Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 02 Αύγ 2023
Απολύστε τον, τον εμετικό, τον μπήξα, τον δείξα
Κλίκ για μεγέθυνση

 

Το τέλος της ευγένειας και ο θάνατος της δημοσιογραφίας: «Αληθεύει, κύριε πρόεδρε, ότι είστε τόσο καλός όσο λένε;»

Ο Θανάσης Αντετοκούνμπο είναι «υπεύθυνος» για δύο από τις καλύτερες συνεντεύξεις της δικής μου, ελπίζω και της δικής του, ζωής. Η πρώτη δημοσιεύτηκε στο Documento τον Οκτώβριο του 2019, αμέσως μετά το προηγούμενο Μουντομπάσκετ, και έκανε πάταγο, αφού υπενθύμισε και στον τελευταίο τυχάρπαστο τι εστί προσφυγιά, τι εστί περιθώριο, τι εστί βιοπάλη, τι εστί υπερηφάνεια και τι εστί οικογένεια Αντετοκούνμπο. Εάν τη χάσατε, αξίζει να τη διαβάσετε εδώ. Εάν πάλι την διαβάσατε όταν πρωτοκυκλοφόρησε, αξίζει να την ξαναδιαβάσετε και να μάθετε απ‘ έξω το ηθικό δίδαγμα.

Τη δεύτερη συνέντευξη, σύντομη και «τηλεοπτική», επικαιρότητας, για λογαριασμό της ιστοσελίδας Gazzetta, μου την παραχώρησε προχθές. Μέσα σε 7 λεπτά, ο αγαπημένος μου Θανάσης γκρέμισε όλα τα κλισέ και μίλησε σαν καλός φίλος (που είναι) χωρίς περιστροφές, χωρίς αστερίσκους και χωρίς μασημένα λόγια. Μπορείτε να τη δείτε εδώ: Θανάσης Αντετοκούνμπο στο Gazzetta: «Ο Γιάννης δεν κοιμάται τις νύχτες» .

Όπως θα ακούσετε, τον προειδοποίησα ότι θα του υπέβαλα δύο πάρα πολύ δύσκολες ερωτήσεις. Η πρώτη αφορούσε τον διάσημο αδελφό του, τον Γιάννη, που απουσιάζει από τις εκδηλώσεις της Εθνικής μπάσκετ επειδή υποβλήθηκε σε αρθροσκόπηση στο γόνατο πριν από 5-6 εβδομάδες, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ενημέρωση από τα χείλη του για την πορεία της αποθεραπείας του. Η δεύτερη είχε να κάνει με την ελληνοποίηση του (συμπαίκτη του Θανάση στην Εθνική ομάδα) μπασκετμπολίστα του Ολυμπιακού Τόμας Ουόκαπ, ο οποίος έλαβε τιμητικά την υπηκοότητα εν μία νυκτί. Ο Θανάσης έγνεψε καταφατικά και έτσι προχώρησα στο παρασύνθημα:

 

· Πάρα πολύ δύσκολη ερώτηση υπ’ αριθμόν 1: «Θανάση, εσύ εδώ, με το νούμερο 43, αλλά απουσιάζει το νούμερο 34, ο αδελφός σου. Θέλει να παίξει στην Εθνική ή μήπως θα δηλώσει αδυναμία και δεν ξέρει πώς να μας το πει;»

· Πάρα πολύ δύσκολη ερώτηση υπ’ αριθμόν 2: «Θανάση, ζούσατε χωρίς χαρτιά επί δύο δεκαετίες, αλλά δίπλα σου στην Εθνική έχεις έναν άνθρωπο που πήρε το διαβατήριο μέσα σε μία μέρα. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;»

Ο Θανάσης απάντησε σαν Θανάσης, αυθόρμητα και πηγαία. «Θα σου μιλήσω σαν να είμαστε στην καφετέρια και να πίνουμε καφέ», είπε. Έσκισε τα ρούχα του για να υπερασπιστεί τον Γιάννη όταν άκουσε την πρώτη ερώτηση («τι να φοβάται ένας άνθρωπος που έχει κατακτήσει τόσα, θα το έλεγε από την αρχή, σοβαροί να είμαστε») και επιστράτευσε τη γνωστή ωριμότητά του σχετικά με τη δεύτερη: «Για εμάς, δεν ήταν θέμα μπάσκετ και επαγγελματικής καταξίωσης το διαβατήριο, αλλά ζήτημα επιβίωσης». Όταν το άκουσα βούρκωσα και ας γνωρίζω την ιστορία της οικογένειας απ’ έξω και ανακατωτά.

Δεν ξέρω πού να πω τον καημό μου, αγαπητέ αναγνώστη, οπότε θα τον πω εδώ. Όταν ανέβασα την υπέροχη συνέντευξη στο Twitter, δέχθηκα μία απίστευτη επίθεση με ποταμό ύβρεων και απειλών από στρατιά …αγανακτισμένων χρηστών. Γιατί; Επειδή οι ερωτήσεις ήταν «απαράδεκτες»!

 

Πολλοί έγραψαν ότι ο Θανάσης έπρεπε να με πλακώσει τις σφαλιάρες και όχι απλά να με αποστομώσει. Άλλοι μου ευχήθηκαν ανεργία και παρότρυναν το Gazzetta να με απολύσει. Ένας κάλεσε τον Γιάννη να με βρει και να με γ@μήσει. Αρκετοί με αποκάλεσαν «εμετικό», «αηδιαστικό», «μαλάκα», «καραγκιόζη» και άλλα γλυκόλογα. Οι μισοί αρπάχτηκαν επειδή λέει αμφισβήτησα την προθυμία του Αντετοκούνμπο, οι άλλοι μισοί επειδή τάχα τα έβαλα με τον Ολυμπιακό για το θέμα Ουόκαπ. Ό,τι του φανεί του λωλοστεφανή.

Πιάστηκε το χέρι μου να μπλοκάρω κόσμο, αλλά εμφανίζονταν ολοένα περισσότεροι. Όχι στο ίδιο το Gazzetta, που φιλοξένησε τη συνέντευξη, αλλά στο τσαρδί του Έλον Μασκ. Τι διάολο; Φανταστείτε και να μην ήταν προσωπικοί φίλοι μου τα δύο αδέλφια, φανταστείτε και να μη τελείωνε με αγκαλιές και γελάκια η συνέντευξη, φανταστείτε τέλος πάντων να ήταν στ’ αλήθεια …εμετική.

Έπεσα από τα σύννεφα και γκρεμοτσακίστηκα. Στενοχωρήθηκα πολύ, οφείλω να ομολογήσω, αν και έχουν συνηθίσει τα βουνά στα χιόνια. Γνωρίζω φυσικά ότι το Twitter είναι ένας οχετός γεμάτος τρωκτικά και έντομα, αλλά αυτή η επίθεση ήρθε από το πουθενά, σαν αστροπελέκι στη λιακάδα. Και με πέτυχε στο μαλακό υπογάστριο.

Όταν κάθισα και το φιλοσόφησα, κατέληξα ότι το πρόβλημα δεν εξαντλείται στους θυμωμένους, στους φανατικούς και στους καθ’ έξιν υβριστές. «Τρώνε ξύλο από τις γυναίκες τους στο σπίτι και έρχονται να βγάλουν το άχτι τους στα γήπεδα», έλεγε κάποτε ο σοφός Γιάννης Ιωαννίδης. «Και στα social media», θα πρόσθετε, εάν υπήρχαν τέτοια εκείνη την εποχή.

Όχι. Αυτοί με τα σπασμένα νεύρα και με τη μαϊμού στον ώμο θα σε βρίσουν χυδαία ακόμα και αν είσαι η μητέρα Τερέζα και ίσως ακόμα περισσότερο τότε. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Η οπαδική δημοσιογραφία, που πλέον κυριαρχεί σε όλα τα μήκη και πλάτη του στερεώματος (ακόμα και στην πολιτική, τώρα που ζούμε στον αστερισμό της λίστας Πέτσα) έχει αλλοιώσει ανεπανόρθωτα το κριτήριο του αναγνώστη.

Πλέον, κανονικές δημοσιογραφικές ερωτήσεις δεν ακούγονται από κανέναν, πουθενά. Όλοι ρωτάνε για ντολμαδάκια και αναρωτιούνται αν, κύριε πρόεδρε, είστε τόσο καλός όσο λένε. Ό,τι κάνει τζιζ, το αφήνουν στην άκρη. Κάθε μεταγραφή αντιμετωπίζεται ως ρούμπος και κατόρθωμα. Κάθε αναποδιά και ήττα ως σφαγιασμός από τη διαιτησία. Κάθε πορτρέτο ως αγιογραφία. Ουδείς ενδιαφέρεται και ουδείς τολμάει να αρθρώσει δημοσιογραφικό λόγο. Όλες οι στήλες γνώμης έχουν χρώμα πράσινο, κόκκινο ή (το χειρότερο όλων) μπλε: πουθενά δεν υπάρχει το γκρίζο της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας.

Ο Θανάσης άκουσε τις ερωτήσεις μου και τις απάντησε σταράτα –όπως ακριβώς του ζητούσα- με το ωραίο του χαμόγελο, τα ωραία του ελληνικά και το ωραίο του μυαλό. «Μόνο η κριτική μας κάνει καλύτερους», μου έλεγε όσο η κάμερα ήταν ακόμη σκοτεινή. «Αρκεί στο τέλος να υπάρχει και επιβράβευση για την προσπάθεια».

Τι να κάνω τώρα εγώ με τους υβριστές, μου λέτε; Να συνεχίσω να τους μπλοκάρω; Να ανοίξω διάλογο με κουφούς και τυφλούς; «Γράψ’ τους στα αρχ*δια σου και μη στενοχωριέσαι», μου λέει μια καθησυχαστική φωνή από τα βάθη του υποσυνείδητου. Γνώριμη μου φάνηκε, μάλλον από τα νιάτα μου στα θρανία της ρημάδας της δημοσιογραφίας.

Α, ναι. Του Φίλιππου Συρίγου ήταν. Όταν ζούσε και δούλευα δίπλα του έλεγα ότι ήταν ο τελευταίος Έλληνας αθλητικός δημοσιογράφος και σήμερα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, πιστεύω ακριβώς το ίδιο πράγμα. Το πολύ πολύ να υπάρχουν κάποιοι που προσπαθούμε να του μοιάσουμε.

πηγη: https://www.koutipandoras.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου