Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 27 Μάρ 2021
Ιερώνυμος (347 – 420), Χριστιανός άγιος και διανοούμενος
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

Ο Ιερώνυμος (27 Μαρτίου 347 – 30 Σεπτεμβρίου 420) είναι Χριστιανός άγιος και διανοούμενος του 4ου αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε το 347 στη πόλη Στριδώνα της Δαλματίας και πέθανε το 420 στη σκήτη του στη Βηθλεέμ. Λατίνος ασκητής, θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας.

Τα παλαιότερα γραμματολογικά εγχειρίδια προσέδιδαν στον Ιερώνυμο και τη διπλή ονομασία Σωφρόνιος Ευσέβιος. Οι νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι η προσθήκη της διπλής αυτής ονομασίας οφειλόταν σε παρανοήσεις και αυθαίρετες προσθήκες των αρχαίων αντιγραφέων και δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια.

Ο Ιερώνυμος (Hieronymus) ήταν ιλλυρικής καταγωγής. Γεννήθηκε το έτος 347 στη Στριδώνα της Δαλματίας. Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί και αρκετά εύποροι. Σε ηλικία επτά ετών τον έστειλαν για σπουδές στη Ρώμη, όπου παρέμεινε για 15 περίπου χρόνια. Εκεί, σπούδασε φιλολογία και ρητορική κοντά σε επιφανείς διδασκάλους. Μελέτησε τη φιλοσοφία και συνδέθηκε φιλικά με τον Ρουφίνο. Ύστερα, όμως, από αρκετά χρόνια, θα ερίσει με τον επιστήθιο φίλο του, επειδή ο Ιερώνυμος αποκήρυξε την ωριγένεια θεολογία, ενώ ο Ρουφίνος τη θαύμαζε. Βαπτίστηκε Χριστιανός σε ηλικία δεκαεννέα ετών από τον Λιβέριο Ρώμης.

Το έτος 367 αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στα Τρεβήρους. Ακολούθως, το 372, μετέβη για τον ίδιο λόγο στην Ιταλία, στην πόλη της Ακυλείας (Τεργέστη). Στις περιοχές αυτές μυήθηκε στην ασκητική ζωή, αλλά οι απολαύσεις της νεανικής ηλικίας δεν του επέτρεψαν ακόμα την οριστική αφοσίωση σε αυτή.

Το έτος 373 αποφάσισε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους μαζί με μερικούς συντρόφους του. Έτσι το 374 έφτασε στην ελληνιστική πόλη της Χαλκίδας -κοντά στο σημερινό Χαλέππι- και εγκαταστάθηκε σε ένα μοναστήρι. Ασυνήθιστοι στο κλίμα της περιοχής, δύο απο τους συντρόφους του πέθαναν και ο ίδιος παραλίγο να χάσει τη ζωή του. Εγκατέλειψε το μοναστήρι και εγκαταστάθηκε σε μια σκήτη στην έρημο της Συρίας μελετώντας τους αγαπημένους του Λατίνους συγγραφείς Βιργίλιο και Κικέρωνα, και το 378 πήγε στην Αντιόχεια, όπου το επόμενο έτος (379) χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο της πόλης Παυλίνο.[2] Η ιεροσύνη του όμως υπήρξε ανενέργητη, αφού ποτέ στη ζωή του δε διακόνησε το θυσιαστήριο του Κυρίου.

Το 380 ο Ιερώνυμος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια. Εκεί, συνδέθηκε φιλικά με το Γρηγόριο Νύσσηςκαι τον Αμφιλόχιο Ικονίου.

Η παραμονή του στην Ανατολή υπήρξε καθοριστική τόσο για την πνευματική του ανάνηψη όσο και για την εκμάθηση της ελληνικής και εβραϊκής γλώσσας.

Από το έτος 382 μέχρι και το 384 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου έγινε γραμματέας του πάπα Δάμασου και δίδαξε την ασκητική ζωή σε Χριστιανές κυρίες της ρωμαϊκής αριστοκρατίας. Από αυτές, συνδέθηκε περισσότερο πνευματικά με την Παύλα, την Ευστοχία και τη Μαρκέλλα. Πίστεψε πως θα διαδεχόταν το Δάμασο στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης. Αυτό όμως δε συνέβη, εξαιτίας κάποιων διαβολών από μερίδα του ρωμαϊκού κλήρου. Πικραμένος, τότε, ξαναγύρισε στην Ανατολή, συνοδευόμενος από τις τρεις παραπάνω κυρίες. Στηλιτεύει τα ήθη των ιερέων της Ρώμης που είχαν τη συνήθεια να διατηρούν παλλακίδες στο σπίτι τους, να αρωματίζονται και να κατσαρώνουν τα μαλλιά τους καθώς και να συχνάζουν στα αριστοκρατικά σπίτια ακόμα και ειδωλολατρών. (Jerome Letters, xxii,30) Υπέρμαχος της παρθενίας και κατά του γάμου και της διαφθοράς και των βασάνων που προκαλεί επαινώ το γάμο μόνο γιατί μου δίνει παρθένους έγραφε στις επιστολές του, και συμβουλεύει τις γνωστές του αν δεν μπορούν να ζούν σε μοναστήρι να παραμείνουν τουλάχιστον παρθένες. (Jerome Letters,cvii 3 και xxii 21).

Το έτος 385 εγκαταστάθηκαν στη Βηθλεέμ, όπου με τη χρηματική προσφορά της Παύλας και άλλων γυναικών ίδρυσαν δύο μοναστήρια. Ένα ανδρικό υπό τον Ιερώνυμο και ένα γυναικείο με ηγουμένη την Παύλα. Ο Ιερώνυμος πάντως εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά στα περίχωρα της Βηθλεέμ και απο εκεί διεύθυνε το μοναστήρι του, μελετούσε τη Βίβλο αλλά και τους αγαπημένους του Ρωμαίους συγγραφείς και αλληλογραφούσε με τον έξω κόσμο και συνεργαζόταν με διάφορες χριστιανές γυναίκες όπως η Παύλα και η Μαρκέλλα. Μέχρι τη μέρα του θανάτου του 30 Σεπτεμβρίου του έτους 420, εργαζόταν και μάλιστα πέθανε την ώρα που έγραφε ένα σχόλιο πάνω στον Ιερεμία. Στη Βηθλεέμ οικοδόμησε μια εκκλησια, έναν ξενώνα για τους προσκυνητές στους Αγίους Τόπους αλλά και ένα σχολείο που δίδασκε στα παιδιά εκτός των άλλων, Ελληνικά και Λατινικά.

Οι κρίσεις των γραμματολόγων για το πρόσωπο του Ιερώνυμου ποικίλλουν. Πολλοί τον θεωρούν εριστικό και εμπαθή, άλλοι μισαλλόδοξο και εγωιστή, ενώ άλλοι αγνό, σοφό, ζηλωτή και εραστή της άσκησης.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία του απένειμε τον κατεξοχήν τιμητικό χαρακτηρισμό τού Μεγίστου Διδασκάλου. Η προσφορά του υπήρξε αληθινά μεγάλη και ουσιαστική, χωρίς νόθευση της Καθολικής πίστης.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 15 Ιουνίου και η Ρωμαιοκαθολική την ημέρα της κοίμησής του.

Bemberg Fondation Toulouse - Saint Jérôme - Bruzzi Ca 1580 - peinture sur cuivre Inv.1007 45x40.jpg

Έργα

Η συγγραφική παραγωγή του Ιερώνυμου υπήρξε πολύ πλούσια. Η χρήση της λατινικής γλώσσας ήταν υποδειγματική και συνέβαλε καθοριστικά στη μεταγενέστερη εξέλιξή της. Ασχολήθηκε κυρίως με το μεταφραστικό έργο, αλλά και με συγγραφές ιστορικές, αγιολογικές, ερμηνευτικές, δογματικές, αντιαιρετικές, καθώς και με την επιστολογραφία. Διασώζεται ικανός αριθμός Επιστολών του, μερικές από τις οποίες αποτελούν είδος πραγματείας.

Ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιος μετέφρασε στα ελληνικά τις Επιστολές 14, 22, 52 και 125. Χρησιμοποίησε όμως άλλους τίτλους από αυτούς που φέρει το πρωτότυπο λατινικό κείμενο. Βλ.

  • Κοντά στον Χριστό, Πρέβεζα 1996,
  • Περί Παρθενίας, Πρέβεζα 1997,
  • Βάλε γερό θεμέλιο, Πρέβεζα 1997 και
  • Ζήσε για τον Χριστό, Πρέβεζα 1998.

Ο Ιερώνυμος αναθεώρησε αρχικά τις αρχαίες λατινικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής (Vetus Latina), στηριζόμενος στα Εξαπλά του Ωριγένη. Αργότερα, προχώρησε σε νέα μετάφραση, ολόκληρης της Αγίας Γραφής, βασιζόμενος στις πρωτότυπες γλώσσες, την εβραϊκή και ελληνική. Η μετάφραση αυτή ονομάστηκε Βουλγάτα (Vulgata δηλαδή “κοινή, δημώδης”).

Προλόγισε όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής, ενώ εκπόνησε ερμηνευτικά υπομνήματα στα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.

Μετέφρασε έργα του Ωριγένη, του Ευσεβίου Καισαρείας, του Διδύμου του Τυφλού, του Παχωμίου και των διαδόχων του, του Επιφανίου Σαλαμίνας Kύπρου, του Θεοφίλου Αλεξανδρείας και αρκετά έργα από την Απόκρυφη γραμματεία.

Άλλα σημαντικά συγγράμματά του ήταν:

  • De viris illustribus (Περί ανδρών επιφανών): με τη συγγραφή αυτού του έργου, το οποίο διασώθηκε ακέραιο, ο Ιερώνυμος καθιερώθηκε ως ο πρώτος συστηματικός γραμματολόγος της δυτικής Εκκλησίας. Το σύγγραμμα συντάχθηκε στη Βηθλεέμ, το έτος 392. Σε αυτό περιέλαβε τους βίους και την εργογραφία 135 ανατολικών και δυτικών Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων. Αποτέλεσε, μάλιστα, σπουδαία γραμματολογική πηγή τόσο κατά την Αρχαιότητα όσο και στα σύγχρονα χρόνια, παρά το μεροληπτικό τρόπο συγγραφής του. Τα πρότυπά του υπήρξαν οι συγγραφές του Σουητώνιου και του Ευσέβιου Καισαρείας. Έκδοση και ελληνική μετάφραση του κειμένου βλ. στον Κων. Σιαμάκη, Ιερωνύμου, De Viris Illustribus. Πηγές και πρότυπα. Κείμενο – Μετάφραση και Σχόλια, Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 23, Θεσσαλονίκη 1992.
  • Altercatio Luciferiani et Orthodoxi (Διαμάχη Λουκιφεριανού και Ορθόδοξου), PL 23, 155-182.
  • Adversus Helvidium de Mariae virginitate perpetua (Κατά Ελβιδίου περί αειπαρθενίας της Μαρίας), PL 23, 183-206.
  • Adversus Jovinianum (Κατά Ιοβινιανού), PL 23, 211-338.
  • Contra Vigilantium (Εναντίον του Βιγιλαντίου), PL 23, 339-352.
  • Contra Johannem Hierosolymitanum (Εναντίον του Ιωάννη Ιεροσολύμων), PL 23, 355-396. Βλ. την ελληνική μετάφραση που εκπόνησε ο Τ. Θέμελης, Η πραγματεία του Ιερωνύμου κατά Ιωάννου επισκόπου Ιεροσολύμων, μετάφρασις εκ του λατινικού, Ιεροσόλυμα 1923.
  • Dialogus Adversus Pelagianos (Διάλογος Κατά Πελαγιανών), PL 23, 517-618.
  • Apologia adversus libros Rufini (Απολογία κατά των βιβλίων του Ρουφίνου), PL 23, 397-456.
  • Liber tertius seu ultima rensponsio adversus scripta Rufini (Βιβλίο τρίτο ή τελευταία απάντηση κατά των γραπτών του Ρουφίνου), PL 23, 457-492.
  • Vita S. Pauli primi eremitae (Βίος Αγίου Παύλου του πρώτου ερημίτη), PL 23, 17-30.
  • Vita S. Hilarionis (Βίος Αγίου Ιλαρίωνος), PL 23, 29-54.
  • Vita Malchi monachi (Βίος Μάλχου μοναχού), PL 23, 55-62.

Το έργο Martyrologium ή Kalendarium (Μαρτυρολόγιο ή Ημερολόγιο), PL 30, 435-486, το οποίο προσγράφεται στον άγιο, πιθανώς δεν είναι δικό του, αλλά διασώζει τμήματα ανάλογου ιερωνυμικού συγγράμματος που χάθηκε.

Διδασκαλία

Ο Ιερώνυμος δεν παρουσίασε κάποια θεολογική πρωτοτυπία στη διδασκαλία του, ώστε να θεωρηθεί συμβολή στην προαγωγή της δογματικής διατύπωσης της πίστης. Κινήθηκε αποκλειστικά στη βιβλική θεμελίωση των απόψεών του και στην παράδοση της Εκκλησίας.

Υιοθέτησε την παραδοσιακή εκκλησιολογία του Ιγνατίου Αντιοχείας, του Ειρηναίου Λουγδούνου και του Κυπριανού Καρχηδόνας. Θεώρησε απαραίτητη, για τη σωτηρία, την παραμονή του ανθρώπου στο σώμα της Εκκλησίας και τη μετοχή στα μυστήριά της. Υπερασπίστηκε την Καθολική πίστη, έναντι των αιρετικών, υποστηρίζοντας πως οι ομάδες τους συνιστούσαν παρασυναγωγή και οδηγούνταν από τον Αντίχριστο.

Κατηγορήθηκε από ορισμένους μοναχούς ως Σαβελλιανιστής, επειδή στην τριαδολογία χρησιμοποιούσε τον όρο πρόσωπον και όχι υπόστασις. Η κατηγορία όμως αυτή δεν ίσχυε, γιατί ο Ιερώνυμος δεν υιοθέτησε ποτέ τη διδασκαλία του Σαβέλλιου.

Το ίδιο συνέβη και με την ωριγένεια θεολογία. Στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ Ωριγενιστής, ασχέτως αν έτρεφε σεβασμό προς το μεγάλο ανάστημα του Αλεξανδρινού θεολόγου. Αναγκάστηκε για το λόγο αυτό να ερίσει με το φίλο του Ρουφίνο και να καταδικάσει τις θεολογικές επιδράσεις που δέχτηκε από τον Ωριγένη, τόσο αυτός όσο και ο Ιωάννης Ιεροσολύμων.

Όταν ανέκυψε το πρόβλημα της αίρεσης του Πελαγιανισμού, ο Ιερώνυμος ακολούθησε την πατερική διδασκαλία της Ανατολής και υποστήριξε πως η σωτηρία του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα του έργου της χάρης του Θεού σε συνεργασία με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.

Ο Ιερώνυμος διακρίθηκε ως ερμηνευτής της Αγίας Γραφής. Στην ερμηνευτική του μέθοδο υιοθέτησε την αλεξανδρινή αλληγορία, αλλά και την ιστορικοφιλολογική προσέγγιση των ιερών κειμένων.

Ήταν άνθρωπος της ολόθερμης προσευχής και της αυστηρής άσκησης. Εκτίμησε υπέρμετρα την παρθενία και μάλιστα έλεγε στις γυναίκες πως είχαν δικαίωμα να αψηφίσουν τις κοινωνικές επιταγές εφόσον το επιθυμούσαν και να μην παντρευτούν. Αν και δεν ενέκρινε την γυναικεία σεξουαλικότητα και συχνά κατέκρινε τις γυναίκες που κατά τη γνώμη του επιδείκνυαν ματαιοδοξία φορώντας μακιγιάζ, όμορφα ρούχα και κοσμήματα, την ίδια στιγμή εξυμνούσε την γυναικεία αρετή και την γυναικεία διάνοια όπως διαφαίνεται και από την μακροχρόνια φιλία και συνεργασία που διατήρησε στη ζωή του με διάφορες χριστιανές γυναίκες όπως η Παύλα, η Μαρκέλλα και η Ευστοχία με τις οποίες έκανε πολλές θεολογικές συζητήσεις και για τις οποίες συχνά μιλούσε με θαυμασμό και τρυφερότητα. Η συνεργασία του με τις γυναίκες ήταν τόσο έντονη που από τις 123 επιστολές του που έχουν διασωθεί το 36% απευθύνεται σε γυναίκες και αναφέρεται ονομαστικά σε είκοσι διαφορετικές γυναίκες. Μετά τον θάνατό τους μάλιστα έγραψε τις ευχολογίες τους. Για αυτές του τις φιλίες κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για ανήθικες σχέσεις, κάτι που όμως δεν ήταν αλήθεια.

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου