Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 26 Φεβ 2013
Παρέμβαση στην συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Δυτικής Ελλάδος για τη στήριξη του πρωτογενούς τομέα και τις κινητοποιήσεις των αγροτών
Κλίκ για μεγέθυνση

 

Πάτρα, 25/02/2013

 

Η αγροτική παραγωγή, καλύτερα ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο με απόλυτους, στενά οικονομικούς όρους, αλλά σφαιρικά, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τις σημαντικότατες κοινωνικές και περιβαλλοντολογικές παραμέτρους. Επίσης, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ξεκομμένη από την υπόλοιπη οικονομική ανάπτυξη, αλλά να τοποθετείται μέσα σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, που είναι αναγκαίο για το σύνολο της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Ο αγροτικός τομέας είναι πολύτιμος από πολλές απόψεις: ως παραγωγός τροφίμων αυξάνει την επισιτιστική ασφάλεια, δίνει θέσεις εργασίας και δημιουργεί προοπτικές, διατηρεί το πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, ο κόσμος της υπαίθρου είναι, σε μεγάλο βαθμό, ο διαχειριστής του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας. Στη χώρα μας και στην περιοχή μας, ο πρωτογενής τομέας θα έπρεπε να αποτελεί ευνοϊκό συγκριτικό πλεονέκτημα. Διαθέτει ιδιαίτερες εδαφοκλιματικές συνθήκες, όπου παράγονται ξεχωριστά ποιοτικά προϊόντα. Προϊόντα που αποτελούν τη βάση της, αδιαμφισβήτητης πλέον αξίας, μεσογειακής διατροφής, ανοίγοντας μεγάλες προοπτικές.

Όμως, το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης, που οδήγησε στην ερήμωση της υπαίθρου και της περιφέρειας συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό στις μεγάλες πόλεις, και με την υιοθέτηση του προτύπου της «εντατικής γεωργίας» που συνετέλεσε στην καταστροφική ερημοποίηση της γεωργικής γης, εξάντλησε πλέον τις δυνατότητές του. Οδήγησε σε μια μεγάλη περιβαλλοντική υποβάθμιση, με άμεσο αντίκτυπο σε αυτή καθ΄ εαυτή την ποσοτική και ποιοτική γεωργική παραγωγή και έμμεσο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, στην υγεία και το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων. Οι πολιτικές αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα την ασύμμετρη ανάπτυξη μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Ιδιαίτερα η Περιοχή της Δυτικής Ελλάδας και γενικότερα ο λεγόμενος Δυτικός Άξονας, έχει μεγάλες ανοιχτές πληγές, εξ αιτίας της υποβάθμισης και της στέρησης επενδύσεων από την κεντρική εξουσία.

Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι για την Δυτική Ελλάδα, όπως και για κάθε ελληνική περιφέρεια, δεν μπορούμε να μιλάμε για τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη, χωρίς ένα δυναμικό πρωτογενή τομέα, που όμως είναι αδύνατο να υπάρξει σε μια οικονομικά και πολιτιστικά υποβαθμισμένη περιφέρεια.

Για μας λοιπόν, η συνολική ισόρροπη ανάπτυξη της περιφέρειας και του αγροτικού τομέα είναι στις προτεραιότητές μας.

Είναι όμως προφανές ότι, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ο σχεδιασμός της ανασυγκρότησης της υπαίθρου πάνω στις εξής βάσεις:

Α. Την αντιμετώπιση των τρεχόντων σοβαρών προβλημάτων της αγροτικής παραγωγής και των ανθρώπων που την υπηρετούν.

Β. Την ριζική αλλαγή στο μοντέλο ανάπτυξης της υπαίθρου, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια ορθολογικά οργανωμένη γεωργική παραγωγή, με σεβασμό των φυσικών πόρων και προστασία της βιοποικιλότητας. Όροι απαραίτητοι για την εξασφάλιση της συνέχειας της παραγωγικής διαδικασίας.

Γ. Παραγωγή προϊόντων που θα είναι ανταγωνιστικά λόγω της ανώτερης ποιότητας τους και όχι κατάλληλων για είσπραξη αμφιβόλων επιδοτήσεων και απόρριψή τους σε κάθε είδους χωματερές. Προϊόντων, που θα πάρουν τη θέση τους στο καθημερινό τραπέζι του καταναλωτή, για την υψηλή διατροφική τους αξία.

Δ. Ενθάρρυνση των ελεύθερων συλλογικών μορφών παραγωγής, στον αντίποδα της καπιταλιστικής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της γης στα χέρια λίγων. Κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε να δοθεί στις συνεταιριστικές ενώσεις η χαμένη αξιοπιστία.

Ε. Αναμόρφωση και εντατικός έλεγχος, με τις κατάλληλες νομικές και κοινωνικές παρεμβάσεις, στο κύκλωμα που μεσολαβεί για τη μεταφορά του προϊόντος από το χωράφι και το στάβλο στο πιάτο του καταναλωτή. Στόχος είναι η επίτευξη καλύτερων τιμών για τον παραγωγό και μικρότερων τιμών για τον καταναλωτή.

Ζ. Σύνδεση της παραγωγής με την έρευνα και την τεχνολογία, ώστε να επιτυγχάνεται η διαρκής βελτίωση των προϊόντων, της παραγωγικής διαδικασίας, η πρόληψη και αντιμετώπιση καταστροφών και ασθενειών και ταυτόχρονα να εξασφαλίζεται μια νέα ποιότητα ζωής στην ύπαιθρο, που θα συγκρατεί τον κόσμο και ιδιαίτερα τους νέους στον τόπο τους.

Η. Είναι φανερό ότι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα, απαιτεί αύξηση των δημοσίων επενδύσεων για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, όπως επίσης για την μεταποίηση, την εμπορία, τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων, αλλά και την ουσιαστική παροχή τεχνογνωσίας και επιχειρηματικής στήριξης των αγροτών και ιδίως των νέων.

Στον αντίποδα όλων των ανωτέρω βρίσκονται οι βασικές πολιτικές των κυβερνήσεων και των δύο μεγάλων κομμάτων, στον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης. Στα λόγια ευαγγελίζονται την «ανάπτυξη» και την «ανταγωνιστικότητα» των εγχώριων προϊόντων, ενώ στην πραγματικότητα τορπιλίζουν οποιαδήποτε δυνατότητα πραγματικής αύξησης της παραγωγικότητας και της ποιότητας. Χαρακτηριστικά:

1. Περιορισμοί στην παραγωγή, αθρόες εισαγωγές ομοειδών προϊόντων και συνήθως κατώτερης ποιότητας σε σχέση με τα εγχώρια, χαμηλή απορροφητικότητα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και δραστική μείωση των ιδιωτικών και των δημοσίων επενδύσεων στον αγροτικό τομέα.

2. Απόλυτη ελευθερία στην κερδοσκοπική ασυδοσία του εμποροβιομηχανικού κεφαλαίου και έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου στις τιμές, τις εισαγωγές και την ποιότητα των προϊόντων και των τροφίμων.

3. Κάθετη αύξηση του κόστους παραγωγής, εξαιτίας της αλματώδους αύξησης των τιμών βασικών αγροτικών εφοδίων, της αύξησης του ΕΦΚ στο πετρέλαιο και του τιμολογίου του αγροτικού ρεύματος, αλλά και της μείωσης της επιστροφής ΦΠΑ στους αγρότες.

4. Διάλυση και απαξίωση των συνεταιριστικών οργανώσεων, που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν σε όλο το κύκλωμα παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης των προϊόντων, για λογαριασμό και προς όφελος των αγροτών.

5. Διάλυση των υπηρεσιών και των οργανισμών εποπτείας, που θα μπορούσαν να παράσχουν τεχνική, διοικητική, ελεγκτική και επιστημονική υποστήριξη στους παραγωγούς, ανυπαρξία οικονομικών, φορολογικών και άλλων κινήτρων, καθώς και διάλυση όλων των υποδομών (συγκοινωνίας, παιδείας, υγείας, πολιτισμού κ.ά.), που θα βοηθούσαν τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, και κυρίως τους νέους, να μείνουν στην ύπαιθρο και να αναβαθμίσουν τις επενδύσεις τους στην αγροτική παραγωγή.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για την Κοινή Αγροτική πολιτική (Κ.Α.Π.). Η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ σε όλες τις χώρες της ΕΕ, δημιούργησε τα τελευταία χρόνια πρόσθετες δυσκολίες στη βιωσιμότητα της οικογενειακής γεωργίας, γεγονός που ιδιαίτερα πλήττει την Ελληνική Γεωργία, που χαρακτηρίζεται από την οικογενειακή οργάνωσή της. Η εμπειρία από τη εφαρμογή της νέας ΚΑΠ έδειξε ότι το σύστημα της «αποσύνδεσης» των επιδοτήσεων από την παραγωγή, η περικοπή των επιδοτήσεων μέσω της «ενιαίας ενίσχυσης» και των διαφόρων «κρατήσεων», τα κριτήρια της «πολλαπλής συμμόρφωσης», δεν ευνοούν τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς και την οικογενειακή γεωργία. Αντίθετα, εξυπηρετούν τις μεγάλες αγροτοεπιχειρήσεις, τις βιομηχανίες μεταποίησης και τους μεγάλους εξαγωγείς προϊόντων, που λαμβάνουν και τον κύριο όγκο των επιδοτήσεων, αναπαράγοντας το πρότυπο της «εντατικής γεωργίας», με αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα των τροφίμων, στην αγροτική εργασία και στο περιβάλλον. Οι μικρομεσαίοι αγρότες, και ιδιαίτερα οι νέοι, δεν έχουν ουσιαστικά περιθώρια επιβίωσης στις νέες συνθήκες.

Η αναθεώρηση της ΚΑΠ σηματοδοτεί ανοικτά την εφαρμογή νεοφιλελεύθερης πολιτικής στον αγροτικό τομέα. Οδηγεί με βεβαιότητα, όχι μόνο στην περαιτέρω μείωση του εισοδήματος του μικρομεσαίου αγρότη, αλλά διαμορφώνοντας τις τιμές για τα προϊόντα των μικρών παραγωγών κάτω από το κόστος, τους οδηγεί στην εξαφάνιση, αδιαφορώντας για την τύχη τους. Την ίδια στιγμή δεν υπάρχει κανένα όφελος για τον καταναλωτή, διότι το οποιοδήποτε όφελος το καρπούνται οι βιομηχανίες μεταποίησης αγροτικών προϊόντων και οι αλυσίδες των Super-Market και των μεσαζόντων.

Είναι προφανές ότι χρειάζεται μια ριζικά διαφορετική πολιτική. Η εναλλακτική λύση στα σημερινά αδιέξοδα του αγροτικού τομέα είναι μια μορφή γεωργίας πιο ήπια, που σέβεται το περιβάλλον, τον παραγωγό και τον καταναλωτή. Χωρίς να θυσιάζει τη διατροφική επάρκεια. Που εξασφαλίζει απασχόληση και ικανοποιητικό εισόδημα στην οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση και προωθεί την ανάπτυξη των συνεταιρισμών, των ομάδων παραγωγών και άλλων συλλογικών μορφών αγροτικής δραστηριότητας. Που χρησιμοποιεί ορθολογικά ήπια μέσα φυτοπροστασίας και λίπανσης, που σέβεται τους φυσικούς πόρους, που συμβάλλει στον περιορισμό της διάβρωσης των εδαφών, που περιορίζει την κατανάλωση και τη ρύπανση των υδάτινων πόρων και προσπαθεί να παράγει περισσότερη ενέργεια από όση καταναλώνει. Που προστατεύει τη βιοποικιλότητα, δεν χρησιμοποιεί γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και είναι ελεύθερη στην παραγωγή σπόρων και αγροτικών εφοδίων. Που παράγει ποιοτικά προϊόντα, κατά τεκμήριο πλουσιότερα σε θρεπτικά στοιχεία, με αυστηρές προδιαγραφές και υπό τακτικό και διαρκή έλεγχο από ανεξάρτητους φορείς, για την ασφαλή κατανάλωσή τους.

Η επίτευξη των στόχων αυτών εκτός των άλλων απαιτεί ένα ριζοσπαστικό αγροτικό, αλλά και ευρύτερο κίνημα, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα διεκδικήσει :

1. Μια ριζική αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, μέσα από τη συνολική ανατροπή των κυρίαρχων στην Ε.Ε. νεοφιλελεύθερων πολιτικών, και του μοντέλου της εθνικής αγροτικής πολιτικής.

2. Την ανασυγκρότηση των παραγωγικών συνεταιρισμών και των ομάδων παραγωγών, τη στήριξη της αυτοοργάνωσης των αγροτών μέσα από συμμετοχικές, δημοκρατικές διαδικασίες και τη λειτουργία των αγροτικών συνεταιρισμών σαν κοινωνικές επιχειρήσεις που υπερασπίζονται το μόχθο των αγροτών, ώστε να επιτευχθεί διαφάνεια, ασφάλεια και δικαιοσύνη σε όλα τα στάδια της παραγωγής και διακίνησης αγροτικών προϊόντων, από το χωράφι και το στάβλο, μέχρι το πιάτο του καταναλωτή.

 

Η Αντίσταση Πολιτών υποστηρίζει, με όσες δυνάμεις διαθέτει, τον αγώνα των αγροτών για επιβίωση. Τα σημερινά αιτήματα των αγροτών δεν έρχονται σε αντίθεση με το μακρόπνοο σχέδιο ανόρθωσης του πρωτογενή τομέα, με ριζοσπαστικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Απεναντίας, αποτελούν τα άμεσα αναγκαία μέτρα προκειμένου να σταματήσει η καταστροφή και να διασφαλιστεί η συνέχιση της παραγωγικής διαδικασίας στην νέα αγροτική χρονιά.

Για το λόγο αυτό, καλούμε την Περιφέρεια να σταθεί στο πλευρό των μαχόμενων αγροτών και να συμβάλει στον αγώνα για:

1. Την επαναφορά στο 11% της επιστροφής ΦΠΑ των γεωργικών προϊόντων και εφοδίων και τη μείωση στο ελάχιστο του ΦΠΑ στα γεωργικά εφόδια.

2. Την επιστροφή του ΕΦΚ και καθιέρωση αφορολόγητου αγροτικού πετρελαίου, σε ποσότητα που θα καθορίζεται από την ετήσια δήλωση καλλιέργειας κάθε παραγωγού.

3. Το μειωμένο τιμολόγιο της ΔΕΗ για όλη την καλλιεργητική περίοδο.

4. Την ανακατανομή του προγράμματος ήσσονων ενισχύσεων (de minimis) για αγορά ζωοτροφών, σε όφελος των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων και κτηνοτροφικών μονάδων.

5. Τη ρύθμιση αγροτικών χρεών (συμπεριλαμβανομένης της διαγραφής μέρους τους) λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικά, εισοδηματικά και περιουσιακά στοιχεία

6. Τη θεσμοθέτηση της κάρτας αγρότη για την αγορά γεωργικών εφοδίων, με την εγγύηση του δημοσίου και οικονομικό πλαφόν βασισμένο στα στοιχεία των δηλώσεων καλλιέργειας της τελευταίας διετίας.

7. Την εντατικοποίηση των κρατικών μηχανισμών ελέγχου της αγοράς και την άμεση πάταξη των υπερτιμολογήσεων, των εναρμονισμένων τιμών και των παράνομων ελληνοποιήσεων.

Τέλος, επειδή η τρικομματική Ελληνική κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει τίποτα μπροστά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Τρόικα και των δανειστών, τα οποία και αντιπροσωπεύει, καλούμε την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας να συμπορευτεί με το λαϊκό κίνημα που μάχεται για την άμεση ανατροπή αυτής της κυβέρνησης, γιατί κάθε μέρα που παραμένει στους κυβερνητικούς θώκους βαθαίνει την καταστροφή της Ελληνικής κοινωνίας και την απαξίωση της Ελληνικής οικονομίας.

Γιάννης Λύχρος

Περιφερειακός Σύμβουλος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου