Την σεξουαλική παρενόχληση που είχε δεχθεί στην αρχή της καριέρας της μέσα στον εργασιακό χώρο από εκδότη της εφημερίδας, αλλά και από πολιτικό και την οποία είχε αναφέρει δημόσια πριν από δύο χρόνια, υπενθύμισε η δημοσιογράφος, Έλλη Στάη, με εφορμή την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου.

Με κείμενό της στην εφημερίδα «Τα Νέα», η δημοσιογράφος απαντά στα «γιατί» που ακολούθησαν την καταγγελία Μπεκατώρου, όπως «γιατί δεν μίλησες», «γιατί δεν αντέδρασες» κ.α. Επιπλέον, αναφέρει και ανάλογη εμπειρία της που αποκάλυψε σε τηλεοπτική εκπομπή για τα εμπόδια που αντιμετωπίζει μία γυναίκα στους χώρους εργασίας.

Η δημοσιογράφος λέει, πως όταν μίλησε για τα όσα της συνέβησαν, είχαν ήδη περάσει 35 χρόνια. «Παρ' όλο που ο δικός μου χαρακτήρας με έκανε να φύγω τρέχοντας, να παραιτηθώ κάτω από την απειλή πως δεν θα βρω αλλού δουλειά, δεν είχα ούτε την δύναμη, ούτε την αίσθηση πως μπορώ να το καταγγείλω, να το πω οπουδήποτε», γράφει χαρακτηριστικά.

Σημειώνει πως τότε το «έθαψε» στο πέρασμα του χρόνου, προσπαθώντας να πραγματοποιήσει αυτά που ήθελε στην ζωή της. «Ούτε, όμως, 35 χρόνια μετά, είχα την αίσθηση πως η ελληνική δημόσια σφαίρα (τα μέσα ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα, τα επαγγελματικά σωματεία) ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα με την προσοχή και την σοβαρότητα που του αξίζουν», γράφει η Έλλη Στάη.

Καταλήγοντας σημειώνει: «γι' αυτό και μόνο το ότι δεν υπάρχει απλώς η κουτσομπολίστικη διάσταση, όπως μόλις πριν δυο χρόνια υπήρχε, πρέπει να μας κάνει να ελπίζουμε πως έρχεται η ώρα της ωριμότητας για την ελληνική κοινωνία να ανοίξει διάπλατα τη δημόσια συζήτηση για τέτοιου είδους θέματα, που αποτελούν κρίσιμο στοιχείο για την ποιότητα ζωής μας».

Ολόκληρο το άρθρο της Έλλης Στάη με τίτλο «Οταν έθαψα το δικό μου τραύμα»:

 

«Η σεξουαλική κακοποίηση γυναικών, από ανθρώπους που κατέχουν εξουσία, δεν μας κομίζει γλαύκα εις Αθήνας. Ομως, με αφορμή τη θαρραλέα μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου, τώρα που πολλά στόματα ανοίγουν, τώρα που άνοιξε και στην Ελλάδα το MeΤoo, θα ήταν χρήσιμο να καταγγέλλουμε συνεχώς κάποιες από τις «αντιρρήσεις», δίκην ευτελών επιχειρημάτων που τολμούν και ακούγονται και αυτά στον δημόσιο διάλογο (κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πιο βίαια από την αρχική πράξη.

Το «γιατί το λες τώρα, κυρία μου, και όχι όταν σου συνέβη;». Ολοι σχεδόν ξέραμε κάποια περίπτωση γυναίκας που έχει υποστεί σεξουαλική εκμετάλλευση ή γνωρίζαμε κάποιον καθ’ έξιν παρενοχλούντα στα επαγγελματικά μας περιβάλλοντα. Ολοι ξέραμε πως στην καλύτερη των περιπτώσεων στηρίζαμε σιωπηλά τη γυναίκα που μαθαίναμε πως υπήρξε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης ή βίας, αλλά και στη χειρότερη ακούγαμε το γνωστό «τα ήθελε, του κουνήθηκε ή και το προκάλεσε». Στο τέλος, οι πολλοί γυρνούσαν την πλάτη σε ένα ζήτημα που είχε πολλά καρφιά για να το πιάσεις.

Ολοι όμως θα έπρεπε να καταλαβαίνουμε γιατί είναι σχεδόν αδύνατο για ένα νέο κορίτσι, έναν νέο άνθρωπο να βγει στη δημοσιά και να καταγγείλει αμέσως αυτό που του συνέβη, από έναν άνθρωπο που εξουσιάζει τη ζωή του, τα όνειρά του και τα σχέδιά του για το μέλλον.

Πού να το πει; Ποιος θα δώσει βήμα; Ποιον θα ακούσουν, αν καταφέρει να το πει κάπου; Σίγουρα όχι το θύμα. Και δεν μιλάω εδώ μόνο για τον βιασμό. Η κακοποίηση στο επαγγελματικό περιβάλλον καραδοκεί σε κάθε πονηρό υπονοούμενο, κάθε απαξιωτική συμπεριφορά που στηρίζεται στη σεξουαλική υπόσταση της γυναίκας. Δεν θα ξεχάσω τη συνήθεια τηλεοπτικού παράγοντα να λέει σε κάθε νέα εργαζόμενη... να κάνει μια στροφή για να δει τα οπίσθιά της. Βία, εξευτελισμός, αθλιότητα.

Οπως δεν θα ξεχάσω την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, τέτοιων συμπεριφορών αρκετών ανδρών συναδέλφων, που βολεύονταν στην αρένα του ανταγωνισμού να αποδυναμώνεται έτσι ο αντίπαλος... Το γιατί ύστερα από τόσα χρόνια, λοιπόν, έχει εύκολη απάντηση, από όλες τις γυναίκες που έχουν υποστεί αυτό το είδος βίας σε κάθε του μορφή: Γιατί ύστερα από τόσα χρόνια στάθηκα στα πόδια μου, υλοποίησα πολλά από τα όνειρά μου, έμαθαν να με ακούν και να με σέβονται γι’ αυτά που δημιούργησα, απέκτησα πρόσβαση δικαιωματική στον δημόσιο λόγο.

Δεν φοβάμαι πια κανέναν και δεν ντρέπομαι για ό,τι συνέβη. Μεγάλωσα. Θέλει χρόνο η πορεία στη ζωή. Κι αυτός ο χρόνος δυστυχώς είναι ο χώρος που δίνεται στους καθ’ έξιν ασελγούντες, με όχημα την όποια εξουσία τους, να συνεχίζουν να μένουν ατιμώρητοι, να βρίσκουν μιμητές, να γίνεται η παρενόχληση και η εκμετάλλευση ακόμα και μαγκιά, ένα εργαλείο για αντριλίκι και ισχύ. Γιατί το θύμα δεν σηκώθηκε αμέσως να τρέξει, να φύγει, να φωνάξει, να παραιτηθεί, την ώρα που κάποιος παραβίαζε, έστω και με ένα άπλωμα του χεριού, τη γυναικεία του υπόσταση και αξιοπρέπεια; Αρα... μήπως τα ‘θελε;

Και εδώ η απάντηση είναι εύκολη, αν και πιο περίπλοκη, μια που έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες. Εχει να κάνει με το πώς συνέβη η παρενόχληση και η βίαιη συμπεριφορά, ποιες ήταν οι συνθήκες, πόσο ώριμο είναι το κοινωνικό περιβάλλον μιας χώρας, αλλά και τον χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Δεν αντιδρούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο στην επίθεση. Αλλοι τα χάνουν, άλλοι εξαγριώνονται, άλλοι φοβούνται, άλλοι βροντάνε την πόρτα πίσω τους και τρέχουν, άλλοι παραλύουν. Η διαφορά από τη λεκτική κακοποίηση, τη βίαιη θωπεία, μέχρι τον ολοκληρωμένο βιασμό, άλλωστε, έχει έναν κοινό παρονομαστή. Την απαξίωση και τον εξευτελισμό της γυναίκας μέσα από την εξουσία και την κυνική βεβαιότητα κάποιων πως αυτό είναι φυσιολογικό, άρα και ατιμώρητο.

Το πόσο έτοιμη είναι μια κοινωνία να συζητήσει τέτοια ζητήματα που κρύβονται συνήθως στο σκοτάδι και στη σιωπή παίζει μεγάλο ρόλο στην αυθόρμητη αντίδραση αυτού που δέχεται μια τέτοια επίθεση. Οταν όμως είναι πολύ δύσκολο να το εξομολογηθείς στους γονείς σου, στους δικούς σου ανθρώπους, στον άντρα σου τον ίδιο, γιατί είναι από τα ανείπωτα και «παρεξηγήσιμα» θέματα, τότε πώς να αντιδράσεις με τον τρόπο που θα θέλαμε όλοι; Να ρίξεις δηλαδή μια γερή μπουνιά, αφού διαολοστείλεις τον ασελγούντα, να πατήσεις τις φωνές να ακούσουν όσοι βρίσκονται κοντά, να φύγεις τρέχοντας, να το πεις στους δικούς σου, οι οποίοι χωρίς δισταγμό θα έχουν άμεση πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, η οποία θα επιληφθεί γρήγορα και, αφού είσαι το θύμα, λογικά θα σε δικαιώσει.

Αλλά δεν συμβαίνουν έτσι εύκολα τα πράγματα. Και οι πιο ανυποψίαστοι στη ζωή έχουν δει ταινίες στο σινεμά ή στο Netflix για το πόσο δύσκολη είναι μια τέτοια δικαίωση. Δηλαδή δεν υπάρχουν άντρες και γυναίκες που εκμεταλλεύονται ερωτικά «τα αφεντικά» σε κάθε δουλειά ή που αποδέχονται τις ερωτικές τους διαθέσεις για να αποκομίσουν επαγγελματικά οφέλη; Βεβαίως και υπάρχουν, μέσα στην ελεύθερη βούληση και επιλογή του καθενός για τη ζωή του. Αυτό δεν μπορεί όμως να θολώνει τα νερά στις περιπτώσεις που ο κατέχων την εξουσία βρίσκει τρόπο να επιβάλλει, και μάλιστα βίαια, τις ερωτικές του διαθέσεις σε αυτούς που εξαρτώνται από την εξουσία του, με την αιωρούμενη απειλή πως αν «δεν μου κάτσεις» δεν θα προχωρήσεις...

Γιατί τώρα τέτοια επικοινωνιακή καταιγίδα, μετά την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, και όχι νωρίτερα, όταν είχαν ακουστεί και άλλες τέτοιες ιστορίες από διάφορους επαγγελματικούς χώρους; Υπάρχει κάποια άλλη σκοπιμότητα που καλό θα ήταν να τη μάθουμε;

Πιθανόν η επικοινωνιακή καταιγίδα να έχει να κάνει με πολλά, πέραν του αυτονόητου αποτροπιασμού για τα όσα κατήγγειλε η ελληνίδα ολυμπιονίκης και της ευκαιρίας που έδωσε για να σπάσει η σιωπή. Ομως, τίποτα δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός πως φτάνει και στην ελληνική κοινωνία η ώρα της ωριμότητας να ανοίξει δημόσιο διάλογο γι’ αυτό το απεχθές φαινόμενο. Κι αυτό δεν μπορεί να το επισκιάσει κανείς και τίποτα.

Ούτε όσοι θα θελήσουν να προβληθούν από ένα «πιασάρικο» θέμα, ούτε όσοι θα θελήσουν να επωφεληθούν ποικιλοτρόπως. Δύναμη. Οταν πριν από περίπου δύο χρόνια σε μια εκπομπή του Αντώνη Σρόιτερ στον Αλφα, μιλώντας για τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η γυναίκα στον επαγγελματικό της χώρο, είχα πει αυθόρμητα για την παρενόχληση που είχα δεχτεί από τον εκδοτικό μεγαλοπαράγοντα της εποχής, είχαν περάσει ήδη 35 χρόνια. Παρόλο που ο δικός μου χαρακτήρας με έκανε να ανοίξω την πόρτα και να φύγω τρέχοντας, να παραιτηθώ κάτω από την απειλή πως δεν θα βρω αλλού δουλειά, δεν είχα ούτε τη δύναμη ούτε την αίσθηση πως μπορώ να το καταγγείλω, να το πω οπουδήποτε. Τότε το έθαψα στο πέρασμα του χρόνου, προσπαθώντας να πραγματοποιήσω αυτά που ήθελα στη ζωή μου.

Ούτε όμως, 35 χρόνια μετά, είχα την αίσθηση πως η ελληνική δημόσια σφαίρα (τα μέσα ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα, τα επαγγελματικά σωματεία) ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα με την προσοχή και τη σοβαρότητα που του αξίζουν. Γι’ αυτό και μόνο το ότι τώρα δεν υπάρχει απλώς η κουτσομπολίστικη διάσταση, όπως μόλις δύο χρόνια πριν υπήρχε, πρέπει να μας κάνει να ελπίζουμε πως έρχεται η ώρα της ωριμότητας και για την ελληνική κοινωνία να ανοίξει διάπλατα τη δημόσια συζήτηση για τέτοιου είδους θέματα, που αποτελούν κρίσιμο στοιχείο για την ποιότητα της ζωής μας προς το μέλλον».

Όσα είχε αποκαλύψει σε τηλεοπτική συνέντευξη...

Πριν από δύο χρόνια, σε συνέντευξή της, η Έλλη Στάη είχε αποκαλύψει για πρώτη φορά το πώς βίωσε την σεξουαλική παρενόχληση. Περιγράφοντας τα σχόλια των ανδρών συναδέλφων της η Έλλη Στάη είχε πει: «Το πρώτο πράγμα που αντιμετώπισα στην πρώτη εφημερίδα που πήγα και δούλεψα, ήταν ο ήχος όταν πέρναγα των σχολίων των ανδρών. Τότε ήμασταν πολύ λίγες οι νέες γυναίκες στις εφημερίδες, έκαναν σχόλια για το σωματότυπό μου, ήταν προφανές αυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση να σου πω τι ακριβώς άκουγα, μία λέξη άκουγα. Άστο τώρα… Όμικρον στην καθαρεύουσα… Άκουγα σχόλια για τα οπίσθιά μου! Είναι πάρα πολύ απλό», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η δημοσιογράφος, όμως, μίλησε και για τη σεξουαλική παρενόχληση που δέχτηκε από διευθυντή της. «Μου ανέθεσε από τις πρώτες κιόλας μέρες, παρόλο που ήμουν νέα ακόμα, να κάνω σπουδαία πράγματα, μεγάλες συνεντεύξεις. Εγώ τις έφερνα εις πέρας και ήμουν πολύ ευτυχής, έλεγα “βρήκα δρόμο, αναγνωρίζεται η αξία μου”. Αυτό συνεχίστηκε για δύο – τρεις μήνες, ώσπου άρχισα να δέχομαι κάποιες προσκλήσεις να πιούμε καφέ και τα λοιπά. Μέχρι εκεί ήταν καλά… Μία μέρα με φώναξε στο γραφείο του να μιλήσουμε για την δουλειά, κλείδωσε την πόρτα και μου επιτέθηκε σωματικά κατευθείαν! Είπα “αν δεν ξεκλειδώσετε τώρα την πόρτα, θα πατήσω τις φωνές, θα ουρλιάξω!”. Άνοιξε την πόρτα και βγήκα έξω», περιέγραψε. Αφού έφυγε, μετά από ένα μήνα, της τηλεφώνησαν να πάει να πληρωθεί και της διεμήνυσαν πως, αν δεν γυρίσει πίσω, δεν θα βρει πουθενά αλλού δουλειά.

Επίσης, είχε εξομολογηθεί πως δέχτηκε παρενόχληση και από γνωστό πολιτικό. «Έχω δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση από παλαιό πολιτικό, πολύ μεγάλο όνομα, ο οποίος μου την έπεσε κανονικά μέσα στο γραφείο! Κι εκεί σηκώθηκα κι έφυγα, η συνέντευξη δεν έγινε. Στην ψύχρα, στην απόλυτη ψύχρα! Είχα αναρωτηθεί και είπα ότι για να το κάνει αυτό σημαίνει ότι το κάνει συνέχεια. Θα πρέπει να το έχει κάνει και σε άλλες περιπτώσεις, δεν το έκανε σε μένα πρώτη φορά. Αν με ρωτήσεις αν τον έβλεπα έκτοτε και του μιλούσα του μεγάλου αυτού πολιτικού, βεβαίως, όταν τον συναντούσα έξω του μιλούσα, δεν τίθεται θέμα. Μαζεύτηκε, αλλά δεν τον εκτιμούσα πια καθόλου, ούτε σαν πολιτικό. Είχα πια πλήρη εικόνα. Για μένα δεν υπήρχε ως πολιτικός, γιατί δεν μπορεί να είσαι καλός πολιτικός όταν έχεις αυτές τις συμπεριφορές. Αποκλείεται, δεν μπορείς να είσαι».

πηγη:https://tvxs.gr