Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 05 Μάρ 2019
Παναγιώτης Τέτσης 1925 – 2016
Κλίκ για μεγέθυνση

Σπουδαίος έλληνας ζωγράφος, από τους κορυφαίους εικαστικούς καλλιτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου. Το έργο του εντάσσεται στο κλίμα τής μετα-ιμπρεσιονιστικής παραστατικής ζωγραφικής.

 

Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε στην Ύδρα το 1925. O πατέρας του διατηρούσε καφενείο και εστιατόριο στο νησί, αλλά οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά κι έτσι αναγκάστηκε με την οικογένειά του να μετακομίσει στον Πειραιά το 1937. Από μικρός ζωγράφιζε και τα πρώτα ενθαρρυντικά λόγια για το έργο του τ’ άκουσε από τον Δημήτρη Πικιώνη και τον Νίκο Χατζηκυριάκο - Γκίκα, που επισκέπτονταν συχνά την Ύδρα και τους οποίους θεωρεί τους πραγματικούς δασκάλους του στη ζωγραφική.

Στον Πειραιά έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Γερμανό Κλάους Φρισλάντερ και το 1943 εισήλθε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε κοντά στους Δημήτριο Μπισκίνη, Παύλο Μαθιόπουλο και Κωνσταντίνο Παρθένη.

Αποφοίτησε το 1949 και με υποτροφία του ΙΚΥ συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, όπου πήρε μαθήματα ζωγραφικής, χαρακτικής, τοιχογραφίας, νωπογραφίας και ψηφιδωτού. Το 1960 έλαβε τιμητική υποτροφία της ιταλικής κυβέρνησης για μελέτη μουσείων, ενώ το 1972 το Ίδρυμα Φορντ του χορήγησε υποτροφία ενός χρόνου, προκειμένου να αφοσιωθεί στη ζωγραφική και τη χαρακτική.

Το 1951 έγινε επιμελητής στην έδρα τού Ελεύθερου Σχεδίου στην Ανωτάτη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Δίδαξε στο Ελεύθερο Σπουδαστήριο Καλών Τεχνών, του οποίου υπήρξε και ιδρυτικό μέλος (1958-1976), και στη Σχολή Σχεδιαστών του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου (1958-1962).

Το 1977 εξελέγη καθηγητής και το 1989 πρύτανης της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Το 1993 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της Ζωγραφικής.

Από το 1948 παρουσίαζε έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Τιμήθηκε με το βραβείο κριτικών για το έργο του «Ναυπηγείο» (1962) και στις 29 Φεβρουαρίου 2016 με το βραβείο «Γιάννης Μόραλης» του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.

Από τους πιο γενναιόδωρους έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες, χάρισε 210 έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη, με τον όρο να πωληθεί το 20% εξ αυτών, προκειμένου να αγοραστούν έργα τέχνης άλλων καλλιτεχνών που λείπουν από τις συλλογές της.

O Παναγιώτης Τέτσης πέθανε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας στις 5 Μαρτίου 2016, σε ηλικία 91 ετών.

Είπαν...

«Ο Παναγιώτης Τέτσης, εραστής τής παραστατικής ζωγραφικής, εξέλιξε ένα ιδίωμα προσωπικού ιμπρεσιονισμού, δηλαδή παρατήρησης των οπτικών φαινομένων, συνδυασμένο προς μιαν ελεύθερη αντίληψη χειρονομίας και χρώματος. Οι εκθέσεις του στην ΩΡΑ ήδη από την δεκαετία τού 1970 μεθοδικά παρουσιάζουν ενότητες θεμάτων, τοπία, αντικείμενα, νεκρές φύσεις, φιγούρες, δουλεμένα με πλατιά, χυμώδη πινελιά και έντονη συνθετική βούληση. Η χαρακτική και η ακουαρέλα του ξεχωρίζουν για την τελειότητα τής εκτέλεσής τους και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που επιτυγχάνουν»

Μάνος Στεαφανίδης, τεχνοκριτικός

«Ο Τέτσης είναι ζωγράφος της χρωματικής πλησμονής, της ηδονής του χρώματος. Το ελληνικό φως, σύμφωνα με τον ζωγράφο, «ισοπεδώνει δημοκρατικά» τους τόνους και ξεθωριάζει τα δυνατά χρώματα. Πώς να παραμείνεις πιστός σε δύο αντίπαλες ερωμένες; στη ζωγραφική του βλέμματος, που έχει να αναμετρηθεί με ένα αμείλικτο φως, και στη ζωγραφική του χρώματος, που φιλοδοξεί να διατηρήσει την καθαρότητα και την ένταση του τόνου; Ο ζωγράφος κατάφερε να κερδίσει αυτή τη μάχη. Δημιούργησε έτσι μια ζωγραφική ελληνική, που είναι ταυτόχρονα φωτοτροπική και χρωματική […] Ολα τα θέματα έχουν τη θέση τους στη ζωγραφική του Τέτση: από ένα απλό κανάτι με πινέλα ακουμπισμένο σε ένα τραπεζάκι ως τη γεωμετρία της Υδρας, την ώρα που την αγκαλιάζει ο πρώτος ήλιος και την αποχαιρετά ο τελευταίος, θωπεύοντάς τη με το μελένιο φως του, και ως τη Λαϊκή Αγορά της Παρασκευής στην Ξενοκράτους, που θα εμπνεύσει στον ζωγράφο τη μνημειώδη ζωφόρο των 50 μέτρων. Η ζωγραφική του Τέτση δεν είναι ποτέ περιγραφική, μιμητική. Ο θεατής καλείται να αναπλάσει την εικόνα που ερέθισε τον ζωγράφο με τη δική του αίσθηση, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα το δημιουργικό γίγνεσθαι, την ορατή ποιητική του έργου»

Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, ιστορικός τέχνης και διευθύντρια της Εθνική Πινακοθήκης

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου