Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 19 Δεκ 2020
Εντίθ Πιάφ (Edith_Piaff): το σπουργιτάκι!!!
Κλίκ για μεγέθυνση

Εντίθ Πιάφ

Η Εντίθ Πιάφ ήταν γαλλίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός. Η ερμηνεία της στο σανσόν (γαλλική μπαλάντα), που αντικατόπτριζε τις τραγωδίες της προσωπικής της ζωής, της χάρισε παγκόσμια φήμη. Μεγάλες της επιτυχίες, τα χιλιοτραγουδισμένα «La vie en rose» και «Non, je ne regrette rien».

H Eντίτ Zιοβανά Γκασιόν, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου του 1915. Ο πατέρας της ήταν ακροβάτης δρόμου και η μητέρα της τραγουδίστρια σε καφέ. Εγκατέλειψαν αμφότεροι τη μικρή Εντίθ, η οποία μεγάλωσε με τη γιαγιά της, ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής στη Νορμανδία.

Σε ηλικία οκτώ ετών, η Eντίθ τυφλώθηκε από μηνιγγίτιδα, ωστόσο ξαναβρήκε το φως της τέσσερα χρόνια αργότερα. Στα εφηβικά της χρόνια, την πήρε κοντά του ο πατέρας της, που εργαζόταν ως ακροβάτης σε τσίρκο, και την έβαζε να τραγουδάει για να συμπληρώνει το «νούμερό» του. Εκεί την ανακάλυψε ένας ιδιοκτήτης καμπαρέ και της έδωσε την πρώτη της δουλειά σε νυχτερινό κέντρο. Ο ίδιος την παρότρυνε να μετονομασθεί σε Πιάφ, που στην παρισινή αργκό σημαίνει σπουργίτι.

Το 1932 ερωτεύτηκε τον Λουί Ντιπόν, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη, τη Μαρσέλ. O Ντιπόν απαίτησε από την Πιάφ να εγκαταλείψει το τραγούδι και να βρει μία κανονική δουλειά. Οι καυγάδες ήταν συχνοί για το θέμα αυτό, με αποτέλεσμα γρήγορα οι δυο τους να τραβήξουν διαφορετικούς δρόμους. Η μικρή Μαρσέλ έζησε με τη μητέρα της, η οποία συχνά την άφηνε μόνη της, λόγω της δουλειάς της. Χωρίς ουσιαστική μητρική φροντίδα, η μικρή Μαρσέλ έφυγε γρήγορα από τη ζωή, σε ηλικία δύο χρονών, την εποχή που η μητέρα της άρχισε να γνωρίζει τη δόξα, τραγουδώντας στα μεγαλύτερα μιούζικ-χολ του Παρισιού.

Όταν ξέσπασε ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η λεπτοκαμωμένη Εντίθ Πιάφ ήταν ήδη διάσημη. Μία φωνή που παρηγορούσε τους Γάλλους στα δύσκολα εκείνα χρόνια της εθνικής ταπείνωσης. Μετά το τέλος του πολέμου, η φήμη της ανέβηκε στα ύψη. Τα επόμενα χρόνια έκανε περιοδείες στην Ευρώπη, στη Νότια Αμερική και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το απλό, μα δραματικό της ύφος και η βραχνή, τρυφερή φωνή, την έκαναν παγκόσμια αγαπητή.

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1946 η Εντίθ Πιάφ εμφανίζεται στην Αθήνα, στο «Θέατρο Κοτοπούλη». Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην ελληνική πρωτεύουσα, η 31χρονη τότε γαλλίδα τραγουδίστρια γνωρίζει τον 25χρονο ηθοποιό Δημήτρη Χορν και τον ερωτεύεται σφοδρά, χωρίς όμως ανταπόκριση. Στη συνέχεια ερωτεύεται τον πυγμάχο Μαρσέλ Σερντάν και η σχέση τους θα απασχολήσει τα πρωτοσέλιδα του τύπου. Για κακή της τύχη, ο Σερντάν θα σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα, τον Οκτώβριο του 1949.

Το 1952 θα παντρευτεί για πρώτη φορά, τον συμπατριώτη της ηθοποιό και τραγουδιστή Ζακ Πιλς (1906-1970), με κουμπάρα τη Μάρλεν Ντίτριχ. Το ζευγάρι θα χωρίσει το 1957, χωρίς να αποκτήσει παιδιά. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η Εντίθ Πιάφ θα γνωρίσει τον έλληνα κομμωτή και τραγουδιστή Θεοφάνη Λαμπούκα (1936-1970), είκοσι χρόνια μικρότερό της. Θα τον ερωτευτεί παθιασμένα και θα παντρευτούν το 1962. Η Πιάφ θα του δώσει το παρατσούκλι Τεό Σαγαπό (Theo Sarapo στα γαλλικά), με το οποίο θα γίνει γνωστός ως τραγουδιστής στο γαλλικό κοινό.

Παρά την επιτυχία της, στη ζωή της δεν κυριάρχησε το ρόδινο χρώμα. Το ιατρικό ιστορικό της περιλαμβάνει τραυματισμούς σε τροχαία, κούρες αποτοξίνωσης, επτά εγχειρήσεις και μία απόπειρα αυτοκτονίας. Άρρωστη και καταβεβλημένη, η Εντίθ Πιάφ έφυγε από τη ζωή στις 10 Οκτωβρίου 1963, προτού καν συμπληρώσει τα 48 της χρόνια.

Η Πιάφ έγραψε η ίδια ορισμένα από τα τραγούδια της («La vie en rose»), ερμήνευσε όμως και τραγούδια των Ρεμόν Ασό («Mon Legionnaire»), Μισέλ Εμέρ («L’ Accordeoniste»), Ανρί Κοντέ (Padam-padam), Ζορζ Μουστακί («Mylord»), Σαρλ Ντιμόν («Non, je ne regrette rien»), Μαργκερίτ Μονό («L’ Hymne a l’ amour», «Milord» σε στίχους Ζορζ Μουστακί), Λεό Φερέ («Les amants de Paris»).

video

Ζορζ Μουστακί («Milord»)



Εντίθ Πιάφ: το σπουργιτάκι!!!

 
 
 

Η Εντίθ Πιάφ [Édith Piaf, ορθή απόδοση ονόματος: Εντίτ Πιάφ, Παρίσι, 19 Δεκεμβρίου 1915 – 10 Οκτωβρίου 1963] ήταν Γαλλίδα τραγουδίστρια, ίσως η πιο σημαντική παρουσία στη γαλλική σκηνή των βαριετέ. Το πραγματικό της όνομα ήταν Εντίθ Τζοβάνα Γκασιόν (Édith Giovanna Gassion). Τραγούδια όπως το La vie en rose (1946) και το Non, je ne regrette rien (1960), εκτόξευσαν τη φήμη της και την κατέστησαν την πιο δημοφιλή τραγουδίστρια της Γαλλίας.

 

 

Γεννήθηκε κάτω από μια λάμπα υγραερίου. Ο πατέρας της, Λουί Αλφόνς Γκασσιόν, ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της, Ανιτά Μεγιάρ (Anita Maillard), ήταν λυρική τραγουδίστρια, γνωστή με το ψευδώνυμο Line Marsa. Λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή της την εγκατέλειψε και η μικρή Εντίθ περνάει τα πρώτα της χρόνια πρώτα κοντά στη μητρική της γιαγιά. Το 1917 ο πατέρας της, που εργαζόταν ως ακροβάτης στο τσίρκο Ciotti, την πήγε στη δική του μητέρα, η οποία ζούσε στο Bernay της Νορμανδίας και ήταν ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής. Το 1919 η Εντίθ αρρωσταίνει από κάποια πάθηση στον εγκέφαλο και τυφλώνεται. Μετά από δύο χρόνια όμως θεραπεύεται χωρίς τη βοήθεια γιατρού και η όρασή της επανέρχεται. Ήταν επτά ετών όταν ο πατέρας της άρχισε να την παίρνει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο και γυρνά μαζί του όλη τη Γλλία. Στα εννιά της η Εντίθ άρχισε να τραγουδάει στους δρόμους. Αν και ο πατέρας της ήθελε να την κάνει ακροβάτη, γρήγορα κατάλαβε πως η κόρη του είχε «όλο το ταλέντο στο λαιμό και καθόλου στο κορμί» – όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος.

Στα 15, έχοντας ανακαλύψει τη θαυμάσια φωνή της, εγκατέλειψε τον πατέρα της για να ζήσει στο Παρίσι, τραγουδώντας στους δρόμους. Στα 17 συναντά τον Λουί Ντυπόν (Louis Dupont), ζουν μαζί και σε ένα χρόνο, στις 11/2/1933, κάνουν ένα κοριτσάκι, τη Μαρσέλ, που όμως μετά από δύο χρόνια πεθαίνει από μηνιγγίτιδα. Εκείνη συνεχίζει να τραγουδά στους δρόμους της Πιγκάλ, όπου και γνωρίζει τον Λουί Λεπλέ (Louis Leplée), διευθυντή του πιο κομψού παρισινού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Μαγεμένος από τη φωνή της, υπογράφει συμβόλαιο μαζί της και τη βαφτίζει «Môme Piaf» (μικρό σπουργίτι). Το 1935 της βγάζει και τον πρώτο της δίσκο. Λίγο αργότερα όμως ο μέντοράς της Λεπλέ δολοφονείται και η ίδια κατηγορείται πως γνωρίζει τον δολοφόνο αλλά δεν τον καταδίδει. Αν και αθωώθηκε με τη βοήθεια ενός νέου συντρόφου, του τραγουδοποιού Ρεμόν Ασό (Raymond Asso), που είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, φεύγει για να ζήσει στην επαρχία αλλά επιστρέφει στο Παρίσι το 1937.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και τη γερμανική κατοχή, δίνει συναυλίες για αιχμαλώτους πολέμου. Εισάγει πλαστές άδειες εργασίας στα κέντρα κράτησης αιχμαλώτων και βοηθάει πολλούς Γάλλους φαντάρους να δραπετεύσουν. Γύρω στα 23 της είναι πια μια μεγάλη προσωπικότητα και γυρίζει την πρώτη της ταινία, που θριαμβεύει. Από τότε συνεχίζει μια πετυχημένη καριέρα και κάνει μια έντονη ζωή, δίπλα σε αρκετούς συντρόφους. Στα 30 της ερωτεύεται τον Υβ Μοντάν και αναλαμβάνει να στήσει την καριέρα του. Στα τέλη του 1945, γράφει μόνη της την τεράστια επιτυχία της La vie en rose, που στην αρχή περνά απαρατήρητη. Καθ’ όλη την καριέρα της γράφει περίπου 80 τραγούδια.

Το αλκοόλ

Γνωρίζει μεγάλες δόξες και στη Νέα Υόρκη, όπου ερωτεύεται τον βασιλιά του μποξ, Μερσέλ Σερντάν και ζουν ένα από τα πιο φημισμένα ρομάντσα της εποχής. Ο ξαφνικός θάνατος του Σερντάν σε αεροπορικό δυστύχημα, το 1949, βυθίζει την Πιάφ σε κατάθλιψη, που ποτέ δεν ξεπερνά πραγματικά. Το 1951 έχει δύο σοβαρά τροχαία, ενώ μετά το δεύτερο οι γιατροί της δίνουν για καιρό μορφίνη, στην οποία εθίζεται. Η Πιάφ την ανακατεύει μαζί με αλκοόλ, χειροτερεύοντας έτσι την ήδη κακή κατάσταση της υγείας της.

Το 1952, παντρεμένη με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, στην πεντηκοστή τουρνέ της στην Αμερική, σε κάποια ρεσιτάλ της συνοδεύεται στο πιάνο από τον νεαρό τότε Ζιλμπέρ Μπεκώ. Εκείνη την εποχή ακολουθεί πολλές θεραπείες αποτοξίνωσης, μα οι ουσίες την έχουν καταβάλει. Παρ’ αυτά κάνει εξαιρετικές ηχογραφήσεις.

Τα επόμενα δύο χρόνια μένει κλεισμένη σπίτι της σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, μα το 1955, μόλις μαθαίνει πως θα τραγουδήσει στο θέατρο Ολυμπιά, με αφάνταστη ενέργεια δίνει μια αψεγάδιαστη παράσταση. Χωρίζουν με τον Πιλ το 1956. Με μεγάλο ζήλο κάνει άλλη μια περιοδεία στην Αμερική και είναι πια μια διεθνής σταρ. Το 1958 ζει μια ακόμα έντονη σχέση δίπλα στον νεότερο τραγουδιστή και συνθέτη Ζωρζ Μουστακί, ο οποίος το 1959 συνθέτει γι αυτήν το τραγούδι Milord που κυκλοφόρησε το 1960 και λίγο αργότερα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Άλλο ένα σοβαρό τροχαίο αποδυναμώνει περισσότερο την Πιάφ. Μετά από λίγους μήνες καταρρέει κατά τη διάρκεια κονσέρτου της σε κατάμεστη αίθουσα της Νέας Υόρκης.

Προτομή της Εντίθ Πιάφ στην Πολωνία

Η ασθένεια

Σε ένα κονσέρτο στη Στοκχόλμη, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, καταρρέει επάνω στη σκηνή και η διάγνωση των γιατρών είναι ανίατος καρκίνς. Η Πιάφ δεν πτοείται και συνεχίζει να εμφανίζεται κάνοντας περιοδείες όπως και πριν, συνοδευόμενη όμως από μια νοσοκόμα που της χορηγεί μορφίνη για τους πόνους.

Το 1960 τραγουδά με επιτυχία το «Non, Je Ne Regrette Rien» («Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα») του Σαρλ Ντυμόν και συνεχίζει να θριαμβεύει τραγουδώντας, παρότι συχνά τρεκλίζει και παραπατά στη σκηνή. Το καλοκαίρι του 1961, γνωρίζει τον κατά πολύ νεότερό της, τελευταίο της έρωτα, τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, που τον βαπτίζει «Τεό Σαγαπό» και τον παντρεύεται τον Οκτώβριο του 1962 (στα 46 της εκείνη και 26 εκείνος). Εκείνο το καλοκαίρι παίρνει επίσης το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας Charles Cros για το σύνολο της καριέρας της.

Ο θάνατος

Η Εντίθ Πιάφ σβήνει την ίδια μέρα με τον φίλο της Ζαν Κοκτώ στις 10 Οκτωβρίου 1963, μόλις στα 48 της χρόνια, στο Plascassier, κοντά στο Grasse από κίρρωση. Ο σύζυγός της μεταφέρει την ίδια ημέρα του θανάτου της τη σορό της στη «δική της πόλη», το Παρίσι. Ο τάφος της βρίσκεται στο παρισινό Κοιμητήριο Περ Λασαίζ.

Η Πιάφ έφυγε φτωχή, αφήνοντας στον τελευταίο σύζυγό της πολλά χρέη και μία τεράστια ιστορία. Μαζί με την καριέρα της ως τραγουδίστρια (ηχογράφησε πάνω από 200 τραγούδια) βοηθούσε και στην προώθηση νεαρών ταλέντων στη μουσική σκηνή της εποχής εκείνης. Είχε μεταξύ άλλων μεγάλη συμμετοχή στην προώθηση καλλιτεχνών, όπως Σαρλ Αζναβούρ, Ζιλμπέρ Μπεκώ, Έντι Κονσταντέν, Υβ Μοντάν, Ζωρζ Μουστακί, Ζακ Πιλ κλπ.

Για την Πιάφ

Η ζωή της Εντίθ Πιάφ μπορεί να μην ήταν αντίστοιχη με τη μεγάλη μεταπολεμική της επιτυχία La vie en rose, αλλά με τη μεγάλη ερμηνευτική της ευαισθησία και τη βαθιά, δραματική φωνή της αναδείχθηκε στην αντιπροσωπευτικότερη ερμηνεύτρια της γαλλικής chanson intime. Μικρή το δέμας και εύθραυστη η “mome Piaf” (το σπουργιτάκι) όπως την έλεγαν, έγινε η υπ’ αριθμόν ένα βεντέτα του γαλλικού τραγουδιού. Πολλοί καλλιτέχνες επανεκτελούν τραγούδια της και επισκέπτονται το γλυπτό που στήθηκε προς τιμήν της στο Παρίσι, πάνω στην πλατεία που φέρει το όνομά της, λίγα μέτρα από το νοσοκομείο Τενό (Tenon), όπου γεννήθηκε. Στο Παρίσι υπάρχει επίσης μουσείο με το όνομά της («Musée Edith Piaf»), στο οποίο μπορεί κανείς να δει διάφορα προσωπικά αντικείμενα της καλλιτέχνιδας, όπως ένα από τα φορέματά της και τη συλλογή από πορσελάνες της.

Το 2006 ο Ολιβιέ Νταάν (Olivier Dahan) γυρίζει τη ζωή της Γαλλίδας τραγουδίστριας σε ταινία με τίτλο La Môme («Το νεαρό κορίτσι»). Στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Ζωή σαν τριαντάφυλλο». Στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας, που εμφανίστηκε και στο Φεστιβάλ κινηματογράφου στο Βερολίνο, παίζει η Γαλλίδα ηθοποιός Μαριόν Κοτιγιάρ, ρόλο για τον οποίο κέρδισε το 2008 το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου.

Η ζωή της Εντίθ Πιάφ αποτέλεσε όμως περιεχόμενο και στις ταινίες του σκηνοθέτη Κλωντ Λελούς, με τίτλο Η Εντίθ και ο Μαρσέλ το 1983 (πρωταγωνιστεί η Evelyne Bouix) και Guy Casaril (με την Brigitte Ariel).

47 χρόνια μετά τον θάνατό της ο Αλέν Ντελόν, ο οποίος τη γνώριζε προσωπικά, συνέγραψε και ανέβασε μια μουσική παράσταση με τίτλο «Edith Piaf, Une Vie en Rose et Noir» («Εντίθ Πιαφ, μια ζωή σε ροζ και μαύρο»), η οποία στη παγκόσμια περιοδεία της ήρθε και στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη το 2010 και 2011 αντίστοιχα.

Μεγαλύτερες επιτυχίες

Τα τραγούδια Milord, Non, je ne regrette rien και La vie en rose έγιναν παγκοσμίως γνωστά.

«Heaven Have Mercy»

Το «Heaven Have Mercy» είναι ένα τραγούδι σε στίχους Rick French και μουσική M. Philippe Gérard. Το τραγούδι εκτελέστηκε από την Εντίθ Πιαφ το 1960 και ανήκει στην δισκογραφία της στην αγγλική γλώσσα.

Το «Heaven Have Mercy» μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα θρήνος για μια χαμένη αγάπη. Η τραγουδίστρια εξιστορείται ένα έρωτα με άδοξο τέλος. Το τραγούδι αρχίζει με μια πολύ λυπητερή μελωδία (σαν μια κηδεία) την οποία ο ακροατής αισθάνεται αμέσως με το δικό του τρόπο. Η ένταση της φωνής και η μουσική δημιουργεί την κατάλληλη ατμοσφαίρα.

Το τραγούδι μπορεί να χωριστεί σε 3 κομμάτια. Το πρώτο κομμάτι επιμαρτυρεί όλη την πικρία και την απώλεια την οποία βιώνει η τραγουδίστρια. Το ρεφρέν, το οποίο αποτελεί το δεύτερο μέρος, αποτυπώνει μια κραυγή η οποία επαναλαμβάνει τον τίτλο του τραγουδιού. Το τρίτο μέρος αλλάζει υφολογικά και η τραγουδίστρια θυμάται τις καλές στιγμές που είχε με τον αγαπημένο της (έχει πεθάνει στον πόλεμο). Έπειτα, η μουσική έχει το ύφος με το πρώτο μέρος και η Πιάφ αρχίζει να διηγείται όλα τα όνειρα τα οποία είχε κάνει με τον αγαπημένο της όπως να κάνουν ένα αγόρι με δικά του μάτια και δικιά της μύτη. Το τραγούδι τελειώνει με το ίδιο ρεφρέν ενώ η τραγουδίστρια σκέφτεται να πεθάνει.

Βιβλία που γράφτηκαν για τη ζωή της Πιάφ

  • Συγγραφέας Marc Bonel: Edith Piaf. Le temps d’une vie, Fallois, Παρίσι 1993
  • Συγγραφέας Matthias Henke: Edith Piaf. Εθισμένη για επιθυμία!, Μόναχο 1998
  • Συγγραφέας Monique Lang: Edith Piaf. Η ζωή της Piaf σε στίχους και εικόνες, Φρανκφούρτη 2004
  • Συγγραφέας André Larue: Edith Piaf. L’amour toujours, Lafon, Παρίσι 1993

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πηγές

 
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου