Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 14 Απρ 2019
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΥΜΦΑΛΟ (ΜΕΡΟΣ Α’)
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

 

Η ιστορία της αρχαιοελληνικής πολίχνης όπως αναδύεται μέσα από το μυθολογικό πλαίσιο έως τις ανασκαφικές έρευνες της σύγχρονης εποχής


Εικόνα 1: Άποψη των σωζόμενων ερειπίων ενός αρχαιοελληνικού ναού του 5ου αιώνα π. Χ., στην νότια πλευρά του λόφου της ακρόπολης της Στυμφάλου, με φόντο την λίμνη Στυμφαλία. Ο ναός αποδόθηκε από τους αρχαιολόγους στην λατρεία της Πολιάδος Αθηνάς. Απέναντι διακρίνεται η ανατολική έκφανση της οροσειράς του Ολίγυρτου (αρχαία ονομασία: όρος Απέλαυρος).

 Πόσοι από εμάς έχουμε αναρωτηθεί αν πραγματικά γνωρίζουμε την ιστορία της πατρίδας μας και ιδιαίτερα τους τόπους που έζησαν οι απώτεροι πρόγονοι μας; Η ερώτηση είναι ρητορική με σκοπό να μας προβληματίσει. Ορισμένες φορές περνάμε αδιάφοροι δίπλα από μέρη εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς, χωρίς καν να διανοηθούμε ότι εκεί υπήρχε μία λαμπρή πολίχνη της αρχαιότητας. Ίσως γιατί απουσιάζει μία εμφανής πληροφοριακή πινακίδα, η οποία να καταδεικνύει ένα σημαίνοντα αρχαιολογικό χώρο. Με μία τέτοια περίπτωση πολιτιστικής λήθης στην ορεινή Κορινθία θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία. Κάποιος λοιπόν, που θα θελήσει να πραγματοποιήσει μία φυσιολατρική απόδραση από την καθημερινότητα στην περιοχή της λίμνης Στυμφαλίας, ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Κιάτου – Βυτίνας και διερχόμενος από τον οικισμό Κιόνια, δεν μπορεί να αντιληφθεί άμεσα ότι νοτίως των επιβλητικών ερειπίων της μεσαιωνικής μονής Ζαρακά(1), εκτείνονταν η αρχαία Στύμφαλος. Μόνο αν αποφασίσει να κατευθυνθεί προς το λογχοειδές ύψωμα επί της βόρειας όχθης της λίμνης, για να θαυμάσει από κοντά τον γραφικό υδροβιότοπο με τους καλαμιώνες, θα συναντήσει τυχαία τα οικοδομικά κατάλοιπα της αλλοτινής περιτειχισμένης πολίχνης. Όμως και πάλι δεν θα μπορέσει να κατανοήσει το μέγεθος της, ούτε την κτιριακή χρήση των διακρινόμενων θεμελιώσεων και λαξευμάτων γύρω και πάνω στον βραχώδη λόφο, ο οποίος αποτελούσε την αρχαία ακρόπολη. Δυστυχώς ο χώρος παραμένει εντελώς αναξιοποίητος, ενώ δίπλα από μερικά μνημεία βρίσκονται παραπεταμένες λιγοστές μονολεκτικές επεξηγηματικές πινακίδες, κατασκευασμένες από λαμαρίνα και προφανώς τοποθετημένες από τους αρχαιολόγους ανασκαφείς, αλλά λόγω της φυσικής φθοράς τους είναι δυσανάγνωστες, δημιουργώντας πλέον μία αλγεινή εντύπωση. Ωστόσο, η περιγραφή των διατηρούμενων πολεοδομικών τμημάτων της αρχαίας Στυμφάλου θα παρατεθεί σε επόμενο άρθρο, καθόσον κρίνεται σκόπιμο να εντρυφήσουμε πρώτα στο ιστορικό παρελθόν της.

Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της περιοχής της λίμνης Στυμφαλίας, όπου εντός του τετράγωνου περιγράμματος επισημαίνεται ο χαρακτηρισμένος αρχαιολογικός χώρος της Στυμφάλου. (1): Μουσείο Περιβάλλοντος. (2): Λόφος της ακρόπολης, (3): Μεσαιωνική μονή Ζαρακά.

 Η ίδρυση της αρχαίας Στυμφάλου ανάγεται στους λεγόμενους μυθολογικούς χρόνους. Στην αρχαιότητα η ευρύτερη περιοχή μέχρι και το όρος Κυλλήνη (Ζήρεια) άνηκε στην επικράτεια της Αρκαδίας και όχι στην Κορινθία, όπως συμβαίνει στην σημερινή εποχή. Επομένως, φυσιολογικά συνδέεται με την Αρκαδική ηρωική γενεαλογία. Όταν ο Αρκάς, τρίτος βασιλιάς και ονοματοδότης της Αρκαδίας και των κατοίκων της(2), μοίρασε την χώρα του στους απόγονους του, έδωσε στον πρωτότοκο γιό του Έλατο τα εδάφη περί το όρος Κυλλήνη. Ο δε Έλατος απέκτησε πέντε γιούς, τον Περέα, τον Ίσχυο, τον Αίπυτο, τον Κυλλήνα και τον Στύμφαλο, εκ των οποίων οι τρεις τελευταίοι συνδέονται άρρηκτα με την τοποθεσία γύρω από την λίμνη Στυμφαλία.
 Ο Αίπυτος αναδείχθηκε έκτος βασιλιάς της Αρκαδίας, αλλά βρήκε άδοξο θάνατο, όταν κατά την διάρκεια μιάς κυνηγετικής εξόρμησης του στα βουνά της Στυμφαλίας τον δάγκωσε αιφνιδιαστικά ένας σαπίτης (σηψ), ένα μικρό ενδημικό ερπετό. Ο άτυχος βασιλιάς κηδεύτηκε επιτόπου με τις πρέπουσες τιμές, καθώς κρίθηκε αδύνατη η μεταφορά της σωρού του. Σύμφωνα με διάφορες θρυλούµενες αφηγήσεις, ο τάφος του ήταν μεγαλοπρεπής με πλούσια αναθήματα και εικάζεται ότι τον κοσμούσε ένας ολόχρυσος ανδριάντας του ίδιου του Αίπυτου, μαζί με τα δύο φίδια που τον δάγκωσαν και τον αγαπημένο του κυνηγετικό σκύλο(3). Ο διάσημος περιηγητής Παυσανίας επιβεβαιώνει την ύπαρξη του ταφικού μνημείου τον 2ο αιώνα μ. Χ., αναφέροντας ότι τον εξέτασε με ενδιαφέρον, αφού μνημονεύονταν από τον Όμηρο στα έπη του και ότι επρόκειτο για ένα μάλλον χαμηλό σωρό χώματος, περιβαλλόμενο από λίθινο κρηπίδωμα. Επίσης, σημειώνει πως βρίσκονταν στο όρος Σηπία, το οποίο αρκετοί μελετητές το ταυτίζουν με τον βραχώδη όγκο της κορυφής Σκίπιζα (υψόμετρο 1934 μέτρα) της οροσειράς του Ολίγυρτου (αρχαία ονομασία: όρος Απέλαυρος), που σχηματίζεται περιμετρικά του χωριού Λαύκα και της λίμνης Στυμφαλίας. Πάντως, διαδεδομένη είναι και η εκδοχή να υφίσταται θαμμένος σε κάποια περιοχή του Γερόντιου όρους (υψόμετρο 1754 μέτρα), βορειοδυτικά του χωριού Καστανιά, που ήταν και το σύνορο μεταξύ των αρχαίων Φενεατών και Στυμφάλιων. Κατά καιρούς ο εντοπισμός της ακριβούς θέσης του διαλαμβανόμενου ταφικού μνημείου, αποτέλεσε αντικείμενο φιλόδοξων ερευνών για πολλούς ονειροπόλους θησαυροθήρες, που όργωσαν τα γειτονικά βουνά διενεργώντας λαθρανασκαφές, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Αξιομνημόνευτη είναι και μία άλλη λαογραφική παράδοση, στην οποία αναφέρεται ότι όσα θηλυκά ζώα ανέβαιναν επάνω στον τύμβο του Αίπυτου γίνονταν στείρα.

Εικόνα 3: Άποψη του νοτιοδυτικού τμήματος της λίμνης Στυμφαλίας. Στο βάθος δεξιά διακρίνεται η βραχώδης κορυφή Σκίπιζα της οροσειράς του Ολίγυρτου.

 Ένας άλλος γιός του Έλατου, ο Κυλλήνας, έδωσε το όνομα του στο όρος Κυλλήνη, που μνημονεύεται από τον Παυσανία σαν ένα από τα υψηλότερα όρη στην Αρκαδία. Εντούτοις, ο αδερφός του Στύμφαλος φέρεται να υπήρξε ο κύριος οικιστής της ομώνυμης αρχαίας πόλης στις όχθες της λίμνης, η οποία στην αρχαιότητα είχε πολύ μικρότερο μέγεθος και σχηματίζονταν μόνο την περίοδο του χειμώνα, έχοντας περισσότερο την μορφή έλους. Σχετικά με την ίδρυση της και την καταγωγή των Στυμφάλιων, ο Παυσανίας αφηγείται τα εξής στο βιβλίο του «Αρκαδικά»(4) από το έργο του «Ελλάδος Περιήγησις»:

 «Ο λόγος με επαναγάγει στη Στύμφαλο και στο όρος των Φενεατών και Στυμφαλίων, το ονομαζόμενο Γερόντιο. Οι Στυμφάλιοι δεν συντάσσονται πλέον μετά των Αρκάδων, αλλά συντελούν οικειοθελώς με την Αργολίδα. Τα έπη του Ομήρου μαρτυρούν ότι η καταγωγή τους προέρχεται από το γένος των Αρκάδων και ο οικιστής τους Στύμφαλος ήταν τρίτος απόγονος του Αρκάδα, του γιου της Καλλιστούς. Αρχικά λέγεται πως μετοίκησαν σε άλλο μέρος της χώρας και όχι στην υπάρχουσα πόλη.
 Tην αρχαία Στύμφαλο ισχυρίζονται πως την οίκισε ο Τήμενος, ο γιος του Πελασγού και ότι η Ήρα ανατράφηκε από τούτο τον Τήμενο, ο οποίος ίδρυσε και τρία ιερά για τη θεά και της έδωσε τρεις επικλήσεις (προσωνύμια). Όταν ακόμα ήταν παρθένος την επονόμασε Παιδί, όταν ήρθε σε γάμο με τον Δία την προσφώνησε Τελεία κι όταν βρέθηκε σε διένεξη με τον Δία και επανήλθε στην Στύμφαλο, ο Τήμενος την ονόμασε Χήρα. Αυτά τα λεγόμενα έμαθα από τους Στυμφαλίους για την θεά».

 Από τα γραφόμενα του Παυσανία, διαπιστώνουμε ότι πριν από τον Στύμφαλο, είχε προηγηθεί ως οικιστής ο Τήμενος, ο οποίος θέσπισε την λατρεία της θεάς Ήρας στην περιοχή. Βέβαια αμφότεροι είχαν συγγενικές ρίζες, έλκοντας την καταγωγή τους από την γενιά του Πελασγού. Αν τώρα θελήσουμε να τοποθετήσουμε χρονικά αυτές τις οικιστικές δραστηριότητες, μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρέπει να έλαβαν χώρα στην αυγή της Υστεροελλαδικής εποχής (ΥΕ), δηλαδή λίγο μετά τα μέσα του 16ου αιώνα π. Χ., όταν παρατηρείται μία πολιτιστική έκρηξη σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, με την γέννηση του αποκαλούμενου εφελκυστικά ως «Μυκηναϊκού» πολιτισμού, αφού οι Μυκήνες αποτελούσαν απλά μία από τις πολλές Ελληνικές ηγεμονίες εκείνης της περιόδου. Όσον αφορά το χρονικό διάστημα της προσχώρησης της Στυμφαλίας στην σφαίρα επιρροής του Άργους, αυτό είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς και κατά πάσα πιθανότητα έγινε μετά τον 1ο αιώνα μ. Χ., όπως αφήνεται να εννοηθεί μέσα από τις πηγές.

Εικόνα 4: Αεροφωτογραφία της θέσης «Βελατσούρι» στο μέσο των νότιων καταπτώσεων του λόφου της ακρόπολης, που στην αρχαιότητα είχε μετατραπεί σε λατρευτικό χώρο. Στο κέντρο διακρίνεται το οικοδόμημα με την ημικυκλική απόληξη, που κατά μία εκδοχή ερμηνεύεται ως «Ηρώο», ενώ παραπλεύρως διαμορφώνεται το κτίσμα της ιεράς κρήνης.

 Λίγο πριν τα μέσα του 13ου αιώνα π. Χ., πρέπει να τοποθετήσουμε την παρουσία του Ηρακλή ως ιστορικής φυσιογνωμίας(5), ο οποίος διέπραξε στα ελώδη νερά της λίμνης τον έκτο από τους δώδεκα άθλους του, σκοτώνοντας τις Στυμφαλίδες όρνιθες. Στις επικίνδυνες δοκιμασίες τον υπέβαλε ο Ευρυσθέας, ο βασιλιάς των Μυκηνών και της Τίρυνθας, που έπρεπε να τον υπηρετεί ο ήρωας για δώδεκα χρόνια, υπακούοντας στον δοθέντα χρησμό από το μαντείο των Δελφών, προκειμένου να εξαγνιστεί για τον μανιακό φόνο της συζύγου του Μεγάρας και των παιδιών του. Στην σχετική μυθολογική παράδοση αναφέρεται ότι οι Στυμφαλίδες όρνιθες ήταν ανθρωποφάγα πουλιά με χάλκινες ή σιδερένιες φτερούγες, νύχια και ράμφη, διαθέτοντας την ικανότητα να εκτοξεύουν τα φτερώματα τους σαν βέλη. Κατά μία εκδοχή, αρχικά ζούσαν κοντά στον Αρκαδικό Ορχομενό, από όπου είχαν εκδιωχθεί από τους λύκους καταφεύγοντας μέσω μίας χαράδρας στην λίμνη Στυμφαλία. Εδώ κρυμμένες στους καλαμιώνες και στην πυκνή βλάστηση, είχαν γίνει μάστιγα για τους κατοίκους, τα κοπάδια και τις σοδειές. Η εξόντωση τους ανατέθηκε στον Ηρακλή που έπρεπε πρώτα να βρει ένα τρόπο για τις βγάλει από τις κρυψώνες τους. Την λύση στο πρόβλημα έδωσε η θεά Αθηνά, χαρίζοντας του δύο χάλκινα κρόταλα, σφυρηλατημένα στο εργαστήριο του θεού Ήφαιστου. Ο ήρωας ανέβηκε σε ένα ύψωμα δίπλα στην λίμνη και άρχισε να χτυπάει τα κρόταλα, αναγκάζοντας τις επάρατες όρνιθες να ξεπροβάλλουν τρομοκρατημένες κατά χιλιάδες μέσα από τα φυλλώματα και τις λόχμες. Έπειτα πήρε το τόξο του και σκότωσε τις περισσότερες με τα βέλη του. Όσα πουλιά απέμειναν πέταξαν για κάποιο μακρινό προορισμό(6) και έτσι η περιοχή απαλλάχτηκε από τις καταστροφές που προξενούσαν. Τέλος, ο Ηρακλής πρόσφερε στην αρωγό του θεά Αθηνά, μερικές από τις θανατωμένες όρνιθες ως ευχαριστήριο τρόπαιο. Ο γνώριμος μας Παυσανίας μνημονεύει το ανδραγάθημα του Ηρακλή και παραθέτει κάποια στοιχεία για την προέλευση των Στυμφαλίδων ορνιθών, προσδίδοντας μία ενδιαφέρουσα λαογραφική χροιά στην αφήγηση του(7):

Εικόνα 5: Άποψη του κεντρικού τμήματος της λεκάνης της λίμνης Στυμφαλίας από το ύψωμα της αρχαίας ακρόπολης, με φόντο την ορεινή τοποθεσία της «Γιδομάνδρας» στις βορειοανατολικές εκφάνσεις της οροσειράς του Ολίγυρτου.

 «Γίνεται λόγος πως κάποτε στα ύδατα της Στυμφάλου ζούσαν ανθρωποφάγες όρνιθες. Λέγεται ότι αυτές τις όρνιθες κατατόξευσε ο Ηρακλής. Ο δε Πείσανδρος από την Κάμειρο υποστηρίζει πως εκείνος δεν φόνευσε τις όρνιθες, αλλά εκδίωξε αυτές με τον ήχο κροτάλων. Η δε έρημος στην γη των Αράβων, έκτος των άλλων θηρίων, έχει και τις καλούμενες Στυμφαλίδες όρνιθες, οι οποίες για τους ανθρώπους δεν είναι ημερότερες από τους λέοντες και τις παρδάλεις.
 Όταν φτάνουν κάποιοι για να κυνηγήσουν, αυτές πετούν εναντίον τους, πληγώνοντας τους με τα ράμφη τους και τους σκοτώνουν. Όποια θωράκιση και να φορούν οι άνθρωποι, από χαλκό ή σίδηρο, οι όρνιθες την διατρυπούν. Αν όμως ενδυθούν με μία εσθήτα κατασκευασμένη από παχύ πλεγμένο φλοιό, τότε τα ράμφη των Στυμφαλίδων γαντζώνονται στην εσθήτα από φλοιό, όπως οι πτέρυγες των μικρών πουλιών κολλάνε στον ιξό(8). Οι όρνιθες στο μέγεθος είναι όσο οι γερανοί, μοιάζοντας με ίβεις(9), όμως φέρουν δυνατότερα ράμφη και όχι γυριστά, όπως αυτά των ίβεων.
 Αν και οι Αραβικές όρνιθες που έχουν το όνομα εκείνων της κάποτε Αρκαδίας, κατά εμένα, είναι και του ίδιου είδους, αυτό δεν το γνωρίζω. Αν κατά την διάρκεια των αιώνων, οι Στυμφαλίδες μένουν πάντα οι ίδιες, όπως οι αετοί και τα γεράκια, τότε μου φαίνεται πως οι όρνιθες αυτές είναι θρέμμα Αραβικό και θα ήταν δυνατόν μία μοίρα από αυτές να αφίχθηκε στην Στύμφαλο της Αρκαδίας. Οι δε Άραβες εξ’ αρχής θα τις αποκαλούσαν κάπως αλλιώς και όχι Στυμφαλίδες. Εντούτοις, η δόξα του Ηρακλή και η υπεροχή του Ελληνικού στοιχείου προ του βαρβαρικού νίκησαν(10), έτσι ώστε στις μέρες μας και αυτές της ερήμου των Αράβων να ονομάζονται Στυμφαλίδες.»

Εικόνα 6: Ο Ηρακλής εξολοθρεύει τις Στυμφαλίδες όρνιθες. Παράσταση σε μελανόμορφο αμφορέα. Περίπου 530 π. Χ. (Βρετανικό μουσείο του Λονδίνου).

 Η εξολόθρευση των Στυμφαλίδων ορνιθών από τον Ηρακλή ήταν ένα αληθινό γεγονός; Κατά πόσο υπήρξαν πράγματι τα όντα αυτά; Πάνω σε αυτά τα ερωτήματα έχουν εκφραστεί αρκετές εκκεντρικές απόψεις. Ίσως στην λίμνη Στυμφαλία να ζούσε ένα μεγάλο πλήθος από κάποιο είδος μεγαλόσωμων επιθετικών πτηνών, παρόμοια με αυτά της Αραβικής ερήμου που αναφέρονται από τον Παυσανία, τα οποία να εφορμούσαν απρόκλητα και να δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στους κατοίκους και στο οικοσύστημα της λιμναίας τοποθεσίας. Εξάλλου, σε ένα αμφορέα του 6ου αιώνα π. Χ., όπου παριστάνεται ο συγκεκριμένος άθλος του Ηρακλή, οι Στυμφαλίδες όρνιθες φιλοτεχνούνται σαν πελαργόμορφα πουλιά, φανερώνοντας ότι η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για την όψη τους προσέγγιζε πολύ αυτή του Παυσανία, αρκετούς αιώνες πριν από αυτόν. Ενδεχομένως να επρόκειτο για ένα ογκώδες σμήνος αποδημητικών πτηνών, που για άγνωστο να εγκλωβίστηκε στην λίμνη προσπαθώντας να επιβιώσει με κάθε τρόπο από εγχώριους πόρους, δημιουργώντας πολλαπλά περιβαντολλογικά προβλήματα, ώσπου άρχισε να αποδεκατίζεται από την ασιτία και το κυνήγι από τους γηγενείς. Μόλις δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες, το εναπομένον σμήνος αναχώρησε για μία προσφορότερη τοποθεσία και αυτή η φυγή τους να προσομοιάστηκε με την οριστική εκδίωξη τους από τον Ηρακλή, ο οποίος ως φυσικό πρόσωπο μπορεί να ήταν ο δεινότερος θηρευτής των ορνιθών. Αυτή η θεωρητική εξήγηση έχει μία υποτυπώδη λογική βάση, καθώς το οικοσύστημα της σημερινής λίμνης Στυμφαλία αποτελεί ένα ειδυλλιακό υδροβιότοπο(11) και ασφαλή μεταναστευτικό σταθμό για αρκετά είδη αποδημητικών πουλιών. Σε κάθε περίπτωση, η παράδοση της εξόντωσης των Στυμφαλίδων ορνιθών συνέδεε διαχρονικά την αρχαία Στύμφαλο με την φυσιογνωμία του Ηρακλή, ενός ήρωα πανελλήνιας εμβέλειας και στη πόλη τελούνταν εορταστικές τελετές σε ανάμνηση του άθλου του.

Εικόνα 7: Αεροφωτογραφία ενός οικιστικού συγκροτήματος της αρχαίας Στυμφάλου, που ανακαλύφθηκε στις νεότερες ανασκαφές αμέσως μετά το ανατολικό άκρο του λόφου της ακρόπολης.

 Ορισμένοι διατείνονται ότι κατά την «Μυκηναϊκή» εποχή είχαν πραγματοποιηθεί τεχνικά έργα για την αποξήρανση της λίμνης, χωρίς όμως να διασταυρώνεται αυτή η ελεγχόμενη πληροφορία ή τουλάχιστον να τεκμηριώνεται από την διεξαχθείσα αρχαιολογική έρευνα, παραμένοντας στο επίπεδο της μάλλον επουσιώδους φημολογίας. Το βέβαιο είναι πως οι Στυμφάλιοι έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, που τοποθετείται χρονικά περί τα τέλη του 13ου με αρχές του 12ου αιώνα π. Χ.. Η αρχαία Στύμφαλος μνημονεύεται από τον Όμηρο στην «Ιλιάδα»(12) μαζί με άλλες Αρκαδικές πόλεις των περιοχών περί το όρος Κυλλήνη, που συμμετείχαν στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας με αρχηγό τον βασιλιά της Τεγέας Αγαπήνορα, γιό του Αγκαίου και έναν από τους μνηστήρες της ωραίας Ελένης. Οι άνδρες του Αρκαδικού σώματος ήταν λογχοφόροι και έμπειροι πολεμιστές, όπως τους περιγράφει ο επικός ποιητής. Μάλιστα, ο άνακτας των Μυκηνών Αγαμέμνονας τους διέθεσε 60 εύδρομα πλοία, επειδή σαν ορεσίβιοι δεν ήταν εξοικειωμένοι με την ναυσιπλοΐα.
 Αρκετούς αιώνες μετά τον Τρωικό πόλεμο, απαντάμε ξανά την Στύμφαλο στις ιστορικές πηγές και στο έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις»(13). Γύρω στο 411 π. Χ., ο γιός του θανόντα βασιλιά της Περσίας Δαρείου, Κύρος ο νεότερος, ήρθε σε σύγκρουση με τον αδερφό του Αρταξέρξη Β’, λόγω των ταπεινώσεων που υπέστη από αυτόν και συγκέντρωσε ένα μεγάλο στράτευμα για τον εκδικηθεί. Ο Πέρσης πρίγκιπας στρατολόγησε και μία δύναμη 13.000 Ελλήνων μισθοφόρων οπλιτών, υπό την ηγεσία του Πελοποννήσιου Κλέαρχου, ο οποίος επέλεξε προσωπικά πολλούς από τους στρατηγούς του, ανάμεσα τους και τον φίλο του, Σοφαίνετο από την Στύμφαλο, που κατέφτασε στις Σάρδεις επικεφαλής 1.000 οπλιτών. Στο Ελληνικό τμήμα έσπευσε να δηλώσει συμμετοχή και ο Αθηναίος Ξενοφώντας, που κατέγραψε λεπτομερώς τις πολεμικές επιχειρήσεις, αν και τα γεγονότα της εκστρατείας τα είχε πραγματευτεί μάλλον πρωτύτερα και ο Σοφαίνετος, ωστόσο η επικράτησε η συγγραφική εκδοχή του πρώτου.

Εικόνα 8: Αποτύπωση αργυρού νομίσματος της αρχαίας Στυμφαλίας. Στον εμπροσθότυπο φέρει ολόσωμη παράσταση του Ηρακλή σε νεαρή ηλικία, κρατώντας ρόπαλο, τόξο και λεοντή και την επιγραφή «ΣΤΥΜΦΑΛΙΩΝ – ΣΟ». Στον δε οπισθότυπο εμφανίζεται μία δαφνοστεφανωμένη γυναικεία μορφή(14).

 Μετά την μάχη κοντά στα Κούναξα και τον θάνατο του Κύρου, το Ελληνικό μισθοφορικό σώμα περιήλθε σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, εντός μιάς άγνωστης και εχθρικής χώρας και χωρίς συμπαραστάτες, αφού εγκαταλείφθηκε από το συμμαχικό Περσικό στράτευμα. Επιπρόσθετα, ο Πέρσης στρατηγός Τισσαφέρνης συνέλαβε με δόλο τον Κλέαρχο και πολλούς Έλληνες διοικητές και τους εκτέλεσε. Τότε όμως έλαμψε η ανδρεία και το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων οπλιτών, οι οποίοι εκτέλεσαν ένα ανυπέρβλητο κατόρθωμα. Παραμένοντας ενωμένοι, εξέλεξαν νέα ηγεσία και ξεκίνησαν μία συγκλονιστική πορεία προς τον Εύξεινο Πόντο, πολεμώντας διαρκώς τους Πέρσες και άλλες βαρβαρικές φυλές της ενδοχώρας. Φτάνοντας στα δύσβατα όρη των Καρδούχων, οι Έλληνες μισθοφόροι αριθμούσαν 9.800 άνδρες, με επικεφαλής τον Χειρίσοφο και τον Ξενοφώντα, λαμβάνοντας από τους αρχαίους ιστορικούς και ρήτορες την χαρακτηριστική ονομασία «Μύριοι» και το εγχείρημα τους να βρεθούν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου αποκαλέστηκε η «Κάθοδος των Μυρίων»(15). Σε εκείνη την αφιλόξενη ορεινή περιοχή, δέχονταν καθημερινά τις αιφνιδιαστικά πλήγματα από τους σκληροτράχηλους Καρδούχους, με αποτέλεσμα να καθηλωθούν. Όταν οι Έλληνες αρχηγοί αναζήτησαν γενναίους εθελοντές, προκειμένου να αναλάβουν μία επικίνδυνη αποστολή αναγνώρισης σε κρυφή διάβαση, προθυμοποιήθηκαν τέσσερις Αρκάδες, εκ των οποίων ο ένας ήταν ο λοχαγός Αγασίας ο Στυμφάλιος. Ο τελευταίος επέδειξε το ίδιο ανδρείο πνεύμα και στην χώρα των Ταόχων, όπου μία δική του παρορμητική ενέργεια οδήγησε στην κατάληψη ενός απότομου περάσματος, προκαλώντας την έκπληξη στους εχθρούς, σε σημείο που σταμάτησαν να ρίχνουν βράχους εναντίον των Ελλήνων για τους αναχαιτίσουν. Στην συμπλοκή σκοτώθηκε ένας άλλος Στυμφάλιος, ο λοχαγός Αινείας, ο οποίος βλέποντας ένα βάρβαρο να τρέχει για να πέσει στον γκρεμό, όπως άλλωστε έκαναν και οι υπόλοιποι εχθροί πάνω στην απελπισία τους, αποπειράθηκε να τον πιάσει επειδή φορούσε ωραία στολή, αλλά εκείνος τον παρέσυρε και κατακρημνίστηκαν και οι δύο. Ο δε Αγασίας διακατέχονταν από υψηλό αίσθημα συναδελφικότητας, έχοντας ενεργό ρόλο στις υποθέσεις του Ελληνικού στρατεύματος και επιδεικνύοντας ζήλο για την διατήρηση της ενότητας του. Αυτοί οι τρεις επώνυμοι Στυμφάλιοι, ο Σοφαίνετος, ο Αγασίας και ο Αινείας, φανερώνουν ότι οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής ήταν εξαιρετικοί πολεμιστές, διαθέτοντας σπάνιες στρατιωτικές αρετές.

Εικόνα 9: Άποψη του σωζόμενου τμήματος του ακροπύργιου προμαχώνα, επί της κορυφής του υψώματος της ακρόπολης της αρχαίας Στυμφάλου.

 Κατά την Κλασσική και Ελληνιστική εποχή, η πόλη της Στυμφάλου δεν φαίνεται να υπήρξε το επίκεντρο ένοπλων συγκρούσεων, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν σε αρκετά στρατηγική θέση επί ενός ορεινού δρομολογίου από την Σικυώνα προς την Αρκαδία, αλλά και την Αργολίδα. Οι πολίτες της μάλλον ζούσαν ειρηνικά εντός των τειχών, κατατριβόμενοι με τις καθημερινές ασχολίες τους και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως περιζήτητοι μισθοφόροι, καθώς ήταν φημισμένοι για την μαχητική τους δεινότητα. Μία πολιτική αλλαγή επέρχεται στα 234 π. Χ., όταν η Στύμφαλος προσχωρεί στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Τον 2ο αιώνα π. Χ., ο Ρωμαϊκός επεκτατισμός απλώνει τα πλοκάμια του στον Ελληνικό χώρο και η ήσυχη ζωή της πόλης έμελλε να διαταραχθεί συθέμελα. Ο ύπατος Λεύκιος Μόμμιος νικάει τον συνασπισμό των Αχαιών και Αρκάδων το 146 π. Χ., στην καθοριστική μάχη της Λευκόπετρας στην τοποθεσία του Ισθμού, θέτοντας τον Ελληνισμό υπό την ολοκληρωτική κυριαρχία της Ρώμης. Αφού ισοπέδωσαν την Κόρινθο, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες προχώρησαν στο εσωτερικό της Πελοποννήσου και μοιραία έφτασαν στην περιοχή της αρχαίας Στυμφάλου. Οι κάτοικοι δεν παραδόθηκαν αμαχητί, αλλά αντιστάθηκαν με σθένος πολεμώντας υπέρ βωμών και εστιών, ώσπου τελικά υπέκυψαν στον ξένο κατακτητή. Η πόλη καταστράφηκε μερικώς και έκτοτε δεν απέκτησε ξανά την προηγούμενη αίγλη της. Εξακολούθησε όμως να υφίσταται στους επόμενους αιώνες, δεχόμενη Ρωμαίους εποίκους σε μικρή κλίμακα, κυρίως περί τα μέσα του 1ου αιώνα π. Χ., όταν ιδρύθηκαν Ρωμαϊκές αποικίες σε διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου με την εγκατάσταση βετεράνων λεγεωνάριων από τον δικτάτορα Ιούλιο Καίσαρα (100 – 44 π. Χ.) και έπειτα από τον αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο (63 π. Χ. – 14 μ. Χ.), οι οποίοι γρήγορα εξελληνίστηκαν.

Εικόνα 10: Η θέση της ιεράς κρήνης (πηγή Βελατσούρι) της αρχαίας Στυμφάλου.

 Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων (68 π. Χ. – 25 μ. Χ.) αναφέρει την Στύμφαλο ως Αρκαδική πόλη και μνημονεύει επιγραμματικά την λίμνη και τον άθλο του Ηρακλή με την εξόντωση των Στυμφαλίδων ορνιθών(16). Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός (76 – 138 μ. Χ.) θέλοντας να υδροδοτήσει την Ρωμαϊκή αποικία της Κορίνθου, κατασκευάζει ένα γιγαντιαίο τεχνικό έργο, το περίφημο «Αδριάνειο υδραγωγείο», διοχετεύοντας σε αυτό νερό από τις πηγές της λίμνης Στυμφαλίας, μέσα από ένα πολύπλοκο σύστημα σηράγγων, σωληνώσεων και δεξαμενών συνολικού μήκους 84 χιλιομέτρων. Περί τα μέσα του 2ου αιώνα μ. Χ., επισκέπτεται την Στύμφαλο ο περιηγητής Παυσανίας και μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την πόλη, που τότε συντάσσονταν πλέον με τους Αργείους, την λίμνη και το ιερό της Αρτέμιδος, σημειώνοντας πως δεν σώζονταν τα τρία ιερά της θεάς Ήρας, τα οποία είχε ιδρύσει ο αρχέγονος οικιστής της Τήμενος. Όμως, ας δούμε την αφήγηση του αρχαίου περιηγητή:

 «Η τωρινή πόλη δεν έχει κανένα από τα τρία προειρημένα ιερά δεν έχει κανένα, έχει όμως τόσα άλλα (να δει κανείς). Στην γη των Στυμφαλίων βρίσκεται πηγή, από την οποία ο αυτοκράτωρ Αδριανός ήγαγε ύδωρ στην Κόρινθο. Στην δε Στύμφαλο την ώρα του χειμώνα από την πηγή σχηματίζεται μια λίμνη, όχι μεγάλη και από αυτή ποιείται ο ποταμός Στύμφαλος. Το θέρος δεν προλιμνάζει τίποτα, αλλά ο ποταμός δημιουργείται απευθείας από την πηγή. Αυτός αφού καταπέσει σε χάσμα της γης (καταβόθρα), αναφαίνεται ξαφνικά στην Αργολίδα μεταβάλλοντας το όνομα του και αντί Στυμφάλου τον καλούν Ερασίνο(17).
 Στη Στύμφαλο υπάρχει και ένα αρχαίο ιερό της Αρτέμιδος Στυμφαλίας, το δε άγαλμα είναι ξόανο και επίχρυσο στα περισσότερα μέρη του. Προς δε την οροφή του ναού είναι πεποιημένες και οι Στυμφαλίδες όρνιθες, αλλά είναι σαφώς δύσκολο να διαγνώσει κανείς αν έχουν κατασκευαστεί από ξύλο ή γύψο. Συμπερασματικά, σε εμένα φαίνονταν να είναι μάλλον από ξύλο και όχι από γύψο. Εκεί υπάρχουν πλασμένες και παρθένες από λευκό λίθο, έχοντας σκέλη ορνιθών και είναι στημένες όπισθεν του ναού.
 Λέγεται δε πως πρόσφατα έγινε ένα τέτοιο θαύμα: Στη Στύμφαλο κατά τα άλλα δεν έδειχναν ζήλο για την εορτή της Αρτέμιδος της Στυμφαλίας και υπερέβαιναν την κανονική τάξη σε πολλά. Έπεσε λοιπόν υλικό στο στόμιο του βαράθρου, που κατέρχεται ο ποταμός (ο οποίος είναι ο Στύμφαλος) αναστέλλοντας την κατάδυση του ύδατος και έτσι λένε πως το πεδίο έγινε λίμνη όσο περίπου τετρακόσια στάδια.
 Ισχυρίζονται ότι ένας θηρευτής καταδίωκε μία έλαφο που έφευγε και το οποίο ρίχτηκε μέσα στο τέλμα. Ο δε θηρευτής άνδρας με θυμό κολύμπησε ακολουθώντας την έλαφο. Έτσι, το βάραθρο υποδέχτηκε και την έλαφο και άνδρα που την ακολουθούσε. Κατόπιν, άρχισε να χύνεται το ύδωρ του ποταμού, ώστε σε μία ημέρα αποξηράνθηκε το ολόκληρο λιμνάζον πεδίο της Στυμφαλίας και ύστερα από αυτό διεξάγουν πλέον με φιλοτιμία την εορτή της Αρτέμιδος»(18).

Εικόνα 11: Τμήμα αρχαίου τείχους στις νότιες παρυφές του υψώματος της ακρόπολης της αρχαίας Στυμφάλου.

 Ο Παυσανίας από όλα τα οικοδομήματα της πόλης αναφέρεται μόνο στο ιερό της θεάς Αρτέμιδος, η λατρεία της οποίας ίσως να διαδέχτηκε αυτήν της θεάς Ήρας. Σύμφωνα με μία μυθολογική εκδοχή, η θεά του κυνηγιού γοητεύτηκε από το παροιμιώδες φυσικό κάλλος της Στυμφαλίας και αποφάσισε να δημιουργήσει εδώ το επίγειο βασίλειο της. Άλλωστε, έχαιρε ιδιαίτερων τιμών από τους Αρκάδες ως εφέστια θεά. Ειδικότερα, στην επικράτεια της Αρκαδίας λατρεύονταν ως προγονική θεά, καθώς θεωρούσαν πως από την ένωση της με τον Δία προήλθε ο γενάρχης τους Αρκάς. Στο ύψωμα της ακρόπολης της αρχαίας Στυμφάλου, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τα λείψανα ενός ιερού, το οποίο εκτιμάται ότι ήταν αφιερωμένο στην Πολιάδα Αθηνά, αν και παραδόξως ο σχολαστικός Παυσανίας δεν το μνημονεύει καθόλου. Επίσης, στις γύρω ορεινές περιοχές λατρεύονταν και άλλες θεότητες όπως ο Ερμής, καρπός του έρωτα του Διά με την Μαία, μία από τις επτά Πλειάδες και κόρες του Άτλαντα. Μόλις τον γέννησε η μητέρα του σε ένα άντρο του όρους Κυλλήνη όπου κατοικούσε, αμέσως παρέλαβαν το βρέφος οι νύμφες, το μετέφεραν στο γειτονικό όρος Τρίκρηνα στα Φενεατικά βουνά και το έλουσαν στις τρεις ιερές κρήνες, οι οποίες έκτοτε λογίζονταν ως ιερές πηγές του αγγελιοφόρου των θεών. Ο δε τραγοπόδαρος Πάνας, γιός του Ερμή και της νύμφης Δρυόπης, λατρεύονταν και αυτός με την σειρά του στις αρχαίες κώμες της Κυλλήνης ως προστάτης των ποιμένων και οι δασωμένες πλαγιές της λογίζονταν ως τα αγαπημένα ιερά άλση του. Καταλήγοντας και πάλι στην διήγηση του Παυσανία για την Στύμφαλο, θα τολμήσω να υποθέσω για το αναφερόμενο ως βάραθρο που χύνονταν ο ομώνυμος ποταμός, πως πρόκειται για την υφιστάμενη καταβόθρα στην νοτιοδυτική άκρη της λίμνης, στις παρυφές της τοποθεσίας «Γιδομάνδρα».

Εικόνα 12: Άποψη των ερειπίων του κτιριακού συμπλέγματος, που θεωρείται ως ιερό της Πολιάδας Αθηνάς, περί το μέσο της νότιας πλευράς του υψώματος της ακρόπολης της αρχαίας Στυμφάλου.

 Τους επόμενους αιώνες η αρχαία πόλη παρακμάζει ραγδαία και φαίνεται πως εγκαταλείπεται εντελώς, κατά την διάρκεια της Πρωτοβυζαντινής εποχής για αδιευκρίνιστο λόγο. Δεν αποκλείεται αυτή η απερήμωση να εξηγείται από μία ανελέητη λεηλασία της τοποθεσίας, κατά την θυελλώδη εισβολή του Γότθου ηγεμόνα Αλάριχου στην Πελοπόννησο στα 395 – 396 μ. Χ., αλλά και σε μεταγενέστερες ληστρικές επιδρομές Σλαβικών φύλων, οι οποίες ώθησαν τους Στυμφάλιους να μετοικήσουν σταδιακά σε ασφαλέστερα ορεινά μέρη του όρους Κυλλήνη τους επόμενους αιώνες. Εκτός από αρκετές πρωτοχριστιανικές ταφές του 5ου – 6ου αιώνα μ. Χ., δεν έχουν ανευρεθεί μέχρι τώρα κάποια λείψανα από Χριστιανικούς ναούς εκείνης της περιόδου, ενισχύοντας την άποψη περί μη ύπαρξης οργανωμένου οικισμού εντός της περιφέρειας του αρχαιολογικού χώρου ύστερα από αυτή την περίοδο, ενώ σε αυτό συνηγορεί και η απουσία μεσαιωνικών οχυρώσεων.

Εικόνα 13: Κατάλοιπα ενός αμυντικού πύργου του οχυρωματικού περιβόλου της αρχαίας Στυμφάλου, στο πεδινό μέρος ανάμεσα στον λόφο της ακρόπολης και του οικισμού Κιόνια. Στο βάθος διακρίνεται το Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας.

 Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1204 και την επακόλουθη κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους, σε κοντινή απόσταση από το βόρειο άκρο της ήδη ερειπωμένης αρχαίας Στυμφάλου, εγκαθίστανται Ρωμαιοκαθολικοί μοναχοί του θρησκευτικού τάγματος των Κιστερκιανών και ιδρύουν την μονή Ζαρακά. Η θεμελίωση του οχυρωμένου μοναστηριακού συγκροτήματος τοποθετείται περί το 1225 και αναφέρεται στην Παπική αλληλογραφία, καθώς και στους καταλόγους της γενικής συνόδου του Κιστερκιανού τάγματος έως το 1260, αλλά πριν το 1276 εκτιμάται ότι σταμάτησε να λειτουργεί. Για την κατασκευή της εκκλησίας των λοιπών κτισμάτων έγινε εκτεταμένη χρήση ογκολιθικών δόμων από τα απομεινάρια της αρχαίας πολίχνης, που παρείχαν αφθονία σε κατεργασμένο οικοδομικό υλικό. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι αρχαίοι λίθοι προέρχονται από τον ιερό της Αρτέμιδος Στυμφαλίας, που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση ή ακόμα πως η μονή του Δυτικού δόγματος ανεγέρθηκε ακριβώς πάνω στην θέση του Ελληνικού ιερού. Όμως, αυτές οι εκδοχές δεν μπορούν να πιστοποιηθούν με ασφάλεια, λόγω της έλλειψης επιγραφικών ευρημάτων. Με την πάροδο του χρόνου, τα κτίσματα της μονής μετατράπηκαν μοιραία σε ερείπια και διασώθηκαν μόνο τα επιβλητικά απομεινάρια των τοίχων της Γοτθικής εκκλησίας και του πυργοειδούς πυλώνα, προσελκύοντας το βλέμμα των διερχόμενων από τον οικισμό Κιόνια, ο οποίος κατά μία εκδοχή προσέλαβε την ονομασία του από τα διάσπαρτα μέλη αρχαίων κιόνων στην τοποθεσία ή από τους κατακερματισμένους σφονδύλους των μεσαιωνικών κιονοστοιχιών στο εσωτερικό του μοναστηριακού ναού.

Εικόνα 14: Άποψη της ερειπωμένης Ρωμαιοκαθολικής μονής Ζαρακά. Για την ανέγερση της χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό από τα ερείπια της παρακείμενης πολίχνης της αρχαίας Στυμφάλου.

 Οι πρώτες ανασκαφές στον χώρο, σχετικά περιορισμένης κλίμακας, έλαβαν χώρα μεταξύ των ετών 1924 – 1931 από τον διαπρεπή αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο, για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, κυρίως στην έκταση κάτω από την νότια κλιτύ του λόφου της ακρόπολης. Τότε εντοπίστηκαν τμήματα των οχυρώσεων, ο τομέας της αγοράς, τα θεμέλια ενός οικοδομήματος με κυκλικό τοίχο, κατάλοιπα ναών, η ιερά κρήνη, η νοτιοανατολική πύλη της πολίχνης, και ταυτοποιήθηκε το κοίλο του αρχαίου θεάτρου με τα λαξευμένα εδώλια στον συμπαγή βράχο. Οι εργασίες του Έλληνα επιστήμονα στην Στύμφαλο σταμάτησαν όταν ανέλαβε την ανασκαφή της αρχαίας Σικυώνας και τα αποτελέσματα τους δημοσιεύτηκαν μόνο υπό μορφή συνοπτικών πρακτικών.
 Νέες αρχαιολογικές έρευνες διενεργήθηκαν πιο μεθοδικά το χρονικό διάστημα από το 1982 έως το 2002, με μέριμνα του Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών υπό την διεύθυνση του καθηγητή Hector Williams από το Πανεπιστήμιο «British Columbia» του Βανκούβερ, με την αγαστή συνεργασία της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς του εξωτερικού. Αρχικά, τις θερινές περιόδους της τριετίας 1982 – 1984 πραγματοποιήθηκε μία σειρά τοπογραφικών και γεωφυσικών εξετάσεων, ξεκινώντας με την λεπτομερή χαρτογράφηση όλων των ορατών οικοδομικών καταλοίπων στην τοποθεσία. Με την χρησιμοποίηση εξελιγμένων μηχανημάτων ανάλυσης της στρωματογραφίας του υπεδάφους (μαγνητομετρικής διασκόπησης και ηλεκτρικής τομογραφίας) εντοπίστηκαν τα ίχνη του αστικού ιστού της αρχαίας πόλης, κάτω από τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Από τα εξαχθέντα δεδομένα διαπιστώθηκε ότι, η Στύμφαλος είχε μία προσεκτικά μελετημένη ρυμοτομία, επανασχεδιασμένη στα πρότυπα του Ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος(19), γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ., δηλαδή προς το τέλος της Κλασσικής εποχής (490/480 – 323 π. Χ.). Σύμφωνα με τον Καναδό καθηγητή, η ανάπλαση αυτή ενδέχεται να έγινε μετά τις ήττες των Σπαρτιατών από τους Θηβαίους στα Λεύκτρα το 371 και στην Μαντινεία το 362 π. Χ., στα πλαίσια μιας γενικότερης αναδιοργανωτικής τάσης στην Πελοπόννησο. Εντός του οχυρωματικού περιβόλου, οι εργολάβοι δημιούργησαν ένα τυποποιημένο πλέγμα από κάθετους οδούς (Β-Ν), κατά βάση πλάτους 6 μέτρων, που διασταυρώνονταν από μερικές φαρδύτερες εγκάρσιες λεωφόρους (Α-Δ), πλάτους 8 μέτρων. Τα οικοδομικά τετράγωνα ήταν μακρόστενα, συνήθως πλάτους έως 30 μέτρων και μήκους πάνω από 100 μέτρα και εκτείνονταν βόρεια και ανατολικά του λόφου της ακρόπολης.

Εικόνα 15: Το πεδινό μέρος ανάμεσα στο ύψωμα της ακρόπολης και τον σημερινό οικισμό Κιόνια στο βάθος, που καταλαμβάνονταν από τον πολεοδομικό ιστό της αρχαίας Στυμφάλου. Στον φωτογραφία διακρίνονται θεμελιώσεις κτισμάτων στο έμπροσθεν ακαλλιέργητο αγροτεμάχιο.

 Οι συστηματικές ανασκαφές δρομολογήθηκαν το 1990, όταν η Αρχαιολογική Εταιρεία των Αθηνών μεταβίβασε την αποκλειστικότητα των εργασιών στο Καναδικό Ινστιτούτο και στην 37η Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του Ναυπλίου. Από το 1992 διενεργήθηκαν οκτώ θερινοί κύκλοι ανασκαφικών εργασιών έως το 2002 σε δεκαπέντε διαφορετικούς τομείς της αρχαίας πόλης, συμπεριλαμβανομένων και των θέσεων που ερεύνησε ο Αναστάσιος Ορλάνδος. Οι ανασκαφές επιβεβαίωσαν τις ενδείξεις των γεωφυσικών ερευνών, αποκαλύπτοντας οικίες, επιστρωμένες οδούς με παράπλευρους οχετούς, οχυρώσεις, ένα κτίριο θεατρικής σκηνής της Ελληνιστικής εποχής (323 – 146 π. Χ.), αρκετές αδιευκρίνιστες κατασκευές και πέντε μικρά πρωτοχριστιανικά κοιμητήρια, ενώ απέδωσαν πολλά κινητά ευρήματα. Παράλληλα, πιστοποιήθηκε η κατοίκηση της Στυμφάλου από την Υστεροελλαδική εποχή, με την ανεύρεση «Μυκηναϊκών» κεραμικών οστράκων και πιστοποιήθηκε ο εποικισμός της στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου. Πάντως η αρχαιολογική δραστηριότητα έχει πλέον ανασταλεί επ’ αόριστον, με αποτέλεσμα η σπουδαία πολίχνη να κρατάει σφαλισμένα τα μυστικά της. Το μεγαλύτερο μέρος του αστικού ιστού βρίσκεται ακόμα θαμμένο στο έδαφος, ενώ θα έπρεπε να είχε αναδειχθεί μέσα από ένα φιλόδοξο ανασκαφικό πρόγραμμα, αποτελώντας έναν οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο, σε άμεση διασύνδεση με την μεσαιωνική μονή Ζαρακά και το Μουσείο περιβάλλοντος της λίμνης Στυμφαλίας. Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος για την αρχαία Στύμφαλο, που θα παρατεθεί σε επόμενο άρθρο του γράφοντος, θα επιχειρηθεί μία εκτενής περιγραφή των σωζόμενων οικοδομικών καταλοίπων και των οχυρώσεων, με σκοπό να δοθεί έμφαση στην προβολή αυτών των παραμελημένων μνημείων.

Εικόνα 16: Αεροφωτογραφία του λατρευτικού χώρου της ιεράς κρήνης στο μέσο των νότιων καταπτώσεων του λόφου της ακρόπολης της αρχαίας Στυμφάλου (θέση πηγής «Βελατσούρι»).

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΛΙΜΝΗ ΣΤΥΜΦΑΛΙΑ

 Η λίμνη της Στυμφαλίας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους της Ελλάδας. Η λεκάνη της σχηματίζεται σε υψόμετρο 600 μέτρων και η έκταση της φτάνει την άνοιξη τα 7.700 στρέμματα, ενώ στο τέλος του καλοκαιριού περιορίζεται στα 3.500 στρέμματα. Έχει συμβεί να αποξηρανθεί εντελώς στο παρελθόν, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, όπως τα έτη 1978 – 79, 1989 – 1990 και το 1993. Στην αρχαιότητα η λίμνη δεν είχε την παρούσα μορφή της, αλλά από το μέσο του λεκανοπεδίου διέρχονταν η κοίτη του ποταμού Στύμφαλου, που οι όχθες του πλαισιώνονταν από έλη και περιοδικά σχημάτιζαν μία ενιαία υδάτινη επιφάνεια. Όταν αποστραγγίστηκε η λίμνη Πελλήνη στον κάμπο του Κλημεντοκαισαρίου στα 1884 – 1885, τα ύδατα της διοχετεύτηκαν κυρίως προς το πεδινό μέρος της Στυμφαλίας μέσω της επονομαζόμενης σήραγγας «Παππαρηγόπουλου», η οποία διανοίχτηκε στο ύψωμα Λαγοβούνι. Μετά από αυτή την ενέργεια, ανέβηκε ο υδροφόρος ορίζοντας της εκείθεν ελώδους περιοχής και πλημμύρισαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, προκαλώντας την μάταιη αντίδραση των ντόπιων αγροτών. Έτσι λοιπόν, από ένα κάπως πλημμελώς σχεδιασμένο τεχνικό έργο, δημιουργήθηκε η σημερινή υδρολογική λεκάνη που εκτείνεται κάτω από το βορειοανατολικό άκρο της οροσειράς του Ολίγυρτου (περιοχή Γιδομάνδρας).

Εικόνα 17: Ο σφηκιάρης είναι ένα από τα πουλιά που διαβιώνουν στους καλαμιώνες της λίμνης Στυμφαλίας.

 Η λίμνη της Στυμφαλίας τροφοδοτείται από τους χείμαρρους του Καστανιώτικου, της Δροσοπηγής, της Λαύκας και του Λυκορέµατος, καθώς και από την πηγή «Βελατσούρι» στην ιερά κρήνη της αρχαίας Στυμφάλου. Ωστόσο, μεγάλο μέρος των υδάτων της λίμνης και των γύρω τοπικών πηγών, όπως αυτές του οικισμού Δρίζα, άγεται στον λεγόμενο «Βοχαϊκό χάνδακα», που διανοίγεται κάθετα κοντά στην νοτιοανατολική όχθη και κατασκευάστηκε για την διοχέτευση τους απευθείας στην σήραγγα του Αδριάνειου υδραγωγείου στη θέση «Σιούρι», ενώ χρησιμοποιούνται και για την άρδευση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Επιπλέον μία ενδεχόμενη υπερχείλιση της λίμνης δύναται να εμποδιστεί από τις υφιστάμενες φυσικές καταβόθρες, δηλαδή της «Φόρτσας» που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση δυτικά του αρχαιολογικού χώρου και της «Γιδομάντρας» στη νοτιοδυτική άκρη της λίμνης.

Εικόνα 18: Ο καλαμόκιρκος είναι ένα από τα πουλιά της σημαντικής ορνιθοπανίδας της λίμνης Στυμφαλίας.

 Η λίμνη της Στυμφαλίας είναι μία από τις ελάχιστες ορεινές ευτροφικές λίμνες της χώρας και συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των Σημαντικών Περιοχών για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΠΕ) της Ορνιθολογικής Εταιρείας, παρουσιάζοντας μεγάλη οικολογική βιοποικιλότητα. Στους καλαμιώνες της ενδημούν περισσότερα από 160 είδη ορνιθοπανίδας, με χαρακτηριστικότερα πουλιά τον μικροτσικνιά, τον πορφυροτσικνιά, τον σφηκιάρη, τον καλαμόκιρκο, την πετροπέρδικα και τις φαλαρίδες. Στα νερά της υπάρχουν ψάρια, κυρίως κέφαλοι και κυπρίνοι, αν και έχει παρατηρηθεί μείωση στον πληθυσμό τους τα τελευταία χρόνια. Εκείνο όμως που κάνει ξεχωριστή την λίμνη είναι ότι εδώ συναντάται ένα σπάνιο είδος μικρού ψαριού το τσιρόνι ή ντάσκα (Pseudophoxinus stymphalicus stymphalicus), με μήκος 6 εκατοστά, που διαβιεί μόνο σε καθαρό υδάτινο περιβάλλον και το οποίο συγκαταλέγεται στο «Κόκκινο Βιβλίο» των απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών. Επιπλέον, είναι ο νοτιότερος ορεινός υγρότοπος των Βαλκανίων, αποτελώντας βασικό μεταναστευτικό σταθμό πλήθους αποδημητικών πτηνών στην πορεία τους προς την Βόρεια Αφρική, όπως αρκετά είδη ερωδιού, χαλκόκοτες, γερογλάρονα, μαυρογλάρονα, νυκτοκόρακες και βαλτόκιρκους. Σε αυτό τον υπέροχο υδροβιότοπο φωλιάζουν και πολλά υδρόβια ζώα, αμφίβια και ερπετά. Η δε ευρύτερη περιοχή σε μία έκταση 13.090 στρεμμάτων, έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Ειδικών Ζωνών Διατήρησης της Φύσης 2000 (NATURA 2000).

Εικόνα 19: Το μικρό ψάρι Pseudophoxinus stymphalicus stymphalicus, που απαντάται στα νερά της λίμνης Στυμφαλίας, από την οποία έχει πάρει και την επιστημονική ονομασία του.

 Στην τοποθεσία «Σκάλα», πάνω από το βορειοδυτικό άκρο της λίμνης, έχει δημιουργηθεί πρόσφατα το Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας, με σκοπό να αναδείξει σε δύο θεματικές ενότητες στις αίθουσες του, την οικολογική σπουδαιότητα της υδρολογικής λεκάνης της Στυμφαλίας και την αρμονική αλληλεξάρτηση των κατοίκων της περιοχής με την φύση, μέσα από τις καθημερινές ασχολίες τους. Στην πρώτη εκτίθενται εικόνες και ίχνη ζώων, αρκετά είδη της λιμναίας χλωρίδας, διάφορα πετρώματα και μερικά αρχαιολογικά ευρήματα. Στην δεύτερη ενότητα επιδεικνύονται οι δραστηριότητες των κατοίκων, άρρηκτα συνδεδεμένες με το τοπικό περιβάλλον, όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, το ψάρεμα και το κυνήγι. Τέλος, στον εκθεσιακό χώρο παρουσιάζεται μία τομή της λίμνης, σε μορφή ενυδρείου, όπου μπορεί κανείς να γνωρίσει την ιχθυοπανίδα της.

 

Εικόνα 20: Άποψη των θεμελιώσεων του πυργοειδούς προμαχώνα (ακροπύργιο) στην κορυφή του λόφου της ακρόπολης της αρχαίας Στυμφάλου. Διακρίνεται το Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας στην απέναντι τοποθεσία σκάλα.


Κείμενο – Επιλογή φωτογραφιών:

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com

13 Ιανουαρίου 2017

Οι εικόνες 4, 7, 16, 17 και 18 αποτελούν φωτογραφίες που αναπαράγονται σε διάφορες διαδικτυακές πηγές, ενώ οι υπόλοιπες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του γράφοντος.


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

 1. Η ιστορία και η περιγραφή της Ρωμαιοκαθολικής μονής Ζαρακά των Κιστερκιανών μοναχών, παρουσιάζεται σε ιδιαίτερο άρθρο του γράφοντος στο ιστολόγιο www.parakato.gr.
 2. Κατά την μυθολογική παράδοση, ο Αρκάς υπήρξε γιός και διάδοχος του Νύκτιμου και εγγονός του Λυκάονα, του πρώτου βασιλιά της Αρκαδίας, ο οποίος με την σειρά του ήταν γιός του Πελασγού, του μυθικού γενάρχη του φύλου των Πελασγών. Από τον Αρκά μετονομάστηκε το κράτος που βασίλευε από Πελασγία σε Αρκαδία.
 3. Ο θρύλος για το άγαλμα του Αίπυτου αναφέρεται στο βιβλίο «Η Φενεός ανά τους αιώνες» του Τάκη Μπουγιούκου, εκδόσεις «Σείριος», 1975.
 4. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», «Αρκαδικά», κεφάλαιο XXIΙ, εδάφια 1 και 2. Η απόδοση των εδαφίων από τα αρχαία στα νέα Ελληνικά έγινε από τον γράφοντα, με προσπάθεια να μην υπάρξει μεγάλη απόκλιση από την φρασεολογία του πρωτότυπου κειμένου. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα αποσπάσματα από τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων του παρόντος άρθρου.
 5. Η εμφάνιση του Ηρακλή ως φυσικού προσώπου εντός του χρονικού πλαισίου του 13ου αιώνα π. Χ., προκύπτει από την εξέτασης της διαδοχής των βασιλικών γενεαλογιών της λεγόμενης «Μυκηναϊκής» εποχής, όπως παρατίθενται στην αρχαία Ελληνική γραμματεία, με κομβικό γεγονός τον Τρωικό πόλεμο που έλαβε χώρα στα τέλη του 13ου με αρχές του 12ου αιώνα π. Χ., σύμφωνα με όλα τα συγκλίνοντα ενδεικτικά στοιχεία.
 6. Κατά μία μυθολογική παράδοση, οι εναπομείνασες Στυμφαλίδες όρνιθες μετανάστευσαν στον Εύξεινο πόντο, στο νησί του Άρη, όπου κατά την Αργοναυτική εκστρατεία τις αντιμετώπισαν οι Αργοναύτες. Μία παράλληλη διήγηση τις θέλει να τελούσαν υπό την προστασία του θεού Άρη.
 7. Παυσανία, «Αρκαδικά», κεφάλαιο XXIΙ, εδάφια 4, 5 και 6.
 8. Ο ιξός (γκυ) είναι παρασιτικό φυτό που ζει πάνω στην βελανιδιά και σε άλλα δέντρα. Από αυτόν λαμβάνεται μία κολλώδης ουσία, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξόβεργων (ξόβεργων) για την παγίδευση των πουλιών.
 9. Η ίβις είναι πελαργόμορφο πουλί. Επίσης έτσι κυρίως αποκαλούνταν στην αρχαία Αίγυπτο τα λιμνόβια ιερά πτηνά της ίδιας συνομοταξίας και τους αποδίδονταν θεϊκές τιμές.
 10. Παρόλο που ο Παυσανίας έζησε τον 2ο αιώνα μ. Χ., σε μία εποχή που η Ρωμαϊκή κυριαρχία ήταν εδραιωμένη στον Ελλαδικό χώρο ήδη για τρεις αιώνες, τολμά να εκφράσει το διαχρονικό μεγαλείο και την διεθνή εμβέλεια του Ελληνικού πολιτισμού στον αρχαίο κόσμο έναντι κάθε άλλης επίδρασης. Η φράση στο πρωτότυπο κείμενο έχει ως εξής: «…τὸ Ἑλληνικὸν πρὸ τοῦ βαρβαρικοῦ τετιμημένον ἐξενίκησεν….».
 11. Πληροφορίες σχετικά με την λίμνη Στυμφαλία και τον προστατευόμενο υδροβιότοπο, παρατίθενται σε ξεχωριστή ενότητα στο τέλος του παρόντος άρθρου.
 12. Ομήρου «Ιλιάδα», ραψωδία Β’, στίχοι 603 έως 614, ««κατάλογος των πλοίων».
 13. Ξενοφώντος «Κύρου Ανάβασις», βιβλίο Α’ (κεφάλαια Ι και ΙΙ), βιβλίο Β’ (κεφάλαιο VI), βιβλίο Γ’ (κεφάλαιο I’), βιβλίο Δ’ (κεφάλαια I και VII), βιβλίο Ε’ (κεφάλαιο II), βιβλίο ΣΤ’ (κεφάλαια IV και VI), βιβλίο Ζ’ (κεφάλαιο VIII).
 14. Η αποτύπωση του νομίσματος προέρχεται από το βιβλίο «Travels in various countries of Europe Asia and Africa. Part the Second Greece Egypt and the Holy Land», p. 709, Edward Daniel Clarke, ed. R. Watts for T. Cadell and W. Davies, London, 1813.
 15. Η μυριάδα αντιστοιχούσε στον αριθμό 10.000. Τον χαρακτηρισμό «Μύριοι» χρησιμοποιεί και ο Ξενοφώντας σε μερικά σημεία του έργου του.
 16. Στράβωνος «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο VI, εδάφιο 8 και κεφάλαιο VIII, εδάφιο 4.
 17. Την ίδια πληροφορία για την υπόγεια διασύνδεση του ποταμού Στυμφάλου, δηλαδή ουσιαστικά της λίμνης Στυμφαλίας, με τον ποταμό Ερασίνο του Άργους, παραθέτει και ο Στράβων.
 18. Παυσανία, «Αρκαδικά», κεφάλαιο XXIΙ, εδάφια 3, 7, 8 και 9.
 19. Το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα επινοήθηκε από τον αρχαίο αρχιτέκτονα και φιλόσοφο Ιππόδαμο τον Μιλήσιο τον 5ο αιώνα π. Χ., στα χρόνια του Περικλή. Ο ρυμοτομικός σχεδιασμός προέβλεπε την χάραξη των πόλεων σε ισομεγέθη οικοδομικά τετράγωνα με φαρδείς δρόμους τεμνόμενους ορθογώνια.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

 1. «Παυσανία: Ελλάδος Περιήγησις», «Αρκαδικά», Εκδόσεις «ΚΑΚΤΟΣ», τόμος 8, Αθήνα, 1992.
 2. «Ελληνική Μυθολογία: Θεοί και Ήρωες – Τρωικός Πόλεμος – Οδύσσεια», Κατερίνας Σέρβη, αρχαιολόγου, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, Αθήνα, 2003.
 3. «Ομήρου: Ιλιάδα», σειρά «Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελλάδας», National Geographic Society, μέρος Α’, Ραψωδίες Α-Μ, Εκδόσεις «ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΙ ΑΕ» , Αθήνα, 2012.
 4. «Ξενοφώντος: Κύρου Ανάβασις», σειρά «Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελλάδας», National Geographic Society, Εκδόσεις «ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΙ ΑΕ», Αθήνα, 2011.
 5. «Η Άγνωστη Πελοπόννησος – Τόμος Α’: Κορινθία – Αργολίδα – Μενέλαος», Γ. Τσικλίδης – «ALDEBARAN Εκδοτική Εμπορική ΕΠΕ», Αθήνα, 2000.
 6. «Οι οχυρώσεις στην αρχαία Ελλάδα», Nic Fields, «OSPREY PUBLISHING», Εκδόσεις «ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΙ ΑΕ, Αθήνα, 2011.
 7. ««Στυμφαλία», άρθρο του Αθανάσιου Τσιόγκα στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 134 – 137, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
 8. «The Exploration of Ancient Stymphalos, 1982 – 2002», Hector Williams, Department of' Classical, Near Eastern and Religious Studies, University of' British Columbia, Vancouver, Canada (Επιτομή ανασκαφικών εργασιών).
 9. http://arcadia.ceid.upatras.gr/Δρόμοι του Παυσανία.
 10. http://ellas2.wordpress.com/Αρχαία Στυμφαλία.
 11. http://stymfalia.info/Αρχαιολογικός χώρος Στυμφάλου.
 12. http://www.mythicalpeloponnese.gr/Αρχαιολογικός χώρος Στυμφάλου.
 13. http://erymanthos.eu/Δήμος Στυμφαλίας.
 14. http://e-stymfalia.gr/Η αρχαία πόλη της Στυμφάλου.
 15. http://www.korinthorama.gr/Η Στυμφαλία των μύθων.
 16. http://www.hellinon.net/Αρχαία Στύμφαλος: Ο ναός της Αρτέμιδος στην Στύμφαλο.
 17. http://argolikivivliothiki.gr/Στυμφαλία.
 18. http://www.enacademic.com/Στύμφαλος.
 19. http://el.wikipedia.org/Στύμφηλος.
 20. http://portal.cig-icg.gr/Digital Archive of Archaeological Projects and Research/Canadian Institute in Greece/The Stymphalos Project.

 

Δημοσίευση: Ιανουαρίου 13, 2017 - Κατηγορία: ΛΟΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ



Πηγή: http://www.parakato.gr/2017/01/blog-post_134.html#ixzz5l5rZfO96

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου