Κόκκινα φανάρια: Η ηδονή και η Αριστερά
Michaël Foessel
Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας
Εκδόσεις Πόλις, 2023 | 256 σελίδες
Στο βιβλίο «Κόκκινα φανάρια: Η ηδονή και η Αριστερά», το οποίο κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Πόλις σε ζωηρή και συνάμα ακριβόλογη μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα, ο Καθηγητής Φιλοσοφίας στην École Polytechnique Michaël Foessel [Μικαέλ Φεσέλ] επιδιώκει μέσα από μια ελευθεριακή, δημοκρατική και αλληλέγγυα υπεράσπιση της ηδονής ως εγγενώς ανθρώπινου συναισθήματος να αναζωογονήσει το κριτικό βλέμμα εκείνης της Αριστεράς που πράγματι αποσκοπεί ακόμα στον κοινωνικό μετασχηματισμό. Στοχεύει σε μια δημιουργική, «από τα κάτω» επανερμηνεία της ευχαρίστησης ώστε να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην οδύνη της καταστροφολογίας, ήτοι στην εσωτερικευμένη ματαιότητα ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» παρά μόνο η διατήρηση ως έχει, αν όχι η περαιτέρω επιδείνωση της καπιταλιστικής δυστοπίας.
Όπως σημειώνει εύλογα ο συγγραφέας, «η παραδοσιακή λειτουργία των κομμάτων της Αριστεράς είναι να διακρίνουν τα κοινωνικά αίτια και όχι να θρηνούν για τα υπαρξιακά αποτελέσματα» (σελ. 40), άρα η δράση τους [δέον να] διέπεται από (ανα)διαμορφωτική παρέμβαση αντί για ασκητικό αναχωρητισμό, από ένα εναλλακτικό ηθικοπολιτικό παράδειγμα του διαπροσωπικού και συλλογικού (ευ) ζην αντί για μια αυτοενοχοποιητική ηθικολογία. Προκειμένου να επιτύχει τον αναλυτικό του στόχο, προβαίνει σε διάσπαρτες πλην συνεκτικές αναφορές στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στο δοκίμιο, στην ακαδημαϊκή γνώση κ.λπ., καταρρίπτοντας έτσι τα υποτιθέμενα στεγανά μεταξύ διανοητικής, χειρωνακτικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας.
Συνδετικό κρίκο του βιβλίου εν όλω αποτελεί η ανάδειξη της πολιτικής διάστασης των ηδονών, κι, έτι περαιτέρω, η «συνάρθρωση χειραφετικών πολιτικών και ηδονών» (σελ. 36), οπτική που λησμονείται συνήθως στις ριζοσπαστικές κριτικές της αστικής κοινωνίας, καθώς κατά την εποχή της ύστερης νεωτερικότητας παρατηρείται ευκρινώς μια «ολοένα και πιο αποκλειστική εστίαση στην οδύνη ως πηγή της κοινωνικής κριτικής» (σελ. 185).
Η ηδονή εκλαμβάνεται από τον συγγραφέα στην πολλαπλότητα-δυνητική απειρότητα των εκφάνσεων-εκφράσεών της. Ως δράση στην περίπτωση των σεξουαλικών πειραματισμών (βλ. ανακάλυψη νέων τρόπων επέλευσης αμοιβαίου οργασμού). Ως αντίδραση απέναντι στην αυταρχική δράση του κράτους και του κεφαλαίου (βλ. μπάρμπεκιου και συναυλίες κατά τη διάρκεια μιας κινηματικής διαμαρτυρίας). Ως αντιστροφή του στίγματος (βλ. υπερήφανη αξιοποίηση του άλλοτε μειωτικού όρου queer από την LGBTQ+ κοινότητα).
Στη θέση του ψυχρού ορθολογισμού και της εργαλειοποίησης των ενστίκτων, των συμφερόντων κ.λπ., ο Φεσέλ αντιμετωπίζει την ισότιμη συμμετοχή στην ηδονή ως ένα δημοκρατικό συμβάν που διευρύνει τους ορίζοντες των προσδοκιών, απελευθερώνει τις «χρήσεις» των σωμάτων και εμπεδώνει τη διαθεματική φύση των ταξικών και ταυτοτικών διεκδικήσεων έναντι των ποικίλων μορφών κυριάρχησης επί των ευάλωτων προσώπων-κοινωνικών υποκειμένων. Με τα δικά του λόγια, «…η εμπειρία της ηδονής έχει πολιτικό νόημα στον βαθμό που κάνει όσους τη βιώνουν να συνειδητοποιήσουν ότι διαθέτουν πάνω από ένα σώμα. Μια κοινωνία γίνεται πλήρως δημοκρατική μόνο όταν βρίσκει τα μέσα για να θεσμοθετήσει αυτή την πολλαπλότητα» (σελ. 211).
Το –δημοκρατικό και εξισωτικό– μοίρασμα της ηδονής μπορεί να διαδραματίσει πολύτιμο ρόλο στην επαναφορά της χαμένης διαλεκτικής στην καθημερινή ζωή όχι μόνο της Αριστεράς, αλλά εν γένει της δημοκρατικά οργανωμένης πολιτικής κοινωνίας, με όρους ανοίγματος ανεξερεύνητων δυνατοτήτων στα πρόσωπα για έμπρακτη αμφισβήτηση του –πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ.– ηγεμονικού πλέγματος εξουσιαστικών σχέσεων.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, αποτελεί παράδοξο ότι η αριστερή ιδεολογική οικογένεια, η οποία, παρά τις διόλου αμελητέες επιμέρους διαφοροποιήσεις της τόσο ως προς τους σκοπούς όσο και ως προς τα μέσα, στηρίζεται κατεξοχήν σε ενσώματες αλληλεπιδράσεις (στο δρόμο, στους χώρους δουλειάς, στο Κοινοβούλιο κ.λπ.), δεν εμπλέκει στα μοτίβα της, απεναντίας αντιτάσσεται -με τη μομφή του συμβιβασμού στον «ταξικό εχθρό» και της αλλοτρίωσης από αυτόν- στη χειραφετητική ευχαρίστηση των σωμάτων, δηλαδή σε συμβάντα-εξαιρέσεις μοιράσματος μέσα σε κατακλυσμιαία γεγονότα κανονικοποιημένης εξατομίκευσης και καταπίεσης. Εξ αντιδιαστολής, στο βιβλίο επιχειρείται να αναδυθεί ο πολιτικός χαρακτήρας του αισθησιασμού, η διατήρηση μιας αίσθησης από το πνεύμα του Μάη του ‘68 στις ευαλωτότητες που μαστίζουν τα σώματα κατά την πολιτική, κοινωνικοοικονομική, πολιτισμική, οικολογική, poly- και perma-crisis του 2023. Εξάλλου, ένα από τα πιο περιεκτικά συνθήματα του Μάη του 1968 που αναδεικνύει την παραπληρωματικότητα μεταξύ προσωπικής και κοινωνικής ηδονής ήταν το εξής: «όσο περισσότερο κάνω έρωτα, τόσο περισσότερη όρεξη έχω να κάνω επανάσταση, κι όσο περισσότερο κάνω επανάσταση, τόσο περισσότερη όρεξη έχω να κάνω έρωτα».
Προκειμένου να αρθρώσει μια θετική συνηγορία υπέρ των ηδονών στη βάση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισότητας, ο Φεσέλ προβαίνει στην κριτική αποτίμηση της εξ αριστερών ηθικολογικής απόρριψης των ηδονών. Η δογματική πεποίθηση ότι η ηδονή αποτελεί αμιγώς ατομική υπόθεση συνιστά κοινό τόπο τόσο στους νεοφιλελεύθερους κήνσορες της αγοράς που αποθεώνουν τις ιδιωτικές απολαύσεις («ακριβά γούστα») δίχως καμία απολύτως μέριμνα για τον αποκλεισμό της πλειοψηφίας των συνανθρώπων μας από αυτές όσο και σε μεγάλο μέρος της ηττημένης, μελαγχολικής Αριστεράς που καταδικάζει συλλήβδην την ηδονή ως αλλοτριωτικό γρανάζι ενός εξατομικευμένου (με ψευδή συνείδηση) υποκειμένου, το οποίο τάσσεται στην υπηρεσία της καπιταλιστικής μηχανής.
Τα βέλη της κριτικής του Φεσέλ στρέφονται προς δύο τροχιές: Πρώτον, απέναντι στη -μάλλον μεταφυσική- φουκωική διχοστασία μεταξύ της επιθυμίας ως ιδεατής, ενοποιημένης αναπαράστασης και της ηδονής ως ατελούς, αποσπασματικού συμβάντος, όπου η επιθυμία αγιοποιείται ως ο επίγειος Παράδεισος του χειραφετημένου εαυτού, ενώ η ηδονή δαιμονοποιείται ως βιοπολιτική διαχείριση των παρορμήσεων των κυριαρχούμενων από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Δεύτερον, και με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, απέναντι σε μια σωτηριολογική πρόσληψη του κόσμου υπό μαρξιστικό πρίσμα, η οποία απολήγει σε έναν -οιονεί θεολογικό- ντετερμινισμό, στην εναγώνια αναζήτηση του ηθικολογικού περφεξιονισμού με μανιχαϊστικούς όρους Καλού-Κακού, και εντέλει στην παθητική ανάθεση των ελπίδων στον ήρωα (ατομικό-ηγέτη ή συλλογικό-Κόμμα), ο οποίος θα μας σώσει από την καταστροφολογική ροπή της ανθρωπότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, αντί να δίνεται έμφαση στη διαμόρφωση μιας οριζόντιας σχέσης με τους πλησίον μας, συσχετιζόμαστε κάθετα με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Όπως επισημαίνει εύστοχα ο συγγραφέας, «ιστορικά, η Αριστερά αποτελούσε πάντα μια δύναμη αντίστασης σε αυτό το είδος ατομικιστικού ηθικού περφεξιονισμού που θεμελιώνεται στον ωφελιμιστικό εξορθολογισμό των ηδονών. … σήμερα η Αριστερά… απλώς ηθικοποιεί ό,τι αναλύει ο νεοφιλελεύθερος ωφελιμισμός με αυστηρά οικονομικούς όρους» (σελ. 116), νοθεύοντας τον ιστορικό υλισμό της με την αφελή κι απατηλή υπόσχεση μιας «μυθολογίας της αγνής ζωής» (σελ. 102).
Βασικό γνώμονα για το ξεδίπλωμα του αναλυτικού νήματος συνιστά η από-αναπαράσταση της ηδονής και η ερμηνεία της ως απρόβλεπτου συμβάντος, καθώς, με τα λόγια του συγγραφέα, πρόκειται για «ένα αληθινό συμβάν (που) μεταβάλλει την αναπαράσταση […] δεν ικανοποιεί μια προϋπάρχουσα επιθυμία: δημιουργεί καινούργιες επιθυμίες, αδιανόητες μέχρι πρότινος» (σελ. 179).
Μια πληρέστερη κατανόηση του βιβλίου προϋποθέτει την αναγνώριση της πληθυντικότητας και της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ των ηδονών (κάνουμε λόγο, συνεπώς, για «ηδονές» και όχι για «ηδονή»), εφόσον δεν περιγράφεται ένα προκατασκευασμένο, αφηρημένο συναίσθημα, αλλά διαρκείς δοκιμές-επανεπινοήσεις της ευχαρίστησης στο πεδίο της αληθινής εμπειρίας προσωπικά και συλλογικά αυτόνομων υποκειμένων. Σε καταστατική αντίθεση με τον αντιδραστικό μπον-βιβέρ ηδονισμό, ο οποίος εστιάζει στην παράδοση, ήτοι στις ιεραρχημένες, χρωματισμένες βάσει αυθαίρετων κριτηρίων διάκρισης (φύλο, φυλή κ.λπ.) ηδονές που τις απολαμβάνουν μόνον όσοι τις «αξίζουν», ο συγγραφέας προκρίνει έναν ριζικά εξισωτικό «πλουραλισμό των γούστων» (σελ. 45). Υπό αυτή την οπτική, το σεξ, η κατεξοχήν πηγαία σύμπτωση αυτενέργειας των σωμάτων, ανάγεται σε διαλεκτικό συμβάν, στο οποίο «… η δύναμη να λες «όχι» στη βία είναι αλληλένδετη με την απαίτηση να λες «ναι» στην ηδονή» (σελ. 227).
Συνοψίζοντας, το βιβλίο προτάσσει ένα συναίσθημα (ηδονή) ως παιγνιώδη τρόπο πειραματισμού σ’ ένα απομαγευμένο, εργαλειακά ορθολογικό σύμπαν -ατομικών και κοινωνικών- ματαιώσεων. Εκλαμβάνει την ηδονή ως «ένα υποκειμενικό εφόδιο απαραίτητο στη βούληση μετασχηματισμού» (σελ. 222), χωρίς βέβαια να συντηρεί την υπεραισιόδοξη αυταπάτη ότι θα μπορούσε να υποκαταστήσει τις αξίες και τα αιτήματα μιας πληθυντικής (ταξικής και ταυτοτικής, ριζοσπαστικής και ρεφορμιστικής) Αριστεράς. Είναι απλώς –αλλά διόλου αμελητέα– εκείνη η αναζωογονητική τζούρα αυθεντικής χαράς σ’ ένα ασφυκτικό περιβάλλον με ενίοτε καθηλωτικά συνειδητοποιημένο τον εύθραυστο χαρακτήρα του εαυτού, των συνδέσεων και των εντάξεών μας.
Εν κατακλείδι, το ακόλουθο απόσπασμα του βιβλίου συνοψίζει με τη μεγαλύτερη αμεσότητα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, το επείγον κάλεσμα να (επαν)εφεύρουμε μια ενεργητική ισορροπία ανάμεσα στην ενσυναίσθηση για τα –άνισα κατανεμημένα– δεινά σε διαπροσωπικό, τοπικό, εθνικό, υπερεθνικό, οικουμενικό επίπεδο και στην απενοχοποιημένη άντληση ευχαρίστησης από μικρές καθημερινές στιγμές που μοιραζόμαστε αυθόρμητα, αβίαστα και ισότιμα με τους συνανθρώπους μας: «Αν πρέπει -και όντως πρέπει – ν’ αλλάξουμε ρότα, καλύτερα να πείσουμε τον κόσμο ότι ο άλλος δρόμος θα είναι ελεύθερος και χαρούμενος. Γι’ αυτό θα πρέπει να καταφύγουμε σε μια διαλεκτική διαφορετική από αυτήν που μετρά όλες μας τις χαρές με γνώμονα την επερχόμενη καταστροφή. Η καταστροφολογία αναπαράγει τη λογική της διασκέδασης: δέχεται ότι η ντροπή είναι η συντομότερη οδός προς τη σωτηρία. Ασφαλώς, υπάρχουν σήμερα λόγοι για να ντρεπόμαστε που φοράμε ρούχα κατασκευασμένα από παιδιά δούλους στην άλλη άκρη του κόσμου. Υπάρχουν επίσης λόγοι για να ντρεπόμαστε που παίρνουμε το αεροπλάνο σαν να παίρναμε το τρένο, ή που τρώμε με λαιμαργία χωρίς να νοιαζόμαστε για το τίμημα της τροφής μας με όρους ανθρώπινης οδύνης. Υπάρχουν, τέλος, λόγοι να ντρεπόμαστε για τα προνόμιά μας, όταν σε αυτά συσσωρεύονται η κοινωνική εκμετάλλευση, οι φυλετικές διακρίσεις και η αδιαφορία για τις απειλές ενάντια στα οικοσυστήματα του πλανήτη. Παραμένει, όμως, ένα ερώτημα: τι χρήσιμο μπορούμε να κάνουμε με αυτές τις ντροπές;» (σελ. 242).
ΠΗΓΗ:https://marginalia.g
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)