Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 06 Ιούλ 2021
Λούις Άρμστρονγκ
Κλίκ για μεγέθυνση

 

Λούις Άρμστρονγκ
Louis Armstrong restored.jpg
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Louis Armstrong (Αγγλικά)
Ψευδώνυμο Satchmo και Pops
Γέννηση 4  Αυγούστου 1901[1][2][3]
Νέα Ορλεάνη[4][5]
Θάνατος 6  Ιουλίου 1971[1][2][3][6]
Νέα Υόρκη[7][3]
Αιτία θανάτου έμφραγμα του μυοκαρδίου
Συνθήκες θανάτου φυσικά αίτια
Τόπος ταφής Flushing Cemetery
Εθνικότητα Αφροαμερικανοί[8]
Χώρα πολιτογράφησης Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Ιδιότητα ηθοποιός, καλλιτέχνης του δρόμου, τρομπετίστας, αρχηγός μουσικού συγκροτήματος, διευθυντής ορχήστρας, μουσικός της τζαζ, τραγουδιστής, συνθέτης μουσικών θεμάτων για κινηματογραφικές ταινίες, ηθοποιός ταινιών, μουσικός, τραγουδοποιός[9], ραδιοφωνικός παρουσιαστής[10] και μουσικός ηχογραφήσεων
Σύζυγος Lil Hardin Armstrong (1924–1938)
Όργανα τρομπέτα, cornet και φωνή
Είδος τέχνης τζαζ
Βραβεύσεις Βραβείο Γκράμι για Συνολική Προσφορά (1972) και Αστέρι στη Λεωφόρος της Δόξας του Χόλυγουντ
Ιστοσελίδα Επίσημος ιστότοπος
Υπογραφή
Louis Armstrong signature.svg
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τον καλλιτέχνη

Ο Λούις Άρμστρονγκ (Louis Armstrong, 4 Αυγούστου 1901[11] – 6 Ιουλίου 1971) (γνωστός και με τα προσωνύμια Satchmo ή Pops) ήταν Αμερικανός μουσικός της τζαζ. Υπήρξε μία χαρισματική προσωπικότητα και καινοτόμος ερμηνευτής, με πλούσια μουσικά προσόντα και σημαντική συνεισφορά στο είδος. Αποτελεί σήμερα έναν από τους δημοφιλέστερους τζαζ μουσικούς του 20ού αιώνα. Διακρίθηκε αρχικά ως τρομπετίστας και αργότερα ως τραγουδιστής της τζαζ και του μπλουζ.

Νεανικά χρόνια

Ο Άρμστρονγκ γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1901, στη Νέα Ορλεάνη. Υπήρξε γιος φτωχής οικογένειας, την οποία ο πατέρας του, Γουίλλιαμ Άρμστρονγκ, εγκατέλειψε όταν ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν ακόμα σε βρεφική ηλικία. Η ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε όταν άρχισε να μαθαίνει κορνέτα[12] συμμετέχοντας στην ορχήστρα του αναμορφωτηρίου New Orleans Home for Colored Waifs, όπου κατέληξε αρκετές φορές εξαιτίας εγκληματικής συμπεριφοράς, με πιο χαρακτηριστικό περιστατικό, αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια ενός πρωτοχρονιάτικου εορτασμού, όταν ο Άρμστρονγκ πυροβόλησε στον αέρα με το όπλο του πατέρα του. Ακολουθούσε συχνά τις παρελάσεις της τοπικής ορχήστρας των πνευστών ενώ παράλληλα προσπαθούσε να παρακολουθήσει παλαιότερους μουσικούς, όπως τον Μπανκ Τζόνσον και κυρίως τον Κινγκ Όλιβερ, ο οποίος αποτελούσε ένα είδος πατρικής φιγούρας για τον Λούις Άρμστρονγκ.

Αργότερα, συμμετείχε κι ο ίδιος σε ορχήστρες ενώ ξεκίνησε να περιοδεύει ως μουσικός με την ορχήστρα του πιανίστα Fate Marable, η οποία έπαιζε πάνω σ' ένα ατμόπλοιο που διέσχιζε τον Μισισίπι. Ο Άρμστρονγκ παρομοίασε την περίοδο αυτή με τη φοίτηση σε ένα πανεπιστήμιο, καθώς αποκόμισε σημαντικές εμπειρίες και γνώσεις. Το 1919, όταν ο Κινγκ Όλιβερ εγκατέλειψε την πόλη της Νέας Ορλεάνης, ο Άρμστρονγκ τον αντικατέστησε στην ορχήστρα του Έντουαρντ "Κιντ" Όρι, που αποτελούσε εκείνη την εποχή μία από τις πιο δημοφιλείς τζαζ ορχήστρες.

Πρώτα καλλιτεχνικά βήματα

Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, έπειτα από πρόσκληση του Κινγκ Όλιβερ να συμμετάσχει στην ορχήστρα του (Creole Jazz Band). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, το Σικάγο αποτελούσε το κυρίαρχο κέντρο της τζαζ και η ορχήστρα του Όλιβερ ήταν μία από τις σημαντικότερες. Ο Άρμστρονγκ συμμετείχε για πρώτη φορά σε ηχογραφήσεις, ως δεύτερος κορνετίστας, το 1923. Αν και η συνεργασία του με τον Όλιβερ ήταν αρμονική, μετά από παρότρυνση της πιανίστριας και σύζυγου του, Λιλ Χάρντιν Άρμστρονγκ, εγκαταστάθηκε το 1924 στη Νέα Υόρκη και συμμετείχε στην ορχήστρα του Φλέτσερ Χέντερσον, για τις ανάγκες της οποίας άρχισε να παίζει τρομπέτα. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο Σικάγο όπου ξεκίνησε να ηχογραφεί ως ηγέτης των συγκροτημάτων Hot Five και Hot Seven, σημειώνοντας επιτυχίες, όπως τα κομμάτια Potato Head Blues, Muggles (όρος αργκό για την μαριχουάνα, της οποίας ήταν χρήστης ο Άρμστρονγκ) και West End Blues (σύνθεση του Κινγκ Όλιβερ). Η εισαγωγή του Άρμστρονγκ στο West End Blues, παραμένει ως σήμερα ένας από τα διασημότερους αυτοσχεδιασμούς στην ιστορία της τζαζ.

Το 1929 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες πριν ξεκινήσει να περιοδεύει στην Ευρώπη. Έχοντας αναλώσει αρκετά χρόνια περιοδεύοντας, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, το 1943 συνεχίζοντας να εξελίσσει το παίξιμό του. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ο Άρμστρονγκ έδινε περισσότερες από 300 συναυλίες το χρόνο, αν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, οι μεγάλες ορχήστρες σταδιακά εγκαταλείφθηκαν, λόγω του οικονομικού κόστους συντήρησής τους και του μειωμένου ενδιαφέροντος του κοινού για αυτές.

The All Stars

Το 1947, κατόπιν μίας πολύ επιτυχημένης συναυλίας του Άρμστρονγκ με τον Jack Teagarden και ένα μικρό μουσικό σχήμα στη Νέα Υόρκη, αποφάσισε να εγκαταλείψει την δομή της μεγάλης ορχήστρας, καθιερώνοντας ένα μικρότερο εξαμελές μουσικό συγκρότημα, το οποίο ονομαζόταν Louis Armstrong and his All Stars. Σε αυτό μετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Teagarden, ο Ερλ Χάινς, καθώς και άλλοι σημαντικοί μουσικοί του σουίνγκ ή του ντίξιλαντ. Με τους All Stars, ο Άρμστρονγκ πραγματοποίησε αρκετές ηχογραφήσεις, ενώ εμφανίστηκε και σε περισσότερες από τριάντα ταινίες. Το 1964, ηχογράφησε τον πιο επιτυχημένο εμπορικά δίσκο του, περιλαμβάνοντας την ηχογράφησή του για τη σύνθεση Hello, Dolly! του Τζέρι Χέρμαν. Το τραγούδι αναρριχήθηκε στην πρώτη θέση των μουσικών καταλόγων και ο Άρμστρονγκ αποτέλεσε τον γηραιότερο μουσικό που πέτυχε μία τέτοια διάκριση, σε ηλικία 63 ετών.

Υπήρξε ενεργός και συνέχισε να δίνει συναυλίες μέχρι το θάνατό του. Στις τελευταίες του εμφανίσεις, αν και σε προχωρημένη ηλικία, ερμήνευε συχνά κομμάτια από μνήμης. Περιόδευσε επίσης στην Αφρική, την Ευρώπη και την Ασία, κάτω από τη χορηγία του State Department των ΗΠΑ. Οι περιοδείες αυτές είχαν ιδιαίτερη απήχηση, γεγονός που οδήγησε στον χαρακτηρισμό του Άρμστρονγκ ως "πρέσβη Satch". Πέθανε το 1971 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 70 ετών και ενώ το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανιστεί στο ξενοδοχείο Waldorf Astoria.

Προσωνύμια

Το προσωνύμιο Satchmo ή Satch (συντομεύσεις του όρου Satchelmouth) περιγράφουν την έκφραση του προσώπου του κατά τη διάρκεια του παιξίματος της τρομπέτας. Το 1932, ο τότε εκδότης της βρετανικής μουσικής εφημερίδας Melody Maker, Percy Brooks, υποδέχθηκε τον Άμστρονγκ στο Λονδίνο με τον χαιρετισμό "Hello, Satchmo!", συντομεύοντας δηλαδή τον όρο Satchelmouth, και έκτοτε καθιερώθηκε. Στις αρχές της σταδιοδρομίας του ήταν επίσης γνωστός με το προσωνύμιο Dippermouth. Ο Άρμστρονγκ τοποθετούσε την τρομπέτα στα χείλη του με τέτοιο τρόπο, ώστε μετά από αρκετή ώρα σχηματιζόταν ένα μικρό βαθούλωμα (αγγλ. dip) στο πάνω χείλος του, εμφανές και σε αρκετές φωτογραφίες εκείνης της περιόδου. Το γεγονός αυτό οδήγησε κάποια στιγμή και στην αφοσίωσή του στο τραγούδι, καθώς για ένα διάστημα δεν ήταν δυνατό να παίζει τρομπέτα, αν και αργότερα τροποποίησε τον τρόπο παιξίματός του ώστε να συνεχίσει. Οι μουσικοί με τους οποίους συνεργαζόταν και οι φίλοι του τον αποκαλούσαν συνήθως Pops, όπως και ο ίδιος αποκαλούσε εκείνους αντίστοιχα.

Μουσική

Στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του, ο Άρμστρονγκ διακρίθηκε ως βιρτουόζος της κορνέτας και της τρομπέτας. Οι πιο σημαντικές από τις πρώτες του ηχογραφήσεις αναδείχθηκαν μέσα από τα μουσικά σχήματα των Hot Five και Hot Seven και οι αυτοσχεδιασμοί του Άρμστρονγκ σε αυτές, αποτελούν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την μελωδικότητά, τις καινοτομίες και τον εκλεπτυσμό τους. Είχε επίσης σημαντική συνεισφορά στην ανάδειξη του ρόλου τού σολίστα, συμβάλλοντας στην μετατροπή του είδους της τζαζ, από μία συλλογική κατά βάση μουσική, σε μία μορφή τέχνης με μεγάλα περιθώρια αυτόνομης έκφρασης του μουσικού.

Στην πορεία των χρόνων, ο Άρμστρονγκ ενδιαφέρθηκε έντονα και για το τραγούδι. Αν και δεν ήταν ο πρώτος που το χρησιμοποίησε, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό και κατέστησε δημοφιλές, το αποκαλούμενο σκατ τραγούδι (scat singing), δηλαδή τραγούδι χωρίς λόγια, με άναρθρους φθόγγους, το οποίο και ενσωμάτωσε στο ρεπερτόριό του.

Κατά τη διάρκεια της μουσικής του σταδιοδρομίας, συνεργάστηκε είτε ως τραγουδιστής είτε ως τρομπετίστας, με μερικούς από τους σημαντικότερους μουσικούς της τζαζ, μεταξύ αυτών ο Ντιούκ Έλινγκτον, η Έλλα Φιτζέραλντ, ο Μπινγκ Κρόσμπι, ο Φλέτσερ Χέντερσον και η Μπέσι Σμιθ. Με την Έλλα Φιτζέραλντ ηχογράφησε συνολικά τρεις δίσκους: Ella and Louis, Ella and Louis Again και Porgy and Bess. Οι τελευταίες σημαντικές του ηχογραφήσεις καταγράφονται στη δεκαετία του 1950 ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ύστερης δισκογραφίας του χαρακτηρίζεται συνήθως από τους κριτικούς ως υπεραπλουστευτικό ή τυποποιημένο, αν και δεν του στέρησε την εμπορική απήχηση. Μία από τις τελευταίες εμπορικές επιτυχίες του Άρμστρονγκ υπήρξε η ερμηνεία του στο τραγούδι What a Wonderful World (1968), το οποίο παρέμεινε στην κορυφή των βρετανικών μουσικών καταλόγων για ένα μήνα, ενώ το 1987 χρησιμοποιήθηκε στην ταινία Good Morning, Vietnam και γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.

Ο Λούις Άρμστρονγκ επηρεάστηκε από ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, πέρα από τη τζαζ και το μπλουζ, τη λαϊκή λατινοαμερικανική παράδοση, τις κλασικές συμφωνίες και την όπερα και ενσωμάτωσε στοιχεία αυτών στις εμφανίσεις του.

Μουσικά δείγματα

Σημειώσεις

  1.  
  1. Η πρώτη κορνέτα που απέκτησε αγοράστηκε με χρήματα που δανείστηκε από την οικογένεια των Karnofsky, Ρωσοεβραϊκής καταγωγής μετανάστες.

Βιβλιογραφία

  • Armstrong, Louis. Satchmo: My Life in New Orleans. ISBN 0-306-80276-7
  • Armstrong, Louis and Thomas Brothers. Armstrong, in His Own Words: Selected Writings. ISBN 0-19-514046-X
  • Bergreen, Laurence. "Louis Armstrong: An Extravagant Life". ISBN 0-553-06768-0
  • Cogswell, Michael. Armstrong: The Offstage Story. ISBN 1-888054-81-6
  • Meckna, Michael. Satchmo: The Louis Armstrong Encyclopedia. ISBN 0-313-30137-9
  • Louis Armstrong, Γεννήθηκα στη Νέα Ορλεάνη-Αυτοβιογραφία, μτφρ.Μαρία Καραγιαννοπούλου, εκδ. Index, Αθήνα, 1988

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου