Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 18 Μάρ 2024
Το Φι
Κλίκ για μεγέθυνση

Μπορεί ένα ταξίδι να γίνει εφιάλτης; Μπορεί μια ισορροπημένη ζωή να κοπεί επειδή μόνο και μόνο κάποιος κατέβασε τον μοχλό του φλας προς τα κάτω;

Είχε σταματήσει στην αριστερή λωρίδα -αυτήν της ταχείας κυκλοφορίας- και είχε ανάψει φλας για να στρίψει αριστερά, στην κωμόπολη που ήταν και ο προορισμός του.

Όταν τον χτύπησε από πίσω με ταχύτητα εκατόν είκοσι χιλιομέτρων το φορτηγό.

Ένοιωσε τους σπονδύλους του από τον αυχένα έως  την μέση, να γίνονται κομμάτια.

Το κεφάλι του χτύπησε με δύναμη πίσω,  στο προσκέφαλο του καθίσματος.

Τα πόδια  παρέλυσαν. Τα χέρια  μούδιασαν και κρέμασαν από το τιμόνι παράλυτα, επίσης.

Δεν είχε καταλάβει ακόμη τι τον βρήκε.

Ο προτελευταίος ήχος που άκουσε ήταν το «μπαπ» της πρόσκρουσης.

Ο τελευταίος -το αυτοκίνητο είχε τιναχτεί στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας- ήταν ο κρότος που ακούστηκε από την πόρτα του συνοδηγού όταν την εμβόλισε πλαγιομετωπικά ένα θηριώδες τζιπ, που σταμάτησε περίπου στην μέση της καμπίνας.

Ο «εργάτης»  που «φορούσε» το τζιπ, του έλιωσε τον δεξί μηρό.

Όλα αυτά  τα κοίταζε απαθής, σαν να μην συνέβαιναν σ’ αυτόν.

 Όταν όμως είδε τις φουσκάλες από αίμα πού ανέβλυζαν από μέσα του να στάζουν από το στόμα στο πουκάμισό του, συνειδητοποίησε το τέλος.

Το κλασικό φιλμ που αρχίζει και προβάλλεται σε όλους λίγο πριν «φύγουν»,  αυτός είχε  αρχίσει να το βλέπει λίγο πριν τον χτυπήσει  το τζιπ.

Άρχισε από τότε που ήταν μικρό παιδί στην Κυψέλη, και σταμάτησε στην μέρα του γάμου του με την Βαλέρια…

◙◙◙◙◙

Τα υπόλοιπα θα σας τα διηγηθώ εγώ, ο Έκτορας, ο κολλητός.

Ήμουν σίγουρος ότι «πρωταγωνιστούσα» από το πρώτο κιόλας καρέ του φιλμ, μέχρι το τελευταίο.

Κι αυτό γιατί ήμασταν μαζί από πιτσιρίκια, αλλά και τον πάντρεψα. 

Η ειρωνεία είναι πως λεγόταν Αχιλλέας.

Όχι, όταν τον έβλεπα δεν έκανα από την τρομάρα μου τον γύρο των τειχών της Κυψέλης τρεις φορές.

Από ένα σημείο και μετά, πέρα από τα πολλά κοινά που μας ένωναν, είχα έναν λόγο επιπλέον να είμαι κοντά του∙ τον κυριότερο:

Τον παράφορο και χωρίς όρια έρωτά μου για την Βαλέρια. 

Την καψουρεύτηκα από την πρώτη στιγμή που μου την σύστησε σ’ ένα μπαρ των Εξαρχείων.

Όχι, δεν ήταν αμοιβαίο…

◙◙◙◙◙

Η Βαλέρια είχε πάει στη θάλασσα, να παίξει η κόρη της με την άμμο, να τη φυσήξει κι αυτήν λίγο ο αέρας.

Είχε «λιώσει» από τη ζέστη στο διαμέρισμά τους στα Μελίσσια.

Κισμέτ.

Η μικρή όπως βάδιζαν προς την ακρογιαλιά βρήκε ανάμεσα σε κάτι θάμνους ένα χελιδόνι με σπασμένο φτερό.

Και πιο δίπλα  πεταμένο ένα κουτί συσκευασίας του  προϊόντος «απ’ αυτό που πουλάει ο μπαμπάς, μαμά!!!».

«Να το βάλουμε στο «κουτί του μπαμπά» να το πάρουμε σπίτι;»

«Βάλτο στο κουτί, πάμε να βολευτούμε και βλέπουμε», είπε συγκαταβατικά η μητέρα της.

Μπλέξαμε, σκέφτηκε.

Βρήκαν ένα σημείο και άπλωσαν τις πετσέτες τους.

Έβγαλε τα ρούχα της.

Άνδρες και γυναίκες στράφηκαν και  κοίταζαν επίμονα.

Δεν έδωσε σημασία. Είχε συνηθίσει πια.

Γονίδια και  γυμναστήριο, της είχαν δώσει κορμί, που θα ζήλευαν πολλές «μις ό,τι…».

Όσο για το πρόσωπο, δυνατές γωνίες, μαλλιά ξανθοκάστανα, πράσινα σχιστά μάτια και επιδερμίδα απαλή στο μάτι και την αφή, στο χρώμα του μπρούντζου.

Η μικρή, έβγαλε  τα ρουχαλάκια της χωρίς τη βοήθεια της Βαλέριας.

Είχε κόψει εδώ και τέσσερα χρόνια το γάλα∙ έτσι θεώρησε πως είχε αυτονομηθεί αρκετά ώστε να  φέρεται  στη μαμά σαν συνομήλική της.

Μόλις βολεύτηκαν, η Βαλέρια άνοιξε το βιβλίο της, ενώ η μικρή προσπαθούσε να συνεφέρει το χελιδόνι.

Μάταια.

Το μικρό πουλί, έβγαλε λίγους αιμάτινους αφρούς από το ράμφος και ψόφησε.

Η Άννα ούρλιαξε.

Την ώρα που η Βαλέρια άπλωνε το χέρι της για ν’ αγκαλιάσει τη μικρή, χτύπησε το κινητό…

◙◙◙◙◙

Είμαι χρηματιστής. Μελετούσα κάτι σελίδες με τα χθεσινά αποτελέσματα του Χρηματιστηρίου, όταν την ησυχία του γραφείου, διατάραξε ο ήχος του κινητού.

Η Βαλέρια. Μωρό μου. Χριστέ μου, αυτή η φωνή!!!

Την άκουσα σιωπηλός. Κοίταξα το ρολόι μου.

Στις τέσσερις θα ήμασταν στην Πάτρα.

◙◙◙◙◙

Φθάσαμε. Πήγαμε κατευθείαν στο Αστυνομικό Τμήμα, όπου μας οδήγησαν χωρίς πολλά πολλά στο γραφείο του Διοικητή.

Δίπλα του, καθόταν ο φορτηγατζής που σκότωσε τον Αχιλλέα.

Η Βαλέρια κατάλαβε ποιος ήταν και μόλις τον είδε, πάγωσε.

Ήταν όμως πολύ κυρία για να κάνει σκηνή.

Ο Διοικητής πάραυτα, σηκώθηκε να την παρηγορήσει.

Τότε, επωφελήθηκα και κοίταξα τον φορτηγατζή.

Με κοίταξε κι αυτός.

Έγνεψε διακριτικά με το κεφάλι προς τα κάτω.

Το ίδιο έκανα κι εγώ.      

Την προηγούμενη μέρα  είχα καταθέσει εκατό χιλιάδες ευρώ σε λογαριασμό τραπέζης που μου είχε υποδείξει, ώστε να βγάλει τον Αχιλλέα από την μέση και ν’ αποκτήσω εγώ την δική του οικογένεια.

Και με την Άννα τα πήγαινα τέλεια∙ άλλωστε σαν κουμπάρος τους, την είχα βαφτίσει. 

Μετά τα τυπικά, πήγαμε  στο Ρίο και την πανεπιστημιακή  κλινική του, όπου είχαν μεταφέρει τον Αχιλλέα, αλλά και  για να κανονίσουμε τα της «επιστροφής» του.

Εκεί, η  Βαλέρια σπάραξε.

Παρόλα αυτά,  επέμεινε να πάμε και στον τόπο του δυστυχήματος.

Σ΄ όλη την διαδρομή έλεγε κι έκανε τα κλασσικά. Ό,τι φαντάζεστε.

◙◙◙◙◙

Ε.Ο. Πάτρας-Κυλλήνης.

Χιλιόμετρο… κάποιο.

Κορδέλες της αστυνομίας, περιπολικά, περίεργοι, μυρωδιά από λάδια και βενζίνη, πριονίδια, αστυνομικοί, λαμαρίνες των αυτοκινήτων ευτυχώς για την Βαλέρια, αίματα δεν υπήρχαν. 

Ζήτησε να μάθει πού ακριβώςέγινε το «δυστύχημα».

Πήγε.

Την ακολούθησα.

Γονάτισε.

Ακούμπησε τα τριαντάφυλλα που είχε αγοράσει από την Πάτρα.

Έμεινε έτσι. Γονατισμένη. Βουβή.

Αγγίζοντάς την στον ώμο, είπα:

«Γεια σου  φίλε, ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει».

Έστρεψε το κεφάλι της προς εμένα και μου είπε:

«Τι άκυρο ήταν αυτό που είπες, ρε Έκτορα, δεν τον θάψαμε ακόμα».

Δάγκωσα τα χείλη μου αμήχανος.

Σηκώθηκε.

Υποβασταζόμενη, την οδήγησα στ’ αυτοκίνητο.

Το γύρισα με κατεύθυνση την Αθήνα.

Ο δρόμος μπροστά μας ήταν ανοικτός.

Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Ταξιδεύαμε βουβοί.

Λίγο έξω από την Πάτρα, τράβηξα το χέρι μου από το τιμόνι και έσφιξα το δικό της.

Μου το έσφιξε κι εκείνη.

Κάποιος, κάποτε μου είχε πει  πως «ο φίλος και το φίδι αρχίζουν από φι»…

 
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου