχες συνήθως καταλήγουν σε εθνικιστικές συγκρούσεις και κακοφορμισμένες πληγές ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε ένα τέλμα αδράνειας, το οποίο παρασύρει ολόκληρες χώρες και λαούς στο παρελθόν. Σε μια περιοχή όπου η λέξη “συμβιβασμός” έχει αποκτήσει στα μάτια λαών, που έχουν υποστεί μακροχρόνιο “εθνικιστικό ντόπινγκ”, έννοια ταυτόσημη με εκείνη της “προδοσίας”. Η επίτευξη της Συμφωνίας των Πρεσπών αποτελεί μια τομή στα εθνικιστικά στερεότυπα των Βαλκανίων, προσφέροντας μια ευκαιρία για φυγή προς τα εμπρός, καθώς και η ίδια αποτελεί ένα καλό παράδειγμα επίλυσης διαφορών ανάμεσα σε γειτονικές χώρες και λαούς.
Ο διεθνής παράγοντας
Είναι προφανές πως η εν λόγω Συμφωνία δεν θα ήταν δυνατόν να καταλήξει σε αίσιο πέρας χωρίς τη δυναμική και συνεχή στήριξη και παρότρυνση της διεθνούς κοινότητας και ειδικά των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επανέρχονται στα δυτικά Βαλκάνια με σαφή πρόθεση να τα ενσωματώσουν στους θεσμούς τους (ΝΑΤΟ και Ε.Ε.), ώστε να κλείσει και η τελευταία “μαύρη τρύπα” της Ευρώπης, η οποία έδινε την ευκαιρία σε εξωευρωπαϊκές δυνάμεις (Ρωσία, Τουρκία, Κίνα) να προωθήσουν τη γεωπολιτική τους επιρροή και να προκαλέσουν αποσταθεροποίηση στην Ευρώπη.
Σε πείσμα των επικριτών της η Συμφωνία των Πρεσπών πυροδοτεί μια αλυσιδωτή αντίδραση εξελίξεων προς την κατεύθυνση επίλυσης και άλλων διενέξεων στην περιοχή των δυτικών Βαλκανίων. Όλες οι εκτιμήσεις των ειδικών συγκλίνουν πως ο επόμενος στόχος πιέσεων της Δύσης θα είναι η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων Βελιγραδίου-Πρίστινας για την οριστική διευθέτηση και επίλυση του ζητήματος του Κοσόβου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να ανοίξει ο δρόμος στη Σερβία και στο Κόσοβο για να εισέλθουν, σε βάθος δεκαετίας, στους Ευρω-ατλαντικούς θεσμούς.
Ακολουθεί το Κόσοβο;
Σύμφωνα με την Μαριλένα Κοππά. καθηγήτρια του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, “η Συμφωνία των Πρεσπών είναι η πρώτη καλή είδηση μετά από πολλά χρόνια. Θα ενοποιήσει όλο τον βαλκανικό χώρο και ουσιαστικά θα αποτελέσει όλη η περιοχή μια βαλκανική ενδοχώρα για την Ελλάδα με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Μπορεί να αποτελέσει πρότυπο. Το επόμενο μεγάλο θέμα είναι το Κόσοβο στα Βαλκάνια, πολύ δύσκολο θέμα κι αυτό. Αλλά νομίζω ότι η δυναμική που δημιούργησε η Συμφωνία των Πρεσπών ανοίγει νέες προοπτικές και για την επίλυση εκείνου του θέματος”.
Λίγο πιο επιφυλακτικός ο Κωνσταντίνος Φίλης, ο διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), δήλωσε στο ΑΠΕ πως “δεν είμαι βέβαιος ότι αυτή η δυναμική θα αξιοποιηθεί επί παραδείγματι στη διαφορά μεταξύ Κοσόβου-Σερβίας ή οποιεσδήποτε άλλες από τις διαφορές που υφίστανται, αλλά σε κάθε περίπτωση μία τέτοια λύση δίνει τον τόνο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως ένα μοντέλο διευθέτησης”.
Το ζήτημα του Κοσόβου είναι πολύ πιο σοβαρό, περίπλοκο και επικίνδυνα φορτισμένο, συγκριτικά με το Μακεδονικό, καθώς είναι ταυτόχρονα θέμα εδάφους, μειονοτήτων, ταυτότητας και διεθνούς αναγνώρισης και στο οποίο εμπλέκονται πολύ πιο ενεργά οι ΗΠΑ αλλά και η Ρωσία. Για τους Αλβανούς του Κοσόβου είναι ένα υπαρξιακό ζήτημα “ζωής και θανάτου”, ενώ για τους Σέρβους θεωρείται το αντίστοιχο ενός συνδυασμού “Κυπριακού, Μακεδονικού και Κωνσταντινούπολης ταυτόχρονα”. Είναι πολύ δύσκολο να επιλυθεί, αλλά δεν είναι ακατόρθωτο. Ειδικά με την τρέχουσα δυναμική που δημιούργησε η Συμφωνία των Πρεσπών και την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία.
Η αντίδραση του Χασίμ Θάτσι
Καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο πρόεδρος του Κοσόβου Χάσιμ Θάτσι, ήταν από τους πρώτους που χαιρέτισε την υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, γράφοντας στο twitter του: “Συγχαρητήρια στους βουλευτές της Ελλάδας, τον πρωθυπουργό Τσίπρα, που επέδειξαν διορατικότητα και θάρρος υπερψηφίζοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών. Είναι μία ευπρόσδεκτη είδηση για ολόκληρη την περιοχή και ισχυρή ώθηση στις προσπάθειες που καταβάλλονται για να κλείσουν όλα τα ανοιχτά ζητήματα μεταξύ των χωρών των Βαλκανίων”. Αναφέροντας τα “ανοικτά ζητήματα” ο Θάτσι πρωτίστως εννοούσε το ζήτημα του Κοσόβου το οποίο και τον αφορά άμεσα. Ο Θάτσι γνωρίζει ασφαλώς για το έντονο ενδιαφέρον των ΗΠΑ και της Ε.Ε. για τη διευθέτηση του ζητήματος του Κοσόβου και προετοιμάζεται για τις πιέσεις που θα δεχθεί το επόμενο διάστημα για την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων με το Βελιγράδι.
Η αντίδραση του Αλεξάνταρ Βούτσιτς
Από την πλευρά της η Σερβία αισθάνθηκε αρχικά μια αμηχανία για την ταχύτητα της προώθησης και της επίτευξης της Συμφωνίας των Πρεσπών, αντιλαμβανόμενη πως η ίδια θα αποτελούσε τον επόμενο στόχο πιέσεων εκ μέρους της Δύσης σχετικά με την αναζήτηση λύσης στο ζήτημα του Κοσόβου, την ανεξαρτησία του οποίου δεν έχει ακόμη αναγνωρίσει, καθώς συνεχίζει να θεωρεί παράνομη την, έπειτα από τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς του 1999, “βίαιη απόσπαση του 15% των εδαφών της”, παρότι κατοικείται κατά 90% από Αλβανούς,
Ωστόσο ο Πρόεδρος της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος προσπαθεί να βρει ένα “σημείο ισορροπίας” μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας, έσπευσε να συγχαρεί τον Ζόραν Ζάεφ και τον Αλέξη Τσίπρα για την επικύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών, λέγοντας πως “η Σερβία θα είναι μια από τις πρώτες χώρες που θα αναγνωρίσουν τον νότιο γείτονά της με τη νέα συνταγματική ονομασία του. Δεν παρεμβαίνουμε στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών κατά την επίτευξη και έγκριση των συμφωνιών, αλλά όμως η Σερβία συγχαίρει τα Σκόπια και την Αθήνα. Θέλουμε τις καλύτερες δυνατές σχέσεις και με τις δύο χώρες”.
Είναι αλήθεια πως μια τριμερής στρατηγική συνεργασία θα αναβάθμιζε και τις τρεις βαλκανικές χώρες (Σερβία, Βόρεια Μακεδονία, Ελλάδα) και ειδικά την Ελλάδα, η οποία θα καθίστατο έτσι πρωταγωνίστρια χώρα στα Βαλκάνια.
Τριμερής στρατηγική συνεργασία Ελλάδας- Βόρειας Μακεδονίας - Σερβίας
Πρέπει να σημειωθεί πως στις 20 Δεκεμβρίου 2018, κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Σέρβο Πρόεδρο, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, μετά το 2ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Σερβίας, στο Βελιγράδι, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επεσήμανε: “Πρέπει να δώσουμε θετική προοπτική και να αναρωτηθούμε αν η πολιτική της αδράνειας μπορεί να δώσει προοπτική. Για μας τα Βαλκάνια είναι οικονομικά ζωτικός χώρος και το ίδιο η Ελλάδα για τις άλλες Βαλκανικές χώρες. Πιστεύω στο όραμα της διαβαλκανικής συνεργασίας και προσβλέπω στην προοπτική να ξεκλειδώσουμε τις μεγάλες δυνατότητες που δίνει η περιοχή μας. Μετά την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τα Κοινοβούλια των χωρών μας θα προχωρήσουμε σε τριμερή συνεργασία για την αναβάθμιση του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, του Βελιγραδίου ως διαμετακομιστικών κέντρων και μετά να προχωρήσουμε στο σύμφωνο οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας”.
Από την πλευρά ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς είχε τότε δηλώσει πως “για τη Σερβία είναι πολύ σημαντική η συμφωνία των Πρεσπών γιατί οι δύο χώρες μας θα συνδεθούν ακόμη περισσότερο. Δεν θέλουμε να αναμειχθούμε στα εσωτερικά σας θέματα, θέλουμε όμως να δείξουμε τον δρόμο που η Σερβία υποστηρίζει. Αν πάνε όλα καλά με τη συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσαμε να έχουμε τριμερή συνάντηση Ελλάδας, Σερβίας και Βόρειας Μακεδονίας”.
Οι βουλγαρικές ανησυχίες
Επιφυλακτικός από το κατά πόσο η πλευρά της Σερβίας είναι ικανοποιημένη ή όχι από την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι ο Ηλίας Κουσκουβέλης καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ο οποίος εκτιμά πως “η συμφωνία έχει ενοχλήσει κάποιες πολιτικές δυνάμεις περισσότερο στη Βουλγαρία. Φαίνεται ότι από πλευράς Αλβανίας η συμφωνία γίνεται θετικά αποδεκτή, δεν έχουμε δει επίσης την επίσημη στάση ακόμα της Σερβίας, η οποία, για άλλους λόγους ενδεχομένως, μπορεί να μην είναι πολύ ικανοποιημένη. Ωστόσο, θεωρώ πως γενικότερα και εφόσον ελεγχθούν κάποιες "σκοτεινές δυνάμεις εθνικισμού" στη ΝΑ Ευρώπη, η συμφωνία μπορεί να συμβάλει σε μία γενικότερα μείωση των εντάσεων, αφού μπορεί να θεωρηθεί και ένα παράδειγμα ειρηνικής επίλυσης διαφορών”.
Τέλος, η Βουλγαρία κρατά για την ώρα αμφίσημη στάση απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών, σταθμίζοντας τα θετικά και τα αρνητικά της, σε σχέση πάντα με τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Στα θετικά η Σόφια προσμετρά την άμεση ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και τη σταδιακή ένταξή της στην Ε.Ε., γεγονός που σημαίνει την άτυπη κατάργηση των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών, που σύμφωνα με την βουλγαρική άποψη, “κατοικούνται από τον ίδιο λαό”. Στα αρνητικά προσμετρούν το τελικό όνομα, το Βόρειο Μακεδονία, καθώς και η περιοχή του Πίριν στη νοτιανατολική Βουλγαρία, γεωγραφικά αποτελεί τμήμα της βόρειας Μακεδονίας. Επίσης και την (επαν)επιβεβαίωση της “μακεδονικής γλώσσας”, την οποία οι ίδιοι θεωρούν απλά “δυτικο-βουλγαρική διάλεκτο”. Ωστόσο γι' αυτό που ανησυχούν περισσότερο στη Σόφια είναι μήπως η Συμφωνία των Πρεσπών συνδράμει ακόμη περισσότερο στην αποξένωση της Σλαβομακεδονικής πλειονότητας της Βόρειας Μακεδονίας από τον βουλγαρικό “εθνικό κορμό” -κάτι που σε τελική ανάλυση συμφέρει τόσο την Ελλάδα, όσο και τη Σερβία.
Σε κάθε περίπτωση η Βουλγαρία φαίνεται διατεθειμένη να προσπαθήσει να εξομαλύνει τις αρνητικές προς αυτήν συνέπειες της Συμφωνίας των Πρεσπών, να ενισχύσει τη θετική δυναμική της Ευρω-ατλαντικής ενσωμάτωσης της Βόρειας Μακεδονίας και να επιχειρήσει να αποτρέψει την πρόσδεσή της στο ελληνο-σερβικό άρμα κοινών γεωπολιτικών και γεωοικονομικών συμφερόντων στα Βαλκάνια. Αν δεν το καταφέρει, το πιο πιθανόν είναι να προσχωρήσει και η ίδια σε αυτό το τριμερές σχήμα στρατηγικής συνεργασίας, το οποίο θα γίνει έτσι τετραμερές.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
https://tvxs.gr