Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 22 Φεβ 2021
Έντνα Βίνσεντ Μιλέι
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 
Η Έντνα Βίνσεντ Μιλέι (Edna St. Vincent Millay, 22 Φεβρουαρίου 1892 – 19 Οκτωβρίου 1950) ήταν Αμερικανίδα λυρική ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας, ακτιβίστρια, φεμινίστρια και η πρώτη γυναίκα που έλαβε Βραβείο Πούλιτζερ για την ποίηση. Ήταν επίσης γνωστή για τον αντισυμβατικό, μποεμικό τρόπο ζωής της και τις πολλές της ερωτικές υποθέσεις. Συνήθιζε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Nancy Boyd στο πεζογραφικό της έργο.
 
 
Η Millay γεννήθηκε στο Ρόκλαντ του Μέιν. Η μητέρα της Κόρα Λουνέλα (Cora Lounella) ήταν νοσοκόμα ενώ ο πατέρας της Χέντρι Τόλμαν Μιλέι (Hendry Tollman Millay) ήταν δάσκαλος που θα γινόταν αργότερα επιστάτης στο σχολείο του. Το μεσαίο όνομα Βίνσεντ (St.Vincent) δόθηκε σε αυτήν όταν συνέπεσε η γέννησή της με την σωτηρία του θείου που νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Άγιος Βικέντιος της Νέας Υόρκης.
 
Το 1904 η μητέρας της χώρισε επίσημα με τον πατέρα της για οικονομική ανευθυνότητα, στην πραγματικότητα όμως οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει μερικά χρόνια νωρίτερα. Καθώς αγωνιζόταν για τα οικονομικά, η Κόρα και οι τρεις κόρες της – η πρωτότοκη Έντνα (που αργότερα θα επιμένει να την αποκαλούν Βίνσεντ), η Νόρμα και η Κάθλιν – μετακομίζουν από πόλη σε πόλη σε σπίτια συγγενών και φίλων. Αν και φτωχοί, η Κόρα δεν ταξίδεψε ποτέ χωρίς την πλήρη συλλογή της κλασική λογοτεχνία που διέθετε – συμπεριλαμβανομένων των Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Τζον Μίλτον και άλλων – τα οποία διάβαζε με ενθουσιασμό στις κόρες της.Τέλος, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Κάμντεν του Μέιν, μετακομίζοντας σε ένα μικρό σπίτι, ιδιοκτήτρια του οποίου ήταν μια θεία της Κόρα. Ήταν σε αυτό το μικρό σπίτι, στη μέση του αγρού, όπου η Μιλέυ έγραψε τα πρώτα της ποιήματα τα οποία θα της χάριζαν την λογοτεχνική της φήμη.
 
Η Κόρα δίδαξε στις κόρες της να είναι ανεξάρτητες και να μιλούν με λογική,πράγμα που στο μέλλον θα έφερνε μπελάδες στην Έντνα. Η Millay προτίμησε να ονομάζεται Vincent (Βικέντιος) αντί για Έντνα, το οποίο έβρισκε συνηθισμένο.Ο διευθυντής του σχολείου, προσβεβλημένος από την ειλικρινή στάση της, αρνούνταν να την αποκαλεί Vincent. Αντ’ αυτού την αποκαλούσε με οποιοδήποτε γυναικείο όνομα ξεκινούσε από V.
 
Στο γυμνάσιο του Κάμντεν η Millay ξεκίνησε την γαλούχηση των λογοτεχνικών της ταλέντων, ξεκινώντας από το λογοτεχνικό περιοδικό του σχολείου, το Megunticook και τελικά έχοντας εκδώσει μερικά από τα ποιήματα της στο δημοφιλές παιδικό περιοδικό St.Nicholas, στο Camden Herald, και στο ανθολόγιο Σύγχρονης Λογοτεχνίας, όλα από την ηλικία των 15 ετών.
 
 
Η σταδιοδρομία και η αναγνωρισιμότητα της Millay ξεκίνησε το 1912 όταν το ποίημα της Renascence (Αναγέννηση) πήρε μέρος στο διαγωνισμό ποίησης στο Lyric Year. Το ποίημα θεωρήθηκε η καλύτερη συμμετοχή από τις 10.000 που πήραν μέρος, και όταν τελικά πήρε την τέταρτη θέση το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε ήταν αυτό που έδωσε στη Millay τόση αναγνωρισιμότητα. Ο ποιητής που κατέλαβε την πρώτη θέση, Orrick Johns ήταν μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν ότι το Renascence ήταν το καλύτερο ποίημα, και δήλωσε ότι “το βραβείο αυτό ήταν πιο πολύ για μένα μια αμήχανη στιγμή παρά ένας θρίαμβος”. Ένας από τους νικητές της δεύτερης θέσης της προσφέρει το χρηματικό έπαθλο των 250 δολαρίων. Αμέσως μετά το σκάνδαλο αυτό, το καλοκαίρι του 1912, στο Whitehall Inn στο Κάμντεν του Μέιν, μια νεαρή γυναίκα με ανοιχτά κόκκινα μαλλιά κλήθηκε να απαγγείλει ποίηση της στους καλεσμένους.”Αll I Could see from where i stood was three long mountains and a wood…”εκείνη ξεκίνησε. Μέχρι τη στιγμή που το Renascence τελείωσε, είχε εντυπωσιάσει μια καλεσμένη, την πλούσια Caroline B. Dow, αρκετά ώστε να ενθαρρύνει τη νεαρή Millay να υποβάλει αίτηση για υποτροφία στο Vassar και με την υπόσχεση ότι θα μπορούσε να προσφέρει χρήματα για οποιαδήποτε άλλα έξοδα.
 
Πριν από την εισαγωγή της στο Vassar η 21 ετών ποιήτρια πέρασε ένα εξάμηνο προετοιμασίας στο Barnard και στα τέλη του 1913 εγγράφεται στην τάξη του 1917.Οι κανονισμοί της ζωής στο κολέγιο καθώς και τα 3-4 χρόνια προϋπηρεσίας της σε αυτή τη τάξη έκαναν δύσκολη τη προσαρμογή της Millay στο Vassar. Eίχε αποκτήσει κακή φήμη για την παράβασή πολλών κανόνων του κολεγίου και για τη πειθαρχία της πριν τον καινούργιο πρόεδρο, Hendry Noble MacCracken. O πρόεδρος MacCracken τιμωρεί την Millay με επιπλήξεις και περιορισμένα προνόμια για της παραβάσεις της, αλλά πάντα σεβόταν το ταλέντο και την εξυπνάδα που είδε στη νεαρή γυναίκα. Για τον χλευασμός της για την εξουσία η Millay βρήκε το Vassar,ένα πλούσιο περιβάλλον για να γαλουχήσει το ταλέντο της. Έγινε μια τακτική συνδρομήτρια στην εφημερίδα “The Vassar Miscellany” και μια έξοχη τραγουδοποιός στο χώρο του πανεπιστημίου. Έγραψε το βραβευμένο τραγούδι για την Founder’s Day στο 1916 συνθέτοντας λέξεις για το Baccalaureate Hymn το οποίο τραγουδήθηκε κατά την αποφοίτηση, πέραν του ότι έγραφε τραγούδια για άλλες εκδηλώσεις όπως το άνοιγμα της τάξης της Senior Parlor. Η ποιήτρια ασχολούνταν αρκετά με τη δραματική ζωή στο κολέγιο, γράφοντας και εμφανίζοντας τα σε πολλές παραγωγές. το έργο της The Wall of Dominoes δημοσιεύθηκε στο The Vassar Miscellany και το τελευταίο της έτος πήρε πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο της “The princess marries the Page”. Μετά την αποφοίτησή της το 1917, η Millay μετακομίζει στη Νέα Υόρκη.
 
 
Στη Νέα Υόρκη έζησε σε πολυάριθμα μέρη στη συνοικία του Γκρίνουιτς Βίλατζ, συμπεριλαμβανομένης και μιας κατοικίας που ανήκε στο θέατρο Cherry Lane που ήταν γνωστό ως το μικρότερο στη Νέα Υόρκη. Ήταν εκείνη τη στιγμή που για πρώτη φορά ανεβαίνει η δημοτικότητα της στην Αμερική. Κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για την ποίησή της το 1923, για το Harp-Weaver και άλλων ποιημάτων της. Ήταν η πρώτη γυναίκα ποιήτρια που τιμήθηκε τόσο για το έργο της. Η φήμη της καταστράφηκε από ποιήμα που η ίδια έγραψε για την υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας συμμάχων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Η Merle Rubin σχολίασε: “Αυτή φαίνεται να δέχτηκε περισσότερα πυρά από τους κριτικούς λογοτεχνίας για την υποστήριξη της δημοκρατίας απ’ ό,τι ο Έζρα Πάουντ, για την υπεράσπιση του φασισμού”.
 
Το 1943 τιμήθηκε μετ ο μετάλλιο Frost για τη συμβολή της στην αμερικανική ποίηση. Ήταν η έκτη αποδέκτηςτης εν λόγω τιμής και η δεύτερη γυναίκα.
 
 
Η Millay διατηρούσε σχέσεις με πολλές φοιτήτριες κατά τη διάρκεια της φοίτησής της στο Vassar, αφού τότε ήταν κολέγιο θηλέων. Τον Ιανουάριο του 1921 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπυ και γνώρισε τη γλύπτρια Thelma Wood, με την οποία είχε μια ρομαντική σχέση. Κατά την παραμονή της σε Γκρίνουιτς και Παρίσι είχε πολλές σχέσεις και με άντρες, συμπεριλαμβανομένου και του κριτικού λογοτεχνίας Edmund Wilson, ο οποίος τη ζήτησε σε γάμο το 1920 χωρίς επιτυχία.
 
Το 1923 παντρεύτηκε τον Eugen Jan Boissevain (Άμστερνταμ 20 Μαϊου 1880 – Βοστόνη, ΜΑ, 29 Αυγούστου 1949), του τότε 43χρονο χήρο της δικηγόρου εργατικού δικαίου και πολεμικής ανταποκρίτριας Inez Milholland. O Boissevain υποστήριζε σε μεγάλο βαθμό την καριέρα της και ανέλαβε την φροντίδα των οικιακών υποχρεώσεων. Ζούσαν κοντα στο Austerlitz, της Νέας Υόρκης, σε μια αγροικία ονόματι Steepletop. Ο γάμος τη Millay με τον Boissevain ήταν ανοιχτός αφού και οι δύο είχαν άλλους εραστές. Η άλλη σημαντικότερη σχέση της Millay  αυτή τη φορά ήταν με τον κατά 14 χρόνια νεότερο ποιητή George Dillon, για τον οποίο γράφτηκαν μια σειρά από σονέτα της. Η Millay, επίσης, συνεργάζεται με το Dillon στο Flowers Of Evil (Λουλούδια του κακού), μια μετάφραση του έργου Les Fleurs Du Mal (Τα Άνθη του Κακού) του Σαρλ Μποντλέρ. O Boissevain πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα και τελικά χάνει τη μάχη για ζωή το 1949.Ένα χρόνο αργότερα, στις 19 Οκτωβρίου του 1950, η Millay βρίσκεται νεκρή στο κάτω μέρος της σκάλας του σπιτιού τους,η αιτία όμως της πτώσης που της κόστισε τη ζωή δεν έγινε ποτέ γνωστή.
 
To 2006, η πολιτεία της Νέας Υόρκης κατέβαλε 1,69 εκατομμύρια δολάρια για την απόκτηση του Steepletop το οποίο άγγιζε τα 230 στρέμματα. Η έκταση αυτή θα ενωθεί με ένα κοντινό διατηρούμενο δάσος. Εισπράξεις από τη πώληση θα χρησιμοποιηθούν για την αγροικία με σκοπό τη δημιουργία μουσείου. Μέρη του Steepletop, συμπεριλαμβανομένου και ενός μονοπατιού το οποίο οδηγεί σο τάφο της ποιήτριας είναι πλέον ανοιχτά για το κοινό. H Millay αγόρασε το Steepletop με το σύζυγό της το 1925, δυο χρόνια μετά από το Βραβείο Πούλιτζερ για την ποίησή της.
 
 
Το γνωστότερο ποίημα είναι το First Fig από το A few Figs From Thistles (δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1920)
 
My candle burns at both ends It will not last the night But ah, my foes, and oh, my friends It gives a lovely light. (Το κερί μου καίει και από τα δύο άκρα, Δεν θα διαρκέσει το βράδυ, Αλλά εχθροί μου και φίλοι μου Δίνει ένα υπέροχο φως)
 
Η Millay έγραψε το παραπάνω ποίημα το οποίο αρχικά ονομάστηκε My Candle (Κερί μου) στο καφέ Romany Marie στο Greenwich. Μαθηματικοί αναγνώρισαν το σονέτο της Euclid alone has looked on Beauty Bare (1922) ως έκφραση μαθηματικής ομορφιάς και ένα φόρο τιμής στον Ευκλείδη. Ωστόσο, πολλοί θεωρούν το Renascence και το The ballad of the Harp-weaver ως τα ωραιότερα της ποιήματα.
 
Ο Τόμας Χάρντι κάποτε είχε πει ότι η Αμερική έχει δυο αξιοθέατα, τους ουρανοξύστες και την ποίηση της Millay. Επίσης έγραψε 5 στίχους έμμετρου δράματος νωρίτερα, στη σταδιοδρομία της, συμπεριλαμβανομένου του Two slatterns and a king, The lamp and the bell (Γραμμένο για το Vassar College) και το The king’s Henchman (αρχικά για όπερα). Ο διασημότερος δραματικός της στίχος είναι το one act play aria da cap γραμμένο για τους provincetown players.
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου