Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 07 Μάι 2020
Αλέξης Τραϊανός
Κλίκ για μεγέθυνση

Ποιητής, από τους πιο αξιοπρόσεκτους της λεγόμενης «γενιάς του εβδομήντα» και από τους αυτόχειρες της ελληνικής λογοτεχνίας.

Ο Αλέξης Τραϊανός, φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Ζαβατάρη, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Οκτωβρίου 1944. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και εργάστηκε πρώτα ως διοικητικός υπάλληλος στον ΟΤΕ και αργότερα ως αερολιμενικός στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.

Το ενδιαφέρον του για την ποίηση εκδηλώθηκε το 1965 κι έναν χρόνο αργότερα πήρε μέρος στον ποιητικό διαγωνισμό της «Πνευματικής Εστίας» των φοιτητών του ΑΠΘ, όπου με το ποίημα «Δοκιμή πάνω σε μια αντίρρηση» κέρδισε την Α’ διάκριση. Το 1971 συμμετείχε στον Παμφοιτητικό Διαγωνισμό Ποίησης του συλλόγου φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και πήρε το Α’ βραβείο. Στο μεταξύ, ποιήματά του δημοσιεύθηκαν στα περιοδικά «Η Λέξη», «Το Δέντρο», «Γράμματα και Τέχνες», «Γραφή», «Καμίνι» τής Αθήνας, «Νέα Πορεία», «Τραμ», «Ο Παρατηρητής» τής Θεσσαλονίκης, «Θρακικά Χρονικά» της Ξάνθης κ.α.

Το σώμα του ποιητικού έργου αποτελούν οι συλλογές: «Οι μικρές μέρες» (1973), «Η κλεψύδρα με τις στάχτες» (1975), «Το δεύτερο μάτι τού Κύκλωπα / Cancerpoems» (1977), «Το σύνδρομο του Ελπήνορα (1984) και «Φύλακας Φρεατίων - Τα Ποιήματα» (1991). Η τελευταία αποτελεί συγκεντρωτική έκδοση των δημοσιευμένων ποιημάτων του, που επιμελήθηκαν ο Αλέξης Ζήρας και ο Στέφανος Μπεκατώρος. Περιλαμβάνει, ακόμη, αδημοσίευτα ποιήματα, σχεδιάσματα ποιημάτων, επιστολές του ποιητή, απάνθισμα κριτικών κειμένων, χρονολόγιο της ζωής και του έργου του και βιβλιογραφία.

Παράλληλα, έχουν κυκλοφορήσει σε βιβλία οι μεταφράσεις του: «Ανθολογία Νέγρων Ποιητών» (1969), «Μεταπολεμική Αμερικανική Ποίηση» (1979), «Μπουκόβσκι, επιλογή από το έργο του» (1980) και Τσέζαρε Παβέζε: «Ο θάνατος θα’ ρθει και θα’ χει τα μάτια σου» (1988), που μετέφρασε μαζί με τον Ευριπίδη Γαραντούδη.

Ο Αλέξης Τραϊανός, ύστερα από τρεις ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας, έδωσε τέλος στη ζωή του με μία τέταρτη, στις 7 Μαΐου 1980, στο Καπανδρίτι Αττικής.


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

Έγινε βράδυ πάλι

Ποίημα του δωματίου
Κατοικίδιος σκορπιός κατεβαίνει απ’ το ταβάνι
Και πρέπει να μείνουν λίγες ώρες μαζί
Αυτός και το βράδυ
Σ’ αυτό το τοπίο μόνο κι επιληπτικό
Απ’ τη λυπημένη σπατάλη μιας σκέψης

                 Μια Σαχάρα από καθρέφτες
                 Όπου εγώ και ο θάνατος
                 Συναντιόμαστε κάθε μέρα σχεδόν
                 Με τις ίδιες συνηθισμένες κινήσεις
                 Τις ίδιες νύχτες
                 Βλέποντας κι απόψε
                 Αυτό το ζαχαρί ζευγάρι
                 Με μια σκόρπια διάθεση
                 Απ’ το καπνισμένο μάτι
                 Λέξεων μόνον καθώς επιπλέουνε στο ποίημα
                 Ή με τη σίγουρη σημασία ενός σκορπιού
                 Να πλέει μέσα σ’ αυτό το κουβαριασμένο
                 Στο πάτωμα ζευγάρι κάλτσες

Για τι πράγμα   Τι τέλος
Γιατί μιλώ όχι από μένα
Δε διατείνομαι τίποτα ούτε και διαθέτω
Ελάχιστα πράγματα βλέπω

Κάθε λίγο και κάτι χαλάει
Οι σωλήνες οι φλέβες ο ύπνος οι λάμπες
                 Γιατί έχω ένα μάτι γεμάτο καπνούς Άδειο
                 Αυτό να φωτογραφίσεις
                 Μα δεν μπόρεσες ούτε καν να στραφείς
                 Προς τα ‘κει που αυτό καταστρέφεται

Γιατί δεν μπόρεσα να καταλάβω
Ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο
Πεταμένος σε τούτο το γήινο τοπίο του '77
Θυμάμαι πότε πότε διάφορα πράγματα
Απορώ με διάφορα πράγματα

                 Τι κάνουν τα ρούχα της πεθαμένης
                 Μετά που φεύγει
                 Τι κάνουν τις λέξεις του ποιητή
                 Μετά που μένει

Γιατί τέλειωσα σήμερα το προηγούμενο ποίημα
Με μιαν αμνησία γύρω από τις λέξεις
Που γράψαν τις λέξεις μου
Γιατί τέλειωσα

Αυτή 'ναι η Σαχάρα
Με τους σκορπιούς της επάνω μου
Πάνω στην πλάτη μου
Στην πλάτη της πλάνης
Σ’ όλα τα πλάτη
                 Η γεωγραφία μ’ άρεζε κάποτε
                 Όμως τώρα τόσο χαμένες
                 Οι πρωτεύουσες της οδύνης μου
                 Σε μια δίνη


Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology/491

© SanSimera.gr

ΚατοικίδιοςΣκορπιός

 

Έγινε βράδυ πάλι

Ποίημα του δωματίου
Κατοικίδιος σκορπιός κατεβαίνει απ’ το ταβάνι
Και πρέπει να μείνουν λίγες ώρες μαζί
Αυτός και το βράδυ
Σ’ αυτό το τοπίο μόνο κι επιληπτικό
Απ’ τη λυπημένη σπατάλη μιας σκέψης

                 Μια Σαχάρα από καθρέφτες
                 Όπου εγώ και ο θάνατος
                 Συναντιόμαστε κάθε μέρα σχεδόν
                 Με τις ίδιες συνηθισμένες κινήσεις
                 Τις ίδιες νύχτες
                 Βλέποντας κι απόψε
                 Αυτό το ζαχαρί ζευγάρι
                 Με μια σκόρπια διάθεση
                 Απ’ το καπνισμένο μάτι
                 Λέξεων μόνον καθώς επιπλέουνε στο ποίημα
                 Ή με τη σίγουρη σημασία ενός σκορπιού
                 Να πλέει μέσα σ’ αυτό το κουβαριασμένο
                 Στο πάτωμα ζευγάρι κάλτσες

Για τι πράγμα   Τι τέλος
Γιατί μιλώ όχι από μένα
Δε διατείνομαι τίποτα ούτε και διαθέτω
Ελάχιστα πράγματα βλέπω

Κάθε λίγο και κάτι χαλάει
Οι σωλήνες οι φλέβες ο ύπνος οι λάμπες
                 Γιατί έχω ένα μάτι γεμάτο καπνούς Άδειο
                 Αυτό να φωτογραφίσεις
                 Μα δεν μπόρεσες ούτε καν να στραφείς
                 Προς τα ‘κει που αυτό καταστρέφεται

Γιατί δεν μπόρεσα να καταλάβω
Ούτε τον χρόνο ούτε τον τόπο
Πεταμένος σε τούτο το γήινο τοπίο του '77
Θυμάμαι πότε πότε διάφορα πράγματα
Απορώ με διάφορα πράγματα

                 Τι κάνουν τα ρούχα της πεθαμένης
                 Μετά που φεύγει
                 Τι κάνουν τις λέξεις του ποιητή
                 Μετά που μένει

Γιατί τέλειωσα σήμερα το προηγούμενο ποίημα
Με μιαν αμνησία γύρω από τις λέξεις
Που γράψαν τις λέξεις μου
Γιατί τέλειωσα

Αυτή 'ναι η Σαχάρα
Με τους σκορπιούς της επάνω μου
Πάνω στην πλάτη μου
Στην πλάτη της πλάνης
Σ’ όλα τα πλάτη
                 Η γεωγραφία μ’ άρεζε κάποτε
                 Όμως τώρα τόσο χαμένες
                 Οι πρωτεύουσες της οδύνης μου
                 Σε μια δίνη

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου