Αφού δεν το είπαν και δεν το λένε τόσα χρόνια οι «πρωταγωνιστές», ας το πούμε εμείς, οι αιωνίως καπελωμένοι: αυτά τα μεγαλόστομα για «ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», που αναμασάμε ψωροπερήφανα κάθε χρόνο, είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ένας ευφημισμός.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ήταν ένα ταξικό ξέσπασμα, ούτε, πολύ περισσότερο, η νεκρανάσταση του κινήματος «15% στην Παιδεία» με καθυστέρηση μιας δεκαετίας. Το Πολυτεχνείο ήταν το πιο αμιγές και ταυτόχρονα το πιο ηχηρό αίτημα ελευθερίας που έχει διατυπωθεί ποτέ από μια κοινωνία φοβισμένων και καταπιεσμένων ανθρώπων. Αυτή η κοινωνία ανθρωπαρίων, όπως τους περιγράφει γλαφυρά ο Bob Dylan στο «Licence to kill», βγήκε για μια στιγμή από την αργή της παλινδρόμηση ανάμεσα στην απόλυτη παθητικότητα και τον άκρατο εγωισμό. Βγήκε και διεκδίκησε αυτό που είχε υπαρξιακά ανάγκη: την Ελευθερία της. Θαύμα, αλλά θα έπρεπε να το περιμένουμε.

Όσοι θυμούνται ακόμη την εποχή θα συμφωνήσουν: όλα τά ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ο περισσότερος κόσμος προσαρμόστηκε στην καρπαζά και στον βούρδουλα. Αλλά, πέρα απ’ τη λούφα και την παραλλαγή, υπήρχε και η πιο σκοτεινή πλευρά: όλα αυτά τα μικροσυμφέροντα και τα μεγάλα συμφέροντα, τα βολέματα και οι ιδέες μεγαλείου, η αλαζονεία και η κουλτούρα της καλοπέρασης μέσα στη μιζέρια και την κακομοιριά.

Ένα μόνο θα πω, για να συνεννοηθούμε: Παναθηναϊκός και Wembley. Υπάρχει και μια άλλη εικόνα, το (δίπτυχο) εξώφυλλο της «Θητείας», του Γιάννη Μαρκόπουλου, που τα λέει όλα: στα αριστερά, το υπερφωτισμένο περίπτερο, που είναι κατάφορτο από αθλητικές εφημερίδες· και στα δεξιά, η αποπνικτική ατμόσφαιρα του καφενείου, με τους θαμώνες να παίζουν προσηλωμένοι την πρέφα τους. Πιο ακριβές στίγμα και πιο ανάγλυφο αποτύπωμα της επταετίας δεν υπάρχει.

Και όμως αυτός ο κόμπος λύθηκε. Λύθηκε γιατί συναντήθηκαν δύο «ποτάμια». Το ένα ήτανε το καθαρά υπαρξιακό: οι απαγορεύσεις και η καταστολή δεν ήταν μόνο ένα πολιτικό δεδομένο, αλλά και μια κατάσταση που επηρέαζε την καθ’ ημέραν ζωή, μία συνθήκη που ο κόσμος είχε αρχίσει να σωματοποιεί. Για παράδειγμα, ο Πειραιάς του Σκυλίτση, που ζήσαμε πρώτο χέρι όσοι είμαστε από εκεί, ήτανε κάτι, όχι απλά (ή ακαδημαϊκά) άσχημο· ήταν κάτι που κυριολεκτικά προκαλούσε ναυτία. Εκεί συμπυκνωνόταν όλο το ανελεύθερο, το καταναγκαστικό, το αυθαίρετο, το απαξιωτικό, με άλλα λόγια όλο αυτό το κακόγουστο τσαμπουκαλίκι της δράκας των φασιστοειδών και των παρατρεχάμενων τους που ήταν στα πράγματα.

Τέτοιες εικόνες παραβίαζαν βάναυσα τη ζωή σου, όπως επίσης και το κούρεμα με την ψιλή, οι «δεκάρικοι» περί ελληνικής ρώμης στο σχολείο, οι νουθεσίες των «εξομολογητών» που μας στέλνανε κάθε δίμηνο απ’ την Αγία Ειρήνη. Που να σου εξηγώ, που είπε με άλλη αφορμή κι ο Μπιθικώτσης. Είναι δύσκολο να εξηγήσεις σήμερα στους νεότερους πως είναι δυνατόν η «Αντιγόνη» (του Σοφοκλή) να μετατραπεί σε κήρυγμα υποταγής. Υποταγής όχι μόνο στους άρχοντες, αλλά και τους γονείς ή τους «υψηλά ισταμένους», τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο «μεγαλύτερους» από σένα. Αναρωτιόσουν με όλα αυτά τι άξιζε η δική σου γνώμη, τα δικά σου όνειρα, η δική σου ζωή.

Ήτανε επόμενο αυτό το υπαρξιακό «γαμώτο» να συναντήσει το ποτάμι της νεολαίας. Οι πιο μεγάλοι, είπαμε, παίζανε πρέφα και εκστασιάζονταν με την «Ηχώ». Νομική, Πολυτεχνείο, συλλήψεις, καψίματα με τσιγάρο, φάλαγγα, επιστράτευση, όλα είχανε μια διπλή ανάγνωση. Από τη μία μεριά, ήτανε το εξάμβλωμα και οι πολιτικές συνέπειες ενός δικτατορικού καθεστώτος· από την άλλη, το προσωπικό τραύμα του καθενός και της καθεμιάς.  Βλέπετε, τον χτυπημένο και τον φυλακισμένο τον λέγανε Γιώργο. Όχι Αντώνη, όχι Θανάση, και σε καμία περίπτωση Δόμνα ή Περικλή.

Το θυμάμαι καλά. Όλο αυτό το θάρρος, η αφοβιά στις σφαίρες που γαζώνανε το πεζοδρόμιο, το κυνηγητό με τα κτήνη της αστυνομίας στην 3η Σεπτεμβρίου και τη Βερανζέρου, δεν ήτανε μια ιστορία με ήρωες (ή ανόητους). Πιο αποφασιστικά ανθρώπινο και πιο συνειδητά ταπεινό δεν γίνεται. Με πλήρη επίγνωση του ποιος ήταν ποιος έγιναν όλα: ο κόσμος τους απέναντι και ενάντια στο δικό μας. Μέση λύση δεν υπήρχε, ούτε «στρατηγική». Τις μεταγενέστερες πολιτικούρες τις ακούω βερεσέ.

Σκέφτομαι μάλιστα τώρα εκ των υστέρων, με τη σοφία και τη γαλήνη που προσφέρει η απόσταση, ότι αυτόν τον ψυχισμό κι αυτή την αλήθεια ήταν αδύνατον να την εκφράσουν μετά τη μεταπολίτευση τα εξαπτέρυγα των πολιτικών νεολαιών ή εκείνοι που έκαναν καριέρα στην καμπούρα μας. Ποια Δαμανάκη, ποιος Λαλιώτης, ποιος Ανδρουλάκης, ποιος Παπουτσής και ποιος Χριστοδουλάκης … Σας παρακαλώ. Οι πιο αυθεντικοί βυθίστηκαν στη σιωπή ή μίλησαν ελάχιστα. Παρ’ όλα αυτά, οι παλιοί (κι οι αγγέλοι που τους ακολουθούν) γνωρίζουν καλά τα ονόματα.

Καλά τα λέει το λοιπόν ο τροβαδούρος: εκείνο το «afraid and confused», ή σύγχυση και ο φόβος, ήταν και εξακολουθεί να είναι ένας δολοφονικός κανόνας, μια «license to kill». Η κοινωνία κινδυνεύει συχνά από τον ίδιο της τον εαυτό. Κι εκεί, πάλι σωστά τα διεκτραγωδεί ο ποιητής, τον βασικό τον ρόλο τον παίζει η γυναίκα, το σύμβολο της ζωής κι η φωνή της αλήθειας, που κάθεται στο σκαλί και μας ρωτάει επίμονα: ποιος θα (μας) πάρει πίσω αυτό το δολοφονικό δικαίωμα, να σκοτώνουμε τον εαυτό μας καθημερινά νομίζοντας ότι σκοτώνουμε τους άλλους;

Χρόνια πολλά οι εορτάζοντες! Και καλή ακρόαση. 
πηγη: https://tvxs.gr