Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 21 Ιαν 2021
Αλέξης Δαμιανός: Ο δημιουργός της “Ευδοκίας”
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 
 

Ο Αλέξης Δαμιανός (21 Ιανουαρίου 1921 – 4 Μαΐου 2006) ήταν Έλληνας σκηνοθέτης του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου.  Γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1921 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Ιδρυτής του «Πειραματικού Θεάτρου» και του Θεάτρου “Πορεία”, όπου σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα. Είχε σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μεγάλου μήκους που είναι σημαντικότατες για τον ελληνικό κινηματογράφο (η Ευδοκία θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη ελληνική ταινία που έχει γυριστεί ποτέ).

ΑΛΕΞΗΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ – ΕΥΔΟΚΙΑ

Τίτλοι με λατινικούς χαρακτήρες: EVDOKIA

Χρονιά Παραγωγής: 1971

Σκηνοθέτης: ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ

Είδος: ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ

Σενάριο: ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ

Δ/ντής Φωτογραφίας: ΜΑΓΚΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Μοντάζ: McCARTHY MATT

Ηχολήπτης: ΔΕΣΠΟΤΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ, ANSCOMBE TONY

Ενδυματολόγος: ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ ΤΖΟΥΛΙΑ

Μουσική Σύνθεση: ΛΟΪΖΟΣ ΜΑΝΟΣ

Βοηθ. Σκηνοθέτη: ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ ΛΑΚΗΣ, ΖΕΡΒΟΣ ΝΙΚΟΣ

Βοηθ. Δ/ντή Φωτογραφίας: ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΜΕΡΟΝΤΗΣ ΕΡΡΙΚΟΣ

Μακιγιάζ: ΑΝΔΡΕΑΔΟΥ ΤΖΟΥΛΙΑ

Οπερατέρ: ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΜΕΡΟΝΤΗΣ ΕΡΡΙΚΟΣ

Δ/ντής Παραγωγής: ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

Παραγωγή: KATAMOR PROCUCTIONS, ΠΟΡΕΙΑ

Πρώτη προβολή: 21 Σεπτεμβρίου 1971 (Ελλάδα)

Διάρκεια: 92´

Προέλευση: Ελλάδα

Γλώσσα: ελληνική


Ηθοποιοί:

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΑΡΙΑ, ΑΓΑΓΙΩΤΟΥ ΚΟΥΛΑ, ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, ΖΟΡΜΠΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ, ΡΟΥΣΣΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, ΔΟΥΛΓΕΡΑΚΗΣ ΝΤΙΝΟΣ, ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ ΝΑΣΟΣ, ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΟΣ, ΣΑΒΑΤΙΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, ΡΗΓΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΜΠΡΑΟΥΔΑΚΗ ΕΛΠΙΔΑ, ΑΚΡΙΤΑ ΓΙΟΥΛΙΚΑ

Χρώμα: ΕΓΧΡ.

Βραβεία-Διακρίσεις: ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (12ο) ΕΛΛΑΔΑ 1971 Α΄ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ
Σύνοψη της υπόθεσης
: Ένας λεβεντόκορμος και μπρούτος λοχίας, ο Μπάσκος (Γιώργος Κουτούζης), γνωρίζει σε μια ταβέρνα μια μοναδικής ομορφιάς και ζωικότητας πόρνη, την Ευδοκία (Μαρία Βασιλείου) και την ερωτεύεται. Εκείνη τον ξεχωρίζει απ’ τους άλλους άντρες κι αρχίζει να κάνει παρέα μαζί του, αλλά ο προστάτης κι αγαπητικός της (Χρήστος Ζορμπάς) αντιδρά βίαια. Ο σύντομος ερωτικός δεσμός των δύο νέων οδηγείται σε ποικίλες αμφιταλαντεύσεις. Όταν όμως ο λοχίας απολύεται και είναι έτοιμος να ριχτεί στη μάχη της ζωής, ο προστάτης της Ευδοκίας και οι φίλοι του επανέρχονται, τον ξυλοκοπούν και του παίρνουν την κοπέλα για να συνεχίσουν να την εκμεταλλεύονται.

Κέρδισε βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έγινε διάσημη για το μουσικό θέμα της, ένα ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος, Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, που πλέον θεωρείται κλασικό.

Το σενάριο και η σκηνοθεσία είναι του Αλέξη Δαμιανού. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Γιώργος Κουτούζης, Μαρία Βασιλείου, Χρήστος Ζορμπάς και Κούλα Αγαγιώτου.

Σε μία μικρή επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, ο λοχίας Πεζικού Γιώργος Μπάσκος (Γιώργος Κουτούζης) θα γνωρίσει την Ευδοκία (Μαρία Βασιλείου), μία πόρνη. Οι δυο τους ερωτεύονται κεραυνοβόλα και παντρεύονται. Αλλά ο συντηρητισμός της επαρχίας, οι κατεστημένες αξίες, το κοινωνικό σύστημα και οι προκαταλήψεις δυσκολεύουν τη ζωή τους. Η απόπειρά τους να αντιμετωπίσουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων αποτυγχάνει και συντρίβεται, όπως στις αρχαίες τραγωδίες.

Σχεδόν μυθικές διαστάσεις έχει πάρει το μουσικό θέμα της ταινίας, ένα ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος. Το ζεϊμπέκικο αυτό χορεύει ο λοχίας Μπάσκος στα πρώτα λεπτά της ταινίας, στο μαγαζί που συναντά για πρώτη φορά την Ευδοκία, η οποία του χτυπά παλαμάκια, προκαλώντας την οργή του νταβατζή της, ενός διεφθαρμένου πρώην χωροφύλακα.Δύο μερόνυχτα χρειάστηκαν για να γυριστεί η σκηνή της ταινίας  “Ευδοκία” του Αλέξη Δαμιανού, με το περίφημο ζεϊμπέκικο. Σε ένα ταβερνάκι  της  Κάτω Κηφισιάς,  ένας νεαρός λοχίας (Γιώργος Κουτουζής), χορεύει για τα μάτια της Ευδοκίας ζεϊμπέκικο. Ο ηθοποιός χορεύει το τραγούδι «Η άτακτη» του Μάρκου Βαμβακάρη, επειδή ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός δεν είχε βρει ακόμα ποιος θα συνέθετε τη μουσική για την ταινία του. Ο ηθοποιός Χρήστος Ζορμπάς, που έπαιζε στην ταινία το νταβατζή της Ευδοκίας, του μίλησε για έναν νέο  ταλαντούχο συνθέτη που θα το έκανε ευχαρίστως χωρίς να ενδιαφέρεται για παχυλή αμοιβή. Αρχές του καλοκαιριού του 1971, ο Δαμιανός και ο Λοΐζος  δίνουν τα χέρια και ο συνθέτης ξεκινά να γράφει τη μουσική για την ταινία.

Ο Μάνος,  αρχικά έπαιξε τη μελωδία του θρυλικού ζεϊμπέκικου με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη και τον τζουρά του. Τελικά στην ηχογράφηση πείθει το Θανάση Πολυκανδριώτη να παίξει και αυτός με ένα παλιό τζουρά  και όχι με το μπουζούκι. Έτσι ο ήχος ήταν πιο οξύς και αυθεντικός.

Όταν τελείωσε με τη μουσική του ζεϊμπέκικου, ο Λοΐζος το έδωσε στον Λευτέρη Παπαδόπουλο για να του γράψει στίχους, αλλά ο Παπαδόπουλος αρνήθηκε λέγοντάς του ότι «αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν». Ο Μάνος πείστηκε και το ζεϊμπέκικο έφθασε στο κοινό μόνο με τις νότες που παρέσυραν στο ρυθμό  τους πάντες.

Ο κινηματογραφικός λοχίας που χορεύει το ζεϊμπέκικο. Πρωταγωνιστής της ταινίας του Αλέξη Δαμιανού “Ευδοκία”, ήταν ένας λοχίας. Ο σκηνοθέτης έψαχνε το ιδανικό πρόσωπο. Ήθελε έναν όμορφο νεαρό που να μην έχει σχέση με την υποκριτική και τον βρήκε στο πρόσωπο του Γιώργου Κουτουζή, ενός νεαρού οικοδόμου από την Καβάλα, ο οποίος μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος. Ο Δαμιανός τον συνάντησε  τυχαία στην Νέα Ερυθραία έξω από ένα καφενείο, να προσπαθεί να αμυνθεί σε έναν καβγά. Ήταν καμιά τριανταριά μαζεμένοι εναντίον του κι εκείνος  για να προστατευθεί είχε σηκώσει ένα μηχανάκι στον αέρα, απειλώντας να το πετάξει επάνω τους. Μόλις είδε τη σκηνή από το αυτοκίνητό του ο Δαμιανός είπε, «αυτός κάνει για τον λοχία». Στην αρχή ο νεαρός Γιώργος παρεξήγησε τις προθέσεις του σκηνοθέτη, αλλά πείστηκε να το κάνει μόλις διάβασε το σενάριο. Ο  ερασιτέχνης ηθοποιός χόρεψε μοναδικά το τραγούδι, κέρδισε την αναγνώριση κοινού και κριτικών και δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την υποκριτική. Η φτώχεια, όπως έχει πει ο ίδιος δεν του άφησε πολλά περιθώρια για σπουδές και για θέατρο.  Εργάστηκε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, ως λεβητοποιός και πλέον είναι συνταξιούχος.  Από το 1976 είναι παντρεμένος με τη ζωγράφο Σοφία Κουτούζη.

Ο σκηνοθέτης σταμάτησε την προετοιμασία της ταινίας μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη πρωταγωνίστρια. Και την βρήκε στο πρόσωπο της Μαρίας Βασιλείου, την οποία γνώρισε στο Λονδίνο, μέσω ενός διαφημιστικού γραφείου. Ανάμεσα σε φωτογραφίες διάφορων όμορφων κοριτσιών που πόζαραν ερωτικά στο φακό, ξεχώρισε μία. Μαζί με τη γυναίκα του Άρτεμη, μόλις είδαν τη φωτογραφία της κατάλαβαν ότι  αυτή είναι η «Ευδοκία». Η Μαρία Βασιλείου ήταν Κύπρια που είχε γεννηθεί στο Λονδίνο στις 16 Σεπτεμβρίου του 1950. Η οικογένεια της ήταν πολύτεκνη, φτωχή και με πολλά προβλήματα. Έτσι, η μητέρα της δέχτηκε αμέσως την πρόταση του ζεύγους Δαμιανού να πάρουν τη 17χρονη κόρη τους στην Αθήνα. Η Μαρία Βασιλείου και η αδελφή της Ελένη εγκαταστάθηκαν στην Εκάλη, στο σπίτι του σκηνοθέτη. Για ένα χρόνο, όσο κράτησαν οι πρόβες και τα γυρίσματα, έμενε στο σπίτι του σκηνοθέτη που φιλοξενούσε και τον συμπρωταγωνιστή της. Έτσι ο Δαμιανός καθοδηγούσε καθημερινά τους δύο ερασιτέχνες ηθοποιούς, καθώς έκανε την καθοριστική επιλογή να μη δουλέψει με επαγγελματίες. Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Η φωνή της ήταν ακόμη ανώριμη και μετά από πρόταση του Μάνου Λοΐζου, την ντούμπλαρε η τραγουδίστρια Ελένη Ροδά.

Μετά την επιτυχία της ταινίας, η Μαρία Βασιλείου προσπάθησε να συνεχίσει την πορεία της στο κινηματογράφο. Έκανε δύο ταινίες με τον Όμηρο Εσυτρατιάδη, αλλά έπαιξε και στο «Θίασο» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Ένας σφοδρός έρωτας έκανε τη Μαρία να τα εγκαταλέιψει όλα και να επιστρέψει  στο Λονδίνο. Το 1973, σε ένα γνωστό  αθηναϊκό  κλαμπ, γνώρισε τον μουσικό Σωτήρη Κοματσιούλη που εμφανιζόταν με την αδελφή της Ελένη, η οποία τραγουδούσε. Ερωτεύθηκαν και τον ακολούθησε στις περιοδείες του με το συγκρότημα «Κάστορες». Ωστόσο ήταν χούντα και ο Κοματσιούλης δέχθηκε συστάσεις για τη μουσική και τη γενικότερη στάση του. Οι δύο νέοι φοβήθηκαν. Το ζευγάρι έφυγε για το Λονδίνο και παντρεύτηκαν στο δημαρχείο της πόλης. Στην Αγγλία έμειναν  στο πατρικό σπίτι  της Βασιλείου μαζί με όλη την πολύτεκνη οικογένεια, κάτι που για την εποχή δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο στα νιόπαντρα ζευγάρια. Ο παιδικός της φίλος Robert Wyatt, βοήθησε τον άντρα της να μπει στα μουσικά κυκλώματα της Μεγάλης Βρετανίας και μάλιστα βρέθηκε ακόμη και στη Τζαμάικα να ηχογραφεί με τα ανίψια του  Bob Marley, τους Third World. Ο γάμος κράτησε δύο χρόνια και μετά από πολλούς καβγάδες χώρισαν.

Στην Ελλάδα, ο καλλιτεχνικός κόσμος δεν είχε ξεχάσει την όμορφη πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου, που είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου στο αξιοσέβαστο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Αρχίσουν να κυκλοφορούν φήμες ότι πέθανε σε τροχαίο το 1977, αλλά γρήγορα τα ανόητα κουτσομπολιά διαψεύστηκαν. Ωστόσο, η Βασιλείου δεν έκανε την καριέρα που όλοι περίμεναν. Μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, έφυγε τον  Ιούλιο του 1989. Το κοριτσάκι που είχε αποκτήσει, το μεγάλωσε η αδερφή της Ελένη.

Η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1971. Στις 28 Μαρτίου του 1971 στις Κάννες, πήρε το βραβείο των Cineclubs της Γαλλίας. Η Μαρία Βασιλείου κέρδισε το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μετά την προβολή, ο σκηνοθέτης φυλακίστηκε για έξι μήνες. Καταδικάστηκε, επειδή θεωρήθηκε ότι έθιξε τις αξίες του ελληνικού στρατού. Ο Αλέξης Δαμιανός έκανε την επόμενη ταινία του μετά από είκοσι χρόνια.

 

Ευδοκία: Η βία του έρωτα

Στη δεύτερη ταινία του Αλέξη Δαμιανού μένουμε στην Ελλάδα και εστιάζουμε σε ένα ερωτικό σημείο του χάρτη των σημείων των συμπεριφορών της. Μια γυναίκα και ένας άντρας είναι οι ουσιαστικοί πρωταγωνιστές της. Θα δούμε όμως ότι αυτοί δεν είναι παρά τα σύμβολα των γυναικών και των αντρών της Ελλάδας.

Ας κάνουμε μια ανάλυση των χαρακτήρων των δύο πρωταγωνιστών. Ας πάρουμε τη γυναίκα. Αυτή είναι πόρνη, ζει και εργάζεται κοντά σε ένα στρατόπεδο. Κάνει έρωτα επαγγελματικά, κατά συνέπεια δεν μπορεί να ερωτευτεί, σύμφωνα με την αντίληψη ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Κάνει το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο και ανήκει στο κατακάθι της ελληνικής κοινωνίας, δεν χαίρει καμιάς εκτίμησης από τους άλλους. Ο Δαμιανός θέλει αυτές τις ψευδείς πεποιθήσεις να τις ανατρέψει.

Ο άντρας υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία. Είναι λοχίας και έχει υπό τις διαταγές του κάποιους άντρες. Τον διατάσσουν και διατάζει. Έχει υποστεί την καταπίεση και την εξασκεί. Είναι παλικάρι και ο έρωτας είναι το κυριότερο σημείο αναφοράς του, όσον αφορά στη συμπεριφορά. Θέλει να επιδεικνύεται και, πολύ περισσότερο, να δείχνει την εξουσία που ασκεί. Θέλει να δείχνει το καινούργιο του απόκτημα, τη γυναίκα που έχει ερωτευτεί, την πόρνη, με ότι συνεπάγεται αυτό. Δε νοιάζεται για τις αντιδράσεις των άλλων, ούτε αν ενοχλεί κάποιους που έχουν έννομο συμφέρον πάνω της.

Οι παράπλευροι χαρακτήρες είναι η γυναίκα που βοηθά την πόρνη, ο νταβατζής της και οι φαντάροι που είναι κολλητοί με το λοχία. Αυτοί ακολουθούν και πράττουν αυτά που οφείλουν σύμφωνα με τις συνηθισμένες συμπεριφορές. Η πόρνη και ο λοχίας ξεχωρίζουν από τη συμπεριφορά τους κατακτούν, με αυτό τον τρόπο, μια θέση στο πάνθεο των χαρακτήρων, μας μεταφέρουν από τη μια εποχή στην άλλη.

Η πόρνη έχει ερωτευτεί το λοχία. Δε φοβάται να πάει στο στρατόπεδο και να τον δει στις ασκήσεις. Αυτός της επιδεικνύει τη δύναμή του. Τότε η ερωτική συνεύρεση γίνεται για πρώτη φορά, όχι όμως σε σαρκικό πεδίο, απλά σε πνευματικό. Είναι η αρχή ενός έρωτα που θα είναι το όχημα για να διασχίσουμε πολύ γρήγορα την ελληνική ιστορία, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Ο Αλέξης Δαμιανός ξέρει ότι μια πόρνη είναι ιέρεια. Έτσι τη βλέπει, σα να είναι ιέρεια σε έναν αρχαίο ελληνικό ναό. Αυτή καλεί το ταίρι της, έως σε αυτό το σημείο είναι κυρίαρχη του παιχνιδιού. Μετά παραδίδεται, αφού είναι αφοσιωμένη σε ένα θεό. Έτσι και εδώ καλεί αυτόν που αγαπά και μετά παραδίδεται στην δύναμή και στην παλικαροσύνη του. Λόγω του ότι είναι ιερό πρόσωπο εκτελεί μια ιερή τελετή: τον έρωτα. Ο Δαμιανός ξέρει πολύ καλά ότι ο έρωτας είναι ιερός και για αυτό δε δείχνει ποτέ με λεπτομέρειες την ερωτική πράξη, αφήνει να εννοηθεί, η γυναίκα που συμμετέχει στην ερωτική πράξη θα πρέπει να μείνει αμόλυντη από το βλέμμα, ενός ηδονοβλεψία, και από τα χέρια, άλλων προσώπων. Ότι είναι ιερό βρίσκεται στο πεδίο του θυμικού και όχι του πραγματικού. Κατά δεύτερο λόγο, συμβολίζει αυτή την ερωτική συνεύρεση με διάφορα σημεία, όπως ο χορός, το βλέμμα, η βόλτα στη θάλασσα.

Επανερχόμαστε, λοιπόν, σε αυτή τη θεώρηση. Η πόρνη και ο λοχίας αφού συμμετέχουν σε μια ιερή, ερωτική πράξη έχουν εξαγνισθεί. Σα σώματα μας μεταφέρουν στον αρχαιοελληνικό κόσμο, όταν ο έρωτας δεν ήταν ταμπού, το γυμνό σώμα δεν ήταν ντροπή, η αγάπη ήταν ιερή. Ζουν αυτή ακριβώς τη διαδικασία και η σχέση διαπερνά την ελληνική ιστορία για να φτάσει στο σήμερα.

Στο παρόντα χρόνο τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Έχει χαθεί αυτό το ιερό του έρωτα, η γυναίκα ανήκει ολοκληρωτικά σε έναν άντρα και, μαζί με αυτή, και τα αισθήματά της. Δεν έχει δικαίωμα να ερωτεύεται και να εκδηλώνει αυτό το συναίσθημα. Ο άντρας ανήκει και αυτός σε μια κάστα που του επιβάλλει κανόνες συμπεριφοράς. Δεν μπορεί να κάνει ότι του επιτάσσει η καρδιά του αφού παραβαίνει τους νέους κανόνες της κοινωνίας. Πρέπει να τιμωρηθεί. Αυτή η σωματική και η ιδεολογική καταπίεση οδηγούν σε παράλογες κοινωνικές συμπεριφορές.

Ο Αλέξης Δαμιανός το δείχνει πολύ καλά στη σκηνή της ταβέρνας. Οι δύο εραστές χορεύουν και, με αυτό το χορό, επικοινωνούν με το θεό ή με την πνευματική τους υπόσταση. Αυτή η τελετή έχει ακριβώς τα ίδια τα χαρακτηριστικά με την ερωτική. Η διακοπή της είναι ανεπίτρεπτη. Όμως σε μια κοινωνία όπου η καταπίεση είναι ο κανόνας, επιβάλλεται να σταματήσει και να επανέλθουν αυτά τα δύο άτομα στο «σωστό» δρόμο, έστω με τη βία. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε τους κορυφαίους του χορού και το χορό, όπως σε μια αρχαιοελληνική τραγωδία, όπως και στη σκηνή του στρατοπέδου, όπου ο λοχίας εξασκεί τους στρατιώτες του.

Ο χορός διακόπτεται με τη βία από το νταβατζή, από αυτόν που έχει «έννομο» συμφέρον στη γυναίκα που του ανήκει, ψυχή και σώματι. Ο νταβατζής κάνει ότι ακριβώς κάνει και ο στρατός: εξασκεί εξουσία πρώτα σωματική και ακολούθως ιδεολογική. Υποτάσσει το άτομο και είναι ο θεματοφύλακας μιας σειράς κανόνων συμπεριφοράς που εξυπηρετούν και επιβάλλουν ένα κοινωνικό σύστημα.

Έχουμε μπει, λοιπόν, στον πολιτικό χαρακτήρα της ταινίας. Ο σκηνοθέτης δυναμιτίζει την έννοια του ανθρωπισμού στο καπιταλιστικό σύστημα και επαναφέρει τον ανθρωπισμό των παγανιστικών θρησκειών, βλέποντας ανθρωποκεντρικά το θέμα του. Επαναφέρει τη σπουδαιότητα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, σαν ιδεολογία και όχι σαν πρακτική θρησκευτικής τελετής. Ζητά τον ανθρωποκεντρισμό στις σχέσεις των ανθρώπων και, σε αυτό το σημείο, η ταινία είναι επαναστατική γιατί αμφισβητεί τα θεμέλια του νέου κοινωνικού συστήματος, ενώ ζητά τη μετατροπή του σε ένα πιο δημοκρατικό.

Ο Τζέιμς Πάρις είδε πολύ σωστά αυτά τα σημεία και, σαν καλός υπηρέτης του μηχανισμού καταστολής, της χούντας δηλαδή, κατήγγειλε τον Αλέξη Δαμιανό γιατί διέσυρε τον ελληνικό στρατό. Ο Δαμιανός πέρασε έξι μήνες στις φυλακές, ενώ ανακρινόταν συνέχεια

Είδαμε λοιπόν πως μια καθαρά ερωτική ταινία, χρησιμοποιώντας θεωρήσεις και φιλοσοφικές έρευνες πάνω στην ιστορία, μπορεί να γίνει πολιτική, μερικές φορές επαναστατική, μπορεί να μιλήσει πιο άμεσα στον άνθρωπο και να μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου. Αυτή η ταινία του Αλέξη Δαμιανού έμεινε στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού και για ένα άλλο λόγο: για το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, γραμμένο από το Μάνο Λοΐζο (αν και αυτός έλεγε ότι δεν μπορεί να γράψει λαϊκά τραγούδια!).

  • Γιάννης Φραγκούλης

http://www.cinemainfo.gr/directors/greekdirectors/alexisdamianos/evdokia/index.html

Ευδοκία [1971]

Αδιαμφισβήτητα, η  Ευδοκία είναι ίσως η πιο ρεαλιστική φιγούρα του εγχώριου κινηματογράφου, καθώς εκμπέμπει έναν δυναμισμό, που δύσκολα θα συναντήσει κανείς σε ελληνική ταινία. Η κυπριακής καταγωγής πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου, αν και ήταν μόλις 18 χρονών όταν έπαιξε στην ταινία…. δεν ήταν καν ηθοποιός! Κι όμως κατάφερε να αποσπάσει το βραβείο ‘Α γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Όλοι πίστεψαν πως η Μαρία Βασιλείου πρόκειται για ένα ανερχόμενο αστέρι της υποκριτικής, έπειτα συμμετείχε σε κανα – δυο μικρά ρολάκια, αλλά τελικά… δεν καρποφόρησε.

Η ιστορία περιγράφει τον  καταραμένο και αδιέξοδο έρωτα μίας πόρνης, της Ευδοκίας κι ενός λοχία, του Γιώργου. Η πρώτη είναι μια ευαίσθητη, αλλά τσαχπίνα κοπέλα, η οποία θέλει μόνο να περνάει καλά. Ο τελευταίος είναι ένας γοητευτικός σοβαρος άντρας, ο οποίος αιχμαλωτίζεται από την ομορφιά και το κέφι της πρώτης.

Όλα αρχίζουν μέσα σε ένα τοπικό ταβερνάκι, όπου ο νεαρός λοχίας σηκώνεται να χορέψει το θρυλικό ζεϊμπέκικο του Μάνου Λοΐζου, αφιερωμένο στην Ευδοκία. Αυτό όμως δεν αρέσει στον νταβατζή της και αυτό είναι η αφορμή να βγουν τα μαχαίρια….

Εδώ θα κάνουμε μια μικρή στάση και θα αναφερθούμε στο ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος, ο οποίος σίγουρα, ούτε που το φανταζόταν ότι θα έγραφε το πιο διάσημο soundtrack του ελληνικού κινηματογράφου και θα έπαιρνε τέτοιες διαστασεις μέχρι σήμερα. Αυτή η μελωδία σήμερα ακούγεται παντού: σε ρεμπετάδικα, σε ταβέρνες, σε γάμους και άλλες λαϊκές συναθροίσεις.

Όταν κάποιος ξεκινήσει να κάνει μαθήματα μπουζουκιού η λαϊκού χορού, το πρώτο κομμάτι που θα εκτελέσει θα είναι αυτό. Όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν αυτό το ζεϊμπέκικο, αλλά δυστυχώς λίγοι γνωρίζουν την ύπαρξη αυτής της ταινίας.

Σκιαγραφόντας τα δύο πρόσωπα, βλέπουμε ότι ο λοχίας είναι ένας ψύχραιμος αγωνιστής, ο οποίος θα έκανε τα πάντα για τα μάτια της Ευδοκίας. Είναι αυτός που θα τραβήξει το μεγαλύτερο λούκι από όλους, διότι είναι κλεισμένος μέσα στο στρατόπεδο και ο Διοικητής του δεν του δίνει άδεια, με αποτέλεσμα να αναβληθεί ο γάμος του. Παράλληλα, οι συνάδελφοί του τον χλευάζουν, ενώ έξω από το στρατόπεδο παραμονεύει ο νταβατζής της Ευδοκίας για να του σπάσει τα μούτρα.

Η Ευδοκία νιώθει την απουσία του λοχία Γιώργου και νομίζει ότι την παραμελεί και ότι δεν την αγαπάει πια. Η μοναδική παρέα που έχει είναι η μεσήλικη «τσατσά», η Μαρία, η οποία την δείχνει πως να περνάει καλά και να μην δίνει σημασία στα προβλήματά της.

Ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός γυρίζει μια ρεαλιστική ταινία, δομημένη με ψυχρούς τόνους. Παρουσιάζει έναν ανέλπιστο έρωτα με ένα τραγικό φινάλε!

Σκοπός του σκηνοθέτη δεν είναι να συγκινήσει, ούτε και να τραβήξει την προσοχή. Προσπαθεί να περάσει τα δικά του μηνύματα, απέναντι σε μία καταπιεσμένη ανθρωπότητα, πηγαίνοντας κόντρα στο πολιτικό καθεστώς και της μουντής «σκλαβιάς» της εποχής. Και όλα αυτά, χωρίς να τα μυριστεί η χούντα.

Το 1985 η «Ευδοκία» ψηφίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών. Πιστεύω πως δεν πήρε τυχαία αυτή τη διάκριση, καθώς στο πέρασμα των χρόνων, το έργο διατηρεί μια απερίγραπτη φρεσκάδα και ζωντάνια. Παρόλο που πέρασαν τόσες δεκαετίες, η ταινία φαντάζει τόσο σύγχρονη, σαν να έχει γυριστεί προχθές.

Σίγουρα, είναι μια ταινία που εκφράζει τον ελληνικό τρόπο ζωής, παρά το τραγικό της φινάλε! Είναι μια ταινία που μας κάνει υπερηφανους για τον κινηματογράφο μας.

Ο απίστευτος λόγος που «Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» δεν έχει στίχους

ΜΕΣΑ στο φλιτζάνι η Κούλα Αγαγιώτου διαβάζει στην κινηματογραφική Ευδοκία (που ακριβώς πριν από 44 χρόνια έπαιρνε το βραβείο των Cineclubs στις Κάννες), Μαρία Βασιλείου [από το Λονδίνο], τη μοίρα: «Στρατός. Κι εδώ είναι ο Σταυρός. Φυλάξου απ’ τον Σταυρό». Ο φακός ζουμάρει στον πάτο του φλιτζανιού και ξεκινούν οι πρώτες νότες μιας εισαγωγής που όλοι μπορούν να αναγνωρίσουν. Επόμενο πλάνο, ο Σταυρός. Η σκιά ενός άντρα που στο σκηνικό μιας συνοικιακής ταβέρνας, χορεύει ζεϊμπέκικο, το θρυλικότερο ζεϊμπέκικο της ιστορίας, το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας.

Πίσω του κρύβονται ιστορίες, μικρές και μεγάλες, συναρπαστικές και παθιασμένες.

Ιστορίες για το τραγούδι που γράφτηκε πάνω στο χορό και παίχτηκε με έναν παλιό, ρεμπέτικο, επίμονα ξεκούρδιστο τζουρά. Ιστορίες για τους πρωταγωνιστές, που επιλέχτηκαν σχεδόν από το δρόμο για να απεικονίσουν την έμπνευση μιας μουσικής αναγνωρίσιμης στις πρώτες δύο νότες.

Ιστορίες για τον χορό που ξεκίνησε από την καθοδήγηση ενός σκηνοθέτη που έψελνε ψιθυριστά («Σήμερον κρεμάται επί ξύλου») στη διάρκεια των γυρισμάτων για να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα που ήθελε. Ιστορίες για τη μουσική, που δεν χρειαζόταν στίχους για να αρθρώσει φωνή.

Σταυρός, η σκιά ενός άντρα που χορεύει ζεϊμπέκικο. Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας αρχίζει.

Η σκηνή που ενέπνευσε τις νότες

Όταν σήμερα λέμε “Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”, εννοούμε το ορχηστρικό κομμάτι του Μάνου Λοΐζου, μια μουσική που σχεδόν μισό αιώνα τώρα έχει αγγίξει τις καρδιές γενεών Ελλήνων, έχει παιχτεί από αμέτρητα χέρια κι έχει εκφράσει το πάθος, το βάσανο και τη μαγκιά του ζεϊμπέκικου.

Η ιστορία του ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας. Γιατί έμεινε χωρίς στίχους το κορυφαίο ζεϊμπέκικο της ιστορίας;

Το για πολλούς κορυφαίο ζεϊμπέκικο της ιστορίας γράφτηκε από τον Λοΐζο πάνω στο υλικό της ταινίας «Ευδοκία» που του έδωσε ο σκηνοθέτης της, Αλέξης Δαμιανός. Πάνω στη σκηνή μιας συνοικιακής ταβέρνας, όπου ένας φαντάρος σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο με πάθος, θράσος και θρησκευτική ευλάβεια, κοιτώντας στα μάτια την όμορφη Ευδοκία. Εκείνη, αν και συνοδεύεται από τρεις βλοσυρούς άντρες, παρασύρεται στον ρυθμό του, χτυπάει παλαμάκια, τον κοιτάει αχόρταγα και μονολογεί γελώντας για το πάθος που αναπόφευκτα έρχεται «Παναγιά μου, Παναγιά μου».

Ο Λοΐζος, ο οποίος είχε γράψει ξανά μουσική για ταινίες, είδε το υλικό από τα γυρίσματα, που κράτησαν δύο μέρες και περιείχαν πολλές λήψεις του σκηνικού, των χορού του φαντάρου, του γέλιου της Ευδοκίας, ώστε να βάζουν τον θεατή μέσα στην ταβέρνα. Στα γυρίσματα, ο χορός είχε γίνει πάνω σε ένα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη. Η διαδεδομένη εκδοχή λέει πως ήταν το “Τα ματοκλάδα σου λάμπουν”. Ο Γιώργος Κουτούζης, πρωταγωνιστής της σκηνής ως φαντάρος, έχει πει σε συνέντευξή του πως ήταν “Η άτακτη”.

Πάνω σε αυτή τη σκηνή, ο Λοΐζος γράφει “Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”. Οι νότες του ακούγονται πρώτη φορά στο σπίτι του συνθέτη, παρουσία του σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανού, με τον παλιό ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη να παίζει τζουρά. Τον ίδιο τζουρά ζητά αργότερα ο Λοΐζος για να παίξει στην ηχογράφηση του κομματιού. Όπως έχει πει ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Λοΐζος επέμενε να παίξει με αυτόν, αν και ξεκουρδιζόταν στις πρώτες νότες. Τελικά η σύνθεση ηχογραφείται κομμάτι κομμάτι ώστε να πάρει κι ο ξεκούρδιστος τζουράς τη θέση του σε αυτήν.

Στη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνη τη χρονιά (1971), η ταινία δεν παίρνει το βραβείο μουσικής που πάει στο “Εκείνο το καλοκαίρι”.

Ο Λοΐζος, όμως, περιλαμβάνει το τραγούδι με νέα ενορχήστρωση στο δίσκο «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε» (1972) και το «Ζεϊμπέκικο» αρχίζει να «αυτονομείται» από την ταινία και να παίρνει τη θέση του στα πάλκα και στους νταλκάδες στις καρδιές.

Η ιστορία του ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας. Γιατί έμεινε χωρίς στίχους το κορυφαίο ζεϊμπέκικο της ιστορίας;

Το κομμάτι μένει χωρίς στίχους, αν και όπως έχει διηγηθεί ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Λοΐζος του ζήτησε να γράψει, όμως εκείνος ακούγοντας τη μουσική αρνήθηκε. Δεν τους χρειαζόταν του είπε. Μιλάει μόνη της.

Κατά τη διάρκεια της μουσικής στην ταινία, πάντως, ακούγεται η φωνή και το γέλιο της Ελένης Ροδά, η οποία ντούμπλαρε την πρωταγωνίστρια Μαρία Βασιλείου, γιατί τα ελληνικά της δεν ήταν καλά

Η ιεροτελεστία του χορού

Ο χορός του φαντάρου ήταν μια “ιεροτελεστία” όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Γιώργος Κουτούζης. Ο Αλέξης Δαμιανός, του φώναζε διαρκώς: “Ψηλά το κεφάλι, τα χέρια ανοιχτά. Μόλις πήγαινα να σκύψω ή να κοιτάξω κάτω, μου φώναζε ψηλά το κεφάλι, κοίτα τα μάτια της Ευδοκίας τίποτε άλλο…”.

Ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης, βοηθός του Δαμιανού εκείνη την εποχή στο βιβλίο του «Όταν ο Δαμιανός γύριζε την «Ευδοκία» γράφει για τη σκηνή εκείνη:

«Ο τρόπος που χορεύεται από τον Λοχία το ζεϊμπέκικο αποκαλύπτει και την άποψη του Δαμιανού γι’ αυτό το χορό. Είναι χορός – ερωτικό κάλεσμα και ταυτοχρόνως χορός πολεμικός, επιθετικός προς όποιον τολμήσει να σταματήσει, να εμποδίσει την ερωτική ένωση.

Οι μισές κινήσεις είναι πατήματα γερά στο έδαφος σαν να δίνει σήμα ο χορευτής στον Αδη, στους νεκρούς, πως αυτός συνεχίζει την πορεία της ζωής, την αρχετυπική ένωση με το θηλυκό. Οι άλλες μισές κινήσεις είναι άγριο τίναγμα του κεφαλιού ψηλά και βλέμμα που καρφώνει τον αντίπαλο, αποφασισμένο για όλα».

Οι πρωταγωνιστές ενός ζεϊμπέκικου θρασύ σαν έρωτα

Ο Δαμιανός δεν ήθελε επαγγελματίες ηθοποιούς για τους πρώτους ρόλους του. Επέλεξε τον «λοχία», συναντώντας τον σε έναν καβγά στο δρόμο στην Ερυθραία. Ο Γιώργος Κουτούζης τότε δούλευε σε οικοδομή, αρχικά ήταν επιφυλακτικός, όμως ο Δαμιανός τον έπεισε.

Η Ευδοκία, Μαρία Βασιλείου εντοπίστηκε σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ στο Λονδίνο από τον Δαμιανό και τη γυναίκα του.

Η 20χρονη μεγαλωμένη στο Λονδίνο Κύπρια, κόρη φτωχής πολυμελούς οικογένειας άφησε την Αγγλία κι ήρθε στην Ελλάδα για να γίνει η Ευδοκία, κεντρική ηρωίδα της ταινίας που το 1985 ψηφίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της που κράτησαν ένα χρόνο, και οι δύο έμεναν στο σπίτι του Δαμιανού στην Εκάλη, όπου μπορούσαν να κάνουν διαρκώς μαθήματα και πρόβες.

Κανένας από τους δύο πρωταγωνιστές δεν έκανε καριέρα ως ηθοποιός, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.

Ο Γιώργος Κουτούζης δεν ξαναγύρισε άλλη ταινία ύστερα από συνειδητή του επιλογή. Μετά το γύρισμα της Ευδοκίας, έφυγε στα καράβια και, όταν γύρισε συνέχισε να εργάζεται στην Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος και να μένει στο Κερατσίνι, επιλέγοντας να χορεύει όποτε ο ίδιος ήθελε, για πάρτη του, όπως είχε πει («Espresso») η γυναίκα του Σοφία.

Η περιπετειώδης ζωή της Μαρίας Βασιλείου που πέθανε τόσο νέα στο Λονδίνο

Η Μαρία Βασιλείου, έπαιξε σε δύο ταινίες του Όμηρου Ευστρατιάδη («Παιδιά των λουλουδιών», «Ερωτισμός και Πάθος») και στον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1975). Κι ύστερα έφυγε για το Λονδίνο (ακολουθώντας τον έρωτα), όπου πλέχτηκε ένας μύθος γύρω της μέχρι που το 1989 – σε ηλικία 39 ετών – πέθανε από καρκίνο.

Σύμφωνα με όσα είπε για εκείνη ο θρυλικός μουσικός των ’70s, Σωτήρης Κοματσιούλης στη Lifo πριν από ένα χρόνο, αυτός ήταν ο άνθρωπος, τον οποίο ακολούθησε με το Magic Bus για το Λονδίνο, όπου παντρεύτηκαν κι έζησαν δύο χρόνια μαζί.

Στη συνέχεια της ζωής της απέκτησε ένα κοριτσάκι, αλλά η ασθένεια τη χτύπησε για σχεδόν μια δεκαετία πριν την οδηγήσει στον θάνατο.

Αυτή ήταν η ιστορία της σκηνής και των πρωταγωνιστών του ζεϊμπέκικου που έχει κάτι από Σταύρωση, που χορεύεται με τα χέρια ανοιχτά και το κεφάλι ψηλά, που δεν χρειάζεται στίχους γιατί μπορεί να μιλήσει. Του γνωστού από τις πρώτες νότες ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ

Πηγή: thetoc, cine/TA NEA

https://tanea-diaspora.net/2016/07/18/η-ιστορία-του-θρυλικού-ζεϊμπέκικου-απ-

Αλέξης Δαμιανός

Ο Αλέξης Δαμιανός (21 Ιανουαρίου 1921 – 4 Μαΐου 2006) ήταν Έλληνας σκηνοθέτης του θεάτρου, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, ηθοποιός και συγγραφέας.

Γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1921 στην Αθήνα. Η πολιτική κατάσταση της εποχής δεν τον άφησε αδιάφορο. Εξαρχής, συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση, στον ΕΛΑΣ, στη Ρούμελη. Μέσα από τη δουλειά του ως ηθοποιός έκανε τη δική του αντίσταση στην Κατοχή. Μαζί με ηθοποιούς όπως η Αλέκα Παΐζη και με επικεφαλής το Γιώργο Σεβαστίκογλου, έκανε το Λαϊκό Θέατρο με σκοπό να αναπτερώσει το ηθικό του κόσμου. Το 1946 συμμετέχει ως ηθοποιός στους Ηνωμένους Καλλιτέχνες, σε αυτό το σχήμα θα ανεβάσει το πρώτο του θεατρικό έργο, «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε». Το 1947 συμμετέχει ως ηθοποιός στο Θέατρο Τέχνης, του Καρόλου Κουν. Το 1948 ιδρύει το Πειραματικό Θέατρο, όπου ανεβάζει ιρλανδέζικο θέατρο και δύο δικά του έργα, «Το σπιτικό μας» και «Τ’ αγρίμια».

Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Από το 1951 έως το 1960 εγκαταλείπει το θέατρο και κάνει αργαλειούς. Ενδιάμεσα παίζεται το έργο του «Τ’ άλογα», στο ραδιόφωνο. Το 1961 ιδρύει το θέατρο Πορεία. Ιδρυτής του «Πειραματικού Θεάτρου» και του Θεάτρου «Πορεία», όπου σκηνοθέτησε πολλά θεατρικά έργα. Είχε σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μεγάλου μήκους που είναι σημαντικότατες για τον ελληνικό κινηματογράφο (η Ευδοκία θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη ελληνική ταινία που έχει γυριστεί ποτέ). Οι ταινίες του έχουν αποσπάσει πολλά βραβεία και του έχουν χαρίσει διεθνή αναγνώριση. ‘Εχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών όπως Ο Κλέφτης του Π. Βούλγαρη, Σύντομο διάλειμμα του Ντ. Κατσουρίδη, Φόβος του Μ. Μανουσάκη, Ο καιρός των Ελλήνων του Λ. Παπαστάθη.

Απεβίωσε στις 4 Μαΐου 2006.

Φιλμογραφία

Μέχρι το πλοίο (1966)

Ευδοκία (1971)

Ηνίοχος (1994)

Πηγές

Βιβλιογραφία

Κωνσταντίνος Κυριακός, Η θεατρική όψη του Αλέξη Δαμιανού, εκδ.Αιγόκερως, 2007

Κεχαγιάς, Βασίλης, «Αλέξης Δαμιανός». Οθόνη 13 (1983): σ. 52

Συλλογικό έργο, (επιμ. Γιάννης Σολδάτος), Αλέξης Δαμιανός, εκδ. Αιγόκερως – Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Αθήνα, 2004

Δείτε:

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΠΛΑΝΩΝ ΑΛΕΞΗΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Αυτό το επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ σκιαγραφεί το πορτρέτο του σκηνοθέτη ΑΛΕΞΗ ΔΑΜΙΑΝΟΥ μέσα από μια συνέντευξή του. Παράλληλα παρουσιάζονται αποσπάσματα από τις ταινίες του, «ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΠΛΟΙΟ», «ΕΥΔΟΚΙΑ», «ΗΝΙΟΧΟΣ», ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης παραθέτει σκέψεις του για την τέχνη, το θέατρο, τον κινηματογράφο, αλλά και για τη ζωή και το θάνατο. Ο ΑΛΕΞΗΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ μιλάει για την έννοια της δημιουργικότητας και της δημιουργίας μέσα από τον αγώνα για τη ζωή, την ευκολία ως πηγή καταστροφής και αιτία απώλειας του αυτοσεβασμού, ωστόσο επιμένει στην ευτυχία της ζωής που απορρέει από τη δημιουργία. Σχολιάζει την λύπη που του προκαλεί η συχνή διαπίστωση της αδυναμίας να αναγνωρισθεί η αυθεντικότητα των συμβουλών, των καταθέσεών του μέσα από το έργο του. Μιλώντας για τις καλλιτεχνικές εκφράσεις, αναφέρεται στη σχέση τους με τα θρησκευτικά δρώμενα, κάνει παρατηρήσεις για τους ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου και κυρίως εξηγεί τη διαφορά που συνάντησε ανάμεσα σε ερασιτέχνες και επαγγελματίες ηθοποιούς. Μιλάει επίσης με εμφανή νοσταλγία και τρυφερότητα για τα σχολικά του χρόνια και την οικογένειά του, για τους γονείς του και τους δασκάλους του και περιγράφει κάποια χαρακτηριστικά περιστατικά που συνδέονται με αυτά τα πρόσωπα και τις εποχές. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής παρεμβάλλονται πλάνα του σκηνοθέτη ενώ διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο του «ΠΗΓΕΣ ΕΡΗΜΙΚΕΣ».

http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=0000007809&tsz=0&autostart=0

 

 

https://www.youtube.com/watch?v=k5sFFpL_7Qk

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου