Έχουν περάσει δύο δεκαετίες από το τέλος των λεγόμενων γιουγκοσλαβικών πολέμων (1991-1995 και 1999) και τα Βαλκάνια συνεχίζουν να αποτελούν ζώνη γεωπολιτικής αστάθειας, γεμάτη κινδύνους αλλά και πολλές ευκαιρίες. Σε αυτό το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον η χώρα μας διεκδικεί για τον εαυτό της έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, επιχειρώντας να αδράξει μια ευκαιρία που εμφανίζεται μια φορά στα 100 χρόνια. Έναν ρόλο που αναβαθμίστηκε, ειδικά μετά την έξοδο από την κρίση και τα Μνημόνια, καθώς και με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία λειτουργεί ως επιταχυντής θετικών εξελίξεων και πολλαπλασιαστής της ελληνικής γεωπολιτικής ισχύος στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα προσπαθεί, με όρους γεωοικονομικούς και ήπιας ισχύος, να ανακτήσει τη βαλκανική της ενδοχώρα, προβάλλοντας ταυτόχρονα τον εαυτό της ως χώρα-πρότυπο Δημοκρατίας και σύγχρονου κράτους-Δικαίου, καθώς και ως γέφυρα για την προσέγγιση και ενσωμάτωση στις Ευρωατλαντικές δομές όλων των χωρών της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας.
 
Η “βαλκανοποίηση” της Ελλάδας

Τα σημερινά δυτικά Βαλκάνια, παρά τη γειτνίαση τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεχίζουν ν’ αποτελούν μια ζώνη υψηλής γεωπολιτικής αστάθειας με αβέβαιο μέλλον. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η κατάρρευση της Σοβιετικής αυτοκρατορίας και η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, πυροδότησαν στη βαλκανική χερσόνησο μια αλυσιδωτή αντίδραση γεωπολιτικών ανακατατάξεων, με κύριο χαρακτηριστικό τους την αιματηρή αποσύνθεση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την γεωοικονομική υποτίμηση και περιθωριοποίηση των υπολοίπων πρώην  “σοσιαλιστικών” χωρών (Βουλγαρία και Ρουμανία) της περιοχής. Η μοναδική χώρα της περιοχής που δεν υπέστη πλήγμα από αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές ήταν η Ελλάδα, η οποία γνώρισε μια περίοδο συνεχούς ανάπτυξης από το 1992 μέχρι το 2008, αλλά στη συνέχεια επλήγη βαριά από μια σοβαρή οικονομική κρίση, που οδήγησε κατά την πενταετία 2009-2013 στην απώλεια του 25% του ΑΕΠ της, ενώ η επιστροφή στην ανάπτυξη ξεκίνησε αργά και ουσιαστικά από το 2017 και μετά. Αυτή η οικονομική κρίση και η βαθιά ύφεση οδήγησε ως ένα βαθμό στη “βαλκανοποίηση” της Ελλάδας.

 

Πριν από το 2008 η Ελλάδα έμοιαζε να απέχει “έτη φωτός” στον οικονομικό τομέα και στο βιοτικό επίπεδο από τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Το 2014, κι έπειτα από την  καταβύθιση του ΑΕΠ της κατά 25% , την μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου Έλληνα κατά 40% και την εκτόξευση της ανεργίας στο 28%, η Ελλάδα θύμιζε περισσότερο βαλκανική χώρα και όχι χώρα της Ευρωζώνης. Την ίδια περίοδο που η Ελλάδα υποχωρούσε οι άλλες βαλκανικές χώρες συνέχισαν να αναπτύσσονται με αξιοζήλευτους ρυθμούς. Έτσι το χαοτικό, όπως ήταν πριν το 2008, οικονομικό χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια μίκρυνε σημαντικά, αλλά δεν εξαφανίστηκε. Παρά τον περιορισμό της η οικονομική ισχύ της Ελλάδας στα Βαλκάνια άντεξε, διατηρήθηκε, ενώ τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και μια αξιοσημείωτη αναζωογόνηση της με την αύξηση των ελληνικών επενδύσεων και εξαγωγών προς τις βαλκανικές χώρες, που αποτελούν πλέον σημαντικό παράγοντα της ίδιας της ελληνικής οικονομίας.
 
 
Η σημασία της βαλκανικής ενδοχώρας

Για την Ελλάδα τα Βαλκάνια αποτελούσαν ανέκαθεν μια ζωτική ενδοχώρα, μια ζώνη αυξομείωσης της επιρροής της, γεμάτη κινδύνους αλλά και ευκαιρίες. Αρκετές απειλές εις βάρος της προέρχονταν από τα βόρεια σύνορα της, όπως επίσης και αρκετές ευκαιρίες ενίσχυσης του γεωπολιτικού της ρόλου.  Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Ελλάδα, ως η μοναδική χώρα της περιοχής που ήταν ταυτόχρονα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, άδραξε την ευκαιρία να επεκτείνει την επιρροή της στα Βαλκάνια. Εκμεταλλευόμενη το γεωπολιτικό πλουραλισμό που προέκυψε από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, καθώς μια σειρά από συγκριτικά πλεονεκτήματα που διέθετε, η Ελλάδα αισθάνθηκε ότι βρισκόταν ενώπιον μιας ιστορικής ευκαιρίας που εμφανίζεται ίσως μια φορά στα εκατό χρόνια, μιας ευκαιρίας που δεν έπρεπε με τίποτε να χαθεί.

Η Ελλάδα, μαζί με τη Γερμανία, ήταν από τις λίγες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που  επωφελήθηκαν τα μέγιστα εξ αιτίας της γεωγραφικής τους εγγύτητας με τις “παρθένες αγορές” της Ανατολικής Ευρώπης. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ευρωζώνη και στο ΝΑΤΟ, η κρίσιμη γεωστρατηγική της θέση, η σχετικά ανεπτυγμένη οικονομία της, οι προσβάσεις της στα παγκόσμια οικονομικά, ενεργειακά και τεχνολογικά δίκτυα, η δύναμη του εμπορικού της ναυτικού, το επιχειρηματικό της κεφάλαιο, το εξοπλισμένο τεχνολογικά στρατιωτικό της δυναμικό, η εκπαίδευση, οι δεξιοτεχνίες και η τεχνογνωσία των κατοίκων της, η θρησκευτική και πολιτιστική της ιδιαιτερότητα, αλλά και η θέληση της να διαδραματίσει ευρύτερο ρόλο στην περιοχή, καθιστούν τη χώρα μας γεωπολιτικό παίκτη με φιλοδοξίες να καταστεί πρωταγωνιστική δύναμη στα Βαλκάνια, στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ενδεχομένως και στην ανατολική Μεσόγειο.

Για πάνω από μισό αιώνα η Ελλάδα ήταν ουσιαστικά απομονωμένη από τη φυσική της ενδοχώρα. Δεν ήταν παρά ένα Δυτικό/καπιταλιστικό “νησί” στην άκρη μιας “κομμουνιστικής θάλασσας”. Αν και ήταν γεωστρατηγικά χρήσιμη για τη Δύση, διότι ανέκοπτε την πρόσβαση της εχθρικής  ενδοχώρας προς τη Μεσόγειο, εντούτοις ήταν γεωπολιτικά περιορισμένη να δρα αποκλειστικά στο νότιο άκρο της Βαλκανικής.

 

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής «αυτοκρατορίας» και τη διάλυση του Ανατολικού μπλοκ ο ρόλος της Ελλάδας αναβαθμίστηκε και η επικράτεια της αποτέλεσε βάση για διείσδυση στα Βαλκάνια, που ανέκαθεν αποτελούσαν μια ζώνη ευάλωτη σε αποσταθεροποιητικές κινήσεις. Στην ασταθή δεκαετία του 1990 η Ελλάδα, παρά την εθνικιστική έξαρση της περιόδου 1991-1993 που οφειλόταν κυρίως στην λανθάνουσα αντίδραση διαφόρων κοινωνικών ομάδων στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που προωθούσε η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη, αποδείχθηκε «βράχος σταθερότητας» και «δημοκρατικό προγεφύρωμα» στα αιματοβαμμένα Βαλκάνια. Και ως τέτοια είδε τη θέση της να αναβαθμίζεται, ωθούμενη από τους ανέμους της Ιστορίας, που αποφάσισε αυτή τη φορά να την ευνοήσει περισσότερο απ’ ότι η Γεωγραφία.

Από κάθε άποψη η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι και καλείται να πάρει τολμηρές αποφάσεις σχετικά με το γεωπολιτικό της μέλλον. Βρίσκεται μπροστά σε μια ευκαιρία, που εμφανίζεται ίσως μια φορά σε κάθε 100 χρόνια. Διαθέτει μια σειρά από συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής και μπορεί, αν φυσικά το επιθυμεί, να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το ρόλο μιας δύναμης, που δε θα επιβάλλεται με τη στρατιωτική βία, με πολιτικούς και οικονομικούς εκβιασμούς, αλλά με την “ήπια ισχύ” της, την πολιτιστική της υπεροχή, τη Δημοκρατία, το Διεθνές Δίκαιο και το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς επίσης και με το οικονομικό, τεχνολογικό και πληροφοριακό της προβάδισμα. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να γίνει η χώρα-εγκέφαλος στο σώμα των Βαλκανίων. Μπορεί ωστόσο να αδράξει τη μεγάλη ευκαιρία;
 
Ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών έκλεισε;
 

Αναμφίβολα η δεκαετία που πέρασε (2008-2018) ήταν μια δεκαετία «χαμένων ευκαιριών» για την Ελλάδα στα Βαλκάνια. Σίγουρα δεν έγιναν πάντα αυτά που μπορούσαν και έπρεπε να γίνουν και συχνά η Ελλάδα στάθηκε κατώτερη των περιστάσεων αναλίσκοντας το δυναμισμό της σε  μικροεθνικιστικές αψιμαχίες. Ωστόσο οι συχνές τριμερείς και τετραμερείς σύνοδοι κορυφής και ειδικά η Συμφωνία των Πρεσπών, που επίλυσε μια διαφορά δεκαετιών, και φυσικά η έξοδος της Ελλάδας από την οικονομική ύφεση και τα Μνημόνια, συνετέλεσαν ώστε να κλείσει αυτός ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών.

Πρέπει φυσικά να θυμόμαστε πως η δεκαετία του 1990 ήταν για τις βορείως των συνόρων μας χώρες μια δεκαετία πολέμων, γεωπολιτικών ανακατατάξεων και οικονομικής κατάρρευσης, συνθήκες που δεν ευνοούσαν τις οικονομικές δραστηριότητες. Την ίδια περίοδο η Ελλάδα έπρεπε πρωταρχικά να τακτοποιήσει και να εκσυγχρονίσει την οικονομία της ώστε να πετύχει τον στόχο της ΟΝΕ. Μπροστά στην ένταξη στην Ευρωζώνη το γεωοικονομικό άνοιγμα στα Βαλκάνια ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Παρ’ όλα αυτά το κενό των πρωτοβουλιών του ελληνικού κράτους κάλυψε τότε επαρκώς ο ιδιωτικός τομέας και οι ιδιαίτερα οι επιχειρηματίες, που με τόλμη και μη υπολογίζοντας κινδύνους και αντιξοότητες πραγματοποίησαν μια πληθώρα επενδύσεων στα Βαλκάνια, που άνοιξαν το δρόμο για τη γεωπολιτική και γεωοικονομική εξακτίνωση της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Ακολούθησαν οι μεγάλες (τότε) κρατικές επιχειρήσεις της Ελλάδας (ΟΤΕ, Εθνική Τράπεζα κ.α), που παρέσυραν και το ελληνικό κράτος σε πιο άμεση και δραστήρια εμπλοκή στο Βαλκανικό γίγνεσθαι. Τόσο η παρουσία ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων σε διάφορες ευαίσθητες από άποψη ασφαλείας περιοχές της χερσονήσου μας (Βοσνία, Κόσοβο, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία), όσο και η παροχή -μικρής έστω- οικονομικής βοήθειας για την ανασυγκρότηση των βαλκανικών χωρών, αποτέλεσαν δύο χαρακτηριστικά δείγματα της γεωπολιτικής και γεωοικονομικής προέκτασης των ελληνικών συμφερόντων στα Βαλκάνια.
 
Ο νέος ρόλος της Ελλάδας

Αν και το οικονομικό και πολιτικό παρόν της Ελλάδας παίζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν υπάρχει αμφιβολία πως το γεωπολιτικό και γεωοικονομικό μέλλον της χώρας μας βρίσκεται στα Βαλκάνια. Οι χώρες των Βαλκανίων στην προσπάθεια τους να ακολουθήσουν την πορεία προς τη δημοκρατία και την ευημερία, δηλαδή την οδό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αποτελούν ένα πρόσφορο πεδίο δημιουργικής δράσης της Ελλάδας, η οποία μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα, κι ένα απαραίτητο στήριγμα στην πορεία και των χωρών των δυτικών Βαλκανίων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο συνδυασμός της σημαντικής γεωστρατηγικής θέσης της Ελλάδας με μια οικονομία που επανακτά το δυναμισμό της, με μια σύγχρονη δημοκρατία και κράτος Δικαίου, σε συνδυασμό με την επανασυγκόλληση της κοινωνικής συνοχής, αποκτά μεγαλύτερη αξία εφόσον συνδυάζεται με επαρκώς εξοπλισμένες αμυντικές δυνάμεις, που παρέχουν το απαραίτητο πλέγμα αποτροπής και ασφάλειας.

 
 

 

Επίσης η υπεροχή της Ελλάδας έναντι των υπολοίπων βαλκανικών χωρών εντοπίζεται και στους τομείς των νέων τεχνολογιών, της ενέργειας, της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων του έμψυχου δυναμικού της, του πολιτισμού καθώς και της δημοκρατίας. Εντοπίζεται επίσης και στην παρουσία διάσπαρτων ελληνικών μειονοτήτων και κοινοτήτων σε όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της χερσονήσου, καθώς επίσης και στην παρουσία χιλιάδων Ελλήνων φοιτητών και επιχειρηματιών που θα λειτουργήσουν μακροπρόθεσμα ως φορείς πολιτισμού και τεχνογνωσίας. Εντοπίζεται τέλος και στον ανερχόμενο γεωοικονομικό ρόλο της Θεσσαλονίκης ως μητροπολιτικού κέντρου και οικονομικής πρωτεύουσας των Βαλκανίων.

Δεν πρέπει βεβαίως να λησμονούμε και την πολιτική υπεροχή της Ελλάδας, ως δημοκρατική χώρα, η οποία στηρίζεται κυρίως στη συμμετοχή της στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ευρωζώνη και στο ΝΑΤΟ, δηλαδή στις λέσχες των ισχυρών της Δύσης. Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, η Ελλάδα έχει τα απαραίτητα προσόντα για να διαδραματίσει ρόλο δραστήριου γεωπολιτικού παίκτη στα Βαλκάνια και να καταστεί, αν το επιθυμεί, πρωταγωνιστική δύναμη στην περιοχή. Πρέπει να σημειώσουμε ότι «γεωπολιτικός παίκτης» μπορεί να θεωρηθεί μια χώρα που έχει την ικανότητα αλλά, κυρίως, τη θέληση να επεκτείνει την επιρροή της πέρα από τα σύνορα της. Τα κίνητρα της είναι ποικίλα και ξεκινούν από επιθυμία για οικονομική επέκταση και φτάνουν ως την ιδεολογική ολοκλήρωση και τον θρησκευτικό μεσσιανισμό. Στην περίπτωση της Ελλάδας τον πρώτο λόγο φαίνεται να έχει η γεωοικονομική επέκταση και η επιδίωξη της συνανάπτυξης και της περιφερειακής σταθεροποίησης,
 
Οικονομικές σχέσεις Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας και ελληνική επιχειρηματικότητα

Παρά την 27χρονη διαμάχη για το ονοματολογικό οι σχέσεις Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας ήταν εξ αρχής στενές στον οικονομικό τομέα, καθώς αυτή η βαλκανική χώρα αποτελούσε πάντοτε τη φυσική και πλησιέστερη οικονομική ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης, Μέχρι το 2008 η Ελλάδα ήταν ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη χώρα και πολλές ελληνικές επιχειρήσεις και τράπεζες δραστηριοποιούνται στο έδαφος της Βόρειας Μακεδονίας. Σήμερα αν και η Ελλάδα είναι πλέον ο 3ος μεγαλύτερος επενδυτής στη χώρα, με συνολικό επενδυμένο κεφάλαιο γύρω στο ένα δισεκατομμύριο Ευρώ, αν υπολογιστούν και οι επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων που δεν έχουν έδρα τη χώρα μας. Το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών βαίνει αυξανόμενο και κάθε χρόνο 1.250.000 πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας κάνουν τις διακοπές τους στη χώρα μας. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, ειδικά από τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα, επισκέπτονται κάθε χρόνο τη Βόρεια Μακεδονία, τόσο για φθηνές αγορές και υπηρεσίες (π.χ. οδοντοϊατρικές), όσο και για τουρισμό (Μοναστήρι, Οχρίδα), πολλοί εκ των οποίων μετακινούνται οδικώς ή με τα λεωφορεία του, κατά τα άλλα “μακεδονομάχου”, Ζορπίδη, οι μικροκομματικές σκοπιμότητες του οποίου τον απέτρεψαν στο να συμμετάσχει στην πολυάριθμη αποστολή Ελλήνων επιχειρηματιών στα Σκόπια στις 2 Απριλίου 2019.  

Σε αυτή τη μικρή χώρα έγιναν από την Ελλάδα εξ αρχής πολλές στρατηγικού τύπου επενδύσεις, όπως φαίνεται και από την περίπτωση της ΟΚΤΑ, που εδώ και πολλά χρόνια ανήκει στα ΕΛΠΕ κι έχει ετήσιο τζίρο πάνω από 300 εκ. Ευρώ, ενώ έχει κατασκευάσει κι έναν πετρελαιαγωγό μεταξύ Θεσσαλονίκης και Σκοπίων. Αυτός ο μήκους 240χλμ. πετρελαιαγωγός Θεσσαλονίκης-Σκοπίων, που εγκαινιάστηκε στις 3 Ιουλίου του 2002 συνδέοντας το διυλιστήριο των ΕΛΠΕ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης με το ελληνικών συμφερόντων διυλιστήριο ΟΚΤΑ των Σκοπίων κόστισε 100 εκ. Ευρώ και ήταν η μεγαλύτερη ενεργειακή επένδυση της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Ο αγωγός αυτός, που παρέμεινε σε αδράνεια για αρκετά χρόνια, αναμένεται να επαναλειτουργήσει προσεχώς. Στο επόμενο διάστημα θα κατασκευαστεί και αγωγός φυσικού αερίου (αγωγός Γευγελής- Μεσημβρίας) που θα συνδέει τη Βόρεια Μακεδονία με τη Ελλάδα, αποτελώντας μια σημαντική ενεργειακή δικτύωση της χώρας μας, καθώς από εκεί το αέριο θα μπορεί να κατευθυνθεί στη μεγάλη σε μέγεθος αγορά της Σερβίας.

Οι ελληνικές επενδύσεις στη Βόρεια Μακεδονία, όπου δραστηριοποιούνται πλέον 400 ελληνικές επιχειρήσεις προσφέροντας δουλειά σε 15.000 πολίτες της χώρας, εστιάζονται κυρίως στους τομείς της βιομηχανίας (Τιτάν, Σιδενόρ κ.ά), των κατασκευών (Άκτωρ, Τέρνα), των τραπεζών (“Stopanska Banka” που είναι θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας), της εξόρυξης (Παυλίδης Μάρμαρα  Μάρμαρα-Γρανίτες), των αναψυκτικών και ποτών (3Ε), της κλωστοϋφαντουργίας, αλλά και σε αλυσίδες υπεραγορών (11 καταστήματα VERO και Jumpo) και γενικώς στο λιανικό εμπόριο. Μάλιστα αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τη Βόρεια Μακεδονία για την είσοδό τους στις αγορές των χωρών των δυτικών Βαλκανίων.
 
Προς μια στρατηγική συμμαχία Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας;

Μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών οι ελληνικές επενδύσεις αναμένεται να ενισχυθούν κι άλλο, ενώ  η σημερινή κυβέρνηση των Σκοπίων θεωρεί την Ελλάδα μέντορα και υποστηρικτή της στην προσπάθεια για ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. και αυτό είναι κάτι που η χώρα μας θα πρέπει να αξιοποιήσει, ώστε να πάρει το μικρό βόρειο γείτονά της από την “αγκαλιά” της Τουρκίας και να τον μετατρέψει σε μια φιλική και συμμαχική χώρα, στρατηγικά συνδεδεμένη με τα γεωπολιτικά της συμφέροντα. Η ανάληψη της επιτήρησης, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, του εναέριου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας από την ελληνική Πολεμική Αεροπορία, αποτελεί καθοριστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Και είναι κάτι που έγινε δεκτό από τα Σκόπια καθώς είναι γνωστό πως η Ελλάδα ουδέποτε απειλούσε τη σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα της Βόρειας Μακεδονίας. Αντίθετα είναι διατεθειμένη να τη στηρίξει με κάθε τρόπο, καθώς, παρά τις κατά καιρούς εθνικιστικές κορώνες ορισμένων, το βασικό γεωστρατηγικό δόγμα της Ελλάδας από το 1992 και μετά ήταν και παραμένει πως “αν δεν υπήρχε αυτή η χώρα, θα έπρεπε να εφευρεθεί”.

Για την Ελλάδα η ανάπτυξη στενών και μάλιστα στρατηγικών σχέσεων με τη Βόρεια Μακεδονία θεωρείται ζωτικής σημασίας για την επιτυχία του γεωπολιτικού της οράματος για επέκταση της ελληνικής επιρροής στη βαλκανική ενδοχώρα μέσω της βαλκανικής συνανάπτυξης. Η Βόρεια Μακεδονία, αν και ευάλωτη, κατέχει κομβική θέση στο νέο γεωπολιτικό χάρτη των Βαλκανίων. Είναι ο “βατήρας” για την περαιτέρω προώθηση προς βορρά και μια “Buffer Zone” για τη μη επέκταση των βαλκανικών κρίσεων προς νότο. Η εδαφική ακεραιότητα της είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα. Η ύπαρξη αυτής της χώρας συμφέρει την Ελλάδα, έστω και μ’ ένα όνομα, που δεν είναι απολύτως της αρεσκείας μας.

Σήμερα, έπειτα από 27 έτη ατελέσφορης διαμάχης Αθηνών-Σκοπίων για το ονοματολογικό κ.ά. επικράτησε τελικά ο πολιτικός ρεαλισμός και τα κοινά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα κι  επιτεύχθηκε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών, που φαίνεται πως  ικανοποιεί, έστω κι εν μέρει, και τις δύο χώρες. Στα χρόνια που έρχονται η Βόρεια Μακεδονία θα εξαρτάται όλο και περισσότερο από την Ελλάδα, συνειδητοποιώντας πως ο δρόμος για την Ευρώπη περνάει αναγκαστικά από την Αθήνα, η οποία δε θα πρέπει να εκβιάζει αλλά να παροτρύνει προς τη σωστή κατεύθυνση το γείτονά της, καλλιεργώντας την εμπιστοσύνη, το διάλογο και την “ήπια ισχύ”, όταν και άμα χρειαστεί.

Η Ελλάδα καλείται πλέον να συμβάλει στη σταθεροποίηση του “αδύναμου κρίκου” της βαλκανικής που λέγεται πλέον Βόρεια Μακεδονία και να εγγυηθεί την ασφάλεια του. Στη συνέχεια θα πρέπει να προχωρήσει σε όλες τις απαιτούμενες κινήσεις ώστε να προσδέσει αυτή τη μικρή κομβική χώρα στο άρμα των ελληνικών γεωπολιτικών και γεωοικονομικών συμφερόντων μέσω ενός στρατηγικού συνεταιρισμού και μιας στενής συμμαχίας, η οποία θα εγγυάται πως αυτή η μικρή γειτονική μας χώρα θα παραμείνει καλή φίλη και στενός σύμμαχος στα ευρωπαϊκά Βαλκάνια του 21ου αιώνα.
 

 
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.

 

https://tvxs.gr