Loading...

Κατηγορίες

Σάββατο 24 Ιούλ 2021
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης: “Ὁ βράχος καὶ τὸ κύμα”
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 
 
 
Wave-Opposing Forces ~ Donato Giancola

.

Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ ~ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (1824-1879)

Στὸ συμβολισμὸ τοῦ ποιήματος, βράχος εἶναι ὁ κατακτητὴς
Τοῦρκος καὶ κῦμα ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός.

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!

Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.

Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.

Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό… Ἐξύπνησα λιοντάρι!»

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.

Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα
ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,
καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.
«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις; 
Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις, 
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις, 
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις, 
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο; 
Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»

«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια…
Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο… Μὲ φόρτωσες κουφάρια…
Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς… Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.

%ce%b1%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%84%ce%ad%ce%bb%ce%b7%cf%82-%ce%b2%ce%b1%ce%bb%ce%b1%cf%89%cf%81%ce%af%cf%84%ce%b7%cf%82 Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, γιος του επιχειρηματία και γερουσιαστή Ιωάννη Βαλαωρίτη και της Αναστασίας το γένος Τυπάλδου Φορέστη. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Λύκειο της Λευκάδας (1830-1837), κατόπιν φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα (1838-1841) και ταξίδεψε στην Ιταλία και την ελεύθερη Ελλάδα (1841-1842). Ακολούθησαν σπουδές στη Γενεύη (όπου πήρε πτυχίο προλύτη Γραμμάτων και επιστημών από το εκεί κολλέγιο), το Παρίσι (νομικά) και τέλος την Πίζα, όπου ανακηρύχτηκε διδάκτωρ νομικής στο εκεί πανεπιστήμιο. Μεσολάβησε (1846) προσβολή του από τυφώδη πυρετό και επιστροφή στη γενέτειρά του.

Ακολούθησαν ταξίδια του στην Ιταλία και την Αυστρία, όπου με κίνδυνο της ζωής του πήρε μέρος σε ενέργειες υπέρ της ελληνικής απελευθέρωσης. Παράλληλα μελέτησε γερμανική φιλοσοφία και το 1847 είχε ήδη τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Στιχουργήματα” στην Κέρκυρα. Ακολούθησε μια περίοδος περιπλάνησής του στην Ιταλία, κυρίως στη Βενετία. Εκεί πήρε μέρος σε φοιτητικές κινητοποιήσεις και γνώρισε την κόρη του Αιμιλίου Τυπάλδου Ελοϊσία, την οποία παντρεύτηκε το 1852. Από το γάμο του απέκτησε τρεις κόρες (τη Μαρία, που πέθανε το 1855 σε βρεφική ηλικία, μια δεύτερη, επίσης Μαρία, που πέθανε το 1866 και τη Ναθαλία, που πέθανε το 1875 στη Βενετία) και δύο γιους, το Νάνο και τον Αιμίλιο. Μετά το γάμο του ταξίδεψε στην Ευρώπη για ένα χρόνο και όταν επέστρεψε στη Λευκάδα ενίσχυσε το επαναστατικό κίνημα της Ηπείρου με άντρες και χρήματα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του τότε άγγλου αρμοστή και να αναγκαστεί να φύγει για την Ιταλία ξανά.

Το 1856 πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του. Το 1857 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο “Μνημόσυνα”, που τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Την ίδια χρονιά απέκτησε το δεύτερο γιο του, τον Αιμίλιο και εξελέγη βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή, θέση την οποία κράτησε από το 1857 ως το 1864. Το 1864 επισκέφτηκε την Αθήνα μαζί με τον πρόεδρο της Ιονίου Βουλής και άλλους επιφανείς πολιτικούς και συνέταξε το σχέδιο για το ψήφισμα της Ένωσης.

Η εμφάνισή του στην Εθνοσυνέλευση στέφτηκε από μεγάλη επιτυχία. Εκλέχτηκε δυο φορές βουλευτής στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου (1865 και 1868), αρνήθηκε όμως να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα. Μετά τις εκλογές του 1868, απογοητευμένος από την πολιτική αποσύρθηκε και απομονώθηκε στη Μαδουρή, ένα μικρό νησί κοντά στη Λευκάδα. Εκεί συνέθεσε το ποίημα Διάκος και τον Αστραπόγιαννο, έργα που τύπωσε μαζί το 1867. Κατόπιν πρόσκλησης του πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1871 έγραψε και απήγγειλε με μεγάλη επιτυχία ένα ποίημα για τον Πατριάρχη στην αποκάλυψη του ανδριάντα του. Πέθανε το 1879.

Λίγο πριν το θάνατό του έγραψε τα τρία πρώτα άσματα του “Φωτεινού”, έργου που έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου του. Ο “Φωτεινός” εντάχθηκε στο δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των έργων του που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1891. Έγραψε επίσης λίγες μεταφράσεις (“Η λίμνη” του Λαμαρτίνου, “Το τριακοστό τρίτο άσμα της Κόλασης” του Δάντη, κ.α.) και δημοσίευσε άρθρα πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού. Στο έργο του Βαλαωρίτη συναντιέται η γλωσσική τεχνοτροπία της Επτανησιακής Σχολής με εκείνη της Αθηναϊκής. Τα ποιητικά του έργα είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα ενώ τα πεζά του στην καθαρεύουσα.

Ο επικός χαρακτήρας των έργων του, καθώς επίσης οι αγώνες του για την Πατρίδα, του χάρισαν τον τιμητικό τίτλο του εθνικού ποιητή, ενόσω ακόμη ήταν εν ζωή. Η κριτική διχάστηκε στην περίπτωση του Βαλαωρίτη και ποικίλει από την πλήρη αποδοχή (Παλαμάς, Ροΐδης, Σικελιανός) ως την πλήρη άρνηση (Πολυλάς, Πανάς, Βερναρδάκης).

Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη βλ. “Βιοχρονογραφία του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη”, στα “Τετράδια Ευθύνης”, τχ. 10, 1979, Αθηνά Γεωργαντά – Γ.Π. Σαββίδης, “Αθησαύριστα κείμενα του Βαλαωρίτη ΙΙ (και άγνωστες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του)”, περιοδικό “Παλίμψηστον”, τχ. 3 (Ηράκλειο Κρήτης), 12/1986, Γεράσιμος Γρηγόρης, “Χρονικό του βίου και των έργων του, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης· Ο αρματολός της Λύρας 1824-1879· Βίος, Έργα, Ανθολογία, Κριτική, Εικόνες, Βιβλιογραφία”, Αθήνα, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 1975, Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, “Βαλαωρίτης Αριστοτέλης”, στη “Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”, τ. 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, [1968], Σαββίδης Γ.Π., “Ο Αρ.Βαλαωρίτης και η εποχή του, Ο “Φωτεινός” για μας σήμερα”· Εισαγωγή στον “Φωτεινό” του Βαλαωρίτη, Αθήνα, 1970 και Π[έτρος] Χ[άρης], “Αριστοτέλης Βαλαωρίτης”, “Νέα Εστία” 106, ετ.ΝΓ΄, Χριστούγεννα 1979, αρ.1259, σ.4-40.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, ΕΚΕΒΙ)

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα

donato-giancola-kartina-more

Donato Diancola ~ Water: triptych (center)

ΠΗΓΕΣ

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου