Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 26 Δεκ 2020
Κορνήλιος Καστοριάδης: Η άνοδος στην εξουσία προϋποθέτει να κολακεύει κανείς την κοινή γνώμη ή να έχει τηλεοπτική φωτογένεια!!!
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 
 

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου 1922 στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και οικονομικά στο ΕΚΠΑ. Το 1937 προσχώρησε στην ΟΚΝΕ. Το 1940 συμμετείχε στη συγκρότηση ομάδας, η οποία εναντιώθηκε στο «σωβινιστικό προσανατολισμό» του ΚΚΕ. Το 1943 εντάχθηκε στην τροτσκιστική ομάδα του Άγι Στίνα. Το 1944 δημοσίευσε τα πρώτα κείμενά του στο περιοδικό Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής. Το 1945 έφυγε μαζί με άλλους Έλληνες διανοούμενους, με το πλοίο Ματαρόα, για τον Τάραντα και από εκεί για το Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Έγινε μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς, καθώς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI). Το 1946 συγκρότησε, μαζί με τον Claude Lefort και ορισμένα άλλα μέλη, μια τάση στο PCI, η οποία αποχώρησε εντέλει από το τροτσκιστικό κόμμα το 1948. Το ίδιο έτος, ο Καστοριάδης και ο Lefort ίδρυσαν την ιστορική πλέον ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, η οποία από το 1949 μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο περιοδικό. Η ομάδα διαλύθηκε με κοινή απόφαση των μελών της, στο τέλος του 1966. Από το 1948 έως το 1970 ο Καστοριάδης εργάστηκε ως οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ. Το 1974 άρχισε να ασκεί επαγγελματικά την ψυχανάλυση, δραστηριότητα την οποία συνέχισε έως το τέλος της ζωής του. Το 1979 εξελέγη διευθυντής της Écoles des Hautes Études en Sciences Sociales. Πέθανε στο Παρίσι στις 26 Δεκεμβρίου 1997.

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

*********************************************************************************

Κορνήλιος Καστοριάδης: Οι ρίζες του μίσους

Ενα κείμενο του μεγάλου έλληνα φιλοσόφου
Κορνήλιος Καστοριάδης: Οι ρίζες του μίσους
 
 
Ενα κείμενο του μεγάλου έλληνα φιλοσόφου, οικονομολόγου και ψυχαναλυτή. Από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα, συνένωσε στο έργο του την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Αποκλήθηκε «φιλόσοφος της αυτονομίας», υπήρξε συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» και συνιδρυτής του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».
«Υπάρχουν δύο ψυχικές εκφράσεις του μίσους: το μίσος για τον άλλο  και το μίσος για τον εαυτό μας, το οποίο συχνά δεν παρουσιάζεται ως τέτοιο. Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι και τα δυο έχουν κοινή ρίζα, την άρνηση της ψυχικής μονάδας να δεχθεί αυτό που για την ίδια είναι ξένο. Η οντολογική αυτή διάρθρωση του ανθρώπου επιβάλλει αξεπέραστους εξαναγκασμούς σε κάθε κοινωνική οργάνωση και σε κάθε πολιτικό πλάνο. Καταδικάζει αμετάκλητα κάθε ιδέα για μία«διαφανή» κοινωνία, κάθε πολιτικό πλάνο που αποσκοπεί στην άμεση οικουμενική συμφιλίωση.

Κατά τη διαδικασία κοινωνικοποίησης, οι δύο διαστάσεις του μίσους χαλιναγωγούνται σε σημαντικό βαθμό, τουλάχιστον όσον αφορά τις πιο δραματικές εκδηλώσεις τους. Εν μέρει αυτό επιτυγχάνεται μέσω του μόνιμου αντιπερισπασμού που ασκείται στην καταστροφική τάση από τους«εποικοδομητικούς» κοινωνικούς σκοπούς – την εκμετάλλευση της φύσης, τον συναγωνισμό διαφόρων ειδών (τις «ειρηνικές» αγωνιστικές δραστηριότητες, όπως ο αθλητισμός, τον οικονομικό ή πολιτικό ανταγωνισμό, κτλ). Όλες αυτές οι διέξοδοι κατευθύνουν ένα μέρος του μίσους και της «διαθέσιμης» καταστροφικής ενέργειας, αλλά όχι το σύνολο τους.

Το κομμάτι του μίσους και της καταστροφικότητας που απομένει φυλάσσεται σε μία δεξαμενή έτοιμη να μετατραπεί σε καταστροφικές δραστηριότητες, σχηματοποιημένες και θεσμοθετημένες, που στρέφονται εναντίον άλλων ομάδων – δηλαδή να μετατραπεί σε πόλεμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ψυχικό μίσος είναι η «αιτία» του πολέμου. Αλλά το μίσος είναι, αναμφίβολα, ένας όρος, όχι μόνο απαραίτητος αλλά και ουσιαστικός, του πόλεμοι».

Το μίσος καθορίζει τον πόλεμο και εκφράζεται μέσω αυτού, Η φράση του Αντρέ Μαλρό «είθε η νίκη σε αυτό τον πόλεμο να ανήκει σε όσους πολέμησαν χωρίς να τον αγαπούν» εκφράζει μία ελπίδα που στην πραγματικότητα διαψεύδεται σε όλους σχεδόν τους πολέμους. Αλλιώς δεν θα καταλαβαίναμε πώς εκατομμύρια άνθρωποι στη διάρκεια της ιστορίας ήταν πρόθυμοι, από τη μία στιγμή στην άλλη, να σκοτώσουν αγνώστους ή να σκοτωθούν από αυτούς. Και όταν η δεξαμενή του μίσους δεν βρίσκει διέξοδο στον πόλεμο, εκδηλώνεται υπόκωφα με τη μορφή της περιφρόνησης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού.

Οι καταστροφικές τάσεις των ατόμων συνάδουν απόλυτα με την ανάγκη μίας κοινωνίας να ενδυναμώνει τη θέση των νόμων, των αξιών και των κανόνων της, ως μοναδικά στην τελειότητα τους και ως τα μόνα αληθινά, ενώ οι νόμοι, τα πιστεύω και τα έθιμα των άλλων είναι κατώτερα, λανθασμένη, άσχημα, αηδιαστικά, φριχτά, διαβολικά.

Και αυτό, με τη σειρά του, βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις ψυχικές ανάγκες του ατόμου. Γιατί ό,τι υπάρχει πέρα από τον κύκλο σημασιών που τόσο επίπονα περιέβαλε στον δρόμο προς την κοινωνικοποίηση είναι λανθασμένο, άσχημο, ασύνετο. Το αυτό συμμερίζεται η ομάδα στην οποία ανήκει: φυλή, χωριό, έθνος, θρησκεία. Πρέπει να γίνει σαφώς αντιληπτό ότι κάθε απειλή προς τις θεσμοθετημένες ομάδες, στις οποίες ανήκουν τα άτομα, βιώνεται από αυτά ως πιο σοβαρή από μία απειλή κατά της ζωής τους,

Τα χαρακτηριστικά αυτά παρατηρούνται με μεγαλύτερη ένταση στις εντελώς κλειστές κοινωνίες: στις αρχαϊκές ή παραδοσιακές αλλά ακόμη περισσότερο στις σύγχρονες απολυταρχικές. Η κύρια απάτη είναι πάντα: οι κανόνες μας είναι το καλό· το καλό είναι οι κανόνες μας· οι κανόνες μας δεν είναι ίδιοι με τους δικούς τους· άρα οι κανόνες τους δεν είναι καλοί. Επίσης: ο θεός μας είναι ο αληθινός· η αλήθεια είναι ο θεός μας· ο θεός μας δεν είναι ίδιος με τον δικό τους· άρα ο θεός τους δεν είναι ο αληθινός.

Πάντα φαινόταν σχεδόν αδύνατο οι ανθρώπινες ομάδες να αντιμετωπίζουν το διαφορετικό ως ακριβώς αυτό: απλώς διαφορετικό. Επίσης, ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπίζουν τους θεσμούς των άλλων ως ούτε κατώτερους ούτε ανώτερους αλλά απλώς ως διαφορετικούς. Η συνάντηση μίας κοινωνίας με άλλες συνήθως ανοίγει τον δρόμο για τρεις πιθανές εκτιμήσεις: οι άλλοι είναι ανώτεροι από εμάς είναι ίσοι ή είναι κατώτεροι. Αν δεχτούμε ότι είναι ανώτεροι, οφείλουμε να απαρνηθούμε τους θεσμούς μας και να υιοθετήσουμε τους δικούς τους. Αν είναι ίσοι θα μας ήταν αδιάφορο αν οι άλλοι είναι χριστιανοί ή ειδωλολάτρες. Οι δύο αυτές  πιθανότητες είναι απαράδεκτες. Διότι αμφότερες προϋποθέτουν ότι το άτομο πρέπει να εγκαταλείψει τα σημεία αναφοράς του ή τουλάχιστον να τα θέσει υπό αμφισβήτηση.

Δεν απομένει λοιπόν παρά η τρίτη πιθανότητα: οι άλλοι είναι κατώτεροι. Αυτό βεβαίως αποκλείει την πιθανότητα οι άλλοι να είναι ίσοι με εμάς, με την έννοια ότι οι θεσμοί τους απλώς δεν συγκρίνονται με τους δικούς μας. Ακόμη και στην περίπτωση «μη θρησκευτικών» πολιτισμών, μία τέτοια παραδοχή θα δημιουργούσε αναπάντητα ερωτηματική στο καθαρώς θεωρητικό επίπεδο: πώς αντιμετωπίζει κανείς κοινωνίες που δεν αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, επιβάλλουν στους πολίτες τους σκληρές ποινές ή έχουν απαράδεκτα έθιμα;

Ο δρόμος προς την αναγνώριση του διαφορετικού αρχίζει στο ίδιο σημείο και έχει τα ίδια κίνητρα με την αμφισβήτηση των δεδομένων θεσμών της κοινωνίας, την απελευθέρωση των σκέψεων και των πράξεων, εν ολίγοις τη γέννηση της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας. Εδώ μπαίνει κανείς σε πειρασμό να πει ότι το άνοιγμα της σκέψης και ο μερικός και σχετικός εκδημοκρατισμός των πολιτικών καθεστώτων της Δύσης συνοδεύτηκαν από την παρακμή του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Ωστόσο, δεν μπορούμε να δεχτούμε αυτή την ιδέα χωρίς να θέσουμε ισχυρούς περιορισμούς. Αρκεί να σκεφτούμε με πόσο ακραία επιθετικότητα επανεμφανίστηκε ο εθνικισμός, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός τον 20ό αιώνα σε χώρες «ανεπτυγμένες» και «δημοκρατικές».

Όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι εδώ αφορούν τον αποκλεισμό του άλλου. Δεν αρκούν για να “εξηγήσουμε» γιατί αυτός ο αποκλεισμός γίνεται διάκριση, περιφρόνηση, απομόνωση, και τελικά μίσος, λύσσα και δολοφονική τρέλα. Δεν πιστεύω όμως ότι μπορεί να υπάρξει γενική «εξήγηση».

Μπορώ μόνο να αναφέρω έναν παράγοντα που αφορά τις μαζικές εκρήξεις εθνικού και ρατσιστικού μίσους στη σύγχρονη εποχή. Η κατάρρευση, στις καπιταλιστικές κοινωνίες, σχεδόν όλων των αρχών είχε ως επίπτωση τη συσπείρωση για λόγους ταύτισης γύρω από τη «θρησκεία», το «έθνος» ή τη «ράτσα» και όξυνε το μίσος προς τους ξένους. Η κατάσταση δεν είναι διαφορετική στις μη ευρωπαϊκές κοινωνίες που υφίστανται το σοκ της εισβολής του μοντέρνου τρόπου ζωής, άρα και την κονιο­ποίηση των παραδοσιακών ση­μείων αναφοράς με τα οποία ταυτίζονται τα άτομα. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του θρησκευτικού και/ή εθνικού φανατισμού.

Μία τελευταία παρατήρηση που αφορά ον ρατσισμό. Το κύριο και καθοριστικό χαρακτηριστικό του ρατσισμού είναι η «απαραίτητη μη μετατρεψιμότητα» του άλλου. Ο θρησκευτικά μισαλλόδοξος δέχεται με χαρά τον προσηλυτισμό των απίστων ο «λογικά» εθνικιστής χαίρεται όταν ξένα εδάφη προσαρτώνται στη χώρα του και οι κάτοικοι τους «αφομοιώνονται» Δεν είναι όμως τέτοια η περίπτωση του ρατσιστή. Οι γερμανοί εβραίοι θα ήθελαν να παραμείνουν πολίτες του Τρίτου Ράιχ· αλλά οι ναζιστές ούτε να το ακούσουν.

Ακριβώς γιατί στην περίπτωση του ρατσισμού το αντικείμενο του μίσους πρέπει να είναι «μη μετατρέψιμο». Γι’ αυτό ο ρατσιστής επικαλείται ή εφευρίσκει δήθεν φυσικά (βιολογικά), άρα μη μετατρέψιμα, χαρακτηριστικά του αντικειμένου του μίσους του: το χρώμα του δέρματος του, τα διακριτικά γνωρίσματα του προσώπου του. Τέλος, θα ήταν απολύτως δικαιολογημένο να συνδέσουμε αυτή την ακραία μορφή του μίσους προς τον άλλο με το πιο σκοτεινό, πιο άγνωστο και πιο συγκρατημένο είδος μίσους: το μίσος προς τον εαυτό μας.

Η αυτονομία, δηλαδή η πλήρης δημοκρατία, και η αποδοχή του άλλου δεν αποτελούν φυσική ανθρώπινη κλίση. Αμφότερες συναντούν τεράστια εμπόδια. Γνωρίζουμε από την ιστορία ότι ο αγώνας για τη δημοκρατία είχε μέχρι σήμερα οριακά μεγαλύτερη επιτυχία από τον αγώνα κατά του σωβινισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Αλλά για όσους είναι στρατευμένοι στο μοναδικό πολιτικό πλάνο που χρήζει υπεράσπισης, το πλάνο της οικουμενικής ελευθερίας, ο μοναδικός ανοικτός δρόμος είναι η συνέχιση του αγώνα κόντρα στο ρεύμα».

*******************************************************************

Κορνήλιος Καστοριάδης: Η ζωή και το έργο ενός ανυπότακτου διανοητή

 Μπέκος Γρηγόρης  
Κορνήλιος Καστοριάδης: Η ζωή και το έργο ενός ανυπότακτου διανοητή
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης με τη σύζυγό του Ζωή και την κόρη του Κυβέλη στην Τήνο
 
 

Francois Dosse
Castoriadis – Une vie
Editions La Decouverte, 2014,
σελ. 500, τιμή 25 ευρώ

* Η βιογραφία «Καστοριάδης – Μια ζωή» αναμένεται στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Πόλις

Υπάρχουν βιβλία που γράφονται στο πόδι και προκαλούν απλώς θόρυβο. Ας σκεφθούμε μαζί ένα πολύ πρόσφατο παράδειγμα: το «Ευχαριστώ για τη στιγμή» της Βαλερί Τριερβελέρ, της αλλοτινής συντρόφου του κατακρημνιζόμενου γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ. Υπάρχουν όμως και βιβλία που γράφονται με γνώση και κοπιαστική επιμέλεια, εμφανίζονται αθόρυβα και ερεθίζουν ευγενέστερα ανθρώπινα ένστικτα. Αναφερόμαστε στην πρώτη επίσημη βιογραφία του Κορνήλιου Καστοριάδη (1922 – 1997), την οποία συνέγραψε ο 64χρονος ιστορικός Φρανσουά Ντος, ένας από τους πλέον παραγωγικούς μελετητές των σύγχρονων ρευμάτων στις κοινωνικές επιστήμες στη Γαλλία.

Το βιβλίο υπό τον τίτλο «Castoriadis – Une vie», όπου ο ίδιος παρακολουθεί στενά τη συνύφανση της προσωπικής και πνευματικής πορείας ενός από τους κορυφαίους έλληνες διανοητές του 20ού αιώνα, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις La Découverte στις 4 Σεπτεμβρίου, την ίδια ημέρα δηλαδή που κυκλοφόρησε και το πόνημα της πρώην του άλλου Φρανσουά. Κατά τα λοιπά, ουδεμία σχέση. Το πιθανότερο πάντως είναι ότι κανένας βιβλιοπώλης δεν αρνήθηκε να τοποθετήσει στα ράφια του τούτη την πολυσέλιδη βιογραφία που έρχεται να αναδείξει περαιτέρω το έργο μιας «ιδιοφυΐας», σύμφωνα με τον Πιερ Βιντάλ-Νακέ, και να προωθήσει περαιτέρω τη σκέψη ενός «Τιτάνα του πνεύματος» σύμφωνα με τον Εντγκάρ Μορέν.
Αν κάποιος βέβαια ανατρέξει στην εργογραφία του Φρανσουά Ντος αντιλαμβάνεται γρήγορα ποιος είναι αυτός που αποφάσισε να ασχοληθεί με τον άνθρωπο που στοχάστηκε τη «Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας». Προηγήθηκαν κατά σειρά οι βιογραφίες του Πολ Ρικέρ, του Μισέλ ντε Σερτό, του Ζιλ Ντελέζ, του Φελίξ Γκουαταρί και του Πιερ Νορά. Νωρίτερα ο Φρανσουά Ντος είχε γράψει, μεταξύ άλλων, μια δίτομη «Ιστορία του στρουκτουραλισμού». Το πρώτο βιβλίο του ιδίου «Η ιστορία σε ψίχουλα – Από τα Annales στη “Νέα Ιστορία”» εκδόθηκε το 1987 και είναι το μοναδικό που έχει μεταφραστεί ως σήμερα στην ελληνική γλώσσα (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1993).Πρόκειται για την ιστορία της πιο γνωστής σύγχρονης ιστοριογραφικής σχολής που ίδρυσαν το 1929 οι Μαρκ Μπλοχ και Λισιέν Φεμπρ, στην οποία παρουσιάζονται τα θεωρητικά προαπαιτούμενα καθώς επίσης τα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα που συνετέλεσαν στην ανάδυσή της, που την κατέστησαν δηλαδή δυνατή την ίδια ως ιστορικό φαινόμενο. Αυτές οι παράμετροι είναι που ενδιαφέρουν πολύ τον Φρανσουά Ντος, έναν άνθρωπο που έχει αφιερωθεί στις γόνιμες και ριζοσπαστικές ιδέες των άλλων, έναν ιστορικό, ας μας επιτραπεί, της ανθρώπινης διάνοιας.

 

Ο ίδιος, καθώς ετοιμάζεται να έλθει στην Αθήνα για μια σειρά διαλέξεων τον προσεχή Δεκέμβριο, συνομίλησε με το «Βήμα» για το άρτι εκδοθέν εγχείρημά του να υπενθυμίσει σε όλους μας, Γάλλους και Ελληνες, σε κάθε άνθρωπο που ενδιαφέρεται για την ελευθερία και τη δημοκρατία εν πάση περιπτώσει, την τεράστια σημασία του έργου που κατέλιπε ο Κορνήλιος Καστοριάδης για την Ιστορία, την κοινωνία και την πολιτική, και για την αυτονομία ασφαλώς, ατομική και συλλογική.
 
Τι ακριβώς σας παρακίνησε, κύριε Ντος, να γράψετε μια βιογραφία του Κορνήλιου Καστοριάδη; Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη ζωή και το έργο του ιδίου συγκεκριμένα;
«Ανέκαθεν θεωρούσα εξαιρετικά σημαντική τη σκέψη του Καστοριάδη αλλά καθυστέρησα κάπως – είναι η αλήθεια – να καταδυθώ στο αχανές έργο του. Ο,τι συνδέει πάντως αυτή τη βιογραφία με τις προηγούμενες είναι ακριβώς το πολυπλόκαμο έργο του διανοητή που εκτείνεται, όπως και στη θαυμάσια περίπτωση του Καστοριάδη, σε ποικίλους τομείς του επιστητού: φιλοσοφία, πολιτική, ιστορία, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία, ψυχανάλυση. Οι διανοητές με τους οποίους έχω ασχοληθεί υπερέβησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, τα σύνορα που χαράσσουν και επιβάλλουν οι επιστημονικές πειθαρχίες. Τήρησαν, επιπλέον, μια κριτική στάση απέναντι στον στρουκτουραλισμό.
Η συγγραφή της βιογραφίας του Καστοριάδη κατέστη μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για εμένα να μελετήσω με πιο συστηματικό τρόπο την πνευματική του εργασία, όλα τα γραπτά του και να επωφεληθώ, στη διάρκεια της έρευνάς μου, από τους ειδήμονες του καστοριαδικού στοχασμού και τις μαρτυρίες τους. Η γενναιοδωρία της χήρας του Ζωής μού εξασφάλισε, για δύο και πλέον χρόνια, μια προνομιακή πρόσβαση στο προσωπικό του αρχείο, ένα αρχείο πλουσιότατο επειδή ο ακάματος Καστοριάδης έγραφε χωρίς σταματημό, ένα αρχείο γεμάτο τεκμήρια που μπορεί να αποδειχθούν πολύ χρήσιμα σε έναν ιστορικό, όπως εγώ.
Πρέπει, επίσης, να υπογραμμίσω εδώ και τη συμβολή του Ινστιτούτου Μνήμης των Σύγχρονων Εκδόσεων (IMEC) στη Γαλλία, από όπου συμβουλευόμουν τα αρχεία της ιστορικής πλέον ομάδας “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” (σ.σ.: τη συνίδρυσε ο Καστοριάδης με τον Κλοντ Λεφόρ το 1948 και άρχισαν ύστερα να εκδίδουν το ομότιτλο περιοδικό). Το ίδρυμα αυτό, εξ όσων γνωρίζω, ετοιμάζεται να υποδεχθεί και να διαφυλάξει το καστοριαδικό αρχείο στο σύνολό του».
 
Γράφετε ότι αυτή η βιογραφία του Καστοριάδη γεννήθηκε ουσιαστικά από ένα παράδοξο. Γιατί;
«Η περίπτωση του Καστοριάδη εγείρει ορισμένα ερωτήματα. Για ποιον λόγο ένας στοχαστής τέτοιου διαμετρήματος, ένας διανοητής τέτοιας διαπιστωμένης εμβέλειας, έμεινε στο περιθώριο κατά το κοινώς λεγόμενο, γιατί αγνοήθηκε από το γαλλικό ακαδημαϊκό κατεστημένο ως το τέλος της ζωής του, και γιατί υπήρξε εν γένει ελλειμματική η αναγνώριση του έργου του; Ο Καστοριάδης ήταν εξ αρχής και πάνω από όλες του τις ιδιότητες ένας φιλόσοφος, έγινε όμως και επαγγελματίας ψυχαναλυτής από το 1973 και διευθυντής σπουδών στην Ανωτάτη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες από το 1979, χωρίς να ξεχνάμε, βεβαίως, ότι εργαζόταν ως οικονομολόγος στον διεθνή Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης από το 1948 ως το 1970. Ο ίδιος καλλιέργησε μια νέα ευαισθησία για την ιστορία, υποστήριξε ότι πρέπει να δούμε την ιστορία ως δημιουργία, και τοποθέτησε ακριβώς την κοινωνικο-ιστορική θέσμιση της κοινωνίας στο κέντρο της φιλοσοφίας του.
Ο Καστοριάδης προσέφερε, με άλλα λόγια, μια νέα κατανόηση της ανθρώπινης κοινωνίας και ιστορίας, ως δημιουργίας και όχι ως υποκείμενης σε αδήριτους ιστορικούς νόμους (ντετερμινισμός). Ανανέωσε, επιπλέον, την πολιτική φιλοσοφία με την πρώιμη και ριζοσπαστική κριτική του – ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 – στη γραφειοκρατική φύση του μαρξιστικού σοβιετικού καθεστώτος το οποίο χαρακτήρισε “γραφειοκρατικό καπιταλισμό”. Επιχειρώντας, λοιπόν, να εξηγήσω το παράδοξο στο οποίο αναφερθήκατε διατυπώνω κάποιες εικασίες, κάποιες υποθέσεις…».
 
Ποιες είναι αυτές; Καταλήξατε εν τέλει σε κάποιο συμπέρασμα;
«Η πρώτη υπόθεση έχει να κάνει με τον ανυπότακτο πνευματικό χαρακτήρα του Καστοριάδη, με το γεγονός ότι ο ίδιος δεν χωρούσε στα σταθερά, και επομένως περιοριστικά, νοητικά σχήματα του εκάστοτε επιστημονικού πεδίου και των μεθοδολογικών ορίων του – έχει να κάνει, δηλαδή, με το πράγματι προμηθεϊκό εγχείρημα στο οποίο αφιερώθηκε ο Καστοριάδης να στοχασθεί ελεύθερα περίπου τα πάντα, κινούμενος σε φαινομενικά ετερόκλητα πεδία των ανθρωπιστικών επιστημών, τέμνοντάς τες εγκάρσια.
Η δεύτερη υπόθεση έχει να κάνει ακριβώς με τον αταξινόμητο και λαβυρινθώδη χαρακτήρα του ίδιου του έργου του, θυμηθείτε εδώ “Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου”, με το γεγονός δηλαδή ότι πολύ δύσκολα κατατάσσεται ο στοχασμός του σε μια συγκεκριμένη κατηγορία – αυτή η διασπορά της σκέψης του ευθύνεται ίσως για την επικάλυψη μιας κατά τα άλλα εκπληκτικής συνοχής που διέπει τη φιλοσοφία του. Η τρίτη, και τελευταία, υπόθεσή μου αφορά τον κάπως άκαιρο χαρακτήρα του έργου του. Αναφέρομαι στην εποχή που o Καστοριάδης ανέπτυξε τον στοχασμό του, και εννοώ μια εποχή ριζικής μεταλλαγής αυτού που οι ιστορικοί αποκαλούμε “καθεστώς ιστορικότητας” με τη σταδιακή επικράτηση του “παροντισμού” και εννοιών όπως η “μνημόνευση” και η “κληρονομιά”, με τον χρόνο να εργαλειοποιείται και να καθίσταται όλο και περισσότερο εκμεταλλεύσιμος, κάτι που ασφαλώς ο Καστοριάδης αντιλαμβανόταν πολύ καλά, καθώς επίσης και τις επιπτώσεις όλων αυτών σε μια επαναστατική προοπτική που είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, μια ρητή αυτοθέσμιση της κοινωνίας».
 
Εχω την εντύπωση ότι ο Καστοριάδης σκοπίμως απέφυγε τη συστηματοποίηση, ας πούμε, της σκέψης του. Οχι μόνο ήξερε ότι κάθε θεωρία μπορεί να εκτραπεί σε δόγμα αλλά αντιτασσόταν έντονα σε αυτόν τον κομφορμισμό. Σκοπίμως, νομίζετε, δεν διαχώριζε και τον φιλοσοφικό από τον κοινωνικό και πολιτικό του στοχασμό, τον στοχασμό του δημόσιου διανοουμένου;
«Εχετε δίκιο. Αυτό σχετίζεται με την κριτική που άσκησε ο ίδιος σε αυτό που αποκαλούσε “κληρονομημένη σκέψη”. Ο ορίζοντας του στοχασμού έπρεπε, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, να είναι η πράξις, η θέληση για ένα “ποιείν – πράττειν” που έρχεται να προωθήσει την ανθρώπινη δημιουργικότητα με στόχο την καθολική χειραφέτηση του ατόμου και της κοινωνίας. Η σκέψη του Καστοριάδη ήταν ανοιχτή στην αναθεώρηση, χαρακτηριζόταν από έναν συνεχή (αυτό)κριτικό αναστοχασμό, βασιζόταν στις απορρίψεις και στις ρήξεις. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι ο Καστοριάδης ενέγραψε την ψυχανάλυση, μια “πρακτικο-ποιητική” δραστηριότητα, σύμφωνα με τον ίδιο, από το ατομικό στο συλλογικό πεδίο και τη συνέδεσε με το πρόταγμα της αυτονομίας. Η ατομική και συλλογική αυτονομία στο έργο του είναι αδιαχώριστες. Για τον Καστοριάδη η γνώση και η δράση του ανθρώπου είναι αξεχώριστα ψυχικές και κοινωνικο-ιστορικές ποιότητες, είναι δύο πόλοι που δεν μπορούν να υπάρξουν ο ένας χωρίς τον άλλον. Ο,τι κοινωνικό βρίσκουμε σε ένα άτομο, η ίδια η ιδέα του ατόμου, δημιουργείται κοινωνικά, δημιουργείται πάντοτε σε σχέση με τους θεσμούς της κοινωνίας».
 
Στο έργο σας τοποθετείτε τις ιδέες στην ιστορική τους προοπτική. Τούτου δοθέντος, πού έγκειται, κατά τη γνώμη σας, η πρωτοτυπία της σκέψης του Καστοριάδη;

«Η μεγάλη συνεισφορά του Καστοριάδη, όχι μόνο στη φιλοσοφική σκέψη αλλά ευρύτερα σε όλες τις ανθρωπιστικές επιστήμες και πιο συγκεκριμένα στην Ιστορία, είναι αναμφίβολα η ανάδειξη της διάστασης της φαντασίας – στην οποία ο ίδιος έφθασε μετά την καθοριστική, κριτική στροφή του προς την ψυχανάλυση και την αμφισβήτηση του μαρξισμού -, είναι η ανάδειξη της πρωταρχικής σημασίας αυτού που ο ίδιος ονόμασε “κοινωνικό φαντασιακό”, αυτό το μάγμα των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών. Ο Καστοριάδης μάς υπέδειξε πώς να σκεπτόμαστε την κοινωνία σαν κάτι που φτιάχνει, που συνεχώς δημιουργεί τον εαυτό του. Για τον Καστοριάδη η φαντασία ήταν ο κινητήριος μοχλός της Ιστορίας».

Η σκέψη που ενέπνευσε τη νεολαία του Μάη του 1968

Ο Καστοριάδης δημιούργησε επί της ουσίας στη Γαλλία. Και ευνοήθηκε, όπως γράφετε, από αυτό που ο Εντσο Τραβέρσο αποκαλεί «επιστημολογικό πλεονέκτημα της εξορίας». Πώς εμπλούτισε ο Καστοριάδης το πνευματικό περιβάλλον της χώρας σας στη μεταπολεμική περίοδο;
«Εξ αρχής πρέπει να υπογραμμίσω ότι η ιστορική εμπειρία της Ελλάδας – αυτές οι συνεχόμενες τραγωδίες της, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η Κατοχή και εν συνεχεία ο εμφύλιος πόλεμος – υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση της πνευματικής φυσιογνωμίας του Καστοριάδη αλλά και του έργου του. Ο ίδιος επιδόθηκε στην πολιτική και κοινωνική δράση από πολύ μικρός. Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά δραστηριοποιήθηκε σε μια παράνομη κομμουνιστική οργάνωση και φυλακίστηκε γι’ αυτό.
Το 1941 προσχώρησε στο ΚΚΕ και το εγκατέλειψε έναν χρόνο αργότερα, διαφωνώντας με την πολιτική που ακολουθούσε το κόμμα, εναντιωνόμενος στον “σοβινιστικό προσανατολισμό”, στον “ψευδοδημοκρατικό” και στον “γραφειοκρατικό” του χαρακτήρα και εντασσόμενος το 1943 στην τροτσκιστική οργάνωση του Σπύρου Στίνα. Παρέμεινε σε αυτήν ως το 1945 που έφυγε, μαζί με άλλους πολλούς, για το Παρίσι, με μια μεταπτυχιακή υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης.
Στα Δεκεμβριανά του 1944, όμως, ο Καστοριάδης θα διωχθεί ως τροτσκιστής από τον ΕΛΑΣ και θα αποδοκιμάσει ευθέως τις πρακτικές του ΚΚΕ. Τότε κατάλαβε ότι αυτό που ήθελαν να εγκαθιδρύσουν οι ορθόδοξοι κομμουνιστές δεν ήταν ο σοσιαλισμός ούτε μια “λαϊκή δημοκρατία” αλλά μια δικτατορία. Τα αναφέρω όλα αυτά για να καταδείξω πώς έφθασε ο ίδιος σε αυτή την πρώιμη συνειδητοποίηση της φύσης του σοβιετικού σταλινισμού την οποία προσπάθησε να εκθέσει γυμνή, από πολύ νωρίς, και στα μάτια του γαλλικού πνευματικού κόσμου. Στη δεκαετία του 1950 η πλειονότητα των γάλλων διανοουμένων είχε ταχθεί υπέρ του Κομμουνιστικού Κόμματος και υποστήριζε τη Σοβιετική Ενωση.
Ο Καστοριάδης τους ασκούσε δριμεία κριτική μέσα από τις σελίδες του περιοδικού “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” και η σύγκρουσή του με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, τον προεξάρχοντα τότε υπερασπιστή του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, υπήρξε σφοδρότατη. Μπορεί η ομάδα να διαλύθηκε το 1966 και το περιοδικό να διέκοψε την κυκλοφορία του, η σκέψη του Καστοριάδη όμως – όπως έχει παραδεχθεί επανειλημμένως και ο ίδιος ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ – ήταν αυτή που ενέπνευσε βασικώς την εξεγερμένη νεολαία του Μάη του 1968».
Υπό ποία έννοια μάς είναι απαραίτητη η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη στον εικοστό πρώτο αιώνα;
«Μου δίνετε την ευκαιρία να τονίσω ότι δεν έγραψα τη βιογραφία του Καστοριάδη μόνο και μόνο για να αποκαταστήσω την αξία ορισμένων ιδεών που αγνοήθηκαν, αλλά για να καταδείξω ότι η σκέψη του Καστοριάδη, η οποία δεν έγινε ποτέ αυτό που αποκαλούμε σύστημα, είναι ανοιχτή στις προκλήσεις του μέλλοντός μας και μας δίνει ορισμένα κλειδιά για να κατανοήσουμε καλύτερα τον αιώνα που διανύουμε.
Πρέπει να αντιδράσουμε απέναντι στις νέες βαρβαρότητες. Πώς; Μα, φυσικά, αναζωογονώντας τη δημοκρατία. Πώς; Επισκεπτόμενοι, μέσω του Κορνήλιου Καστοριάδη, την αρχαιοελληνική δημοκρατία που πρέπει να καταστεί για μας γονιμοποιό σπέρμα και όχι πρότυπο, όπως έλεγε ο ίδιος. Θεωρούσε, και η παρούσα κρίση τον επιβεβαιώνει, ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία των φιλελεύθερων ολιγαρχιών θεμελιώνεται στη συνεχή υποχώρηση της εξουσίας που πηγάζει από τον λαό και στην ανάδειξη των “ειδικών” που αποφασίζουν γι’ αυτόν και επιπλέον απομακρύνονται από αυτόν. Βρισκόμαστε, επομένως, στο σημείο όπου πρέπει να φανταστούμε το μέλλον της δημοκρατίας».
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου