Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 14 Απρ 2019
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΥΜΦΑΛΟ (ΜΕΡΟΣ Β’)
Κλίκ για μεγέθυνση

Η περιγραφή των σωζόμενων μνημείων και της πολεοδομίας της αρχαιοελληνικής πολίχνης μέσα από ένα διερευνητικό πρίσμα


Εικόνα 1: Το διατηρούμενο τμήμα του πυργοειδούς προμαχώνα (ακροπύργιο) επί της κορυφής του υψώματος της ακρόπολης της αρχαίας Στυμφάλου.

 Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην αρχαία Στύμφαλο έγινε μία επισκόπηση στην ιστορία της, έτσι ώστε να καταστεί κατανοητή η σπουδαιότητα της πολίχνης. Στην συνέχεια θα πραγματοποιήσουμε μία νοητή περιήγηση στον υφιστάμενο αρχαιολογικό χώρο, επιδιώκοντας να γνωρίσουμε τα σωζόμενα μνημεία, με γνώμονα τα συμπεράσματα των αρχαιολογικών ανασκαφών.
 Η πρόσβαση στην τοποθεσία μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Από ένα κιόσκι λίγο πριν την μεσαιωνική μονή Ζαρακά αρχίζει ένας βατός χωματόδρομος προς πλευρά της λίμνης Στυμφαλίας, ο οποίος έπειτα από απόσταση 950 μέτρων καταλήγει στο ανατολικό άκρο του υψώματος της ακρόπολης, όπου αμέσως διακρίνονται τα αρχαία οικοδομικά κατάλοιπα. Στην αρχή του χωματόδρομου υπάρχει και η μοναδική υποτυπώδης κατευθυντήρια πινακίδα για την τοποθεσία της αρχαίας Στυμφάλου. Η αφετηρία ενός δεύτερού δρομολογίου εντοπίζεται σε ένα γραφικό πάρκο δίπλα από την επαρχιακή οδό Κιάτου – Βυτίνας, στο ύψος του Μουσείου Περιβάλλοντος. Από εκεί ξεκινάει ένα σηματοδοτημένο μονοπάτι με ξύλινα πλευρικά κιγκλιδώματα, μήκους 250 μέτρων, που διατρέχει την δυτική ράχη του βραχώδους λόφου της ακρόπολης μέχρι την κορυφή του (φυσικό υψόμετρο 628 μέτρα). Η άνετη πεζοπορία μέσα από την χαμηλή βλάστηση είναι αρκούντος σαγηνευτική και σε ορισμένα σημεία η θέα προς την λίμνη καθηλώνει τον επισκέπτη. Ακολουθώντας λοιπόν αυτή την φυσιολατρική διαδρομή θα προχωρήσουμε στην περιγραφή του πολεοδομικού ιστού της αρχαίας Στυμφάλου, ιχνηλατώντας τα διατηρούμενα κτιριακά και οχυρωματικά απομεινάρια της.

Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της τοποθεσίας της αρχαίας Στυμφάλου, όπου ο χαρακτηρισμένος αρχαιολογικός χώρος περικλείεται στο κόκκινο τετράγωνο πλαίσιο. Με πράσινη διαγράμμιση επισημαίνεται ο χωματόδρομος πρόσβασης και με μπλε το μονοπάτι επί του λόφου της ακρόπολης. (1): Πάρκο. (2): Λόφος της ακρόπολης.

 Στο τέλος του προαναφερθέντος μονοπατιού συναντάμε την εντυπωσιακή βάση ενός πυργοειδούς προμαχώνα στην κορυφή του λόφου της ακρόπολης. Το σχήμα της είναι ορθογώνιο παραλληλόγραμμο διαθέτοντας οριζόντιες διαστάσεις 21 Χ 11 μέτρα περίπου. Διασώζεται σε ύψος τεσσάρων δόμων στην βορειοδυτική γωνία της, φθάνοντας γύρω στα 3 μέτρα σε αυτό το τμήμα. Στο μέσο της ανατολικής πλευράς σχηματίζεται ένα μακρόστενο άνοιγμα στο τοίχωμα, πλάτους 1,5 μέτρων και μήκους 4 μέτρων περίπου. Πρόκειται για θυραίο διάδρομο προς το εσωτερικό του που διαχωρίζονταν σε δωμάτια, σε ένα εκ των οποίων εντοπίστηκε η αρχή μίας κλίμακας, ένα στοιχείο που υποδηλώνει σαφώς ότι ο πυργοειδής προμαχώνας ήταν διώροφος. Η βάση του είναι κατασκευασμένη από ακανόνιστους πολυγωνικούς ογκόλιθους με επεξεργασμένες πλαϊνές έδρες, έτσι ώστε να εφαρμόζουν μεταξύ τους και λίγους σφηνοειδείς λίθους στα ενδιάμεσα κενά. Από την συγκριτική εξέταση της λιθοδομής, αυτή δύναται να χρονολογηθεί στην Αρχαϊκή εποχή και ειδικότερα μέσα στο εύρος του 6ου  π. Χ., καταδεικνύοντας ενδεχομένως μία πρώτη οικοδομική φάση των τειχών της αρχαίας πόλης, αν και η αποδοχή μίας τέτοιας εκδοχής είναι μάλλον παρακινδυνευμένη και απαιτεί περαιτέρω τεκμηρίωση(1). Πάντως οι οχυρώσεις σίγουρα ανακαινίστηκαν εκ βάθρων περί τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ., όπως θα δούμε παρακάτω. Επιπρόσθετα στην θέση προμαχώνα φαίνεται ότι υπήρχε προγενέστερα ένας μικρότερος τετράγωνος πύργος, που καταλάμβανε την μισή επιφάνεια της βάσης του και επεκτάθηκε γύρω στο 300 π. Χ., λαμβάνοντας την τελική του μορφή, όταν διενεργήθηκαν νέες τροποποιητικές επεμβάσεις σε επιλεγμένα σημεία του αμυντικού περιβόλου.

Εικόνα 3: Άποψη των καταλοίπων του πυργοειδούς προμαχώνα της ακρόπολης. Στο μέσο διακρίνεται το άνοιγμα του θυραίου διαδρόμου προς το εσωτερικό του.

 Πάνω στην ογκολιθική βάση ορθώνονταν η υπερκατασκευή της ανωδομής του πυργοειδούς προμαχώνα κατασκευασμένη από ωμόπλινθους(2), σύμφωνα με την αρχιτεκτονική μέθοδο που προτιμήθηκε στην περίπτωση των οχυρώσεων της Στυμφάλου. Η δε στέγαση του εκτιμάται ότι ήταν δίρριχτη τύπου αετώματος. Στην βορειοανατολική γωνία του φαίνεται και η θεμελίωση τμήματος των δυτικών τειχών, που κατέρχονταν προς την πεδιάδα και ενδεχομένως να διαγράφονταν εκεί κάποια μικρή πυλίδα, ένα γνώρισμα που απαντάται συχνά σε αρχαιοελληνικές οχυρώσεις. Από αυτό το στιβαρό έρεισμα είναι ευχερής η κατόπτευση προς όλες τις κατευθύνσεις και παρέχονται εξαιρετικά πεδία βολής στους καταπέλτες, που φυσιολογικά θα ήταν εγκατεστημένοι στα επίπεδα των ορόφων του. Λόγω δε του μεγέθους του και της δεσπόζουσας θέσης του στο ψηλότερο σημείο του λόφου, μπορεί να χαρακτηριστεί σαν το ακροπύργιο της αρχαίας Στυμφάλου. Πολύ αργότερα, κατά την πρώιμη Βυζαντινή εποχή (324 – 610 μ. Χ.), ο χώρος του προμαχώνα χρησιμοποιήθηκε σαν ένα μικρό Χριστιανικό κοιμητήριο.

Εικόνα 4: Πιθανή σχεδιαστική αναπαράσταση του πυργοειδούς προμαχώνα της ακρόπολης. (Πηγή: Ιστότοπος Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα: http://portal.cig-icg.gr).

 Ο οχυρωματικός περίβολος της αρχαίας πόλης είχε ετερομερές κωνικό σχήμα, με την κορυφή του να στρέφεται προς βορρά, στην διεύθυνση της μονής Ζαρακά. Η συνολική περίμετρος των τειχών έφτανε γύρω στα 2,5 χιλιόμετρα, περικλείοντας μία έκταση περίπου 330 στρεμμάτων και ισχυροποιούνταν κατά το δυνατόν σε συμμετρικά διαστήματα από ένα συνδυασμό άνω των 45 τετράγωνων και ημικυκλικών πύργων, πυργίσκων, καθώς και πυργοειδών προμαχώνων σε καίρια σημεία, με μέση απόσταση αναμεταξύ τους γύρω στα 30 μέτρα. Η τοιχοδομή τους, με πλάτος 3,5 μέτρα, ήταν κατασκευασμένη από ωμόπλινθους στο επάνω τμήμα της και στηρίζονταν πάνω σε ένα υψιτενές διπλό πέτρινο κρηπίδωμα από μεγάλους ορθογώνιους ή πολυγωνικούς λίθους, που συγκρατούσαν το ενδιάμεσο γέμισμα από πέτρες και χώμα.

Εικόνα 5: Άποψη της θεμελίωσης ενός τετράγωνου πύργου των πεδινών δυτικών τειχών της Στυμφάλου. Στο βάθος διακρίνεται το Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας.

 Η συγκεκριμένη τεχνική συνιστούσε σαφώς πιο οικονομική αρχιτεκτονική λύση, σε αντιπαραβολή με την ευρύτερα διαδεδομένη οχύρωση εξ’ ολοκλήρου από πέτρα. Οι πλίνθοι παρασκευάζονταν εύκολα από ανειδίκευτους εργάτες και με ελάχιστα μέσα. Βέβαια, η μαζική παραγωγή τους απαιτούσε την ύπαρξη άφθονου νερού και ένα είδος πηλού που δεν θα θρυμματίζονταν και δεν θα παρουσίαζε ρωγμές, προκειμένου να έχει την κατάλληλη ανθεκτικότητα για την ανέγερση τειχών. Αυτές λοιπόν τις προϋποθέσεις τις πληρούσε επαρκέστατα η περιοχή πέριξ του ποταμού Στύμφαλου. Επιπρόσθετα, μία κατασκευή από πλίνθους άντεχε σε υψηλές θερμοκρασίες, δεν επηρεάζονταν από μικρής έντασης σεισμούς και προσέφερε αντικραδασμική προστασία, απορροφώντας ικανοποιητικά την κρουστική ενέργεια των βλημάτων από τους καταπέλτες των επίδοξων πολιορκητών. Μετά το πέρας της κατασκευής του οχυρωματικού περιβόλου, η πλινθόκτιστη επιφάνεια λειαίνονταν και επιχρίονταν συνήθως με αργιλώδες κονίαμα, για να μην διεισδύουν τα όμβρια ύδατα μέσα από τους αρμούς. Τα τείχη της αρχαίας Στυμφάλου πιθανότατα διέθεταν στην ανωδομή στηθαίο με οδοντωτές επάλξεις και πίσω τους αναπτύσσονταν ένας φαρδύς περίδρομος, πλάτους κοντά στα 2,5 μέτρα, παρέχοντας ευχέρεια κινήσεων στους αμυνόμενους και αρκετό χώρο για την τοποθέτηση πολεμικών μηχανών.

Εικόνα 6: Σχεδιάγραμμα του της τοποθεσίας της αρχαίας Στυμφάλου, όπου αποτυπώνεται το σχήμα του οχυρωματικού περιβόλου της, όπως και τα μέχρι σήμερα εντοπισμένα οικοδομικά κατάλοιπα. (Πηγή: Ιστότοπος Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα: http://portal.cig-icg.gr).

 Αντιπροσωπευτικό δείγμα της οχυρωματικής διάταξης αποτελούν τα απομεινάρια ενός τμήματος των δυτικών τειχών, που διασώζεται το περίγραμμα τους στο πεδινό έδαφος βόρεια του υψώματος της ακρόπολης. Το ορατό ίχνος τους φτάνει τα 175 μέτρα περίπου και διακρίνονται καθαρά οι θεμελιώσεις πέντε προεξεχόντων αμυντικών πύργων, τετράγωνου σχήματος, μέσων οριζόντιων διαστάσεων 3,5 Χ 5,5 μέτρων, ενώ το ύψος τους δεν μπορεί να υπολογιστεί διότι δεν διατηρείται κανένα δομημένο κομμάτι των οχυρώσεων. Πιθανότατα οι πύργοι είχαν δύο ορόφους και η οροφή τους ήταν είτε τύπου «εξέδρας μάχης» με επάλξεις, είτε τύπου «στέγης με αέτωμα» και παράθυρα για τους καταπέλτες.
 Στην βόρεια άκρη των σωζόμενων ερειπίων του περιτειχίσματος, διαγράφεται το κρηπίδωμα ενός παραλληλόγραμμου σύνθετου προμαχώνα, διαστάσεων 9,5 Χ 11,5 μέτρων(3), παρόμοιας μορφής με εκείνον της ακρόπολης. Βρίσκονταν περί το μέσο των δυτικών τειχών και αντικατέστησε ένα προηγούμενο μικρότερο πύργο ενσωματώνοντας την βάση του, όπως άλλωστε συνέβη και με το ακροπύργιο της ακρόπολης. Έτσι δημιουργούνταν ένα οχυρό σημείο στηρίγματος σε κεντρική θέση, που εξυπηρετούσε καλύτερα την υποστήριξη πιο προηγμένων και ογκωδέστερων καταπελτών, καλύπτοντας επαρκώς το έμπροσθεν ανοιχτό πεδίο, το οποίο προσφέρονταν για την συγκέντρωση εχθρικών στρατευμάτων. Στον δυτικό προμαχώνα ανακαλύφθηκαν 14 νομίσματα του 4ου αιώνα και των αρχών του 3ου αιώνα π. Χ., αλλά και ένα κίβδηλο Ρωμαϊκό δηνάριο του 149 π. Χ., προσφέροντας μία απτή απόδειξη για την Ρωμαϊκή στρατιωτική παρουσία στην περιοχή. Τα νομίσματα αυτού του είδους είχαν τεθεί σε κυκλοφορία για την πληρωμή του Ρωμαϊκού στρατού στην Ελλάδα και ίσως το συγκεκριμένο να απορρίφθηκε από κάποιο λεγεωνάριο ύστερα από την φθορά της επίπλαστης ασημένιας επένδυσης του. Ο προμαχώνας φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε μετα την Ρωμαϊκή κατάκτηση της Στυμφάλου, ενώ και αυτός χρησιμοποιήθηκε ως μικρό κοιμητήριο κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο.

Εικόνα 7: Άποψη του κρηπιδώματος του μεσαίου πυργοειδούς προμαχώνα των δυτικών τειχών.

 Γενικότερα στις ανασκαφές βρέθηκε και πληθώρα και άλλων νομισμάτων, περίπου τετρακόσιων στον αριθμό, ανάμεσα τους νομίσματα από την Συρία, Αίγυπτο, Σικελία, ακόμα και ενός από την Καρχηδόνα, που ανάγεται γύρω στο 300 π. Χ.. Κατά την άποψη του Καναδού αρχαιολόγου Hector Williams, του επικεφαλή των νεότερων ανασκαφικών ερευνών, τα ξένα νομίσματα μάλλον είχαν φτάσει εδώ σαν μέρος της ανταμοιβής των Στυμφάλιων για τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι στρατιώτες σε αυτές τις χώρες. Όμως δεν αποκλείεται ορισμένα να μεταφέρθηκαν από βετεράνους Ρωμαίους λεγεωνάριους, που είχαν θητεύσει στην Βόρεια Αφρική και στην Μέση Ανατολή, λαμβάνοντας υπόψη ότι την περίοδο της κατάκτησης της Στυμφάλου, οι Ρωμαίοι είχαν εξέλθει νικητές από τον Γ’ Καρχηδονιακό πόλεμο (149 – 146 π. Χ.)(4). Επίσης, ήρθαν στο φως πολλά νομίσματα από την Κόρινθο, την Σικυώνα και τον Φλιούντα, φανερώνοντας τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της αρχαίας πόλης.
 Στον οχυρωματικό περίβολο υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις «πολιτικές» πύλες, προσανατολισμένες προς τα κύρια δρομολόγια που οδηγούσαν στην Σικυώνα, τον Φλιούντα τον Φενεό και τον Αρκαδικό Ορχομενό και μια ακόμα «εμπορική» πύλη. Τα λείψανα μίας εκ των κύριων πυλών εντοπίζονται μεταξύ δύο πύργων στις υπώρειες του λόφου της ακρόπολης, επί του διακριτού ίχνους των δυτικών τειχών. Η παράξενη υπερμεγέθης κατασκευή της ήταν μάλλον νεότερη προσθήκη, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη προστασία και κάλυπτε σχεδόν όλο το εύρος του μεταπυργίου εκτεινόμενη προς τα έξω κατά 5 μέτρα περίπου, σαν ένα είδος προτειχίσματος με ένα πυργίσκο φύλαξης στην βορειοδυτική άκρη του. Η είσοδος ενδεχομένως γίνονταν αρχικά μέσω ενός πρόπυλου στο νοτιοδυτικό άκρο της, από όπου έμπαινε κανείς σε ένα στενό διάδρομο εγκλωβισμού, πριν να φτάσει στην κυρίως θύρα, στον οποίο μπορούσαν να καθηλωθούν οι επίδοξοι εισβολείς, δεχόμενοι καταιγιστικά πυρά από τις περιμετρικές επάλξεις. Από την δυτική πύλη πρέπει ξεκινούσε η οδός προς τον αρχαίο Φενεό, καθόσον είναι προσανατολισμένη σε εκείνη την κατεύθυνση, αν και οι αρχαιολόγοι έχουν ονοματίσει ως «πύλη Φενεού» μία νοτιοδυτική πύλη(5) του περιτειχίσματος.

Εικόνα 8: Άποψη τμήματος των δυτικών οχυρώσεων της αρχαίας Στυμφάλου στο πεδινό μέρος. Επισημαίνονται οι θέσεις τριών από τους πέντε διακρινόμενους αμυντικούς πύργους και του πυργοειδή προμαχώνα.

 Οι οχυρώσεις διέθεταν επιπλέον και τέσσερις λοξές «πολεμικές» πύλες που δεν είχαν άμεσο άνοιγμα, αλλά η είσοδος τους ήταν για αρκετά μέτρα παράλληλη ανάμεσα σε δύο επικαλυπτόμενα τείχη. Αυτός ο σχεδιασμός αφενός μεν εξανάγκαζε τους επιτιθέμενους να εισέρχονται γραμμικά στο στενό άνοιγμα τους, οπότε εκθέτονταν σε διασταυρούμενα πυρά από τις επάλληλες επάλξεις, αφετέρου δε επέτρεπε στους αμυνόμενους να πραγματοποιούν αιφνιδιαστικές εξόδους στο πλευρό του εχθρού. Η ίδια διαρρύθμιση των πλάγιων επικαλυπτόμενων πυλών απαντάται και στον οχυρωματικό περίβολο της Αρκαδικής Μαντινείας, ο οποίος κατασκευάστηκε το 370/369 π. Χ. και είχε ακριβώς την ίδια τοιχοποιία με αυτόν της Στυμφάλου, συνιστώντας μία ένδειξη για την χρονολόγηση της ανοικοδόμησης του τελευταίου, ίσως κατά την διάρκεια της επόμενης δεκαετίας.
 Ακολουθώντας το μονοπάτι ανατολικά του πυργοειδούς προμαχώνα της ακρόπολης, αφού διανύσουμε μία διαδρομή 100 μέτρων, συναντάμε σε ένα πλάτωμα του λόφου τα ερείπια ενός λατρευτικού κτιριακού συγκροτήματος. Το ιερό αποτελείται από δύο αρκετά μεγάλα οικοδομήματα, με τις κατόψεις τους να σχηματίζουν σχεδόν ορθή γωνία μεταξύ τους. Το μικρότερο κτίριο με παραλληλόγραμμη κάτοψη στα δυτικά ήταν ο ναός, διαστάσεων 5,5 Χ 11 μέτρων, οικοδομημένος και αυτός από ωμόπλινθους πάνω σε λίθινο κρηπίδωμα, διαθέτοντας πρόδομο (πρόναο) και σηκό (κυρίως ναό). Στο κάτω μέρος της πρόσοψης διαμορφώνονταν μια κλίμακα πέντε βαθμίδων και πλησίον της υπήρχε μάλλον κάποιου είδους «περιρραντήριο», όπως συνάγεται από μία τετράγωνη βάση με ελαφρό κοίλωμα και από τα ευρεθέντα θραύσματα πήλινων λεκανών για θρησκευτικούς καθαρμούς, γύρω από αυτό το σημείο. Το βόρειο μεγαλύτερο βοηθητικό κτίσμα, διαστάσεων 10,50 Χ 12 μέτρων, έχει τριμερή διαμερισμάτωση. Στους χώρους του περιλαμβάνονταν ένα μαγειρείο και ένα προσάρτημα στην δυτική του πλευρά πρέπει να λειτουργούσε ως υφαντουργείο, αφού εκεί ανακαλύφθηκαν εκατό πήλινα βαρίδια αργαλειού, ενώ μία από τις αίθουσες του ενδέχεται να χρησιμοποιούνταν ως σκευοφυλάκιο ή αποθηκευτικός χώρος. Μπροστά από τα δύο οικοδομήματα ήταν τοποθετημένος ένας ευμεγέθης βωμός, κατασκευασμένος από μεγάλους ορθογώνιους δόμους από ασβεστόλιθο, ο οποίος στην αρχαιότητα επικαλύπτονταν με κονίαμα και το έδαφος γύρω του ήταν πρόχειρα λιθοστρωμένο.

Εικόνα 9: Τα κατάλοιπα του κτιριακού συγκροτήματος του αρχαίου ιερού, που αποδόθηκε από Αναστάσιο Ορλάνδο στην λατρεία της Πολιάδος Αθηνάς. Σε πρώτο πλάνο εμφανίζεται ο ναός και σε δεύτερο το τριμερές βοηθητικό κτίριο, ενώ ακριβώς μπροστά τους διακρίνονται οι σκορπισμένοι δόμοι του βωμού.

 Ο αρχαιολόγος – αρχιτέκτονας Αναστάσιος Ορλάνδος δεν πρόλαβε να ερευνήσει διεξοδικά την τοποθεσία του ιερού, κατά την ανασκαφική έρευνα του στο διάστημα μεταξύ των ετών 1924 – 1931, αλλά ανακάλυψε κοντά στον ναό ένα τμήμα μιάς επιγραφής, που παραδόξως έχει πλέον χαθεί, στην οποία μνημονεύονταν η Αθηνά Πολιάδα και έτσι θεωρήθηκε ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο στην λατρεία της συγκεκριμένης θεάς. Ωστόσο, τα σπουδαία ευρήματα των νεότερων συστηματικών ανασκαφών από την Καναδική αρχαιολογική ομάδα(6), την περίοδο από το 1982 έως το 2002, ίσως είναι ικανά να αλλάξουν άρδην αυτή την αποτίμηση. Εντός του ναού ανακαλύφθηκαν τα μέλη ενός αγάλματος μιάς υστεροαρχαϊκής «Κόρης» από Παριανό μάρμαρο, μισού φυσικού μεγέθους, που διατηρούσαν ίχνη επιχρύσωσης, υπολείμματα χρώματος, σημάδια χάλκινων πρόσθετων εξαρτημάτων και ένα μικρό πράσινο γυάλινο μάτι, το οποίο μάλλον ήταν ένθετο στο αγνοούμενο πρόσωπο. Το τεχνούργημα ανάγεται με σχετική ασφάλεια στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα π. Χ., αν και τα ανακτηθέντα τμήματα συμπληρώνουν μόλις το ένα τρίτο της γυναικείας μορφής, η οποία φαίνεται ότι κρατούσε στοργικά με την παλάμη του αριστερού της χεριού ένα ζώο, πιθανόν ένα μικρό λαγό, μπροστά από το δεξί της στήθος. Σύμφωνα με την γνώμη του καθηγητή Hector Williams, φαίνεται να έλκει την καταγωγή του από κάποιο Ελληνικό νησί και με κάποιο τρόπο έφτασε στην Στύμφαλο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ., όταν και ανεγέρθηκε το ιερό.

Εικόνα 10: Σχεδιαστική αναπαράσταση του αγάλματος της «Κόρης» του ιερού στην ακρόπολη της Στυμφάλου. Με σκούρα έντονη απόχρωση τονίζονται τα ευρεθέντα μέλη του κατά τις ανασκαφές. (Πηγή: Ιστότοπος Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα: http://portal.cig-icg.gr).

 Το άγαλμα της γυναικείας μορφής παραπέμπει αρκετά στον τύπο του ξόανου της θεάς Αρτέμιδος, όπως το περιγράφει ο Παυσανίας, που τα περισσότερα μέλη του ήταν επιχρυσωμένα. Αυτού του είδους οι απεικονίσεις αρχικά φιλοτεχνούνταν κατά κανόνα από ξύλο, σκεπάζονταν με ενδύματα και στολίζονταν με στεφάνους και ποικίλα κοσμήματα, ενώ πολλές φορές χρωματίζονταν(7). Από τον 8ο αιώνα π. Χ. άρχισε να γίνεται η κατασκευή τους από πωρόλιθο. Έκτοτε όσα παρίσταναν γυμνούς νεαρούς άνδρες αποκαλέστηκαν «Κούροι» και εκείνα που απεικόνιζαν ενδεδυμένες γυναίκες ονομάστηκαν «Κόραι». Υπό αυτό το πρίσμα, ίσως ο σχολιαστικός περιηγητής να είδε στην Στύμφαλο ένα αρχαϊκό ξοανόμορφο άγαλμα της Θεάς Αρτέμιδος και το εύρημα της «Κόρης» να ταυτίζεται με αυτό. Άκρως ενισχυτικό στοιχείο είναι και η παράσταση του μικρού ζώου στο χέρι της γυναικείας μορφής, με γνώμονα ότι η Άρτεμις λατρεύονταν ως θεά του κυνηγιού, αλλά ταυτόχρονα προστάτευε την φύση και τα νεαρά ζώα. Εφόσον ευσταθεί αυτή η αληθοφανής υπόθεση, οδηγούμαστε στην ανατροπή της αρχικής αξιολόγησης για την ταυτότητα του ιερού και ενδεχομένως να μην τιμόταν εδώ η Πολιάδα Αθηνά, αλλά να πρόκειται για τον λατρευτικό χώρο της Αρτέμιδος Στυμφαλίας, που δεν έχει καταστεί δυνατόν να εντοπιστεί ακόμα.

Εικόνα 11: Άποψη των ερειπίων του ναού του αρχαίου ναού στο κτιριακό συγκρότημα του ιερού της ακρόπολης, που θεωρείται ότι ήταν αφιερωμένο στην Πολιάδα Αθηνά.

 Την εκδοχή αυτή ενστερνίζεται συγκρατημένα και ο καθηγητής Hector Williams, βασισμένος στην κουροπλαστική φύση του αγάλματος, συνεκτιμώντας πως η ανεύρεση πάνω από διακοσίων τεμαχίων χρυσών, ασημένιων, αλλά κυρίως μπρούτζινων κοσμημάτων γύρω από το ιερό, υποδηλώνει εμμέσως μία θεότητα σαν την Άρτεμη, με την ιδιότητα της ως προστάτιδα των νεαρών κοπελών και του τοκετού, προς την οποία οι γυναίκες ίσως προσέφεραν ανάλογα αναθήματα, πριν ή μετά την γέννηση ενός τέκνου. Στα ευρήματα συμπεριλαμβάνονται σκουλαρίκια από διαφορετικούς τύπους, δακτυλίδια από μπρούντζο και σίδερο, βραχιόλια και περιβραχιόνια, αντανακλώντας την ευμάρεια και το κοινωνικό γόητρο των Στυμφάλιων, αλλά και τον ιδιαίτερο σεβασμό που έτρεφαν προς την πολιούχο θεά τους. Ακόμα ανακτήθηκαν μπρούτζινα χρηστικά αντικείμενα, λύχνοι, διακόσια πήλινα ειδώλια (terracotta), που απεικόνιζαν ζώα και μερικά από αυτά μερικά γυναικείες λατρευτικές μορφές, καθώς και αρκετά μικρά μπρούτζινα αγαλματίδια από ζώα, με την αφθονία των ζωόμορφων ευρημάτων να εξυπονοούν μία διαφαινόμενη λατρεία της θεάς του κυνηγιού. Ένα ιδιαίτερο εύρημα από το εσωτερικό του ναού είναι οι ευτραφείς βραχίονες και τα πόδια από ένα μαρμάρινο άγαλμα ενός μικρού παιδιού, που χρονολογείται στα μέσα προς τέλη του 4ου αιώνα π. Χ..
 Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και πέντε σπασμένες ανεικονικές και ανεπίγραφές στήλες από ασβεστόλιθο, τοποθετημένες σε σειρά στο έδαφος παραπλεύρως από τα νώτα του βόρειου τοίχου του ναού. Ίσως στην επιφάνεια τους να υπήρχαν ζωγραφισμένες θρησκευτικές παραστάσεις ή πιο εξεζητημένα να αποτελούσαν ιδιότυπα βάθρα για τα μαρμάρινα αγάλματα των παρθένων με σκέλη ορνίθων, που αναφέρει ότι είδε ο Παυσανίας όπισθεν του ναού της Αρτέμιδος Στυμφαλίας. Πάντως, για να εξακριβωθεί αναμφισβήτητα σε ποια θεά ήταν αφιερωμένο το ιερό, απαιτείται περαιτέρω συγκριτική μελέτη των αναθηματικών ευρημάτων, η οποία θα επιτρέψει να εξαχθούν σαφώς τεκμηριωμένα συμπεράσματα. Μέχρι τότε η χαμένη επιγραφή του Αναστάσιου Ορλάνδου θα στοιχειώνει την τοποθεσία, αποδίδοντας την στην λατρεία της Αθηνάς Πολιάδος.

Εικόνα 12: Άποψη του κτιρίου με την τριμερή διαμερισμάτωση στον χώρο του ιερού της ακρόπολης. Σε πρώτο πλάνο διακρίνονται δύο από τις πέντε σπασμένες ανεικονικές στήλες.

 Το ιερό καταστράφηκε από πυρκαγιά στα μέσα του 2ου αιώνα π. Χ., όπως διαπιστώνεται από τα θραύσματα δύο – τριών αγαλμάτων του 5ου αιώνα π. Χ., που κατακερματίστηκαν στην πύρινη λαίλαπα, αλλά και από τα μέλη της αρχαϊκής «Κόρης», που εμφανίζουν σημάδια έντονης καύσης. Το γεγονός αυτό είναι μία ακόμα απόδειξη της σφοδρής επίθεσης που δέχτηκε η Στύμφαλος από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες το 146 π. Χ., καθώς τα λατρευτικό κτιριακό συγκρότημα βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με το αμυντικό περιτείχισμα του υψώματος. Εξάλλου, στον περιβάλλοντα χώρο του ιερού και περιστασιακά σε άλλα σημεία ανακαλύφθηκαν τεμάχια καταπέλτη, πάνω από 150 σιδερένιες αιχμές βλημάτων οξυβελή καταπέλτη, πυραμιδικού και κωνικού σχήματος, καθώς και ένας σωρός από 30 μολυβένια βλήματα σφεντόνας, στα οποία ήταν χαραγμένα ανάγλυφα αρχικά γράμματα, προερχόμενα από την τοποθεσία του γειτονικού ακροπυργίου. Τα υπόψη ευρήματα στην πλειονότητα τους ανήκουν σε εκείνη την περίοδο(8) και φανερώνουν την πεισματώδη άμυνα που αντέταξαν οι Στυμφάλιοι στην σκληρή πολιορκία των Ρωμαίων το 146 π. Χ..
 Λίγο νοτιότερα από το ιερό, η πλαγιά του υψώματος λαμβάνει μία αρκετά απότομη κλίση και επιστέφονταν από μία σειρά προστατευτικών οχυρώσεων. Διακρίνονται καθαρά τα λείψανα τειχών που ενισχύονταν με προεξέχουσες θέσεις μάχης, έχοντας την διαμόρφωση ημικυκλικών πυργίσκων, με επιπρόσθετο σκοπό τον έλεγχο του κάτωθεν ανηφορικού δρόμου προς την ακρόπολη. Το λίθινο φάτνωμα ενός από αυτούς βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το σημείο του βωμού, ενώ περί τα 23 μέτρα ανατολικότερα, ένα από τα οχυρώματα είναι μεγαλύτερο και παρουσιάζει διαφορετικό σχήμα. Πρόκειται για το κρηπίδωμα ενός εξαγωνικού προμαχώνα ακτίνας 4,5 μέτρων, μια αμυντική καινοτομία που εφαρμόστηκε στην πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται το μέγιστο οριζόντιο εύρος βολής για τους καταπέλτες.

Εικόνα 13: Άποψη του κρηπιδώματος του εξαγωνικού προμαχώνα των οχυρώσεων της ακρόπολης της Στυμφάλου. Αποτελεί μία αμυντική τροποποίηση της πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου για την καλύτερη υποστήριξη των καταπελτών.

 Στην έκταση του ανατολικού βραχίονα του υψώματος της ακρόπολης εντοπίζονται διάσπαρτοι τετραγωνισμένοι δόμοι και αρκετές θεμελιώσεις κτισμάτων, που η χρήση τους παραμένει αδιευκρίνιστη καθόσον δεν έχουν ερευνηθεί διεξοδικά. Από την εξέταση της λιθοδομής και άλλων επιφανειακών δεδομένων, οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν πως ανάγονται στους Ελληνιστικούς χρόνους και πρέπει να εγκαταλείφθηκαν μετά την ερήμωση της πόλης από τους Ρωμαίους και δεν προσέλαβαν ξανά την πρότερη ιδιοσυγκρασία τους. Κατά τους υστερορωμαϊκούς/πρωτοβυζαντινούς χρόνους, πάνω στην διαστρωμάτωση των ερειπίων των προαναφερθέντων κτισμάτων, δημιουργήθηκε ένα Χριστιανικό κοιμητήριο. Στο τέλος του υψώματος υπάρχουν και δύο ορθογώνια ταφικά ορύγματα, λαξευμένα στον συμπαγή βράχο, στα οποία βρέθηκαν ανθρώπινα λείψανα και ένας πρωτοχριστιανικός λύχνος του 5ου αιώνα π. Χ., παρά την προφανή σύληση τους. Στο υπόψη μέρος ανασκάφηκαν και άλλοι παρακείμενοι Χριστιανικοί τάφοι, αρκετοί από αυτούς επίσης διαταραγμένοι από τυμβωρύχους. Το αξιοπερίεργο είναι ότι ανακαλύφθηκαν υπολείμματα μερικών ασυνήθιστων ταφών σκύλων, στην μία εκ των οποίων μαζί με το κουφάρι του ζώου ήταν εναποθετημένος και ένας «κάνθαρος», δηλαδή μία πήλινη κούπα με δύο χειρολαβές.

Εικόνα 14: Τα δύο ταφικά ορύγματα λαξευμένα στο ανατολικό τέλος του υψώματος της ακρόπολης, στα οποία βρέθηκαν ανθρώπινα λείψανα και ένας πρωτοχριστιανικός λύχνος του 5ου αιώνα π. Χ..

 Λίγο παρακάτω από τα δύο ταφικά ορύγματα σχηματίζεται μία ευμεγέθης τεχνητή εσοχή στην ακραία απόφυση του λόφου, που εκτιμάται ότι συνιστούσε μία εξέδρα διαθέτοντας ένα χαμηλό λαξευμένο έδρανο περιφερειακά. Ανάλογα βραχώδη θρανία είναι σμιλευμένα και αριστερότερα της εσοχής σε διαφορετικό επίπεδο, μοιάζοντας με διαδοχικούς αναβαθμούς. Δίπλα από την εξέδρα, ο επισκέπτης στον αρχαιολογικό χώρο της Στυμφάλου θα αντικρίσει μία από τις λιγοστές επεξηγηματικές πινακίδες να είναι πεσμένη στο έδαφος. Ουσιαστικά πρόκειται για πρόχειρες και αυτοσχέδιες κατασκευές από λαμαρίνες και σιδερόβεργες με την ονομασία των μνημείων, οι οποίες έχουν φθαρεί από την οξείδωση με το πέρασμα του χρόνου, με συνέπεια να παρουσιάζουν ένα θλιβερό θέαμα, δηλώνοντας εμφαντικά την αδιαφορία των κρατικών παραγόντων και των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης, σχετικά με την ανάδειξη και διαφύλαξη της πολιτισμικής παρακαταθήκης μας(9).

Εικόνα 15: Άποψη της λαξευτής εξέδρας στο ανατολικό άκρο του λόφου της ακρόπολης.

 Από την εξέδρα και κατά μήκος των νότιων παρυφών του λόφου της ακρόπολης εντοπίζονται οι δημόσιες εγκαταστάσεις της Στυμφάλου, οριοθετώντας την αγορά της άλλοτε Αρκαδικής πολίχνης. Η πρώτη ορατή εγκατάσταση είναι αυτή του αρχαίου θεάτρου. Οι κερκίδες του δεν πρέπει να ανταποκρίνονταν στο σύνηθες αρχιτεκτονικό πρότυπο, επειδή η υφιστάμενη διαμόρφωση του εδάφους δεν επέτρεπε την δημιουργία ενός κανονικού ημικυκλικού κοίλου, ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση δείχνουν ότι είχαν ένα κάπως περισσότερο ελλειπτικό σχήμα. Διατηρούνται ακόμα αποσπασματικά και σε κακή κατάσταση μερικές από τις σειρές των εδωλίων, λαξευμένες στον φυσικό ασβεστολιθικό βράχο(10). Το μεσαίο τμήμα του κοίλου έχει υποστεί ανεπανόρθωτη φθορά, καθώς οι κερκίδες και τα διαζώματα έχουν εξαφανιστεί εντελώς, ίσως λόγω μίας απρόσκοπτης λατόμευσης της θέσης για προσπορισμό οικοδομικού υλικού, σε κάποια απροσδιόριστη χρονική περίοδο έπειτα από τους υστερορωμαϊκούς χρόνους. Εξαιτίας αυτής της εκτεταμένης μορφολογικής αλλοιώσεως, η χωρητικότητα του θεάτρου δεν δύναται να υπολογιστεί με ακρίβεια, αλλά σίγουρα θα ανέρχονταν σε αρκετές εκατοντάδες καθήμενων θεατών. Από την ορχήστρα δεν διασώζονται εμφανή ίχνη(11), όμως στο απέναντι επίπεδο μέρος ανασκάφηκε η θεμελίωση ενός κτίσματος, που ταυτοποιήθηκε σαν το σκηνικό εξάρτημα του θεάτρου Σύμφωνα λοιπόν με τους αρχαιολόγους, στην πρώτη οικοδομική φάση του διέθετε προσκήνιο και σκηνή, ενώ σε μία δεύτερη μεταποιήθηκε το προσκήνιο και δημιουργήθηκαν παρασκήνια.

Εικόνα 16: Άποψη του χώρου του αρχαίου θεάτρου της Στυμφάλου. Διακρίνονται οι διατηρούμενες σειρές των λαξευμένων εδωλίων στον βράχο. Η ορθογώνια ανασκαφική τομή σε πρώτο πλάνο προσδιορίζει την θέση του κτιρίου της σκηνής.

 Αν και τα αρχιτεκτονικά μέλη της σκηνικής εγκατάστασης είχαν λεηλατηθεί ανηλεώς στο παρελθόν από τους αρχαιοκάπηλους, εντούτοις αποκαλύφθηκαν δύο διαδοχικά κτίρια των Ελληνιστικών χρόνων. Μόνο από την ανωδομή διασώθηκαν ελάχιστα δομικά στοιχεία, που προέρχονται από το γείσο του θριγκού. Στην πρωταρχική του μορφή, το οικοδόμημα απαρτίζονταν από μία πρόσοψη με κιονοστοιχία ένδεκα κιόνων και τρία ευρύχωρα δωμάτια όπισθεν αυτής, μία τυπική διαμερισμάτωση των θεάτρων της πρώιμης Ελληνιστικής εποχής. Μεταγενέστερα τροποποιήθηκε αποκτώντας μία μακρύτερη πρόσοψη Δωρικού ρυθμού, διαθέτοντας μία κιονοστοιχία από 24 κολώνες μπροστά από την αρχική, οι οποίες ενώνονταν με λίθινα θωράκια ανάμεσα τους, σχηματίζοντας ένα προσκήνιο με πτέρυγες στα νώτα του. Αυτή ανακατασκευή ανάγεται στον 3ο αιώνα ή στις αρχές του 2ου αιώνα π. Χ.. Με το πέρας αυτής της δεύτερης οικοδομικής φάσης, η σκηνή της Στυμφάλου ήταν ένα ευμέγεθες κτίριο με μήκος πάνω από 25 μέτρα. Το αρχιτεκτονικό της σχέδιο είναι παρεμφερές με άλλες Ελληνιστικές σκηνές, όπως αυτές των αρχαίων θεάτρων της Ερέτριας στην Εύβοια και του Άσσου στα παράλια της Μικρά Ασίας, φέροντας ενσωματωμένα παρασκήνια τριών δωματίων. Μία ενδιαφέρουσα κατασκευαστική λεπτομέρεια παρατηρήθηκε στις ενώσεις των δόμων από τους στυλοβάτες, όπου εμφανίζονται ζευγάρια γραμμάτων, από «Α/Α» έως «Τ/Τ», μία κοινή πρακτική αρίθμησης των αρχαίων λιθοξόων, προκειμένου να είναι ευχερής η συναρμολόγηση των δόμων με τον σωστό συνδυασμό επιφάνειας, μετά την μεταφορά τους από το λατομείο. Παρόμοια γράμματα έχουν επισημανθεί και στην πρόσοψη του θεάτρου της αρχαίας Σικυώνας.

Εικόνα 17: Σχεδιάγραμμα της θέσης του αρχαίου θεάτρου της Στυμφάλου, όπου φαίνεται η κάτοψη της σκηνικής εγκατάστασης και οι σωζόμενες σειρές των έναντι εδωλίων του κοίλου. (Πηγή: Ιστότοπος Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα: http://portal.cig-icg.gr).

 Η σκηνική εγκατάσταση της Στυμφάλου θεωρείται σαν ένα από τα λίγα ολοκληρωμένα σύνολα της Ελληνιστικής περιόδου στην Πελοπόννησο, άλλα από την εγκατάλειψη του αρχαιολογικού χώρου, τα κατάλοιπα της έχουν δεχτεί πρόσθετες επιχωματώσεις και έχουν καλυφθεί με βλάστηση, με αποτέλεσμα να καθίστανται πολύ δυσδιάκριτα. Εκτός από τις υποκριτικές παραστάσεις, στο αρχαίο θέατρο πρέπει να διενεργούνταν περιστασιακά και μαζικές κοινωνικές συναθροίσεις των πολιτών, για να συζητήσουν τα τρέχοντα ζητήματα του τόπου τους, αφού πλησίον του δυτικού τμήματος του κοίλου, ανακαλύφθηκε μία καμπυλόγραμμη θεμελίωση που εκτιμάται από τους αρχαιολόγους ότι ήταν κάτι πιο αξιόλογο από μία απλή εξέδρα, και ενδεχομένως να είχε τον επιπρόσθετο ρόλο δημοσίου βήματος, συνδεόμενου άμεσα με το θέατρο. Μολονότι οι σειρές των εδωλίων του στέκουν πλέον αποσαθρωμένες, δημιουργούν ένα αίσθημα μυσταγωγικού δέους, αν αναλογιστεί ότι εδώ ήταν η κοιτίδα της κοινωνικής ζωής της Στυμφάλου, όπου διδάσκονταν η ιστορία και οι παραδόσεις των Ελλήνων μέσα από τα θεατρικά έργα.

Εικόνα 18: Τετράγωνο βάθρο στη αρχαία αγορά της Στυμφάλου, που χρησιμοποιούνταν πιθανότατα για την στήριξη αναθηματικού συμπλέγματος γλυπτών.

 Μετά το θέατρο εισερχόμαστε στο μέρος της αρχαίας αγοράς, όπου διακρίνονται τεχνητά άνδηρα λαξευμένα στην νότια πλευρά του λόφου, καθώς και βάθρα γλυπτών, το μεγαλύτερο από τα οποία πιθανότατα στηρίζονταν ένα αναθηματικό σύμπλεγμα. Εδώ βρίσκεται μία σπάνια χρηστική κατασκευή κάτω από την σκιά ενός δέντρου. Πρόκειται για μία μονολιθική κλεψύδρα. Το εσωτερικό της διαμορφώνεται σαν ένα τετράπλευρο δοχείο, που πρέπει να χωρούσε περίπου ένα κυβικό ύδατος, αδειάζοντας με πολύ αργό ρυθμό από μία οπή σταδιακής απορροής, που είχε τον ρόλο ενός ελεγχόμενου κρουνού. Από την παρουσία της κλεψύδρας συμπεραίνεται ότι στον περιβάλλοντα χώρο λειτουργούσε το βουλευτήριο ή το δικαστήριο της αρχαίας Στυμφάλου και ήταν μέρος συνελεύσεων των επιφανών πολιτών για να λάβουν αποφάσεις ζωτικής σημασίας, με δεδομένο ότι χρησιμοποιούνταν ως υδραυλικό όργανο καθορισμού της διάρκειας της αγορεύσεως του εκάστοτε ομιλητή. Μάλιστα, εντός του δοχείου της πρέπει να υπήρχε ένας δείκτης, ο οποίος με το χαμήλωμα της στάθμης του ύδατος να έδειχνε μία χρονική ένδειξη. Η λίθινη κλεψύδρα του συγκεκριμένου τύπου είναι εξαιρετικά σπάνια επινόηση, βρίσκοντας παράλληλα με αντίστοιχες υδραυλικές κατασκευές στο Αμφιάρειο μαντείο του Ωρωπού και στην αρχαία αγορά των Αθηνών.

Εικόνα 19: Η λίθινη κλεψύδρα της αρχαίας αγοράς της Στυμφάλου. Διακρίνεται η αυτοσχέδια και φθαρμένη επεξηγηματική πινακίδα της σπάνιας κατασκευής, ανάλογη με αυτές που απαντώνται σε κακή κατάσταση, δίπλα από μερικά μνημεία του αρχαιολογικού χώρου.

 Γύρω στα 70 μέτρα δυτικότερα από την θέση της κλεψύδρας, οι παρυφές του λόφου της ακρόπολης παρουσιάζουν εκτεταμένη εκσκαφή, σχηματίζοντας μία μεγάλη ορθογώνια εσοχή, διαστάσεων 17 Χ 80 μέτρα. Αρχικά αυτή περιοχή αποτελούσε ένα εκτεταμένο αρχαίο λατομείο, όπου παράγονταν κατεργασμένοι δόμοι και αρχιτεκτονικά μέλη για την ανέγερση των οχυρώσεων και πολλών εκ των οικοδομημάτων της πόλης και όταν σταμάτησε την λειτουργία του, μάλλον πριν τον 5ο αιώνα π. Χ., χρησιμοποιήθηκε για θρησκευτικούς σκοπούς. Στην νοτιοανατολική άκρη της βραχώδους εσοχής διατηρούνται μερικές από τις βαθμίδες μίας λαξευμένης κλίμακας, η οποία οδηγούσε ευχερώς στις υπώρειες του λόφου. Στα νότια της κλίμακας το έδαφος είναι στρωμένο με λίθινες πλάκες σε παράλληλη διάταξη, θυμίζοντας το δάπεδο μίας «πλατείας» μπροστά από την ιερά κρήνη της Στυμφάλου, που τα ερείπια της εντοπίζονται στην ίδια ευθεία. Η τελευταία αποκαλείται από τους ντόπιους ως πηγή «Βελατσούρι», εξακολουθώντας να αναβλύζει νερό αδιάλειπτα από τα βάθη των αιώνων, ακόμα και σε περιόδους ξηρασίας. Στην αρχαιότητα είχε μία σχετικά απλή αρχιτεκτονική μορφή και τροφοδοτούσε τον ποταμό Στύμφαλο, του οποίου η αρχέγονη κοίτη διακρίνεται καθαρά στις δορυφορικές απεικονίσεις στα 300 μέτρα νοτιοανατολικά, εντός της λίμνης Στυμφαλίας.

Εικόνα 20: Η λαξευμένη κλίμακα στην νοτιοανατολική άκρη του αρχαίου λατομείου.

 Οι εσωτερικές διαστάσεις του κτίσματος της ιεράς κρήνης είναι 7,05 Χ 1,75 μέτρα και διέθετε δύο μέρη, την δεξαμενή πλήρωσης ύδατος και ένα προστώο με δύο στενές κλίμακες εκατέρωθεν στις πλευρές του, για την διευκόλυνση της προσέγγισης στην επιφάνεια του συγκεντρωμένου πόσιμου ύδατος Χωρίς αμφιβολία, εκτός από την πρακτική αξία της κρήνης για την κάλυψη των αναγκών ύδρευσης των κατοίκων της αρχαίας πόλης, είχε και λατρευτικό χαρακτήρα, εκτιμώντας ότι σε αυτό το ιερό μέρος λάμβαναν χώρα εξαγνιστικές τελετουργίες, κατά την διάρκεια των τοπικών εορτών. Η κρήνη της Στυμφάλου είναι μία από τις λίγες ανάλογες αρχαίες κατασκευές πάνω σε φυσική πηγή ύδατος, που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα στον Ελληνικό χώρο. Ωστόσο απαιτείται να συντηρηθεί άμεσα, καθώς απειλείται με ολοσχερή κατάρρευση, επειδή τα συνδετήρια άγκιστρα που συγκρατούσαν τις στενόμακρες ασβεστολιθικές πλάκες μεταξύ τους, αφαιρέθηκαν στο παρελθόν και η αυξανόμενη υδροστατική πίεση προκαλεί αργά αλλά σταθερά την αποκόλληση τους από τα τοιχώματα.

Εικόνα 21: Άποψη του κτίσματος της ιεράς κρήνης της Στυμφάλου, η οποία αποκαλείται ως πηγή «Βελατσούρι».

 Στο μέσο του αρχαίου λατομείου ανασκάφηκε από τον Αναστάσιο Ορλάνδο ένα οικοδόμημα, μέσων διαστάσεων 5,50 Χ 14,50 μέτρα περίπου, θεμελιωμένο στο βραχώδες έδαφος. Το κρηπίδωμα του είναι κατασκευασμένο από ευμεγέθεις πολυγωνικούς δόμους(12), επιμελώς επεξεργασμένους, και η δυτική πλευρά του έχει κυκλοτερές σχήμα. Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, ανάγεται στο τέλος της Κλασσικής ή στις αρχές της Ελληνιστικής εποχής, αλλά εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται και στα Ρωμαϊκά χρόνια. Εξαιτίας της κυκλικής διαρρύθμισης ο Ορλάνδος του έδωσε την επωνυμία «θόλος», ενώ έχουν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές για την σκοπιμότητα του από τους μελετητές. Η κάτοψη του μοιάζει με «κλειδαρότρυπα» και λόγω του μακρού ανατολικού τμήματος του, ο Καναδός καθηγητής Hector Williams αφήνει να εννοηθεί αόριστα ότι ενδεχομένως να πρόκειται για μία αντιγραφή ενός «Μυκηναϊκού» θολωτού τύμβου με δρομική είσοδο, προς τιμήν ενός άγνωστου επιχώριου ήρωα. Ορισμένοι εικάζουν κάπως πιο ρηξικέλευθα, πως ίσως να εξυπηρετούσε τις ανάγκες του ιερατείου ή σε αυτό να φυλάσσονταν τα μέτρα και τα σταθμά της πόλης, που ήταν σημαντικότατα αντικείμενα για τις εμπορικές συναλλαγές στην αρχαιότητα. Πάντως οι οποιεσδήποτε υποθέσεις για το αινιγματικό κτίσμα του «θόλου» είναι παρακινδυνευμένες, μέχρις ότου μία εμπεριστατωμένη έρευνα μας δώσει σαφείς απαντήσεις. Επίσης, στην προέκταση της ανατολικής πλευράς του διακρίνονται θεμελιώσεις και άλλων κτισμάτων, η χρήση των οποίων παραμένει αδιευκρίνιστη.

Εικόνα 22: Το κεντρικό κτίσμα του «θόλου» στην τοποθεσία του αρχαίου λατομείου, που η δυτική πλευρά του έχει ημικυκλική διαμόρφωση.

 Τα οικοδομήματα σε αυτή την τοποθεσία απάρτιζαν ένα ενιαίο πολεοδομικό σύνολο, καθόσον κλείνονταν εντός ιδιαίτερου περιβόλου, με ένα τοιχίο που ξεκινούσε από την πύλη των νοτιοδυτικών τειχών και ενώνονταν με την προαναφερθείσα λιθόστρωτη «πλατεία». Όπως διαπιστώθηκε από την αρχαιολογική έρευνα, αυτή η «πλατεία» συνιστούσε το δάπεδο ενός μνημειώδους πρόπυλου. Η δε μορφή του ήταν παραπλήσια με το αντίστοιχο μεγαλοπρεπές πρόπυλο του ιερού των «Μεγάλων Θεών» στην Σαμοθράκη, το οποίο ανεγερθεί με δωρεά του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου, ανάμεσα στο 285 – 281 π. Χ.. Έτσι λοιπόν, εκείνο που διαφαίνεται με σχετική βεβαιότητα είναι ότι ολόκληρη η λαξευμένη περιοχή πρέπει να προσέλαβε μία λατρευτική ιδιοσυγκρασία μετά την κατάργηση του αρχαίου λατομείου.
 Τα κατάλοιπα των νοτιοδυτικών και γενικότερα των νότιων οχυρώσεων της Στυμφάλου είναι είτε επιχωματωμένα, είτε καλύπτονται από πυκνή βλάστηση, με συνέπεια το ίχνος τους να μην γίνεται αντιληπτό. Το κατερχόμενο τμήμα των τειχών από τον λόφο της ακρόπολης κατέληγε σε ένα κυκλικό πύργο στο απότομο κράσπεδο της θέσης του θρησκευτικού συγκροτήματος της ιεράς κρήνης, όπου ίσως να υπήρχε προσκολλημένη κάποια εγκατάσταση εσωτερικά για τον στρατωνισμό της φρουράς. Από εκεί συνέχιζαν κάθετα στο πεδινό μέρος προς την σημερινή όχθη της λίμνης Στυμφαλίας για περίπου 50 μέτρα και κατόπιν στρέφονταν προς τα ανατολικά βαίνοντας παράλληλα με την αρχαία κοίτη του ποταμού Στύμφαλου και εκτείνονταν σε μήκος 400 μέτρων. Η τοιχοποιία τους ήταν ίδια με τα τείχη βορείως της ακρόπολης, φέροντας ένα λίθινο κρηπίδωμα και ανωδομή από ωμόπλινθους, με την διαφορά ότι ενδιάμεσοι αμυντικοί πύργοι είχαν ημικυκλικό σχήμα.

Εικόνα 23: Σχεδιάγραμμα της λαξευμένης τοποθεσίας γύρω από το λατρευτικό συγκρότημα της ιεράς κρήνης της Στυμφάλου, στο οποίο αποτυπώνεται και η κατεύθυνση των νοτιοδυτικών τειχών. (Πηγή: Ιστότοπος Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα: http://portal.cig-icg.gr).

 Απέναντι από την ιερά κρήνη βρίσκονταν η νοτιοδυτική πύλη του οχυρωματικού περιβόλου της πόλης, με άνοιγμα πλάτους 4,5 μέτρων, η οποία προστατεύονταν από τον γειτονικό κυκλικό πύργο. Φαίνεται πως διέθετε πρόπυλο και διαμήκη ασβεστολιθικά έδρανα εντός του θυραίου αναπτύγματος της. Ίσως να ταυτίζεται με την «πύλη του Ορχομενού», αν λάβουμε υπόψη τον προσανατολισμό της προς την δύσβατη ορεινή διάβαση του όρους Ολίγυρτος, ανατολικά της κορυφής Σκίπιζα, που παρείχε την συντομότερη πρόσβαση στον κύριο δρόμο για τον αρχαίο Αρκαδικό Ορχομενό, ο οποίος ακολουθούσε την χάραξη της σημερινής επαρχιακής οδού Νεμέας – Λεβιδίου. Ωστόσο, της έχει δοθεί η επωνυμία «πύλη του Φενεού», μάλλον κατά την πρώτη ανασκαφική φάση και έτσι αναγράφεται στα τοπογραφικά σχεδιαγράμματα. Στον ευρύτερο νοτιοδυτικό τομέα έχουν εντοπιστεί και άλλα οικοδομήματα, τα οποία πλέον δε είναι ορατά λόγω των προσχώσεων. Δίπλα και νότια από το μνημειακό πρόπυλο της ιεράς κρήνης, ανακαλύφθηκαν τα ερείπια ενός ακόμα πρόπυλου μιας ευμεγέθους εγκατάστασης, που εκτιμάται ότι πρόκειται για μία παλαίστρα, δηλαδή ουσιαστικά για το γυμνάσιο της αρχαίας πολίχνης. Επίσης, σε κοντινή απόσταση νοτιοανατολικά από αυτή την θέση υπήρχε ένας ναός, διαστάσεων 9 Χ 18 περίπου, με κίονες στην πρόσοψη του, ενώ στην καμπή των νοτιοδυτικών τειχών βρέθηκαν τα απομεινάρια μίας στοάς με κιονοστοιχία.

Εικόνα 24: Αναλημματικός τοίχος στους πρόποδες του υψώματος της ακρόπολης, δυτικότερα από το λατρευτικό συγκρότημα της ιεράς κρήνης.

 Μετά το λατρευτικό συγκρότημα της ιεράς κρήνης προβάλλει στους πρόποδες του λόφου της ακρόπολης ένας τοίχος, που διατηρείται σε μήκος 55 μέτρων περίπου και σε ύψος τεσσάρων δόμων. Είναι κατασκευασμένος από πολυγωνικούς, αλλά και ακατέργαστους ογκόλιθους, συνταιριασμένους μεταξύ τους χωρίς συνδετικό κονίαμα. Ο τοίχος είχε κυρίως αναλληματικό χαρακτήρα για την αποτροπή τυχόν κατολισθήσεων και αποχωματώσεων, καθώς ακριβώς πάνω από αυτόν διέρχεται μία ανηφορική οδός μήκους περί τα 170 μέτρα και ελάχιστου πλάτους γύρω στα 3 μέτρα. Η τελευταία είναι λαξευμένη στον συμπαγή βράχο και έχει ισοσταθμισμένη κλίση, έτσι ώστε να διευκολύνεται η ανάβαση των υποζυγίων και η μεταφορά των φορτίων. Μάλιστα σε ένα κομμάτι του οδοστρώματος διακρίνονται ακόμα οι αυλακώσεις από τους τροχούς των μεταφορικών αμαξών. Η οδός επιτηρούνταν απόλυτα από τις υπερκείμενες οχυρώσεις της ακρόπολης και ταυτόχρονα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μία προκεχωρημένη έπαλξη σε περίπτωση εχθρικής προσβολής, δημιουργώντας μία διπλή ζώνη άμυνας σε εκείνη την πλευρά. Αναμφίβολα βασική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός περάσματος στην αρχή της οδού και το οποίο θα έπρεπε να ήταν αρκετά ευρύ για να επιτρέπεται το διέλευση τροχήλατων αμαξών. Επειδή ο σωζόμενος αναλημματικός τοίχος δεν παρουσιάζει κενά στην δόμηση του στην πορεία του προς την ακρόπολη, είναι αυτονόητο ότι η πρόσβαση πραγματοποιούνταν κοντά στην νοτιοδυτική απόληξη του, που ενδεχομένως να ήταν οχυρωμένη. Εκεί σχηματίζεται ένα πεδινό πλάτωμα παρέχοντας την δυνατότητα ελιγμών στις άμαξες, προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με το οδόστρωμα και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως χώρος φορτοεκφόρτωσης ή αναμονής.

Εικόνα 25: Τμήμα της ανηφορικής οδού προς την ακρόπολη της Στυμφάλου, όπου διακρίνονται οι αυλακώσεις από τους τροχούς των αμαξών.

 Στο σημείο που η οδός συναντούσε τα τείχη της ακρόπολης, θα πρέπει να διαμορφώνονταν μία ακόμα πύλη, η οποία πρέπει να είχε βασικά εμπορικό χαρακτήρα, αν υποθέσουμε ότι στα ανατολικά άνδηρα του υψώματος υπήρχαν αποθηκευτικοί χώροι σιτηρών και άλλων αγαθών. Άρα λοιπόν, κάλλιστα μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτή θα ήταν η «εμπορική πύλη» της Στυμφάλου, με δεδομένη την διακομιστική σημασία της οδού, καθώς και την αντίληψη πως η πύλη στα νοτιοδυτικά τείχη οδηγούσε στον επίσημο τομέα της αρχαίας αγοράς, κάνοντας μάλλον ασύμβατη την συχνή διέλευση θορυβώδους πλήθους μεταπρατών και ταξιδιωτών, με τις φορτωμένες άμαξες τους, μέσα από τα κοινωφελή και λατρευτικά ιδρύματα. Αυτή η εντύπωση δεν αναιρείται ούτε από την ανεύρεση των θεμελιώσεων ορισμένων καταστημάτων στον ανατολικό τομέα της πόλης, καθόσον δεν αποκλείεται οι ιδιοκτήτες τους να προμηθεύονταν χονδρικά μεγάλο μέρος των εμπορευμάτων τους από τις κεντρικές αποθήκες έπειτα από την πολιτειακή φορολόγηση τους.
 Ακριβώς δίπλα από άκρο του λόφου της ακρόπολης η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τις λίθινες θεμελιώσεις ενός συμπλέγματος αρκετών οικιών, που κάποιες από αυτές ενώνονταν με μεσοτοιχίες. Τα ανακαλυφθέντα οικοδομικά λείψανα καταλαμβάνουν έκταση περίπου 1.800 τετραγωνικών μέτρων και μας προσφέρουν μία δειγματοληπτική εικόνα για την οικιστική αρχιτεκτονική της Στυμφάλου, η οποία εναρμονίζονταν πλήρως με τα συνήθη πρότυπα που εφαρμόζονταν από την ύστερη Κλάσσικη περίοδο και κατόπιν στην Ελληνιστική εποχή, ενώ αρκετά από τα ευρήματα μας παρέχουν πληροφορίες για τον Ρωμαϊκό εποικισμό. Οι οικίες ανήκουν σε δύο διαφορετικά οικοδομικά τετράγωνα και σχηματίζονταν κατά μήκος των αναμεταξύ τους κάθετων οδών, οι οποίες είχαν προσανατολισμό Β-Ν και πλάτος 6 μέτρων. Σύμφωνα με τα πορίσματα των Καναδών αρχαιολόγων, στην πρώτη οικοδομική φάση τους ανεγέρθηκαν στα μέσα προς τέλος του 4ου αιώνα π. Χ., αλλά πιθανότατα εγκαταλείφθηκαν στα μέσα του 2ου αιώνα π. Χ.. Ωστόσο μερικά από τα κτίσματα ανακατασκευάστηκαν και κατοικήθηκαν εκ νέου προς το τέλος του 1ου αιώνα π. Χ., και για περίπου μισό αιώνα έως την οριστική ερήμωση τους από σεισμό. Σε δύο τουλάχιστον χρονικές περιόδους, το δυτικό οικοδομικό τετράγωνο επεκτάθηκε ανατολικότερα, καταπατώντας την διαχωριστική οδό με το έτερο, η οποία μετατράπηκε σε ένα δρομίσκο πλάτους μόλις 1,5 μέτρου, μέχρι που έκλεισε τελείως. Από την άλλη πλευρά του τετραγώνου δεν συνέβησαν αντίστοιχες παραβιάσεις της κείμενης οδού, που επιφανειακά καλύπτονταν από κεραμικά θραύσματα, μάλλον για λόγους συνεκτικότητας του οδοστρώματος.

Εικόνα 26: Άποψη του ανακαλυφθέντος συμπλέγματος κατοικιών της Στυμφάλου, μετά το ανατολικό άκρο του λόφου της ακρόπολης.

 Η κάθε οικία της ύστερης Κλασσικής περιόδου είχε μέσο εμβαδόν γύρω στα 240 τετραγωνικά μέτρα και διέθετε μία μοναδική είσοδο προς τον δρόμο. Απαρτίζονταν δε από αρκετά δωμάτια για την βολική ενδιαίτηση των μελών της οικογένειας και την πρακτική διευθέτηση του νοικοκυριού, τα οποία διατάσσονταν περιμετρικά από μία ανοιχτή αυλή και από εκεί γίνονταν η πρόσβαση στο εσωτερικό τους. Ανάλογο αρχιτεκτονικό σχέδιο είχαν και δύο οικίες της Ρωμαϊκής εποχής, που κτίστηκαν μεταγενέστερα εντός του συγκεκριμένου πολεοδομικού συμπλέγματος. Εξ’ αυτών η μεγάλη δυτική οικία απαρτίζονταν από έντεκα δωμάτια και αποκαλέστηκε από τους αρχαιολόγους ως «Ρωμαϊκή βίλλα», με την χρονολόγηση της να τοποθετείται με σχετική επιφύλαξη στον 1ο αιώνα π. Χ.. Το δάπεδο της εσωτερικής αυλής ήταν στρωμένο με θρυμματισμένα κεραμίδια και στην βορειοανατολική γωνία της διασώζεται ακέραιο ένα πηγάδι με πέτρινα τοιχώματα, το οποίο εξακολουθεί να είναι αρδεύσιμο, με το νερό να αντανακλάται στον πυθμένα του. Παρόμοια πηγάδια θα πρέπει να υπήρχαν και στις περισσότερες κατοικίες της Στυμφάλου. Η «Ρωμαϊκή βίλλα» είχε ανεγερθεί πάνω στα ερείπια μίας προγενέστερης οικίας, αλλά διέθετε ένα νέο διάδρομο εισόδου από την οδό. Στα νότια απλώνονταν μία αρκετά μεγάλη ελεύθερη περιοχή, καθ’ όλο το πλάτος της οικίας, δίνοντας την εντύπωση ενός κήπου. Ένα πολύ ενδιαφέρον κατασκευαστικό στοιχείο, ήταν η αποκάλυψη ενός οχετού που διέρχονταν από το δάπεδο στο μέσο του κτιρίου και  συνδέονταν με τον μεγαλύτερο κεντρικό οχετό της παράπλευρης οδού, φανερώνοντας την ύπαρξη ενός οργανωμένου αποχετευτικού δικτύου στην αρχαία πολίχνη.

Εικόνα 27: Σχεδιάγραμμα της «Ρωμαϊκής βίλας». Με κόκκινο κύκλο επισημαίνεται το πηγάδι στην κεντρική ανοιχτή αυλή. (Πηγή: Ιστότοπος Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα: http://portal.cig-icg.gr).

 Η δεύτερη οικία ανασκάφηκε απέναντι από την «Ρωμαϊκή βίλλα» στα ανατολικά της οδού ανάμεσα τους. Ένα από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ήταν ότι η δυτική πρόσοψη του κτίσματος στερεώνονταν πάνω σε ογκώδεις ασβεστολιθικούς ορθοστάτες, μήκους 3 μέτρων και ύψους 0,5 μέτρων. Το κτίριο είχε επαναχρησιμοποιηθεί κατά την πρώιμη Ρωμαϊκή περίοδο και διαμορφώνονταν από πέντε δωμάτια οργανωμένα γύρω από μία μεγάλη κλειστή αυλή, τα οποία απέδωσαν τα πιο σημαντικά ευρήματα του ανασκαφέντος πολεοδομικού τομέα. Ένα από τα δωμάτια ήταν κυριολεκτικά ένας αδιατάραχτος αποθέτης, όπου βρέθηκαν γύρω στις τρεις δωδεκάδες άρτιων αλλά και σπασμένων μαγειρικών και καθημερινής χρήσης σκευών, παραπλήσιων με αγγεία από την Κόρινθο της εποχής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τιβέριου (14 – 37 μ. Χ.), που αποτελούν μία απτή απόδειξη για τον σεισμό που έπληξε την περιοχή στα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ..
 Μαζί με τα πήλινα δοχεία ανασύρθηκαν πολύ αξιόλογα αντικείμενα, όπως ένα σιδερένιο σπαθί μήκους 81 εκατοστών, εντός της διαβρωμένης θήκης του, ένα εγχειρίδιο, ένα κυκλικό μπρούτζινο έλασμα ασπίδας, δύο μεγάλα μαρμάρινα πόδια γρύπα, που εικάζεται ότι ήταν υποστηρίγματα κάποιου ξύλινου επίπλου, μαρμάρινα βαρίδια, πάνω από τριάντα μπρούτζινα διακοσμητικά στελέχη θυρόφυλλων, τεσσάρων διαφορετικών τεχνοτροπιών και μία μπρούτζινη κλειδαριά θύρας. Το ένα δωμάτιο στην νοτιοδυτική γωνία είχε διαρρύθμιση τύπου «ανδρώνα» για την παράθεση συμποσίων και την υποδοχή των φιλοξενούμενων, καθώς διέθετε υπερυψωμένο περιθώριο στο δάπεδο για την τοποθέτηση των ανακλίντρων και οι τοίχοι του ήταν επιχρισμένοι με βαμμένο κονίαμα, προσιδιάζοντας με το λεγόμενο πρώιμο Πομπηιανό ύφος χρωματισμού των τοίχων. Επίσης, από το κτιριακό συγκρότημα συλλέχτηκε ένας αριθμός από νομίσματα της περιόδου ανάμεσα στο 146 π. Χ. και στους χρόνους του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου (64 π. Χ. – 14 μ. Χ.).

Εικόνα 28: Τα δύο μαρμάρινα πόδια γρύπα που ανακαλύφθηκαν σε ένα από τα δωμάτια της αποκαλούμενης «Ρωμαϊκής βίλλας». (Πηγή: Ιστότοπος Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα: http://portal.cig-icg.gr).

 Εκτός των παραπάνω ευρημάτων, οι δοκιμαστικές έρευνες σε βαθύτερα στρώματα σε διάφορα σημεία στο μέρος του οικοδομικού συμπλέγματος, απέδωσαν δύο πρωτοελλαδικά (ΠΕ) λίθινα εργαλεία και μερικά όστρακα της υστεροελλαδικής περιόδου (ΥΕ ΙΙΙΒ), Μυκηναϊκής τεχνοτροπίας, υποδηλώνοντας την διαχρονική κατοίκηση της Στυμφάλου από το διάστημα της λεγόμενης «Εποχής του Χαλκού», δηλαδή από 3200 έως το 1050 π. Χ. Στον αντίποδα, η απουσία κεραμικής και άλλων ευρημάτων από τα μέσα του 2ου αιώνα π. Χ. έως την περίοδο του Οκταβιανού Αυγούστου, γενικότερα στον αρχαιολογικό χώρο, φανερώνει την αιφνίδια διακοπή της κατοίκησης, λόγω της εκτεταμένης καταστροφής που υπέστη η αρχαία πόλη κατά την δήωση της από τους Ρωμαίους το 146 π. Χ..
 Κοντά στην γραμμή των νότιων τειχών πριν από τους καλαμιώνες, διακρίνονται τα επιφανειακά κατάλοιπα και άλλων κτισμάτων, καταδεικνύοντας ότι η τοποθεσία της Στυμφάλου κρύβει ακόμα πολλές από τις πτυχές του αστικού ιστού της, αναμένοντας μία διεξοδική ανασκαφή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η νοτιοανατολική είσοδος στην αρχαία πολίχνη, το περίγραμμα της οποίας διαγράφεται στο έδαφος σε απόσταση 100 μέτρων από ανασκαμμένο οικοδομικό σύμπλεγμα. Πρόκειται για την σύνθετη «πύλη του Φλιούντα» που στην αρχαιότητα είχε επιβλητική όψη και συνιστούσε ένα άριστο δείγμα αμυντικού σχεδιασμού, μοιάζοντας αναλογικά σαν μικρογραφία της «Αρκαδικής πύλης» της αρχαίας Μεσσήνης, η οποία έλαβε το τελικό κυκλικό σχήμα της γύρω στο 300 π. Χ.. Από την υπόψη πύλη της Στυμφάλου άρχιζε η κατευθυντήρια οδός προς την έναντι διάβαση του όρους Απέλαυρος, από όπου βαδίζοντας κανείς σχεδόν ακριβώς επί του σημερινού δρομολογίου Στυμφαλίας – Νεμέας, εισέρχονταν στο Φλιάσιο πεδίο και μετέβαινε στην πόλη του αρχαίου Φλιούντα.

Εικόνα 29: Σχεδιαστική απόδοση της κάτοψης της σύνθετης «πύλης του Φλιούντα». (Πηγή: Ιστότοπος Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα: http://portal.cig-icg.gr).

 Η «πύλη του Φλιούντα» ανακαλύφθηκε από τον Αναστάσιο Ορλάνδο στα 1926 και ερευνήθηκε συστηματικά από την Καναδική αρχαιολογική ομάδα το 2000. Στην πρωτογενή της μορφή ήταν μία απλή επικαλυπτόμενη πύλη, όπως και οι άλλες τέσσερις πολεμικές πύλες των τειχών, αλλά μεταγενέστερα ανακατασκευάστηκε στα πλαίσια μιας γενικότερης αναβάθμισης των οχυρώσεων της αρχαίας πολίχνης. Κατά τις ανασκαφές αποκαλύφθηκε ένα τμήμα ενός προηγούμενου ημικυκλικού πύργου στην θεμελίωση του καινούργιου πυλαίου οικοδομήματος, το οποίο αποτελούνταν από μία εξωτερική και μία εσωτερική είσοδο, ενώ ενδιάμεσα τους σχηματίζονταν ένας κυκλοτερής αυλόγυρος, διαμέτρου 6 μέτρων. Η εξωτερική δρομική είσοδος, που πιθανότατα διέθετε δική της θύρα, ανοίγονταν στα ανατολικά και προστατεύονταν άμεσα από ένα πλευρικό κυκλικό πύργο και από ένα έμπροσθεν ημικυκλικό πύργο των τειχών. Το κατώφλι της δεύτερης εισόδου βρίσκονταν στην δυτική καμπή της αυλής και στηρίζονταν σε ένα ιδιότυπο προμαχώνα στο βόρειο πλευρό της, ο οποίος πρέπει να διέθετε ισόγειο θάλαμο για την κάλυψη των αναγκών στρατωνισμού της φρουράς. Σε περίπτωση εχθρικής προσβολής, όταν οι εισβολείς διασπούσαν την εξωτερική θύρα εισέρχονταν στον κυκλοτερή θύλακα, όπου παγιδεύονταν και εξοντώνονταν, όντας ευάλωτοι σε θανάσιμα περιμετρικά πυρά. Πάντως, η «πύλη του Φλιούντα» και όλοι οι ογκώδεις προμαχώνες είναι σαφώς νεότερες προσθήκες στον οχυρωματικό περίβολο της Στυμφάλου, ο οποίος φαίνεται ότι δέχτηκε μερική ανακαίνιση στα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ., αφού τέτοιες αμυντικές βελτιώσεις, όπως οι πύλες με «φονικές αυλές» και ογκώδεις προμαχώνες για την καλύτερη υποστήριξη των προηγμένων καταπελτών, όπως αυτός στην κορυφή της ακρόπολης, υιοθετήθηκαν εκείνο το χρονικό διάστημα.
 Από το ύψος της «πύλης του Φλιούντα» τα τείχη στρέφονταν καμπυλοειδώς προς τον σημερινό οικισμό Κιόνια, κλείνοντας την ανατολική πλευρά της Στυμφάλου. Κοντά στην τοποθεσία της μονής Ζαρακά συναντούσαν την λοξή γραμμή των δυτικών τειχών, διαμορφώνοντας την κορυφή του τριγωνικού οχυρωματικού περιβόλου, που οριοθετούσε τον βόρειο πολεοδομικό τομέα της αρχαίας πολίχνης. Όμως δεν διασώζεται πλέον κανένα εμφανές ίχνος των αστικών υποδομών, επειδή τα ελάχιστα απομεινάρια τους έχουν εξαφανιστεί από την άροση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Επιπλέον το μεγαλύτερο μέρος των αμυντικών τειχών του βόρειου τομέα, όπου βρίσκονταν και η «πύλη της Σικυώνας», μάλλον καταστράφηκε ολοσχερώς στις αρχές του 13ου αιώνα και οι ογκολιθικοί δόμοι χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό για την ανέγερση των κτιριακών εγκαταστάσεων της παρακείμενης Ρωμαιοκαθολικής μονής των Κιστερκιανών μοναχών. Από τις εξειδικευμένες γεωφυσικές έρευνες προέκυψε ότι τουλάχιστον σε εκείνη την χωροταξική περιοχή, οι οδοί είχαν χαραχθεί σκόπιμα 15 μέτρα δυτικότερα διαφέροντας από το υπόλοιπο οδικό πλέγμα, πιθανότατα με πρόθεση την ανάσχεση σε ένα προκαθορισμένο χώρο εμπλοκής, των εχθρικών δυνάμεων που θα κατάφερναν να προσπελάσουν τα τείχη και θα κινούνταν επί των οδών. Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Πολιτικά» εισηγείται ανάλογες σχεδιαστικές τροποποιήσεις σε πόλεις με ορθογώνια ρυμοτομία του 4ου αιώνα π. Χ., έτσι ώστε να καθιστούν δυσκολότερη την εισχώρηση των αντίπαλων πολεμιστών(13).

Εικόνα 30: Άποψη από τα επιχωματωμένα οικοδομικά κατάλοιπα της άλλοτε επιβλητικής «πύλης του Φλιούντα», στην νοτιοανατολική πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου της αρχαίας Στυμφάλου.

 Κατά τις έρευνες των Καναδών αρχαιολόγων υπό την επίβλεψη του καθηγητή Hector Williams, εντοπίστηκαν τρία νεκροταφεία της Ελληνιστικής εποχής, σε διαφορετικές θέσεις βορείως της αρχαίας πόλης, από τα οποία αποκτήθηκαν γύρω στις είκοσι επιτύμβιες στήλες, φέροντας η καθεμία τους το όνομα του θανόντος ατόμου και σε μερικές άλλες αναγράφονταν ο τοπογραφικός προσδιορισμός «από Φλιούντα». Αξιοσημείωτο είναι πως οι αναθηματικές επιγραφές ανήκαν στην πλειονότητα τους σε γυναικεία πρόσωπα. Αυτό το γεγονός οδήγησε τους αρχαιολόγους να υποθέσουν, ότι ενδεχομένως πολλοί άνδρες της πόλης προσέφεραν τις μισθοφορικές υπηρεσίες τους σε κάποιο μακρινό τόπο και δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω στην Στύμφαλο, όπου παρέμειναν και τάφηκαν οι σύζυγοι τους. Επιπρόσθετα, στις ανεξάρτητες ανασκαφές που διενέργησε το Ινστιτούτο Μεσαιωνικών Σπουδών του Τορόντο στην μεσαιωνική μονή Ζαρακά, βρέθηκε ένα Ελληνιστικό επιτύμβιο ανάγλυφο με την παράσταση ενός ιππέα και ένα νόμισμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σέπτιμου Σέβηρου (146 – 211 μ. Χ.), ενώ και στα πρακτικά του Αναστάσιου Ορλάνδου καταγράφονται τουλάχιστον άλλες έξι επιτύμβιες στήλες(14).
 Όσον αφορά τα μεταγενέστερα Χριστιανικά νεκροταφεία, αποκαλύφθηκαν ενταφιασμοί του 5ου και 6ου αιώνα μ. Χ. σε πέντε θέσεις εντός του οχυρωματικού περιβόλου, οι οποίοι πιθανότατα αποτελούσαν μεμονωμένα ιδιωτικά οικογενειακά κοιμητήρια ενός ακόμα απροσδιόριστου πρωτοβυζαντινού οικισμού. Δύο ομάδες ταφών εντοπίστηκαν μέσα και γύρω από τον δεσπόζοντα νοτιοδυτικό προμαχώνα της ακρόπολης, καθώς και στον πεδινό κεντρικό προμαχώνα. Ορισμένοι ενταφιασμοί βρέθηκαν στον πρόδομο του ναού της Πολιάδος Αθηνάς και έξω από αυτόν, ενώ η μεγαλύτερη συγκέντρωση πρωτοχριστιανικών ταφών εμφανίζονται στο ανατολικό τμήμα και στο άκρο του λόφου της ακρόπολης, πάνω από τα λαξευμένα εδώλια του αρχαίου θεάτρου.

Εικόνα 31: Τεχνητά άνδηρα στο μέρος της αγοράς της Στυμφάλου. Μπροστά τους διακρίνεται ένα κυβοειδές βάθρο αγάλματος.

 Κλείνοντας το εκτενές αφιέρωμα στην αρχαία Στύμφαλο σε δύο επιμέρους άρθρα, οφείλουμε να τονίσουμε την αναγκαιότητα ανάδειξης αυτού του σπουδαίου αρχαιολογικού χώρου στην σημερινή ορεινή Κορινθία. Ουσιαστικά πρόκειται για μία οχυρωμένη πολίχνη της ύστερης Κλασσικής εποχής (400/380 – 323 π. Χ.), σχεδιασμένης σύμφωνα με το Ιπποδάμειο ρυμοτομικό σύστημα, που δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς ολόκληρη η έκταση των πολεοδομικών τομέων της, καθώς εκτιμάται ότι ένα μεγάλο μέρος από τα κατάλοιπα των οικιστικών συγκροτημάτων βρίσκεται ακόμα θαμμένο στο έδαφος. Ένα επιζητούμενο ανασκαφικό πρόγραμμα στο μέλλον, σίγουρα θα φέρει στην επιφάνεια σημαντικά ευρήματα και θα εμπλουτίσει ακόμα περισσότερο τις γνώσεις μας, σχετικά με την κοινωνική ζωή και τις καθημερινές ασχολίες των αρχαίων Ελλήνων προγόνων μας. Μέχρι τότε είναι απαραίτητο να ευαισθητοποιηθούν οι αρμόδιοι πολιτειακοί φορείς και ιδίως οι παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης, έτσι ώστε να βρουν από την αφάνεια τα υφιστάμενα μνημεία και να αξιοποιηθεί επιμορφωτικά ο χώρος. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει με το ελάχιστο δυνατό κόστος μέσω απλών δράσεων, όπως με την κατασκευή και τοποθέτηση καλαίσθητων ενημερωτικών πινακίδων, έστω και ξύλινων, σε συνεργασία με την οικεία Αρχαιολογική Εφορεία, με την συντήρηση του μονοπατιού στο ύψωμα της ακρόπολης, του οποίου τα ξύλινα κιγκλιδώματα έχουν αποσυναρμολογηθεί σε αρκετά σημεία, αλλά και με την δημιουργία επιπλέον μονοπατιών προς τα ανακαλυφθέντα οικοδομήματα. Ακόμα και τα σχολεία της περιφέρειας του Δήμου Σικυωνίων θα έπρεπε να εντάξουν την Στύμφαλο ως έναν από τους προορισμούς των εκπαιδευτικών εκδρομών τους, με σκοπό την εξοικείωση των μαθητών με την τοπική ιστορία. Αν μάλιστα διευρύνουμε τον ορίζοντα των προσδοκιών, η ευρύτερη περιοχή προσφέρεται για την οργάνωση ενός πρότυπου αρχαιολογικού και φυσιολατρικού πάρκου, το οποίο θα περιλαμβάνει περιπατητικές διαδρομές γύρω από την λίμνη Στυμφαλία, σε συνδυασμό με την περιήγηση στην αρχαία πολίχνη και την παρακείμενη μονή Ζαρακά, με αφετηρία το σύγχρονο Μουσείο Περιβάλλοντος. Το μόνο που απαιτείται είναι να εστιάσουμε συλλογικά το ενδιαφέρον μας στην διαφύλαξη και προβολή της καταπληκρικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Εικόνα 32: Άποψη του ανατολικού βραχίονα του υψώματος της ακρόπολης της Στυμφάλου. Διακρίνεται το κοίλο του αρχαίου θεάτρου στο κέντρο και η εξέδρα στο δεξί άκρο, λαξευμένα πάνω στον βράχο.


Κείμενο – Επιλογή φωτογραφιών:

Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com

21 Ιανουαρίου 2017

Οι εικόνες των σχεδιαγραμμάτων των διάφορων θέσεων της αρχαίας Στυμφάλου και των ευρημάτων αντλήθηκαν από τον ιστότοπο του Καναδικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα: http://portal.cig-icg.gr, ενώ οι υπόλοιπες φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του γράφοντος.

ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΣΩΖΟΜΕΝΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΤΥΜΦΑΛΟΥ

Εικόνα 33: Σχεδιαστική αποτύπωση των σωζόμενων μνημείων της αρχαίας Στυμφάλου σε δορυφορική απεικόνιση της τοποθεσίας.

Υπόμνημα

 1. Νοτιοδυτικός πυργοειδής προμαχώνας της ακρόπολης.
 2. Θεμελιώσεις τειχών.
 3. Πιθανή χάραξη τειχών ακρόπολης.
 4. Διακριτό περίγραμμα δυτικών τειχών.
 5. Θεμελιώσεις τετράγωνων πύργων.
 6. Εικαζόμενη δυτική πύλη.
 7. Δυτικός πυργοειδής προμαχώνας.
 8. Βορειοδυτικός πολεοδομικός τομέας της αρχαίας πόλης με επιφανειακά οικοδομικά κατάλοιπα (δεν έχει διενεργηθεί συστηματική ανασκαφική έρευνα).
 9. Ιερό Πολιάδος Αθηνάς.
 10. Ημικυκλική πυργοειδής θέση μάχης.
 11. Ορατά τμήματα τειχών ακρόπολης.
 12. Εξαγωνικός προμαχώνας.
 13. Θεμελιώσεις αταύτιστου κτίσματος.
 14. Δύο λαξευτά ταφικά ορύγματα.
 15. Εξέδρα.
 16α. Κοίλο – εδώλια αρχαίου θεάτρου.
 16β. Θεμελιώσεις προσκηνίου – σκηνής – παρασκηνίων αρχαίου θεάτρου.
 17. Ευρύτερος χώρος του βουλευτηρίου – δικαστηρίου με τα βάθρα, την κλεψύδρα και τα λαξευμένα άνδηρα.
 18. Λαξευμένη κλίμακα.
 19. Θέση του αρχαίου λατομείου που μετατράπηκε σε λατρευτικό χώρο με τα διατηρούμενα μνημεία της ιεράς κρήνης, του «θόλου» και του πρόπυλου.
 20. Διακριτό ίχνος νοτιοδυτικών τειχών.
 21. Θέση νοτιοδυτικής πύλης.
 22. Κατάλοιπα στοάς με κιονοστοιχία.
 23. Κατάλοιπα ναού.
 24. Πρόπυλο παλαίστρας.
 25. Λαξευμένη οδός προς την ακρόπολη με πλευρικό αναλημματικό τείχος.
 26. Πιθανή πύλη ακρόπολης.
 27. Πιθανή χάραξη νοτίων τειχών – νοτιοανατολικών (δεν έχει διενεργηθεί συστηματική ανασκαφική έρευνα).
 28. Θεμελιώσεις κτισμάτων.
 29. Κτιριακό συγκρότημα κατοικιών.
 30. Νοτιοανατολική πύλη («πύλη Φλιούντα»).
 Με πράσινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται το μονοπάτι που διασχίζει τον λόφο της ακρόπολης και ενώνεται κατόπιν με τον χωματόδρομό δίπλα από την θέση του ανασκαμμένου συγκροτήματος κατοικιών, ο οποίος οδηγεί προς την μεσαιωνική μονή Ζαρακά και τον οικισμό Κιόνια.


Επεξηγηματικές Σημειώσεις

 1. Η πολυγωνική λιθοδομή εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον πρώιμο 6ο αιώνα π. Χ. και δε έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται, καθώς εξασφάλιζε μεγάλη αντοχή.
 2. Οι ωμόπλινθοι παρασκευάζονταν από την ζύμωση αργιλοχώματος, δηλαδή πηλού, με άχυρα και ασβέστη, λαμβάνοντας κατόπιν το ορθογώνιο σχήμα τους εντός ξύλινων πλαισίων, μέσα στα οποία αφήνονταν προς ξήρανση στον ήλιο. Άλλο είδος ήταν οι οπτόπλινθοι με διάφορες προσμίξεις υλικών στον άργιλο, που μετά την ξήρανση τους ψήνονταν σε καμίνους.
 3. Οι διαστάσεις των διατηρούμενων οικοδομημάτων της αρχαίας Στυμφάλου έχουν υπολογιστεί κατά προσέγγιση από τον γράφοντα, σε συσχετισμό με τις κλίμακες των δορυφορικών αποτυπώσεων της τοποθεσίας και των κατόψεων των μνημείων από την Καναδική αρχαιολογική ομάδα.
 4. Ένα άλλο εύρημα που υποδηλώνει τις διεθνείς επαφές των κατοίκων της Στυμφάλου, Ελλήνων ή Ρωμαίων εποίκων, είναι η ανεύρεση ενός αγγείου από την Ιερουσαλήμ του 2ου αιώνα π. Χ..
 5. Αν και οι αρχαιολόγοι αποδέχονται περισσότερο ότι αυτή η αινιγματική προέκταση στα δυτικά τείχη συνιστά μία πύλη επικαλυπτόμενης μορφής, εντούτοις από την απουσία ενδείξεων κάποιου αναμφισβήτητου θυραίου ανοίγματος, δεν αποκλείουν και την εκδοχή να πρόκειται για μία επισκευαστική προέκταση των τειχών, με σκοπό να δημιουργηθεί ένα επιπρόσθετο οχύρωμα, διαπλατυσμένο σκόπιμα για την υποστήριξη μίας συστοιχίας καταπελτών, έτσι ώστε να καλύπτεται το ευρύ δυτικό πεδίο.
 6. Οι νεότερες ανασκαφές διενεργήθηκαν με μέριμνα του Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, υπό την διεύθυνση του καθηγητή Hector Williams από το Πανεπιστήμιο «British Columbia» του Βανκούβερ, σε συνεργασία με την αρμόδια Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και άλλους επιστημονικούς φορείς.
 7. Μία εικόνα για την τεχνοτροπία και το καλλιτεχνικό ύφος των ξόανων μας δίνουν πολλές παραστάσεις ξοανόμορφων ειδωλίων πάνω σε αγγεία, που έχουν βρεθεί σε ιερά, λατρευτικούς τόπους και τάφους. Σε αυτές η θεότητα παριστάνεται μόνο με την γενική μορφή του ανθρώπινου σώματος, καθήμενο ή όρθιο και σύγκλειστο, δηλαδή με τους βραχίονες κολλημένους στα πλευρά του σώματος και τα σκέλη ενωμένα σε στάση προσοχής. Στην περίπτωση του ανερευθέντος αγάλματος στο ιερό της Στυμφάλου, δεν έχει διευκρινιστεί ξεκάθαρα αν απεικονίζει γυναικεία ή ανδρική μορφή, αν και οι πιθανότητες να ισχύει το δεύτερο είναι ελάχιστες.
 8. Ορισμένα από αυτά, όπως τα βλήματα σφεντόνας, ανάγονται στον 4ο αιώνα π. Χ..
 9. Αυτές οι επεξηγηματικές πινακίδες πιθανότατα τοποθετήθηκαν από την Καναδική αρχαιολογική ομάδα κατά την διάρκεια των νεότερων ανασκαφών, σε μία φιλότιμη προσπάθεια σήμανσης των αποκαλυφθέντων μνημείων.
 10. Επειδή οι σειρές των εδωλίων μοιάζουν να έχουν αυτή την ιδιόμορφη διαρρύθμιση, αρχικά ερμηνεύτηκαν σαν τμήμα ενός μονόπλευρου σταδίου της Στυμφάλου, αλλά αυτή η εκδοχή απορρίφθηκε όταν ανακαλύφθηκαν οι θεμελιώσεις του κτιριακού συγκροτήματος της σκηνής. Από τις διεξαχθείσες αρχαιολογικές έρευνες μέχρι σήμερα δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη ενός σταδίου εντός της περιτειχισμένης πόλης.
 11. Στις σωζόμενες σειρές των εδωλίων διακρίνονται σε τρία σημεία ημικυκλικές επίπεδες αψίδες σαν ασυνήθιστα θεωρεία, χωρίς να έχει διευκρινιστεί η χρησιμότητα τους, ενώ η κατώτερη από αυτές στην ανατολική κερκίδα εκλήφθηκε εσφαλμένα από διάφορους αρχαιοδίφες ως η εσωτερική απόληξη της ορχήστρας του θεάτρου.
 12. Πιστεύεται ότι το υπόλοιπο τμήμα της τοιχοποιίας του ήταν κτιστό και ανεγερμένο μάλλον από ωμόπλινθους, όπως άλλωστε συνέβαινε και στην πλειονότητα των κτιρίων της Στυμφάλου.
 13. Αριστοτέλη, «Πολιτικά», 7-10-4,5.
 14. Το 2004 ανασύρθηκε τυχαία από ιδιώτη μία ακόμα επιτύμβια στήλη μέσα από ένα καλλιεργήσιμο κτήμα, σε απόσταση 500 μέτρων δυτικά της αρχαίας πόλης.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

 1. «Παυσανία: Ελλάδος Περιήγησις», «Αρκαδικά», Εκδόσεις «ΚΑΚΤΟΣ», τόμος 8, Αθήνα, 1992.
 2. «Ελληνική Μυθολογία: Θεοί και Ήρωες – Τρωικός Πόλεμος – Οδύσσεια», Κατερίνας Σέρβη, αρχαιολόγου, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, Αθήνα, 2003.
 3. «Ομήρου: Ιλιάδα», σειρά «Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελλάδας», National Geographic Society, μέρος Α’, Ραψωδίες Α-Μ, Εκδόσεις «ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΙ ΑΕ» , Αθήνα, 2012.
 4. «Ξενοφώντος: Κύρου Ανάβασις», σειρά «Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελλάδας», National Geographic Society, Εκδόσεις «ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΙ ΑΕ», Αθήνα, 2011.
 5. «Η Άγνωστη Πελοπόννησος – Τόμος Α’: Κορινθία – Αργολίδα – Μενέλαος», Γ. Τσικλίδης – «ALDEBARAN Εκδοτική Εμπορική ΕΠΕ», Αθήνα, 2000.
 6. «Οι οχυρώσεις στην αρχαία Ελλάδα», Nic Fields, «OSPREY PUBLISHING», Εκδόσεις «ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΙ ΑΕ, Αθήνα, 2011.
 7. ««Στυμφαλία», άρθρο του Αθανάσιου Τσιόγκα στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 134 – 137, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
 8. «The Exploration of Ancient Stymphalos, 1982 – 2002», Hector Williams, Department of' Classical, Near Eastern and Religious Studies, University of' British Columbia, Vancouver, Canada (Επιτομή ανασκαφικών εργασιών).
 9. http://arcadia.ceid.upatras.gr/Δρόμοι του Παυσανία.
 10. http://ellas2.wordpress.com/Αρχαία Στυμφαλία.
 11. http://stymfalia.info/Αρχαιολογικός χώρος Στυμφάλου.
 12. http://www.mythicalpeloponnese.gr/Αρχαιολογικός χώρος Στυμφάλου.
 13. http://erymanthos.eu/Δήμος Στυμφαλίας.
 14. http://e-stymfalia.gr/Η αρχαία πόλη της Στυμφάλου.
 15. http://www.korinthorama.gr/Η Στυμφαλία των μύθων.
 16. http://www.hellinon.net/Αρχαία Στύμφαλος: Ο ναός της Αρτέμιδος στην Στύμφαλο.
 17. http://argolikivivliothiki.gr/Στυμφαλία.
 18. http://www.enacademic.com/Στύμφαλος.
 19. http://el.wikipedia.org/Στύμφηλος.
 20. http://portal.cig-icg.gr/Digital Archive of Archaeological Projects and Research/Canadian Institute in Greece/The Stymphalos Project.

 

Δημοσίευση: Ιανουαρίου 21, 2017 - Κατηγορία: ΛΟΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ



Πηγή: http://www.parakato.gr/2017/01/blog-post_230.html#ixzz5l637eCvu

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου