Loading...

Κατηγορίες

Παρασκευή 31 Ιούλ 2020
Ηλίας Τρανταλιδάκης
Κλίκ για μεγέθυνση

Η Κεράτσα_

 

Η κεράτσα Κρουσταλλένια έχει γνώσι σαν κουκούτσι,
     Και μια γλώσσα σαν παπούτσι
Κι' όταν κάμνῃ να λαλήση φαναριώτικα καμπόσα,
Ω! να διήτε τότε πνεύμα! ω! να διήτε τότε γλώσσα!
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Χίλια λόγια της τρεχάτα.

Με φακιόλι τρεμουσένιο και με κοντογούνι μήλο
     Με κορμί ορθό σαν ξύλο.
'Σ ταις γειτόνισσες γυρίζει και μωρολογεί τα ίδια,
Κ' ιστορεί τα δεκαπέντε της Συληβριάς ταξείδια,
     Κι' όλο πάτα, πάτα, πάτα,
     Πάγ' η γλώσσά της τρεχάτα.

Με την τσούρμα τα παιδιά της και τιν άνδρα τον τσιπλάκη,
     Και με μύδια 'ς το πινάκι,
Εις ταις εξοχαίς πηγαίνει, κ' εκεί πιάνεται, μαλλώνει,
Με τσυριές και με κατάραις κάθε άνθρωπον φορτώνει˙
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Χίλια λόγια της αφράτα.

Δίχως ν' αγριομαλλώση και να δείρ' ή να ταις φάγη
     'Σ το λουτρό ποτέ δεν πάγει.
- «Η κεράτσα, που δεν είχε εις τα ρούχά της τριφύλλι,
(Έλεγε μίαν ημέραν, και με σουφρωμένα χείλη,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Λόγι' αράδιαζε τρεχάτα).

Που η νειόνυφή της κόρη βγήκε δίχως να την ράνουν,
     Δίχως δαγερὲ να βγάνουν,
Να ζητή την μισή γούρνα οπού έπιασα να πιάση,
Με κουρελιασμένον τρύφτη και ξεγανωμένο τάσι;…
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Να ιδή η γουρλομάτα!

Ποιά εθάρρεψε πως είμαι; καμμιά τάχα τιποτένια;
     Εγὼ είμαι Κρουσταλένια,
Συννυφάδα της Μαριώγκας πούχ' η Φρόσω του Μιμήκου
Παρακόρη της δευτέρας παρακόρης του Κυζίκου.
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Να ιδή η σκαλοπάτα!»

Με τον μέθυσόν της άνδρα ημερόνυκτα τα έχει,
     Και πολλάκις του ταις βρέχει
Και αφ' ου τον τσουμαδίση έχει τα υστερικά της,
Κι' αραδιάζει για ταις προίκαις και τα διαζύγιά της,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Χίλια λόγια σαν σαλάτα.

- «Έξω, σκύλ', έξω τον λέγει, ξεκουμπίσου μην εμβαίνης,
     Ή 'ς τὸ κάτεργο πηγαίνεις˙»
Φαγί θέλεις; πέτραις σκάσε! τώρα 'γὼ να ξεπορτήσω,
Μὲσ' 'ς την Πρωτοσυγγελία τα ρουχάκια μου να σχίσω,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Και να διής, Μπεκροκανάτα!

Μέσα 'ς του Αγίου Μέγα το γιατάκι θα χωθώ
     Να τον ξεμολογηθώ.
'Σ το πατριαρχείο φίλον κ' έναν ευταξία έχω,
Και εις του Πριμικηρίου κάθε δεκαπέντε τρέχω,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Να με διής, Μπεκροκανάτα!

Ένα έχω χωρισμένο και 'ς το χέρι άλλον ένα
     Σε χρειάσθηκα κ' εσένα». -
Τοίχου, τοίχου κονδυλώντας αυτός μόλις την ακούει,
Και αυτὴ με την γαλέντσα τον φωνάζει και τον κρούει,
     Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
     Έξω τον Μπεκροκανάτα

Δυο βαθμοί ακόμη λείπουν από την κερατσιτσιά της
     Να την φύγουν τα μυαλά της˙
Κ' είναι λόγος ότι μέλλει να σταλθή 'ς τον Κουδουνά,
Κι' ας φωνάζῃ μ' αλυσίδες τότ' εκεί παντοτινά,
     «Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα»,
     Σαν την λυσσιασμένη γάτα.



 

 

Ποιητής και λόγιος, πολύ δημοφιλής στην εποχή του. Υπήρξε από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους του ελληνικού Ρομαντισμού. Πολλά ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί κατά περιόδους στα σχολικά αναγνωστικά.

Ο Ηλίας Τρανταλιδάκης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1818 στην Κωνσταντινούπολη από πατέρα κρητικής καταγωγής. Αρχικά, φοίτησε στην πατριαρχική σχολή της Ξηροκρήνης και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Μαθητής ακόμη δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Ύμνος εις τον Μάιον». Το 1837 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Παίγνια», η οποία διαβάστηκε πολύ. Το 1840 εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1844.

Αμέσως μετά, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη κι επιχείρησε να εκδώσει το εκκλησιαστικό περιοδικό «Σύμμικτα Εκκλησιαστικά». Όμως, το 1845 η μοίρα τού έπαιξε άσχημο παιγνίδι, αφού έχασε το φως του. Παρότι τυφλός, διορίστηκε καθηγητής των ελληνικών γραμμάτων και της ρητορικής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου δίδαξε για σχεδόν τριάντα χρόνια. Μεταξύ των μαθητών του ξεχωρίζει ο μετέπειτα σπουδαίος διηγηματογράφος Γεώργιος Βιζυηνός, του οποίου ενίσχυσε τον ζήλο για τα γράμματα.

Το πλήγμα της μοίρας ο Τανταλίδης το αντιμετώπισε με καρτερία και στωικότητα. Συνέγραφε υπαγορεύοντας πολλά έργα, φιλολογικά και εκκλησιαστικά, για τα οποία τιμήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με τον τίτλο του «Μεγάλου ρήτορος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας».

Λίγο πριν από τον θάνατό του, που επισυνέβη στις 31 Ιουλίου 1876 στη Χάλκη, εξέδωσε στην Αθήνα την ποιητική συλλογή «Άσματα». Κηδεύτηκε με μεγάλη λαμπρότητα στη Χάλκη. Ο τάφος του βρίσκεται πίσω από το ναό της Αγίας Τριάδας, όπου αναπαύεται για πάνω από ένα αιώνα ο τυφλός ποιητής. Το χαραγμένο πάνω στην πλάκα του τάφου επίγραμμα θυμίζει το δράμα της ζωής του:

Ένθεν απέστιν Ηλίας Τανταλίδης
τυφλός μεν εν γη, νυν δ’ εν ουρανώ βλέπων.

Ως ποιητής, ο Τανταλίδης συνεχίζει τη φαναριώτικη παράδοση, που του χάρισε τον τίτλο «αηδών και κύκνος του Βοσπόρου». Τα πρώτα του ποιήματα γράφτηκαν υπό την επίδραση της στιχουργίας του Αθανασίου Χριστόπουλου, με ερωτικό και βακχικό χαρακτήρα, σε γλώσσα καθαρεύουσα και έντονη την επίδραση του εκκλησιαστικού περιβάλλοντος. Αργότερα, διακρίθηκε ιδιαίτερα για τα ποιήματά του, με ευθυμογραφικό ή σατιρικό τόνο και μάλιστα για όσα απεικονίζουν χαρακτηριστικούς τύπους της φαναριώτικης κοινωνίας. Δημοφιλή ήταν, επίσης, και τα παιδικά του ποιήματα.

Κρίσεις για το έργο του

Η λυρική του φλέβα δε μπορεί να εκδηλωθεί γιατί σκοντάφτει στην αρχαίζουσα ή καθαρεύουσα. Όταν, όμως, γράφει σατιρικά ποιήματα, οι στίχοι του έχουν χάρη.

Γιάννης Κορδάτος, ιστορικός

Εκείνο που ξεχωρίζει μέσα στο έργο του είναι η ικανότητά του να κατεβάζει τον τόνο και να ξαναδίνει την ξεχασμένη φαναριώτικη χάρη και ευτραπελία. Αν κι έχασε νωρίς το φως του, τα ποιήματά του κράτησαν αυτή την διάθεση ως το τέλος της ζωής του, όπου τη βλέπουμε να συνδυάζεται με την πολίτικη γλώσσα, έχουμε αξιόλογες επιτυχίες.

Κ.Θ. Δημαράς, κριτικός λογοτεχνίας

Αν και σήμερα ο Ηλίας Τανταλίδης μπορεί να θεωρείται ποιητής που δε ανταποκρίνεται στις σύγχρονες μορφές της ποιήσεως, υπήρξε εποχή που η παρουσία του ήταν αισθητότατη. Και είναι χαρακτηριστικό, αυτό που βέβαια θυμόμαστε οι παλαιότεροι, πως δεν έλειπαν ποτέ ποιήματά του από τα αναγνωστικά των σχολείων μας. Σε εποχή, που η μεγαλοστομία και ο λογιωτατισμός της καθαρεύουσας κυριαρχούσε απόλυτα, ο Ηλίας Τανταλίδης μπόρεσε να εκφράσει μ’ αυτήν, με δροσιά όμως και με χάρη, συχνά και αληθινή συγκίνηση, τον συναισθηματικό κόσμο της ψυχής του.

Πέτρος Γλέζος, λογοτέχνης


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

·         Η αποδημία της
·         Η Κεράτσα
·         Μικράτα
·         Ο γάτος
·         Το Ναυτόπουλο


 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου