Loading...

Κατηγορίες

Κυριακή 15 Μάρ 2020
Εις τρελλός
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

Το διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη «Εις τρελλός» δημοσιεύτηκε στις 15 Μαρτίου 1887 στο περιοδικό «Εστία».
Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/656

© SanSimera.gr

Το διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη «Εις τρελλός» δημοσιεύτηκε στις 15 Μαρτίου 1887 στο περιοδικό «Εστία».

Μεταξύ των ολίγων περιέργων θεαμάτων της μικράς επαρχιακής πόλεως εις ην διήλθον την παιδικήν μου ηλικίαν, κατελέγετο και εις παράφρων, ούτινος η ανάμνησις έμεινεν βαθέως εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα μου.
Υψηλός μάλλον το ανάστημα, κάτισχνος, την κόμην μακράν και αγρίαν, τους οφθαλμούς έξω των κογχών, το γένειον πυκνόν και άτακτον, το δέρμα κατερρικνωμένον υπό του ήλιου και του ψύχους, τον αυχένα κεκυφώς, περιέφερεν από πρωίας μέχρις εσπέρας ανά τας οδούς το ρακένδυτου σώμα του και την πειναλέαν ύπαρξίν του.
Τον ενθυμούμαι ακόμη διατρέχοντα μεγάλοις βήμασιν εν σοβαρότητι την πόλιν, πλανώμενον εις τα περίχωρα αυτής, εξηπλωμένον ακίνητον ως νεκρόν και θερμαίνοντα την κοιλίαν του εις τας αφορήτου φλογός ακτίνας θερινής μεσημβρίας ή ριγώντα συνεσπειρωμένον παρά την είσοδον αχυρώνος τινος τον χειμώνα.
Καθήμενος έξω των καταστημάτων της αγοράς ή οκλάζων παρά τον ουδόν οικίας, έμενεν επί ώρας βυθισμένος εις σιωπηλήν και άγνωστον μελέτην. Άλλοτε εμονολόγει βαδίζων ως να συνδιελέγετο μετ’ αοράτων ομιλητών και τινασσόμενος υπ’ αιφνίδιων ορμών αναιτίου θυμού εγροθοκόπει βαρέως τον αέρα, ως επιτεθέμενος κατ’ αφανών εχθρών.
Άλλοτε ήδεν ακαταλήπτου στιχουργίας άσματα, κατελαμβάνετο υπ’ εκρήξεων αλλοκότου ευθυμίας, έβαλλε δια μιας, ενώ εφαίνετο χαίρων, σπαρακτικωτάτους λυγμούς ή ετρέπετο, ενώ περιεπάτει γαλήνιος, εις δρομαίαν και ακατάσχετον φυγήν.
Αβλαβής άλλως κατά πάντα, ήρεμος ως αρνίον, συμπαθής μάλιστα, μ’ όλην της μορφής του την έκφρασιν και του βλέμματός του την ανήσυχον και αόριστον λάμψιν. Αλλ’ ίσα ίσα διότι ήτο αβλαβής υφίστατο τα πάνδεινα. Τα παιδία των σχολείων παρηκολούθουν αλαλάζοντα κατόπιν του, έσυρον εκ των όπισθεν τα εσχισμένα του φορέματα ή τον ελιθοβόλουν κατά βούλησιν. Οι χαριτωμένοι νεανίαι του γυμνασίου εδοκίμαζον την δύναμιν των βραχιόνων των επί της ράχεώς του. Τον εκύλιον εις την λάσην όταν έβρεχε και εις τον κονιορτόν όταν δεν έβρεχε· τον ηνάγκαζον να ασχημονή παντοιοτρόπως έμπροσθέν των. Του έδιδον και εκάπνιζε τσιγάρα εις τα όποια περιείχετο πυρίτις, όπως γελώσιν έπειτα βλέποντες αναφλεγομένας τας τρίχας του πώγωνός του. Ειδικαί συμμορίαι κατηρτίζοντο προς ανεύρεσίν του, τον συνελάμβανον, τον έδενον και τον έφερον όπου υπήρχε σύναξις κόσμου και ανελάμβανον τα καθήκοντα των εκτελεστών των προαποφασισθέντων προς τέρψιν των περιισταμένων και αναπλήρωσιν άλλης δημοσίας διασκεδάσεως.
Αν έλειπεν αυτός, θα ήτο αδύνατον να διέρχωνται ευαρέσκως τας μικράς αέργους ώρας των οι κάτοικοι. Μόνον αι γυναίκες περιέθαλπον αυτόν κατά τι, οσάκις εζήτει άσυλον εις τας αυλάς των οικιών, ενώ απέπεμπον συνήθως μετ’ οργής τούς δύο άλλους πλανοδίους της πόλεως, ένα ειδεχθή κωφάλαλον και μιαν ανάπηρον επαίτιδα.
Μ’ όλα όμως ταύτα δεν εφαίνετο υποφέρων. Έπί έτη έζη ούτω καί διέτριβεν έν τη πόλει. Ουδέποτε δε του επήλθεν η ιδέα να απομακρυνθή της περιοχής της. Είχε γίνη απαραίτητος, και αυτός εις εκείνη και εκείνη εις αυτόν. Γεγονός εθεωρείτο αν παρήρχετο ημέρα τις ολόκληρος χωρίς να φανή που.
Όλοι εγνώριζον και αυτόν καί την ιστορίαν του.
Έμπορος πρότερον, ιδιοκτήτης καταστήματος, εκ των πλέον μάλιστα νοημόνων και ευπορούντων. Αλλεπάλληλοι όμως ατυχίαι, εις τας οποίας προσετέθη ταυτοχρόνως και η ανακάλυψις της απιστίας της συζύγου του, διέσεισαν τον νουν του και συνεπήραν τας φρένας του. Έκτοτε, εν διαρκεί αφαιρέσει διατελών, εβίου απαθής προς πάσαν έξωθεν αίσθησιν και επήρειαν, ως να εταξείδευε μακράν, εις σφαίρας άλλας, και μόνον τυχαίως να επανήρχετο δι’ ολίγον κάποτε, υπνοβατών, εν τη ζωή. Εν τούτοις μίαν ημέραν ουδαμού εφάνη, και την επιούσαν ομοίως και επίσης την μεθεπομένη. Δια μιας εχάθη από της πόλεως. Είχεν αποφασίση άραγε επί τέλους να μεταναστεύση; Ήτο κεκρυμμένος; Του είχε συμβή άλλο τι;
Ποικίλαι εκυκλοφόρησαν διαδόσεις. Άλλ’ η πιθανωτέρα πασών υπήρξεν η κομισθείσα υπό χωρικών, ότι ώφθη κάτωθεν ενός των πέριξ βουνών, εντός βαθέος κρημνού, καταπεσών από δυσθεωρήτου ύψους, με την κεφαλήν διερρωγυίαν και εσκορπισμένον επί των γύρω πετρών τον εγκέφαλον - όστις από τόσου χρόνου δεν του εχρησίμευε πλέον...

Έλληνας πεζογράφος, κριτικός και δημοσιογράφος. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του αστικού ρεαλισμού στην Ελλάδα και κατατάσσεται στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή.

 

Μιχαήλ Μητσάκης

 

 

Ο Μιχαήλ Μητσάκης γεννήθηκε στα Μέγαρα, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος. Ως πιθανές ημερομηνίες γέννησής του αναφέρονται το 1863 και το 1865, αν και ο ίδιος ισχυριζόταν ότι γεννήθηκε το 1868. Γιος του Αριστείδη Μητσάκη και της Μαριγώς Γιατράκου, καταγόταν από τη Λακωνία. Μεγάλωσε στη Σπάρτη, όπου ως γυμνασιόπαις εξέδιδε τη μαθητική εφημερίδα «Ταΰγετος».

Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ασμοδαίος» των Εμμανουήλ Ροΐδη και Θέμου Άννινου. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα, αφηγήματα και κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων.

Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Εβδομάς», «Κλειώ», «Εστία», «Αττικόν Μουσείον», «Παρνασσός», «Ίρις των Αθηνών» και τα ημερολόγια «Αττικόν Ημερολόγιον», «Ημερολόγιον του Άστεως», «Εθνικόν Ημερολόγιον», «Ημερολόγιον Ποδογύρου» και «Ελληνικόν Ημερολόγιον», του οποίου διετέλεσε και διευθυντής το 1888. Δημοσίευσε στις εφημερίδες «Μη χάνεσαι» (1882), «Νέα Εφημερίς» (1884 και 1891), το «Άστυ» (1885-87), «Ακρόπολις (1886-88 και 1893-95), «Εφημερίς» (1891) και «Σκριπ» (1896). Με τον Θέμο και τον Μπάμπη Άννινο ίδρυσε το 1885 τη σατιρική εβδομαδιαία εφημερίδα «Το Άστυ», ενώ για σύντομο διάστημα εξέδιδε δύο δικές του πολιτικοσατιρικές εφημερίδες με τίτλους «Ο Θόρυβος» και «Η Πρωτεύουσα».

Τα λογοτεχνικά κείμενα υπέγραφε με το όνομά του, ενώ τα άρθρα, τα χρονογραφήματα και τις κριτικές με τα αρχικά «Μ.», «μμ.», «Μ.Μ.», ή τα ψευδώνυμα «Μ. Τσακ», «Michelet», «Ιξίων», «Κρακ», «Κόθορνος», «Πλανόδιος», «Καιροσκόπος» και «Στρεψιάδης». Κατά τη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε το πεζό «Κουρτοπάσσης: Adieu a un diplomate» (1888), τη νουβέλα «Εις Αθηναίος Χρυσοθήρας» (1890), το δοκίμιο «Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι, μια φιλολογική σελίς εις δύο γλώσσας» (1892) και το διήγημα «Το γατί» (1893). Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του, από τον Δημήτριο Ταγκόπουλο (1920-1922) και τον Μιχάλη Περάνθη (1956), ενώ το 1987 ο Επαμεινώνδας Γονατάς επιμελήθηκε την έκδοση του διηγήματός του «Ο αυτόχειρ».

Από το 1894 άρχισε να υποφέρει από νευρικές διαταραχές, για τις οποίες νοσηλεύθηκε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας για 15 μέρες, στο τέλος του 1894 και τις αρχές του 1895. Έκτοτε, η ψυχική του υγεία συνεχώς επιδεινωνόταν. Το 1896 εισήχθη για πέντε μήνες στο Δρομοκαΐτειο και το 1911, σχεδόν ένα χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας του, εισήχθη εκ νέου με διάγνωση «πρώιμη άνοια» («dementia praecox»), ένα είδος σχιζοφρένειας. Μοναδικό έργο αυτής της περιόδου αποτελούν ποιήματα στα γαλλικά, με ελληνικά λεκτικά και φωνητικά στοιχεία, στο περιθώριο ενός τόμου της «Ιλιάδας» και σε σκόρπια φύλλα που εγκατέλειπε σε δημοσιογραφικά γραφεία.

Το πεζογραφικό έργο του Μητσάκη είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα. Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού, του νατουραλισμού και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα.

Ο Μιχαήλ Μητσάκης πέθανε στις 6 Ιουνίου 1916 από περιπνευμονία στο Δρομοκαΐτειο, όπου βρισκόταν έγκλειστος από το 1914.


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

·         Εις τρελλός

 



 

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου