Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 28 Ιούλ 2021
Καρλ Πόπερ: Ήταν ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της επιστήμης του 20ού αιώνα, ενώ άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία
Κλίκ για μεγέθυνση

 



Ο Καρλ Πόπερ (Karl Raimund Popper, 28 Ιουλίου 1902 – 17 Σεπτεμβρίου 1994) ήταν Αυστριακός φιλόσοφος και καθηγητής, που, μεταξύ των άλλων, άσκησε κριτική στον ιστορικισμό και στις νεομαρξιστικές τοποθετήσεις. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της επιστήμης του 20ού αιώνα, ενώ άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία. Γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αγγλία το 1946 όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Η οικογένεια του Πόπερ ήταν εβραϊκής καταγωγής που είχε ασπασθεί τον Λουθηρανισμό. Από νεαρή ηλικία είχε αναπτύξει ένα ευρύτατο φάσμα ενδιαφερόντων: μουσική, πολιτική, μαθηματικά, φυσική, ψυχολογία, φιλοσοφία, ακόμα και για ορισμένες πρακτικές τέχνες, όπως εκείνη της επιπλοποιΐας.
 
Ασχολήθηκε επίσης με την επιστημολογία, όπου έκανε μια από τις πιο επιδραστικές τομές στην ιστορία του κλάδου με τη θεωρία του περί διαψευσιμότητας, σύμφωνα με την οποία, για να είναι χρήσιμη (ή έστω επιστημονική) μια επιστημονική θέση (θεωρία, “νόμος”, αρχή κ.λ.π.) πρέπει να είναι διαψεύσιμη, δηλαδή να μπορεί να ελεγχθεί και να αποδειχτεί λανθασμένη.
 
 
Η Βιέννη των αρχών του 20ού αιώνα ήταν ίσως το σημαντικότερο κέντρο πνευματικής δημιουργίας, αλλά και πολιτικής σκέψης και δράσης στην Ευρώπη. Ο αυστριακός μαρξισμός, η Αυστριακή Οικονομική Σχολή, η φροϊδιανή και αντλεριανή ψυχανάλυση καθώς και ο λογικός θετικισμός γεννήθηκαν και ευδοκίμησαν εκεί, τον καιρό που ο Πόπερ ήταν νεαρός φοιτητής. Αναπόφευκτα ενδιαφέρθηκε για όλα αυτά, αλλά και για θέματα φυσικής, σε μια εποχή που η θεωρία της σχετικότητας του Άινσταϊν (αρχικά η ειδική το 1905 και το 1916 η γενική) είχε αποτελέσει πραγματική επιστημονική επανάσταση. Ο Άλμπερτ Άινσταϊν είχε κάνει μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης τον καιρό εκείνο (1919) την οποία παρακολούθησε ο Πόπερ ως φοιτητής μένοντας έκθαμβος με τη θεωρία του μεγάλου φυσικού.
 
H ιδέα ότι μπορούσε να υπάρχει πηγή βέβαιης, θετικής και αδιάψευστης γνώσης στις εμπειρικές επιστήμες, ήταν κοινή τόσο στον μαρξισμό και στην ψυχανάλυση, όσο και στους οπαδούς του λογικού θετικισμού στη Βιέννη την εποχή εκείνη. Ο νεαρός Πόπερ θεώρησε ότι η θεωρία του Άινσταϊν, διέφερε ριζικά – όχι σε βεβαιότητα, αλλά σε επιστημονικό ήθος: ο Άλμπερτ Άινσταϊν δεν απέφυγε το βασικό ερώτημα όσον αφορά την εγκυρότητα μιας θεωρίας: υπό ποιες συνθήκες θα δεχόταν ο υποστηρικτής της ότι είναι εσφαλμένη; Αν η θεωρία αυτή δεν δίνει απάντηση, αν θεωρείται εξ ορισμού αδιάψευστη, αν από την ίδια της την δομή και τις αρχές της δεν δίνει τη δυνατότητα αναίρεσής της, τότε δεν πρέπει να θεωρηθεί επιστημονική: σ’ αυτό συνίσταται το κριτήριο οροθέτησης μεταξύ της επιστημονικής και της μη επιστημονικής γνώσης στις εμπειρικές επιστήμες. Αυτήν τη βασική ιδέα επεξεργάστηκε αργότερα ο Πόπερ στη «Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης» και την προέκτεινε στο υπόλοιπό του έργο. Το μεγάλο του επιστημολογικό έργο είναι το Logik der Forschung (1934) που μεταφράστηκε και συμπληρώθηκε αργότερα από τον ίδιο με τον τίτλο The Logic of Scientific Discovery (1959).
 
Στο σημείο αυτό της διανοητικής εξέλιξης του Καρλ Πόπερ, το 1919 και σε ηλικία μόλις 17 ετών, αρχίζει να σχηματίζεται και στη συνέχεια να κρυσταλλώνεται η προτίμησή του για τις φυσικές επιστήμες, ενισχυμένη από τη μελέτη των μαθηματικών. Σε όλη του τη ζωή, και παρά το γεγονός ότι καταξιώθηκε αρχικά με ένα έργο του πάνω στην κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία (The Open Society and Its Enemies (1945), ο Πόπερ θα δείξει αυτήν τη ροπή του προς τη φυσική (και αργότερα προς τη βιολογική) επιστήμη, τη λογική και τα μαθηματικά. Όπως ομολογεί ο ίδιος «οι κοινωνικές επιστήμες ουδέποτε με προσέλκυσαν όσο οι θεωρητικές φυσικές επιστήμες». Ο Πόπερ είχε εκφράσει την αντίθεσή τους στον λογικό θετικισμό και παρά τη φιλία του και τον διάλογο που είχε με ορισμένους από αυτούς, όπως τον Ρούντολφ Κάρναπ, Βίκτορ Κραφτ και άλλους που απάρτιζαν τον «Κύκλο της Βιέννης» (Wiener Kreis) ποτέ δεν συντάχθηκε μαζί τους, ούτε προσκλήθηκε στις συναντήσεις τους. Ο Ότο Νόιρατ, μάλιστα, είχε δηλώσει ότι ο Πόπερ ήταν «η αξιωματική αντιπολίτευση» στον «Κύκλο».
 
Η κύρια του διαφωνία του Πόπερ με τους λογικούς θετικιστές εστιάζεται στην λύση που δίνεται στο πρόβλημα της οροθέτησης των επιστημονικών σε σχέση με τις μη επιστημονικές προτάσεις όσον αφορά τις εμπειρικές επιστήμες. Υπάρχει μεταξύ τους μια διαφορά προοπτικής. Για τους λογικούς θετικιστές, επιστημονικές είναι οι προτάσεις (θεωρίες) που είναι επαληθεύσιμες. Για τον Πόπερ, αυτό ισχύει, αντίθετα, για τις προτάσεις (θεωρίες) που είναι διαψεύσιμες. Το κριτήριο οροθέτησης, επομένως, είναι για τον Πόπερ η διαψευσιμότητα και όχι η επαληθευσιμότητα των προτάσεων. Η αντίληψή του αυτή στηρίζεται στο ότι υπάρχει ασυμμετρία μεταξύ επαλήθευσης και διάψευσης καθολικών προτάσεων. Για να επαληθευθεί η πρόταση Π «Όλα τα αντικείμενα που ανήκουν στην κατηγορία Α έχουν την ιδιότητα Β» πρέπει να πραγματοποιηθεί άπειρος αριθμός παρατηρήσεων των Α. Αντίθετα, αρκεί μία μόνο παρατήρηση ενός αντικειμένου Α που να μην έχει την ιδιότητα Β αρκεί για να διαψευσθεί η Π. Η θέση αυτή του Πόπερ τον οδηγεί στην ιδέα η οποία συνίσταται στην υποθετική και όχι τη θετική γνώση και επομένως στην αρχή της σφαλερότητας ή της επισφάλειας της γνώσης (fallibilism), που έχει άμεση σχέση με την ανάγκη κριτικής.
 
Όμως, η κριτική λειτουργία μπορεί να πάει ακόμα πιο πέρα στην προσπάθεια της να βελτιώσει τη γνώση: να ανακαλύψει και να εκθέσει τα κενά που υπάρχουν σε μια θεωρία, την έλλειψη συνοχής, προβλήματα στη δομή της ή φτωχό πληροφοριακό περιεχόμενο. Η φιλοσοφία που προϋποθέτει αυτή η στάση είναι ο κριτικός ορθολογισμός (critical rationalism). 
 
Οι κύριες κατευθυντήριες γραμμές της φιλοσοφικής σκέψης του Πόπερ είχαν χαραχθεί από νεαρότατη ηλικία. Η μετέπειτα σταδιοδρομία του θα του επιτρέψει να την αναπτύξει και να την προεκτείνει και σε άλλα πεδία: στο πρόβλημα της σχέσης νου και σώματος (mind-body problem), στη σχέση λογικής και μαθηματικών με τον εμπειρικό κόσμο, στη σημασία των προσωκρατικών φιλοσόφων για τη σύγχρονη επιστημονική σκέψη, καθώς και στην εφαρμογή της κριτικής του μεθόδου στην «κριτική σχολή» της Φρανκφούρτης και γενικότερα στη μαρξιστική θεωρία.
 
Από την «λογική της επιστημονικής ανακάλυψης στην «Ανοιχτή κοινωνία»
 
O Καρλ Πόπερ, αφού απέκτησε το δίπλωμα που του επέτρεπε να ασκήσει το επάγγελμα του δασκάλου, άρχισε να να σπουδάζει στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Βιέννης που μόλις είχε ιδρυθεί το 1924. Το 1928 ολοκλήρωσε με επιτυχία τη διδακτορική του διατριβή στην ιστορία της μουσικής, την ψυχολογία και τη φιλοσοφία. Απέκτησε επίσης το δίπλωμα καθηγητή μαθηματικών και φυσικής μέσης εκπαίδευσης, ενώ διορίζεται το 1930 σε σχολείο της μέσης εκπαίδευσης στη Βιέννη. Για μερικά χρόνια, ο Πόπερ ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία και την επιστήμη στρέφοντας την προσοχή του στον Καντ, το έργο του οποίου τον επηρέασε καθοριστικά. Μελέτησε, όμως και άλλα έργα συγχρόνων του, όπως των Καρλ Μένγκερ, Ρούντολφ Κάρναπ, Κουρτ Γκέντελ, Χανς Χαν, Χανς Ράιχενμπαχ, Ρίχαρντ φον Μίζες, Φρίντριχ Βάισμαν καθώς και του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Τον απασχολούν δύο προβλήματα όσον αφορά την επιστήμη, που αποτελούν τον άξονα της φιλοσοφίας της επιστημολογίας του: το πρόβλημα της οροθέτησης της επιστημονικής σε σχέση με τη μη επιστημονική γνώση και το πρόβλημα της επαγωγής με το οποίο αυτό συνδέεται, αν και για πολλά χρόνια ο ίδιος δεν είχε αντιληφθεί τη σύνδεση αυτή.
 
Αυτό τον οδήγησε να γράψει μια μεγάλη πραγματεία την οποία περατώνει το 1932: «Τα δύο θεμελιακά προβλήματα στη θεωρία της γνώσης» (Die beiden Grundprobleme der Erkenntnistheorie), που θα αποτελέσει τη βάση του έργου «Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης» (Logik der Forschung).
 
Το βιβλίο αυτό δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1934 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στους φιλοσοφικούς και επιστημονικούς κύκλους.
 
Όμως, το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα είχε χειροτερέψει στην Αυστρία με την άνοδο του ναζισμού. Οι δυσκολίες εξεύρεσης απασχόλησης μεγάλωναν μέρα με η μέρα για όποιον ήταν εβραϊκής καταγωγής. Στην προσπάθεια του να ξεφύγει από τον αφόρητο αντισημιτισμό που βασίλευε στην Αυστρία –ακόμα και πριν από την προσάρτηση της Αυστρίας στην Γερμανία, το Μάρτιο του 1938– ο Πόπερ αναζήτησε την ευκαιρία ένταξής του σε βρετανικό πανεπιστήμιο. Του προσφέρθηκε μια μόνιμη θέση στο πανεπιστήμιο Canterbury College στο Christchurch της Νέας Ζηλανδίας. Εκεί συνέγραψε την «Ανοιχτή κοινωνία» η οποία ολοκληρώθηκε το 1945.[16].
 
Τον επόμενο χρόνο, επέστρεψε στην Αγγλία, όπου δίδαξε στο τμήμα Λογικής και Επιστημονικής Μεθόδου στο Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου έχοντας είχε ήδη αποκτήσει μεγάλη φήμη.Το 1950 ο Πόπερ επισκέφθηκε τις Η.Π.Α. όπου δίδαξε στο Χάρβαρντ και συνάντησε τον Άινσταϊν στο Πρίνστον συνεχίζοντας ανελλιπώς την ερευνητική και διδακτική του δουλειά, έως το 1969. Το 1965 η Βρετανία τον τίμησε με τον τίτλο του “Sir”.
 
Η καθοριστική επίδραση του Καντ
 
Η ιδέα της κριτικής διατρέχει το σύνολο του φιλοσοφικού έργου του Καρλ Πόπερ. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην επιρροή του Καντ η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σκέψης του Πόπερ. To γεγονός ότι ο Καντ συνδέει την ανάγκη για ελευθερία με την αναγκαιότητα κριτικής του ίδιου του Λόγου σχετίζεται με την αρχή του Διαφωτισμού, όπως ο Γερμανός φιλόσοφος την εξαγγέλλει στο δοκίμιο του «Απάντηση στο ερώτημα “Τι είναι ο Διαφωτισμός”». Στο κείμενο αυτό ο Καντ αναπτύσσει τις αρχές της αυτονομίας του ατόμου και της δημοσιότητας (Öffentlichkeit) που είναι βασικές στη σκέψη τόσο τη δική του όσο και του Πόπερ και συνδέονται άμεσα με το Διαφωτισμό, ο οποίος αναγγέλλει την ανάγκη χειραφέτησης του ανθρώπου[18]. Κατά τον Καντ –και όσους άλλους όπως ο Πόπερ ακολουθούν το «πρόγραμμα» του Διαφωτισμού– ο άνθρωπος μπορεί να καθοδηγηθεί από τον Λόγο, αποδεχόμενος ελεύθερα τις αρχές του που δεν επιβάλλονται πια από μια υποτιθέμενα ανώτερη εξουσία. Το άτομο θεωρείται ότι κατέχει τη δυνατότητα ορθολογικής κριτικής, που προϋποθέτει ότι του πνεύμα του είναι αυτενεργό και ότι δεν δέχεται παθητικά κάποιο δόγμα ή οποιοδήποτε πρόσταγμα του δίδεται άνωθεν.
 
Tόσο στον Καντ όσο και στον Πόπερ, κυριαρχεί ο Λόγος, όχι ως δύναμη που επιβάλλεται εκ των άνω, αλλά λόγω της δυνατότητας να υποβάλει τα πάντα σε κριτική, ακόμα και τον εαυτό του. Υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να υπάρξει και ανοιχτή κοινωνία, που είναι η δυνατότητα αυτοθέσπισης της τελευταίας. Ο άνθρωπος γίνεται νομοθέτης του εαυτού του, όπως λέει ο Καντ, και οι αρχές του δεν επιβάλλονται ούτε νομιμοποιούνται με τη χρήση βίας, αλλά στο δικαστήριο του Λόγου. Και ο Πόπερ συντάσσεται με το «πρόγραμμα» του Καντ που είναι συνυφασμένο με την ανάγκη δημιουργίας και διατήρησης κατάλληλων θεσμών που επιτρέπουν και προωθούν την κριτική μέσω της δημόσιας συζήτησης. Και η δυνατότητα δημόσιας συζήτησης απαιτεί την θέσπιση κανόνων διεξαγωγής της και την αναγνώριση αρχών που την διέπουν. Η ελεγξιμότητα των πολιτικών αποφάσεων και των επιστημονικών θεωριών προϋποθέτουν την κριτική συζήτηση και τον δημόσιο χαρακτήρα της γνώσης και των πολιτικών αποφάσεων. Οι προϋποθέσεις αυτές της ανοιχτής κοινωνίας συνυφαίνονται τόσο με την επιστημολογία όσο και με την ηθική και πολιτική φιλοσοφία του Καρλ Πόπερ. Σε τι συνίσταται, όμως, η κριτική ως γενική αρχή; Ο Καντ την ορίζει ως προσπάθεια ανακάλυψης των ορίων του Λόγου, αποδίδοντας στον τελευταίο όχι συγκροτησιακό αλλά ρυθμιστικό ρόλο που συνυφαίνεται με τη δυνατότητα που έχει να υποβληθεί σε ορθολογική κριτική. Από τη στιγμή που ο Λόγος παίρνει τις αποστάσεις του από το δογματισμό, ολοκληρώνει την πιο δύσκολη αποστολή του που είναι η αυτογνωσία του. Με άλλα λόγια, ο Καντ κληροδοτεί στον Πόπερ ένα φιλοσοφικό και πολιτικό ήθος που σχετίζεται άμεσα με τη σημασία που έχει το κριτικό πνεύμα στο έργο των δύο φιλοσόφων. Η κριτική μπορεί και πρέπει να αντικαταστήσει τη βία ως τρόπος εφαρμογής λύσεων στα προβλήματα του ανθρώπου. Αυτό είναι το μήνυμα του Καντ όσον αφορά τη σχέση του Λόγου και της κριτικής με τις ανθρώπινες επιλογές σε συνθήκες κάτω από τις οποίες αναγνωρίζεται η χειραφέτηση του ανθρώπου ως φορέα Λόγου που έχει επίγνωση αυτής του της ιδιότητας και των συνεπειών της. Αυτό δεν διέφυγε από την προσοχή του Πόπερ ο οποίος τονίζει την ανάγκη αντικατάστασης του εξαλειπτικού ρόλου της βίας με τον εξαλειπτικό ρόλο της ορθολογικής κριτικής. Το τελευταίο τονίζει και συμπυκνώνει όλο το νόημα της «Ανοιχτής κοινωνίας» (1945).
 
Ο ρόλος της κριτικής: επιστήμη και κοινωνία
 
To έργο αυτό καθιέρωσε τον Πόπερ ως σημαντικό στοχαστή κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων, πολύ πριν αναγνωριστεί η αξία της καθαρά επιστημολογικής του συμβολής. Το σημαντικό είναι ότι κεντρικό ρόλο παίζει η ιδέα της κριτικής, τόσο στην επιστημολογία όσο και στην πολιτική και κοινωνική σκέψη του Καρλ Πόπερ. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ακόμα και η «Ανοιχτή κοινωνία», έργο κατ’ εξοχήν πολεμικό κατά της σκέψης που συνδέθηκε κατά τον συγγραφέα της με την έλευση του ολοκληρωτισμού, περιέχει πολλά γνωσιοθεωρητικά στοιχεία. Ασφαλώς, αναγνωρίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της γνώσης και της επιστήμης: όχι με την έννοια ότι οι κοινωνικές ανάγκες καθορίζουν το περιεχόμενο της γνώσης ή ότι η κοινωνία ορίζει τι είναι γνώση, ή οποιαδήποτε από τις αιτιάσεις της «κοινωνιολογίας της γνώσης», αλλά το αντίθετο: η επιστήμη, όπως γράφει ο Ian Jarvis είναι κοινωνική δραστηριότητα με την έννοια των διϋποκειμενικών ελέγχων στους οποίους οι επιστήμονες υποβάλλουν την έρευνά τους και το θεσμικό χαρακτήρα της γενικότερα. Ο Πόπερ αντιλαμβάνεται την κοινωνική φύση της επιστήμης σε σχέση με τον θεσμικό χαρακτήρα των κριτηρίων κριτικής και διάψευσης. Η επιστήμη είναι μια δημιουργική διαδικασία η οποία προϋποθέτει τον διϋποκειμενικό έλεγχο –κριτική– με αντικειμενικά κριτήρια, παραδεγμένες δηλαδή αρχές που σχετίζονται αποκλειστικά με την πρόοδο και την εγκυρότητα της γνώσης, απεμπλεγμένα από το συμφέρον ή το συναίσθημα. Ο θεσμικός χαρακτήρας των κριτηρίων της κριτικής συνίσταται στο γεγονός ότι αυτά εκτός από αντικειμενικά (απρόσωπα) είναι και αυτόνομα ρυθμιστικά. Γίνονται δηλαδή αποδεκτά χωρίς να υπάρχει αναγκαστικά κεντρική απόφαση που να επιβάλλει την μονιμοποίηση τους. Η προσπάθεια διάψευσης μιας θεωρίας είναι επομένως μια κοινωνική δραστηριότητα που πραγματοποιείται μέσ από τον τιθασευμένο ανταγωνισμό –την κατά τον Πόπερ «φιλική-εχθρική συνεργασία»– των μελών της επιστημονικής κοινότητας.
 
Αυτό που ορθά τονίζει ο Jarvie είναι ότι οι κανόνες της επιστημονικής έρευνας που προκύπτουν από την εφαρμογή ορθολογικών κριτηρίων επιστημονικής εγκυρότητας είναι στη σκέψη του Πόπερ κατά βάσιν κοινωνικοί, για έναν απλό λόγο: ότι προϋποθέτουν την αρχή της διαψευσιμότητας, έναν «υπερκανόνα» που λειτουργεί ως «μετακανόνας» και που υποβάλλεται από τον Πόπερ ως πρόταση στην αρχική του επιστημολογική μελέτη (Logic of Scientific Discovery). Την πρόταση – τη «σύμβαση» – αυτή τη δέχεται κανείς ή δεν τη δέχεται και είναι θέμα κοινωνικό, αν γίνεται αποδεκτή, διότι ενώ η διαψευσιμότητα είναι ιδιότητα μιας θεωρίας, η διάψευση είναι απόφαση που θα πάρουν τα μέλη μιας κοινότητας εφαρμόζοντας ορισμένα κριτήρια. Αυτό σημαίνει ότι η κοινότητα των επιστημόνων θα εφαρμόσει την αρχή της διαψευσιμότητας επειδή διέπεται από ορισμένες αρχές που την καθιστούν ανοιχτή κοινωνία. Aυτό συμβαίνει από τη στιγμή που η επιστημονική κοινότητα δεν αντιμετωπίζεται ως συλλογική οντότητα, αλλά ως ένα θεσμικό δίκτυο διαδράσεων εντός του οποίου λειτουργούν διϋποκειμενικοί έλεγχοι με αποδεγμένους κανόνες και ορθολογικά κριτήρια αξιολόγησης.
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου