Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 06 Δεκ 2018
Χένρικ Γκορέτσκι 1933 – 2010
Κλίκ για μεγέθυνση
 

Διακεκριμένος πολωνός συνθέτης, με διεθνή φήμη. Η μουσική του καλύπτει ένα ευρύ υφολογικό φάσμα, αλλά τείνει σε μία σχετικά αρμονική και ρυθμική απλότητα. Το πιο γνωστό έργο του είναι η Συμφωνία αρ. 3 (1976), μία από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές επιτυχίες όλων των εποχών στον χώρο της κλασικής μουσικής.

 

Ο Χένρικ Γκορέτσκι (Henryk Górecki, Γκούρετσκι η ορθή προφορά του ονόματός του στα Πολωνικά) γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1933 στο χωριό Τσέρνιτσα της νοτιοδυτικής Πολωνίας. Η οικογένειά του αγαπούσε τη μουσική. Ο πατέρας του Ρόμαν (1904-1991) ήταν σιδηροδρομικός και ερασιτέχνης μουσικός, ενώ η μητέρα του Οτίλια (1909-1935) έπαιζε πιάνο. Η μητέρα του πέθανε, όταν ήταν δύο ετών και πολλά από τα πρώιμα έργα του είναι αφιερωμένα στη μνήμη της. Ο Χένρικ ενδιαφέρθηκε από νωρίς για τη μουσική, αλλά αποθαρρύνθηκε, τόσο από τον πατέρα του, όσο και από τη μητριά του, που δεν τον άφηνε να παίζει στο πιάνο της μητέρας του. Αυτός επέμεινε και σε ηλικία 10 ετών άρχισε μαθήματα βιολιού με ένα συγχωριανό του ερασιτέχνη μουσικό.

Το 1945, ενώ έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς του, έπαθε εξάρθρωση γοφού. Η κακή διάγνωση του τοπικού γιατρού του προκάλεσε μόλυνση και σοβαρό πρόβλημα υγείας. Χρειάστηκε να υποβληθεί σε τέσσερεις εγχειρήσεις και να παραμείνει στο νοσοκομείο συνολικά είκοσι μήνες για να δει την υγεία του να καλυτερεύει. Προσωρινά, όμως, καθώς μία φυματίωση που του παρουσιάσθηκε επέτεινε το πρόβλημα με την υγεία του, που τον ταλαιπώρησε σε όλη τη διάρκεια της ζωή του, μέχρι σημείου «να συνομιλεί συχνά με τον θάνατο», όπως έλεγε.

Το 1952 πήγε για πρώτη φορά σε Ωδείο και μέσα σε τρία χρόνια έμαθε κλαρινέτο, πιάνο, μουσική θεωρία, βελτίωσε τις επιδόσεις του στο βιολί και άρχισε να συνθέτει. Από το 1955 συνέχισε τις σπουδές στη Μουσική Ακαδημία του Κατοβίτσε, με καθηγητή τον συνθέτη Μπόλεσλαβ Σαμπέλσκι (μαθητή του Κάρολ Σιμανόφσκι), ενώ παρέδιδε μαθήματα μουσικής για τα προς το ζην. Ο Σαμπέλσκι τον μύησε στη νεοκλασική ανάγνωση της αντίστιξης και στην πολωνική λαϊκή μουσική, αλλά την ίδια περίοδο ο Γκορέτσκι ήταν απορροφημένος στους κανόνες του δωδεκαφθογγικού σειραϊσμού. Αποφοίτησε με άριστα από την Ακαδημία το 1960.

Το 1968 προσελήφθη στη Μουσική Ακαδημία του Κατοβίτσε και το 1972 προήχθη σε καθηγητή της σύνθεσης. Ήταν πολύ αυστηρός δάσκαλος, ο φόβος και ο τρόμος του Ωδείου, λόγω του απότομου χαρακτήρα του και των συχνά ανελέητων σχολίων του για τις επιδόσεις των μαθητών του. «Όταν τον πρωτοάκουσα στην τάξη ένοιωσα σαν κάποιος να μου άδειασε μια κανάτα κρύο νερό στο κεφάλι» θυμάται ο μαθητής του και μετέπειτα συνθέτης Ραφάλ Αουγκουστίν. Ο ίδιος, όμως, αναγνωρίζει ότι όσοι αποφοίτησαν από την τάξη του Γκορέτσκι έγιναν αξιοσέβαστοι συνθέτες.

Το 1975 αναλαμβάνει διευθυντής της Σχολής, αν και δεν ήταν μέλος του Ενωμένου Εργατικού Κόμματος Πολωνίας (Κομμουνιστικού), που κυβερνούσε τη χώρα από το 1945. Οι διαρκείς του κόντρες με την κομματική γραφειοκρατία τον οδήγησαν σε παραίτηση το 1979, όταν διαμαρτυρήθηκε για την κυβερνητική απόφαση να μην επιτραπεί στον πολωνικής καταγωγής Πάπα Ιωάννη - Παύλο Β’ να επισκεφθεί το Κατοβίτσε. Αμέσως μετά ίδρυσε το τοπικό παράρτημα του Καθολικού Συλλόγου Διανοουμένων, μιας οργάνωσης που αντιμαχόταν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Παρέμεινε πολιτικά ενεργός έως την πτώση του Κομμουνισμού το 1989. Μάλιστα, το 1991 συνέθεσε το Miserere για μεγάλη ορχήστρα, σε ανάμνηση της αστυνομικής βίας κατά του συνδικάτου Αλληλεγγύη, που βρισκόταν στην πρωτοπορία του αντικομμουνιστικού αγώνα τη δεκαετία του ‘80.

Παράλληλα με τα διδακτικά του καθήκοντα ο Γκορέτσκι ασχολήθηκε με τη σύνθεση, όσο του επέτρεπε η ασθενική κράση του. Τα πρώτα έργα του χρονολογούνται από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 και κινούνται στα χνάρια του Πιερ Μπουλέζ και της σειραϊκής πρωτοπορίας. Θεωρείται ο ιδρυτής της αποκληθείσας Νέας Πολωνικής Σχολής, μαζί με τον άλλο διάσημο συνθέτη της γενιάς του, τον Κζίστοφ Πεντερέτσκι. Και οι δύο επωφελήθηκαν από την ανοχή που επέδειξαν οι κομμουνιστικές αρχές προς τη μοντέρνα τέχνη, αν και συχνά τους κατηγορούσαν για φορμαλισμό (χαρακτηρισμός που αποδιδόταν σε όσους ξέφευγαν από τις νόρμες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού).

Τον Φεβρουάριο του 1958 δόθηκε η πρώτη συναυλία με έργα του στο Κατοβίτσε. Η επιτυχία της έφερε και τις πρώτες παραγγελίες για τον νεαρό συνθέτη, ελαφρύνοντας κάπως τη δεινή οικονομική του κατάσταση. Ο Επιτάφιος (Epitafium), έργο του 1958 για χορωδία και ορχηστρικό σύνολο, θεωρήθηκε ως «η πιο παραστατική και σφύζουσα έκφραση του νέου πολωνικού κύματος στη μουσική». Τον επόμενο χρόνο έγραψε την Πρώτη Συμφωνία και το 1960 τα Scontri (Συγκρούσεις), που εντυπωσίασαν τους κριτικούς.

Το 1961 ο Γκορέτσκι βρισκόταν στην εμπροσθοφυλακή της πολωνικής αβάν-γκαρντ, έχοντας αφομοιώσει τις επιρροές του από τους Βέμπερν, Μπουλέζ και Ξενάκη κι έχοντας διαμορφώσει το δικό του στυλ. Αρχίζει να γίνεται γνωστός στο εξωτερικό. Μεταβαίνει για σπουδές στη Γαλλία και επηρεάζεται από τη μουσική των Ολιβιέ Μεσιάν και Καρλχάιντς Στοκχάουζεν. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 αρχίζει να απομακρύνεται από τη μουσική πρωτοπορία και να συνθέτει σ’ ένα πιο παραδοσιακό, νεορομαντικό εκφραστικό ύφος. Ξεχωριστό έργο αυτής της περιόδου είναι η Συμφωνία αρ. 2, γνωστή και ως Κοπερνίκεια. Γράφτηκε το 1972 για να τιμηθούν τα 500 χρόνια από τη γέννηση του πολωνού αστρονόμου Νικολάου Κοπέρνικου.

Το 1976 συνθέτει τη Συμφωνία αρ. 3, γνωστή και με τον υπότιτλό της Συμφωνία των Λυπημένων Τραγουδιών, ένα αργό και υποβλητικό έργο για σοπράνο και ορχήστρα, που θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη επιτυχία του δεκάξι χρόνια αργότερα, όταν θα ηχογραφηθεί από τη Σινφονιέτα του Λονδίνου υπό τον Ντέιβιντ Ζίνμαν, με σολίστ τη σοπράνο Ντον Άπσοου. Θα κυκλοφορήσει από τη δισκογραφική εταιρεία Nonesuch/Warner και θα πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο δίσκους μόνο στη Μεγάλη Βρετανία, φθάνοντας ως το Νο6 του βρετανικού πίνακα επιτυχιών, συναγωνιζόμενο ευθέως τους ποπ και ροκ καλλιτέχνες της εποχής. Είχε γίνει γνωστό το 1985, όταν ένα απόσπασμά του χρησιμοποιήθηκε στο σάουντρακ της ταινίας του Μορίς Πιαλά Police. Το πιο δημοφιλές έργο του Γκορέτσκι αποτελείται από τρία μέρη: Το πρώτο είναι βασισμένο σ’ ένα θρήνο του 15ου αιώνα, το δεύτερο χρησιμοποιεί τα λόγια μιας νεαρής κοπέλας, της Ελενα Μπλαζούσιακ, που έγραψε στον τοίχο μιας φυλακής της Γκεστάπο, ζητώντας από την Παναγία να τη βοηθήσει. Το τρίτο μέρος της συμφωνίας περιλαμβάνει τα λόγια μιας μητέρας που έχασε τον γιο της σε μία από τις εξεγέρσεις των Πολωνών για την ανεξαρτησία της χώρας τους.

Παρά τη μεγάλη επιτυχία της Τρίτης Συμφωνίας, ο Γκορέτσκι άντεξε στον πειρασμό να συνθέσει ένα έργο στο ίδιο στυλ και συνέχισε να γράφει «υπακούοντας στις εσωτερικές του φωνές». Κριτικοί και μουσικολόγοι επαινούν το έργο του και τον εντάσσουν στο κλίμα του αποκληθέντος Αγίου Μινιμαλισμού, με συνθέτες όπως οι Άρβο Περτ, Τζον Τέβενερ και Γκίγια Κάντσελι. Κοινός τόπος αυτών των συνθετών, η απλότητα στον ρυθμό και τη μελωδία και τα βαθιά θρησκευτικά πιστεύω. Στις 12 Νοεμβρίου 2010, ο θάνατος του χτύπησε την πόρτα και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη Συμφωνία αρ. 4, η πρεμιέρα της οποίας επρόκειτο να δοθεί στο Λονδίνο. Ήταν παντρεμένος από τον Ιούλιο του 1959 με τη συμφοιτήτριά του στο Ωδείο και μετέπειτα καθηγήτρια πιάνου Γιανβίγκα Ρουράνσκα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: την πιανίστρια Άννα Γκορέτσκα-Στάντσικ (γ. 1967) και τον συνθέτη Μικολάι Γκορέτσκι (γ. 1971).

Είπε…

«Γεννήθηκα στη Σιλεσία. Είναι παλιά πολωνική γη, αλλά με παρούσες τρεις κουλτούρες: Πολωνική, Τσεχική και Γερμανική. Η λαϊκή τέχνη, η τέχνη γενικότερα, δεν έχει σύνορα. Η Πολωνική Κουλτούρα είναι ένα υπέροχο μίγμα. Όταν κοιτάς την ιστορία της Πολωνίας είναι ακριβώς η πολυπολιτισμικότητα, η παρουσία των μειονοτήτων που έκαναν την Πολωνία αυτό που είναι σήμερα.»

«Οι μαθητές μου στη Μουσική Ακαδημία, μου ζητούσαν πολλά, πολλά πράγματα, πώς να γράψουν μουσική και τι να γράψουν. Εγώ τους απαντούσα: Εάν μπορείς να ζήσεις χωρίς μουσική για δύο ή τρεις μέρες, τότε μην γράφεις... Πέρασε καλύτερα τον χρόνο σου με το κορίτσι σου ή με μία μπύρα. Εάν δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς μουσική, τότε γράψε.»

«Δεν διαλέγω του ακροατές μου. Δεν γράφω για τους ακροατές μου. Τους σκέπτομαι, αλλά δεν γράφω γι’ αυτούς. Έχω να τους πω κάτι, αλλά θα πρέπει να καταβάλουν και αυτοί προσπάθεια για να το καταλάβουν. Εάν τους σκεπτόμουν δεν θα μπορούσα να γράψω.»

«Θα ήταν τρομερή φτώχεια για τη ζωή εάν η μουσική ήταν πολιτική. Δεν μπορώ να φανταστώ τι είναι πολιτική μουσική. Η μουσική είναι μουσική, όπως η ζωγραφική είναι ζωγραφική. Εγώ μπορώ να έχω τα πολιτικά μου πιστεύω, τα οποία αφορούν μόνο την προσωπική μου ζωή».

Επιλεγμένα Έργα

  • Epitafium (Επιτάφιος), για μικτή χορωδία και ορχηστρικό σύνολο. (1958)
  • Scontri (Συγκρούσεις), για ορχήστρα. (1960)
  • Τρία Κομμάτια σε Παλιό Στυλ, για ορχήστρα εγχόρδων. (1963)
  • Refren (Ρεφρέν), για Ορχήστρα. (1965)
  • Συμφωνία αρ. 2, “Κοπερνίκεια”. (1972)
  • Συμφωνία αρ. 3, “Συμφωνία των Λυπημένων τραγουδιών”. (1975)
  • Beatus Vir (Μακάριος ο Ανήρ), ψαλμός για βαρύτονο, μικτή χορωδία και ορχήστρα. (1979)
  • Lerchenmusik (Η Μουσική του Κορυδαλλού), για κλαρινέτο, τσέλο και πιάνο. (1986)
  • Totus Tuus (Όλος Δικός σας), για χορωδία. (1987)
  • Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ. 1 “Already It is Dusk”. (1988)
  • Kleines Requiem for a Polka (Μικρό Ρέκβιεμ για μία Πόλκα), για πιάνο και 13 όργανα. (1993)
 
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου