Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 27 Φεβ 2021
Τζον Έρνστ Στάινμπεκ (1902-1968), Αμερικανός συγγραφέας | Βραβείο Πούλιτζερ και Νόμπελ Λογοτεχνίας
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 
 

Ο Τζον Ερνστ Στάινμπεκ (John Ernst Steinbeck, Jr, 27 Φεβρουαρίου 1902 – 20 Δεκεμβρίου 1968) ήταν Αμερικανός συγγραφέας. Έγραψε το βραβευμένο με Βραβείο Πούλιτζερ μυθιστόρημα Τα Σταφύλια της Οργής (1939) και τη νουβέλα Άνθρωποι και Ποντίκια (1937). Συνέγραψε συνολικά είκοσι επτά βιβλία, τα οποία περιλαμβάνουν 16 μυθιστορήματα, έξι πραγματικές ιστορίες και πέντε συλλογές διηγημάτων. Το 1962 ο Στάινμπεκ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Τζον Ερνστ Στάινμπεκ Ο νεότερος γεννήθηκε στην πόλη Σαλίνας στην Καλιφόρνια. Ήταν γερμανικής και ιρλανδικής καταγωγής. Ο Γιόχαν Άντολφ Γκροστάινμπεκ, ο προπάππος του Στάινμπεκ από την πλευρά του πατέρα του, είχε συντομεύσει το όνομα σε Στάινμπεκ όταν μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η οικογενειακή φάρμα στο Χάιλιχενχάους στη Γερμανία ονομάζεται μέχρι σήμερα Γκροστάινμπεκ.
 
Ο πατέρας του, Τζον Στάινμπεκ Ο Πρεσβύτερος, υπηρέτησε στην περιοχή του Μοντερέυ ως ταμίας. Η μητέρα του Τζον, Όλιβ Χάμιλτον, μια πρώην δασκάλα, μοιραζόταν με τον Τζον το πάθος για διάβασμα και γράψιμο. Ο Στάινμπεκ ζούσε σε μια μικρή αγροτική πόλη που ήταν ουσιαστικά ένας μεθοριακός οικισμός, ευρισκόμενος στη μέση μερικών από τις πιο εύφορες εκτάσεις γης του κόσμου. Περνούσε τα καλοκαίρια του δουλεύοντας σε κοντινά κτηνοτροφικά αγροκτήματα και μετά με μετανάστες εργάτες στο αγρόκτημα Spreckels. Γνώρισε τη σκληρότερη διάσταση της ζωής των μεταναστών και τη σκοτεινότερη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, υλικό το οποίο εξέφρασε σε έργα όπως το Άνθρωποι και Ποντίκια. Εξερευνούσε επίσης το περιβάλλον του περπατώντας στα τοπικά δάση, αγρούς και φάρμες.
 
Το 1919, ο Στάινμπεκ αποφοίτησε από το Λύκειο του Σαλίνας και παρακολουθούσε με διαλείμματα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ μέχρι το 1925, φεύγοντας τελικά από το πανεπιστήμιο χωρίς να πάρει πτυχίο. Ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη κι έκανε κάθε είδους παράδοξη δουλειά ενώ κυνηγούσε το όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Όταν απέτυχε να δημοσιεύσει κάποιο έργο του επέστρεψε στην Καλιφόρνια όπου εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως ξεναγός το 1928 και ως επιστάτης στο ιχθυοτροφείο του Ταχόε Σίτι, όπου θα συναντούσε την τουρίστρια Κάρολ Χένινγκ, τη μέλλουσα πρώτη του σύζυγο. Ο Στάινμπεκ και η Χένινγκ παντρεύτηκαν τον Ιανουάριο του 1930.
 
Ο Στάινμπεκ έζησε το μεγαλύτερο μέρος Μεγάλης Ύφεσης και του γάμου του με την Κάρολ σε ένα εξοχικό που ανήκε στον πατέρα του στην κωμόπολη Πασίφικ Γκρόουβ στην Καλιφόρνια στην Χερσόνησο του Μοντερέι, λίγα τετράγωνα μακριά από την πόλη του Μοντερέι. Ο πατέρας του Στάινμπεκ τού παρείχε στέγαση δωρεάν μαζί με χαρτί για τα χειρόγραφά του και πολύ σημαντικά δάνεια στα τέλη του 1928, τα οποία επέτρεψαν στον Στάινμπεκ να εγκαταλείψει μια πολύ κουραστική δουλειά σε μια αποθήκη εμπορευμάτων στο Σαν Φρανσίσκο και να επικεντρωθεί στην τέχνη του.
 
Μετά την έκδοση του μυθιστορήματος Η Πεδιάδα της Τορτίλα (Tortilla Flat) το 1935, η οποία διαδραματίζεται στο Μοντερέυ, της πρώτης του εμπορικής επιτυχίας, οι Στάινμπεκ αναδύθηκαν από τη σχετική φτώχεια κι έχτισαν ένα καλοκαιρινό ράντσο-σπίτι στην κωμόπολη Λος Γκάτος. Το 1940 πήγε ένα ταξίδι γύρω από τον Κόλπο της Καλιφόρνια μαζί με τον στενό του φίλο, Εντ Ρίκετς, για να μαζέψουν βιολογικά δείγματα. Το έργο The Log from the Sea of Cortez περιγράφει την εμπειρία του. Αν και η Κάρολ συνόδευσε τον Στάινμπεκ στο ταξίδι, ο γάμος τους είχε αρχίσει να έχει προβλήματα μέχρι εκείνη την εποχή, και θα τελείωνε τελικά το 1941, τον καιρό που ο Στάινμπεκ δούλευε στο χειρόγραφο για το βιβλίο.
 
Το 1943, ο Στάινμπεκ κατέθεσε αίτηση διαζυγίου κατά της Κάρολ και νυμφεύθηκε την Γκουίντολιν («Γκουίν») Κόνγκερ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά – τον συγγραφέα Τόμας (Τομ) Μάιλς Στάινμπεκ το 1944 και τον συγγραφέα και πολεμικό ανταποκριτή Τζον Στάινμπεκ IV (1946-1991). Ο Στάινμπεκ και η δεύτερη σύζυγός του χώρισαν το 1950. Τον Δεκέμβριο του 1950, ο Στάινμπεκ νυμφεύθηκε την προϊσταμένη σκηνής Ελέιν Σκοτ μέσα σε μια εβδομάδα από την οριστικοποίηση του διαζυγίου της από τον ηθοποιό Ζάκαρι Σκοτ. Αυτός ο γάμος διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Στάινμπεκ το 1968.
 
Το 1948 ο Στάινμπεκ περιηγήθηκε στη Σοβιετική Ένωση με τον φημισμένο φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα. Επισκέφτηκαν τη Μόσχα, το Κίεβο, την Τιφλίδα, το Μπατούμι και το Στάλινγκραντ. Το βιβλίο του για τις εμπειρίες τους Ρωσικό Ημερολόγιο, εικονογραφήθηκε με φωτογραφίες του Κάπα. Εκείνη τη χρονιά εκλέχτηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
 
Το 1962 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στην επίσημη ομιλία του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης είπε, μεταξύ άλλων, ότι “ο ίδιος ο άνθρωπος έχει καταστεί η μεγαλύτερή μας απειλή και η μοναδική μας ελπίδα”. Επίσης αναφέρθηκε στο ρόλο του συγγραφέα “επιφορτισμένο με το καθήκον να αποκαλύπτει τα τρωτά και σφάλματά μας, να φέρει στο φως τα σκοτεινά και επικίνδυνα όνειρά μας, με σκοπό να βελτιώσει την ζωή μας”.
 
Το 1966, ο Στάινμπεκ ταξίδεψε στο Τελ Αβίβ για να επισκεφτεί τον χώρο του Βουνού της Ελπίδας, μιας αγροτικής κοινότητας ιδρυμένης από τον παππού του στο Ισραήλ, του οποίου ο αδελφός, Φρίντιχ Γκροσστάινμπεκ, δολοφονήθηκε από Άραβες διαγουμιστές στις 11 Ιανουαρίου 1858.
 
Ο Τζον Στάινμπεκ πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 20 Δεκεμβρίου 1968 από καρδιακή ασθένεια και καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν 66 ετών και είχε υπάρξει σε όλη του τη ζωή καπνιστής. Η αυτοψία έδειξε σχεδόν πλήρη απόφραξη των κυρίων στεφανιαίων αρτηριών. Ο θάνατός του ήταν το τέλος μιας ζωής πολυκύμαντης και έντονης με τρεις γάμους και διαρκείς μετακινήσεις.
 
Σύμφωνα με τις επιθυμίες του, το σώμα του αποτεφρώθηκε και μία τεφροδόχος που περιείχε τις στάχτες του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στο Garden of Memories Memorial Park στην πόλη Σαλίνας. Οι στάχτες του τοποθετήθηκαν μαζί με εκείνες των Χάμιλτον (παππούδων του). Η τρίτη σύζυγός του Ελέιν, θάφτηκε μαζί του το 2004. Είχε γράψει νωρίτερα στον γιατρό του πως ένιωθε πολύ βαθιά «μέσα στη σάρκα του» και πως δεν θα επιβίωνε τον σωματικό θάνατο του και ότι το βιολογικό τέλος της ζωής του θα ήταν και το οριστικό.
 
Ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος έχει υπογράψει δύο από τα γνωστότερα μυθιστορήματα. Το 1962 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του, στο οποίο παρουσιάζει με χιούμορ τους απλοϊκούς ανθρώπους στο σκληρό αγώνα τους για επιβίωση. “Στρατευμένος” εναντίον της κοινωνικής αδικίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης, πίστευε στην πανανθρώπινη συνείδηση και στη δυνατότητα του ανθρώπου να μεγαλουργήσει. Πολλές ταινίες άντλησαν “υλικό” από τα βιβλία του, ενώ και ο ίδιος έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο.
 
Το πρώτο μυθιστόρημα του Στάινμπεκ Το Χρυσό Κύπελλο (ή Η Χρυσή Κούπα) (Cup of Gold), που δημοσιεύτηκε το 1929, βασίζεται στη ζωή και τον θάνατο του κουρσάρου Χένρι Μόργκαν. Επικεντρώνεται στην επίθεση και λεηλασία της πόλης του Παναμά από τον Μόργκαν, η οποία κάποιες φορές αναφέρεται ως «Χρυσό Κύπελλο», και σε μια γυναίκα πιο ξανθιά και από τον ήλιο, η οποία λέγεται πως βρισκόταν εκεί.
 
Μετά το Χρυσό Κύπελλο, ανάμεσα στο 1931 και στο 1933 ο Στάινμπεκ παρήγαγε τρία μικρότερα έργα. Οι Βοσκές του Ουρανού (The Pastures of Heaven), δημοσιευμένο το 1932, αποτελούνταν συνδεδεμένες μεταξύ τους ιστορίες για μια κοιλάδα κοντά στο Μοντερέυ, που ανακαλύφθηκε από έναν Ισπανό δεκανέα ενώ καταδίωκε δραπέτες γηγενείς Ινδιάνους σκλάβους. Το 1933 ο Στάινμπεκ δημοσίευσε Το Κόκκινο Πόνι (The Red Pony), μια 100σέλιδη ιστορία με τέσσερα κεφάλαια, μια συρραφή αναμνήσεων από την παιδική ηλικία του Στάινμπεκ. Το Σ’ Έναν Άγνωστο Θεό (To A God Unknown) διηγείται τη ζωή κάποιου που ρυθμίζει νόμιμα με την κυβέρνηση την πρόθεση να αποκτήσει τον τίτλο του (homesteader) και της οικογένειάς του, απεικονίζοντας ένα χαρακτήρα με μία πρωτόγονη και παγανιστική λατρεία για τη γη στην οποία εργάζεται.
 
Ο Στάινμπεκ κατάφερε την πρώτη του επιτυχία με το μυθιστόρημα Η Πεδιάδα της Τορτίλια (Tortillia Flat,1935), το οποίο κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο της Λέσχης της Κοινοπολιτείας της Καλιφόρνια. Το βιβλίο απεικονίζει τις περιπέτειες μιας ομάδας αταξικών και συνήθως άστεγων νεαρών αντρών στο Μοντερέυ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγο πριν την Ποταπαγόρευση. Οι χαρακτήρες, οι οποίοι παρουσιάζονται με μια ειρωνική σύγκριση με μυθικούς ιππότες σε μια αναζήτηση, απορρίπτουν όλα τα καθιερωμένα ήθη και έθιμα της αμερικανικής κοινωνίας για να απολαύσουν έναν έκλυτο βίο, επικεντρωμένο στο κρασί, τη λαγνεία, τη συντροφικότητα και τις μικροκλοπές. Το βιβλίο έγινε ταινία το 1942, με πρωταγωνιστές τους Σπένσερ Τρέισι, Χέντι Λαμάρ και Τζον Γκάρφιλντ, φίλο του Στάινμπεκ.
 
Ο Στάινμπεκ ξεκίνησε να γράφει μια σειρά με «ιστορίες της Καλιφόρνια» και φανταστικές ιστορίες σχετικά με τις αμμοθύελλες που σάρωσαν τις πεδιάδες των ΗΠΑ και του Καναδά από το 1930 έως το 1936 (Dust Bowl), προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι ιστορίες αυτές τοποθετούνταν ανάμεσα σε καθημερινούς ανθρώπους κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι Σε Αμφίβολη Μάχη (In Dubious Battle), Άνθρωποι και Ποντίκια (Of Mice and Men) και Τα Σταφύλια της Οργής (The Grapes of Wrath). Το Άνθρωποι και Ποντίκια, που ασχολείται με τα όνειρα δύο μεταναστών εργατών που δουλεύουν το χώμα της Καλιφόρνια, επευφημήθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς.
 
Η θεατρική μεταφορά του Άνθρωποι και Ποντίκια σημείωσε τεράστια επιτυχία, με πρωταγωνιστές τον Μπρόντερικ Κρόφορντ ως τον πνευματικά παιδαριώδη αλλά σωματικά δυνατό πλανόδιο εργάτη αγροκτημάτων, «Λένι» και τον Ουάλλας Φορντ ως τον σύντροφό του, «Τζορτζ». Παρολ’αυτά, ο Στάινμπεκ αρνήθηκε να ταξιδέψει από το σπίτι του στην Καλιφόρνια για να παρακολουθήσει μια παράσταση του έργου όσο παιζόταν στη Νέα Υόρκη, λέγοντας στον Κάουφμαν ότι το έργο όπως υπήρχε στο δικό του μυαλό ήταν «τέλειο» και οτιδήποτε παρουσιαζόταν στη σκηνή θα ήταν απλώς μια απογοήτευση. Ο Στάινμπεκ θα έγραφε δύο ακόμα θεατρικά έργα (Το Φεγγάρι Χαμήλωσε και Burning Bright).
 
Το Άνθρωποι και Ποντίκια μεταφέρθηκε το 1939 από το Χόλιγουντ στον κινηματογράφο, όπου έπαιζε ο Λον Τσάνι ο Νεότερος (ο οποίος είχε υποδυθεί αυτό τον ρόλο και στην παραγωγή του έργου στο Λος Άντζελες) τον Λένι και ο Μπέρτζες Μέρεντιθ τον Τζορτζ. Ο Στάινμπεκ ακολούθησε το κύμα της επιτυχίας με Τα Σταφύλια της Οργής (1939), βασισμένο σε άρθρα που είχε δημοσιεύσει σε εφημερίδα στο Σαν Φρανσίσκο. Το μυθιστόρημα θα θεωρούνταν από πολλούς το καλύτερο έργο του. Κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ το 1940, ενώ έγινε περίφημη ταινία σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ, με πρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα ως Τομ Τζόουντ, ο οποίος προτάθηκε για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για αυτή την ερμηνεία του.
 
Η επιτυχία του Τα Σταφύλια της Οργής δεν στερήθηκε αμφισβητήσεων, καθώς οι φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις του Στάινμπεκ, η απεικόνιση της αρνητικής πλευράς του καπιταλισμού και η επανερμηνεία των ιστορικών γεγονότων των μεταναστεύσεων εξαιτίας του Dust Bowl οδήγησαν σε αντιδράσεις εναντίον του συγγραφέα, ιδιαίτερα στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Πράγματι, υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο ήταν και άσεμνο και παραπλανητικό σχετικά με τις συνθήκες στην επαρχία, το Συμβούλιο της επαρχίας Κερν απαγόρευσε το βιβλίο από τα δημόσια σχολεία και βιβλιοθήκες της επαρχίας τον Αύγουστο του 1939. Αυτή η απαγόρευση ίσχυε μέχρι τον Ιανουάριο του 1941. Σχετικά με αυτές τις αντιρρήσεις, ο Στάινμπεκ έγραψε, «Η δυσφήμισή μου εκεί έξω από τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τραπεζίτες είναι αρκετά κακή. Το τελευταίο είναι μια φήμη από αυτούς ότι οι κάτοικοι της Οκλαχόμα με μισούν και έχουν απειλήσει να με σκοτώσουν επειδή λέω ψέματα γι’ αυτούς. Είμαι τρομοκρατημένος με την αυξανόμενη οργή από αυτό το καταραμένο πράγμα. Έχει ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο, εννοώ ένα είδος υστερίας αναπτύσσεται για το βιβλίο και αυτό δεν είναι καθόλου υγιές.»
 
Οι κινηματογραφικές εκδοχές των Τα Σταφύλια της Οργής και Άνθρωποι και Ποντίκια (από δύο διαφορετικά κινηματογραφικά στούντιο) γυρίζονταν ταυτόχρονα, επιτρέποντας στον Στάινμπεκ να περνάει μια ολόκληρη μέρα στο πλατό του Τα Σταφύλια της Οργής και την επόμενη μέρα στο πλατό του Άνθρωποι και Ποντίκια.
 
Κατά τη δεκαετία του ’30 και του ’40, ο βιολόγος και οικολόγος, Εντ Ρίκετς, ενέπνευσε έντονα το γράψιμο του Στάινμπεκ. Ο Στάινμπεκ πήγαινε με συχνά μικρές εκδρομές με τον Ρίκετς στις ακτές της Καλιφόρνια για να βρίσκει ο Στάινμπεκ χρόνο για ανάπαυση από το γράψιμό του και να συλλέγουν βιολογικά δείγματα, τα οποία ο Ρίκετς πουλούσε ως επάγγελμα. Το κοινό τους βιβλίο για μία αποστολή για να συλλέξουν δείγματα από τον Κόλπο της Καλιφόρνια το 1940, το οποίο ήταν εν μέρει βιβλίο ταξιδιωτικού περιεχομένου και εν μέρει ασχολούνταν με τη φυσική ιστορία, δημοσιευμένο μόλις οι ΗΠΑ εισήλθαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δε βρήκε κανένα κοινό και οι πωλήσεις δεν πήγαν καλά. Παρόλ’ αυτά, το 1951, ο Στάινμπεκ επαναδημοσίευσε το αφηγηματικό μέρος του βιβλίου ως The Log from the Sea of Cortez, με το όνομά του μόνο (αν και ο Ρίκετς είχε γράψει λίγο από αυτό). Αυτό το βιβλίο κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.
 
Ο Ρίκετς υπήρξε το μοντέλο του Στάινμπεκ για τον χαρακτήρα του «Ντοκ» από το Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες (Cannery Road, 1945) και Γλυικά Πέμπτη (Sweet Thursday, 1954), τον «Φίλο Εντ» στο Burning Bright και χαρακτήρες των Σε Αμφίβολη Μάχη (In Dubious Battle, 1936) και Τα Σταφύλια της Οργής (The Grapes of Wrath, 1939). Οικολογικά θέματα επαναλαμβάνονται συχνά σε μυθιστορήματα του Στάινμπεκ εκείνη την περίοδο.
 
Οι στενές σχέσεις του Στάινμπεκ με τον Ρίκετς τελείωσαν το 1941 όταν ο Στάινμπεκ μετακόμισε από το Πασίφικ Γκρόουβ και χώρισε με τη γυναίκα του, Κάρολ. Ο βιογράφος του Ρίκετς, Έρικ Ένο Ταμ, σημειώνει ότι, εκτός από το Ανατολικά της Εδέμ (East of Eden, 1952), το γράψιμο του Στάινμπεκ παρήκμασε βαθμιαία μετά τον πρόωρο θάνατο του Ρίκετς το 1948.
 
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
 
Το μυθιστόρημά του Το Φεγγάρι Χαμήλωσε (1942) σχετικά με το πνεύμα αντίστασης, το οποίο έχει ως πηγή έμπνευσης το Σωκράτη, σε ένα κατειλημμένο από τους Ναζί χωριό στη Βόρεια Ευρώπη, έγινε σχεδόν αμέσως ταινία. Πολλοί υποθέτουν πως η ανώνυμη χώρα του μυθιστορήματος είναι η Νορβηγία και το 1945 ο Στάινμπεκ έλαβε το Μετάλλιο της Ελευθερίας από το Νορβηγό βασιλιά Χαακόν ΣΤ’ για τη λογοτεχνική συνεισφορά του στο κίνημα της νορβηγικής αντίστασης.
 
Το 1943, ο Στάινμπεκ υπηρέτησε ως πολεμικός ανταποκριτής στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την εφημερίδα New York Herald Tribune και δούλεψε με το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (τον πρόγονο της CIA), Εκείνη την εποχή έγινε φίλος με τον Ουίλ Λανγκ Τζ. του περιοδικού Life. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Στάινμπεκ ακολούθησε τις αποστολές κομάντο του προγράμματος Beach Jumpers του Ντάγκλας Φέρμπανκς Τζ., οι οποίες εξαπέλυαν επιχειρήσεις αντιπερισπασμού με μικρές μονάδες εναντίον νησιών Μεσογείου που κρατούνταν από τους Γερμανούς. Κάποια από τα γραπτά του εκείνης της περιόδου ενσωματώθηκαν σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Ήταν Κάποτε ένας Πόλεμος (Once There Was A War,1958).
 
Ο Στάινμπεκ επέστρεψε από τον πόλεμο με αρκετά τραύματα από οβίδες αλλά φέροντας και ψυχολογικά τραύματα. Θεράπευσε τον εαυτό του, όπως πάντα, γράφοντας. Έγραψε το Στον ίσκιο του θανάτου (Lifeboat, 1944) του Άλφρεντ Χίτσκοκ και την ταινία A Medal for Benny (1945) μαζί με τον σεναριογράφο Τζακ Ουάγκνερ σχετικά με φίλους (paisanos) από την Πεδιάδα της Τορτίλια που πηγαίνουν στον πόλεμο. Αργότερα ζήτησε να αφαιρεθεί το όνομα του από τους τίτλους του Στον ίσκιο του θανάτου διότι πίστευε πως η τελική μορφή της ταινίας περιείχε ρατσιστικά υπονοούμενα. Το 1944, υποφέροντας από νοσταλγία για τη ζωή του στο Μοντερέυ και το Πασίφικ Γκρόουβ τη δεκαετία του ’30, έγραψε και το Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες (Cannery Row,1945), το οποίο έγινε τόσο διάσημο ώστε η Λεωφόρος Ocean View στο Μοντερέυ, όπου διαδραματίζεται το βιβλίο, μετονομάστηκε τελικά σε Cannery Row το 1958.
 
Μετά το τέλος του πολέμου έγραψε Το Μαργαριτάρι (The Pearl, 1947) ξέροντας ήδη πως θα γυριστεί σε ταινία. Η ιστορία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο τεύχος του Δεκεμβρίου του 1945 στο περιοδικό Woman’s Home Companion ως Το Μαργαριτάρι του Κόσμου. Εικονογραφήθηκε από τον Τζον Άλαν Μάξγουελ. Το μυθιστόρημα είναι μια ευφάνταστη αφήγηση μιας ιστορίας που άκουσε ο Στάινμπεκ στη Λα Παζ το 1940, όπως αφηγείται στο The Log From the Sea of Cortez, την οποία περιέγραψε στο Κεφάλαιο 11 ως «τόσο σαν παραβολή που σχεδόν δεν μπορεί να είναι». Ο Στάινμπεκ ταξίδεψε στο Μεξικό για τα γυρίσματα με τον Ουάγκνερ, ο οποίος βοήθησε με το σενάριο. Στο ταξίδι θα εμπνεόταν από την ιστορία του Εμιλιάνο Ζαπάτα και κατόπιν έγραψε ένα κινηματογραφικό σενάριο (Viva Zapata!) σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν με πρωταγωνιστές τους Μάρλον Μπράντο και Άντονι Κουίν.
 
Μετά το διαζύγιο του από την Γκουέντολιν Κόνγκερ και τον θάνατο του Εντ Ρίκετς (όταν το αυτοκίνητό του χτυπήθηκε από τρένο το 1948), ο Στάινμπεκ παντρεύτηκε για τελευταία φορά το 1950. Λίγο αργότερα άρχισε να δουλεύει πάνω στο Ανατολικά της Εδέμ (1952), το οποίο θεωρούσε το καλύτερο του έργο.
 
Το 1952, ο Τζον Στάινμπεκ εμφανίστηκε ως αφηγητής στην ταινία της 20th Century Fox Το Τελευταίο Φύλλο (O. Henry’s Full House). Αν και ο Στάινμπεκ αργότερα παραδέχτηκε ότι ένιωθε άβολα μπροστά στην κάμερα, παρείχε ενδιαφέρουσες εισαγωγές σε αρκετές κινηματογραφικές μεταφορές διηγημάτων του θρυλικού συγγραφέα Ο. Χένρι. Περίπου την ίδια εποχή, ο Στάινμπεκ ηχογράφησε αναγνώσεις αρκετών διηγημάτων του για την Columbia Records. Παρά την κάποια έλλειψη άνεσης από τον Στάινμπεκ, οι ηχογραφήσεις παρέχουν μια καταγραφή της βαθιάς, ηχηρής φωνής του.
 
Μετά την επιτυχία του Viva Zapata!, ο Στάινμπεκ συνεργάστηκε με τον Καζάν στο Ανατολικά της Εδέμ (East of Eden), το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Τζέιμς Ντιν.
 
ΕΠΙΣΗΣ:
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου