Loading...

Κατηγορίες

Πέμπτη 21 Ιούλ 2022
Το 1928 "φεύγει" ο ποιητής και πεζογράφος Κ. Καριωτάκης
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

 




«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».


"Πρέβεζα" - Κώστας Καρυωτάκης

Στις 21 Ιούλη 1928 φεύγει απ’ την ζωή ο διεθνώς αναγνωρισμένος ποιητής και πεζογράφος Κώστας Καρυωτάκης. Αφησε πίσω του όμως ένα έργο που εξακολουθεί να διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ τα δημιουργήματά του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες ξένες γλώσσες.

[...] Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!
Ταράζει και η ανάσα σου τα μαύρα της Στυγός
Νερά 1, που με πηγαίνουν, όπως είμαι ναυαγός,
Εκεί, στο απόλυτο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη.
(Κώστας Καρυωτάκης,
ΦΥΓΕ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ…) 2


O Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) γεννήθηκε στις 30 του Οκτώβρη του 1896 στην Τρίπολη στο σπίτι της μητέρας του Αικατερίνης (Κατίγκως) Σκάγιαννη. Είχε ακόμη έναν αδελφό, τον Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος και μια αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε το δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο. «Ο ίδιος ήταν κοντός, αδύνατος, ένα λυμφατικό 3 αγοράκι», θα γράψει η Λιλή Ζωγράφου, «που δε θύμιζε σε τίποτα τα γεροδεμένα κι όμορφα αδέλφια του, δίνοντας την εντύπωση ενός μάλλον κουτούτσικου παιδιού. Το ντροπαλό και λιγομίλητο παιδί γίνεται ο δειλός και χωρίς σιγουριά άντρας» 4.

Το επάγγελμα του πατέρα του Γεώργιου Καρυωτάκη – πολιτικός μηχανικός του Υπουργείου Δημοσίων Έργων – τον ανάγκασε να ζήσει σε διάφορες επαρχιακές πόλεις, όταν εκείνος έπαιρνε μεταθέσεις ως νομομηχανικός. Έτσι έζησε κατά καιρούς στη Λευκάδα, την Κεφαλονιά, την Καλαμάτα, την Πάτρα, την Αθήνα, μα και στα Χανιά. Στην κρητική πρωτεύουσα -τα Χανιά- έζησε τον περισσότερο καιρό, εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο 5 κι εκεί περνούσε τα καλοκαίρια του ως φοιτητής.

Ήταν αναθρεμμένος αυστηρά, πληροφορία που επιβεβαίωσε στη Λιλή Ζωγράφου το άμεσο περιβάλλον μα και ο στενότερος του φίλος. Άλλωστε την ομολογεί και ο ίδιος ο ποιητής, λίγο πριν πεθάνει:

ΥΠΟΘΗΚΑΙ 6

Η οικογένεια του Κώστα Καρυωτάκη
σε φωτογραφία παρμένη μάλλον το 1913.
Ο ίδιος διακρίνεται πάνω δεξία από τον πατέρα του.
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν’ αρέσει.
Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν [οι] άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα [...].

Ο Καρυωτάκης στα Χανιά δεν έκανε πολλές παρέες, ήταν ένα παιδί δειλό, ασθενικό και πάντα φοβισμένο. Δεν τον “έπαιζαν” οι συμμαθητές του, τον φώναζαν “γέρο” και τον απέφευγαν συστηματικά 7: «Όσο είναι μικρός, λοιπόν, ο Καρυωτάκης, τα παιδιά τον αποφεύγουν. Δε θα τρέξει, δε θα ξεφωνίσει, δε θα ξεκαρδιστεί. Περήφανος και τρομοκρατημένος, ίσως, να καταλαγιάσει φυλακίζοντας μέσα του ένα σμάρι πουλιά που λαχταρούν να ορμήσουν στο πανηγύρι του σούρουπου», θα γράψει με τρυφερότητα και λυρισμό για τον ποιητή η Λιλή Ζωγράφου. «Ο λιγοστός αυθορμητισμός, που πιθανόν να του άφησε η “αυστηρή ανατροφή”, θα ξεψυχήσει στην αμείλικτη και άκαρδη αδιαφορία των συνομηλίκων του» 8.


Είναι αυτή η σκληρότητα των συμμαθητών του που τον έκανε να ζει, σχεδόν, μόνος του στα Χανιά, με συντροφιά τη μελαγχολία του, προσπαθώντας ν” αντλήσει από μέσα του τη δύναμη της παρηγοριάς, μελετώντας αδιάκοπα, ώστε με την πνευματική του ανωτερότητα, ν” αντιδράσει στην πληκτική αδιαφορία που τον κύκλωνε. Έτσι, όντας γεννημένος ποιητής, ρίχτηκε με πάθος να δημιουργήσει μια γενναία ξεχωριστή πραγματοποίηση, μια καινούρια ποίηση 9.

Στα Χανιά, άλλωστε, ο Καρυωτάκης θα γράψει τα πρώτα του “στιχάκια” στα δεκαέξι του χρόνια: «Από κει κι έπειτα θα συνεχίσει να γράφει μανιασμένα κι ακόμη πιο μανιασμένα θα στέλνει διπλά και τριπλά αντίγραφα σ” όλες τις φυλλάδες της εποχής» 10. Ήταν κάποια πρωτόλεια στιχουργήματα και πεζογραφήματα της πρώτης του νεότητας (1913-1916), «που ο ίδιος τα αποκήρυξε σιωπηρά με την έκδοση της πρώτης του, ακόμη ανώριμης, συλλογής» 11, που έφερε τον τίτλο: «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων» (1919). Στο σύνολό τους ήταν ρηχά ακόμα και ποιητικά ανεπεξέργαστα γυμνάσματα, τα οποία δεν καταφέρνουν να ηλεκτρίσουν με την έντασή τους τον ψυχισμό του αναγνώστη. Σε μερικά, ωστόσο, από αυτά διακρίνεται ο μόχθος του νεαρού ποιητή για τη γνώση της τεχνικής του στίχου και την κατάκτηση της μετρικής αρτιότητας, όπως π.χ. συμβαίνει με το ΣΟΝΕΤΟ 12:

ΣΟΝΕΤΟ 13

Τα φύλλα κιτρινίσανε και πέφτοντας στο χώμα,
ξεχύνονται σ” αφάνταστο, σ” απότρελο χόρο.
Τα λουλουδάκια κλείσανε το θεϊκό τους στόμα
και γέρνουν άθελα στη γη, κοπάδι θλιβερό.
Ο ήλιος που άλλοτε, που χθες, προχθές ακόμα
εσκόρπιζε το γέλιο του, ψηλά, το λαμπερό,
σκυθρώπασε, και έπνιξε τ” ολόχρυσό του χρώμα
στα μολυβένια σύννεφα που πέρα εκεί θωρώ.
Η θάλασσα εφούσκωσε κι εθέριεψε το κύμα,
στο πεζοδρόμι η βροχή χτυπάει ρυθμικά
και του διαβάτη βιαστικό ακούγεται το βήμα.
Απ” τη βροχή ετρόμαξαν τ” αθώα χελιδόνια
και σαν πετάνε φαίνεται πως λένε μυστικά:
«Εμπρός, εμπρός, να φύγουμε, θ” αρχίσουνε τα χιόνια».

Σε άλλα νεανικά του στιχουργήματα αχνοφαίνονται οι τάσεις του ψυχισμού του και η αγωνία για τη μετουσίωση, δηλαδή την ποιητική αποτύπωση του βαθύτερου του συναισθήματος, που στην ώριμη τουλάχιστον φάση αυτού του νεορομαντικού ποιητή του Μεσοπολέμου τραγικά θα μετεωρίζεται μεταξύ μηδέν και απείρου, έρωτα και θανάτου.

Τα στιχουργήματά του αυτά μπορεί να μην ήταν σπουδαία, συγκίνησαν εντούτοις μια νεαρή κι ευαίσθητη ψυχή, τη Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, που το 1913 έδωσε στον 17χρονο ποιητή το πρώτο βραβείο στην καρδιά της, αφού τον ερωτεύτηκε. Μα και ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν ερωτευμένος, όπως αφήνουν να εννοηθεί μερικά από τα στιχουργήματα αυτής της περιόδου:

ΞΕΡΩ 14

Ξέρω μια όμορφη μικρή, μια θεϊκιά κοπέλα.
Τα παιδικά φουστάνια της να φαίνονται αφήνουν
δυο πόδια ως το γόνατο -ω πειρασμός! ω τρέλα!-
και τ” άλικα 15 τα χείλια της σωρό τα γέλια χύνουν.
Όπου διαβεί κι όπου σταθεί, την ηδονή σκορπίζει.
Και νιώθεις ολοπύρινες ματιές να σου καρφώνει
όταν το φουστανάκι της με χάρη ανεμίζει
και τ” άσπρα κρύφια κάλλη της τ” αφράτα φανερώνει.
Τα μάτια της δοκίμασα να δω ποιο έχουν χρώμα.
Αστράφτουν κείνα και θαρρώ πως “Τ” είδες;” μου φωνάζουν.
“Θαμπώθηκα!” τους λέω “γω, κι αυτά μου λεν ακόμα:
“Μπορείς να δεις τον ήλιο;” Ναι, πως τον ήλιο μοιάζουν!
Είναι ξανθή, μελαχρινή; Δεν ξέρω, στο Θεό μου!
Όσες φορές εκοίταξα τη λαμπερή μορφή της,
οι ομορφιές μ” εστράβωσαν. Και χάνω τον καιρό μου
όταν παιδεύουμαι να βρω τί κρύβει η ψυχή της.

Ο έρωτάς τους, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ, γιατί ο Καρυωτάκης τον ίδιο χρόνο έφυγε από τα Χανιά (που ήταν διορισμένος ο πατέρας του), για  να σπουδάσει νομικά στην Αθήνα. Και μπορεί ο ποιητής να παραθέριζε τα καλοκαίρια στην  -πάλαι ποτέ- πρωτεύουσα της Κρητικής Πολιτείας, το αντικείμενο, όμως, του πόθου του, η ωραία κόρη Άννα Σκορδύλη, το 1915 παντρεύτηκε κάποιον άλλον. Ο δεσμός, εντούτοις, των δύο εραστών, ο οποίος προφανώς δεν ήταν μόνο φιλολογικός (όπως ισχυρίζεται η Λιλή Ζωγράφου παίρνοντας αφορμή από τα ασήμαντα γραμματάκια της νεαράς που διασώθηκαν), σύμφωνα με κάποιες -μάλλον έγκυρες- βιογραφικές πληροφορίες, συνεχίστηκε, με διακοπές, τουλάχιστον μέχρι το 1922 16.

Είναι αλήθεια πως η ερωτική σχέση του ιδανικού αυτόχειρα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη με την Άννα Σκορδύλη δεν υπήρξε σφοδρή, μιας και ήταν σημαδεμένη από τη ρηχότητα και την αψάδα της ηλικίας των δύο νέων. Γι” αυτό -πράγματι- φαντάζει αστείος ο ισχυρισμός του πρώτου βιογράφου του πως “καμιά άλλη γυναίκα δεν φαίνεται να έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στη ζωή του” 17, όταν μάλιστα ξέρουμε πως στη συνέχεια υπήρξε ο βαθύς, μα άτυχος κι αυτός, δεσμός του με την όμορφη και χειραφετημένη (για τα μέτρα της εποχής) ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, η οποία τον αγάπησε τόσο βαθιά, ώστε να του “χαρίσει” τη ζωή και κάποιους από τους ωραιότερους στίχους της, όπως αυτούς  που έγραψε για τον νεκρό σύντροφό της στο πολύ όμορφο λυρικό της ποίημα: “Μόνο γιατί μ” αγάπησες”. Τι κι αν η ζωή τους χώρισε; Η Πολυδούρη κουβαλούσε τον Καρυωτάκη εντός της, ήταν κάθε στιγμή παρών μέσα της στην τρανταχτή του απουσία.

[...] Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
(Μαρία Πολυδούρη,
Μόνο γιατί μ' αγάπησες,
Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928).

Από την άλλη, ωστόσο, πλευρά η ερωτική σχέση του Κώστα Καρυωτάκη με την Άννα Σκορδύλη ή καλύτερα ο τρόπος που αυτή διακόπηκε τον γκρέμισε για έναν καιρό στα βάραθρα της ερωτικής απογοήτευσης, έγινε δηλαδή αφορμή για την πρώτη συναισθηματική του αποκαρδίωση του, γεγονός που επέτεινε το βασανιστικό συναίσθημα της μειονεκτικότητάς του. Η ανάμνηση αυτής της ψυχικής δοκιμασίας αποτυπώνεται καθαρά σε ένα νεανικό του ποίημα που δημοσιεύτηκε σε περιοδικό, δεν βρήκε, όμως, τη θέση του στις δύο τελευταίες συλλογές του ποιητή, τα ΝΗΠΕΝΘΗ (1921) και τις ΕΛΕΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ (1927), συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί από τον ίδιο τον ποιητή αποκηρυγμένο:

ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΟΥ

Τα γράμματά σου τα “χω, Αγάπη πρώτη,
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
Τα γράμματά σου πνέουνε τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.
Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε
με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια!
Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε
παιχνίδισμα τη ζούλια και την κάκια…
Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει,
του Καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα.
Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει
η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα!
Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη,
βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
Τα γράμματά σου τάφοι· δεν τελειώνει
απάνω τους η λέξη του Θανάτου.

 
Είναι γνωστή στους περισσότερους η συνέχεια της διαδρομής στη σύντομη ζωή του Κώστα Καρυωτάκη, αυτού του αριστουργηματικά απαισιόδοξου ποιητή μέχρι να οπλίσει τη σκανδάλη και να πυροβολήσει την καρδιά του εγκαταλείποντας το αιμόρφυτο σαρκίο του κάτω από έναν ευκάλυπτο στην άκρη της Πρέβεζας, τον Ιούλιο του 1928, σε ηλικία 32 χρονών. Όντας απογοητευμένος απόλυτα από την πραγματικότητα που βίωνε και μη έχοντας ούτε την παραμικρή ελπίδα για κάποια, έστω πνευματική ανάταση, ζώντας μέσα σ” ένα περιβάλλον θλιβερό και άχαρο από κάθε πλευρά, αηδιασμένος από τον περίγυρό του και έχοντας μέσα του την πεισιθανάτια αγωνία, έγραψε τους πικρόχολους στίχους για την «Πρέβεζα», πριν αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτον κόσμο. Στην τελευταία του, μάλιστα, αποχαιρετιστήρια επιστολή θα γράψει ως υστερόγραφο, όχι χωρίς κάποια δόση αυτοσαρκασμού και θανατηφόρας ειρωνείας τα εξής: «Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τα Νερά της Στυγός είναι οι πηγές του ποταμού Κράθη στον Χελμό της Αχαΐας. Κατά την μυθολογία, η Στύγα ήταν Ωκεανίδα που είχε το παλάτι της στα Τάρταρα. Στα ύδατα της Στύγας ορκίζονταν όλοι οι θεοί, ακόμη και ο ήλιος: ήταν ο μεγαλύτερος όρκος που μπορούσε να κάνει ένας θεός και εκεί εξέτιαν την ποινή τους οι θεοί όταν ήταν τιμωρημένοι. Έλεγαν πως όποιο ον ζωντανό έπινε από το νερό της πέθαινε, και οποιοδήποτε μέταλλο το βουτούσαν στο νερά της έλιωνε.

2. Κώστας Γ. Καρυωτάκης, ΦΥΓΕ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ (απόσπασμα), που περιέχεται στην ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, βλ.: Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1993, σελ. 69.

3. λυμφατικός -ή -ό & λεμφατικός -ή -ό: που πάσχει από κακή (υπέρμετρη) λειτουργία του λεμφικού συστήματος και είναι συνήθ. αδύνατος, ωχρός και ανόρεχτος· (πρβ. καχεκτικός). || (ως ουσ.) ο λυμφατικός. [λόγ.: λυμφ-: γαλλ. lymphatique (-ique = -ικός].

4. Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, εκδόσεις Γαβριηλίδης, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 1990, σελ. 22.

5. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό «λίαν καλώς».

6.  Κώστας Γ. Καρυωτάκης, ΥΠΟΘΗΚΑΙ, που περιέχεται στην ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, βλ.: Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, ο.π., σελ. 106.

7.  Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη… ο.π., σελ. 26.

8.  Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη… ο.π., σελ. 27.

9. Μερικά βιογραφικά στοιχεία που αφορούν στον Καρυωτάκη έχουν αντληθεί από την ιστοσελίδα: Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) – Ο αριστουργηματικὸς απαισιόδοξος (http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwstas_karywtakhs/).

10. Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη… ο.π., σελ. 34.

11. Βλ. Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1993, σελ. 164.

12. σονέτο το [λόγ. < ιταλ. sonetto]: δεκατετράστιχο λυρικό ποίημα που αποτελείται από δύο τετράστιχες και από δύο τρίστιχες στροφές.

13. Βλ. Κ. Γ. Καρυωτάκη, ΝΕΑΝΙΚΑ (1913-1916) στο: ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ, φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, τόμος δεύτερος, Αθήνα 1996, σελ. 150.

14. Βλ. Κ. Γ. Καρυωτάκη, ΝΕΑΝΙΚΑ (1913-1916), ο.π., σελ. 164.

15. άλικος -η -ο [τουρκ. al -ικος]:  που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα, όπως το ζωντανό αίμα: Άλικα τριαντάφυλλα. Tα χείλια της ήταν κατακόκκινα, άλικα.

16. Βλ. Κώστας Καρυωτάκης – Χρονολόγιο. Αυτός ο πίνακας δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ἡ Λέξη», στο ειδικό αφιέρωμα για τα 60 χρόνια από το θάνατο του ποιητή,  στο διπλό τεύχος [79-80], Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1988, σελίδες 804-807.

17. Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη… ο.π., σελ. 34.



Από ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ , Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022 | 10:00 π.μ.
πηγη: http://tsak-giorgis.blogspot.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου