Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 04 Σεπ 2023
Η Συμβολή των Αναρχικών στα Γεγονότα της «Σταφιδικής κρίσης» – 1893-1905
Κλίκ για μεγέθυνση












(Μέρος Α’)

 

Η παρουσία Ιταλών αναρχικών και η σημασία της ιταλικής παροικίας στην Πάτρα

Τα εξεγερσιακά γεγονότα της λεγόμενης «σταφιδικής κρίσης», που διαδραματίστηκαν στην βορειοδυτική Πελοπόννησο στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν η συνέχεια μιας μακράς εξεγερσιακής παράδοσης του αγροτικού πληθυσμού στις συγκεκριμένες περιοχές αλλά και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο που αμφισβητούσαν την κρατική εξουσία. Στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο συνέβησαν αρκετά «έκρυθμα» γεγονότα που ουσιαστικά φανέρωναν στους «κρατούντες» ότι το σχεδόν έξι δεκαετιών κρατικό οικοδόμημα, ακόμα δεν είχε στηθεί καλά στα πόδια του. Οι αγροτικοί πληθυσμοί επέμεναν στην αλληλεγγύη της κοινότητας και διατηρούσαν συνήθειες και πρακτικές που ακόμα δεν χωρούσαν σε ένα νεοσύστατο κράτος. Έτσι λοιπόν μεταξύ 1893-1905 στην βορειοδυτική Πελοπόννησο, με αφορμή το σταφιδικό ζήτημα, μεταξύ άλλων συνέβησαν:  πλήθος συλλαλητηρίων, εκ των οποίων πολλά ήταν ένοπλα, βίαιες εκδηλώσεις με καταλήψεις σιδηροδρομικών σταθμών και δημοσίων κτηρίων, λιθοβολισμούς κατοικιών βουλευτών, τραπεζίτων και σταφιδοεμπόρων καθώς και τρένων, απαλλοτριώσεις κρατικών αποθηκών με σταφίδα, εξεγέρσεις σε χωριά με αφορμή την είσοδο φοροεισπρακτόρων, ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ χωρικών και στρατού και εξάπλωση της κοινωνικής ληστείας λόγω των υπερχρεωμένων αγροτών και απελευθερώσεις συλληφθέντων για χρέη. Μέσα σε αυτό το κλίμα στις 3 Νοεμβρίου 1898, δολοφονείται στην Πάτρα ο τραπεζίτης Διονύσης Φραγκόπουλος και τραυματίζεται ο σταφιδέμπορας Ανδρέας Κόλλας από τον αναρχικό σανδαλοποιό Δημήτρη Μάτσαλη. Επίσης δεν θα πρέπει να λησμονούμε τον πόλεμο μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού κράτους που κατέληξε σε ήττα του πρώτου και την απόπειρα δολοφονίας του βασιλιά Γεωργίου Ά.

 Στο παραπάνω λοιπόν πλαίσιο κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι αναρχικοί στην Πάτρα και τον Πύργο. Μέσα από την πορεία των αναρχικών ομάδων μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το τώρα. Γιατί τελικά ενώ υπήρχαν αναρχικές ομάδες που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στην βορειοδυτική Πελοπόννησο και στην Αθήνα, από τα μέσα του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα, διαδραματίζοντας έντονο ρόλο κατά την περίοδο της λεγόμενης «σταφιδικής κρίσης», μετά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα εξαφανίζονται; Ξεδιπλώνοντας το συγκεκριμένο θέμα γεννιούνται μια σειρά ερωτήματα, που αφορούν τους λόγους όπου οι αναρχικές ομάδες εξαφανίζονται μετά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Ερωτήματα γύρω από: α) τον ρόλο που διαδραμάτισε η ίδια η «σταφιδική κρίση» για την πορεία των αναρχικών ομάδων. β) Την σημασία των αναρχικών θέσεων πάνω στην «σταφιδική κρίση». γ) Τον ρόλο των «εκπτώσεων» των αναρχικών ιδεών για χάρη κοινωνικών συμμαχιών. δ) Τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η άγρια καταστολή του κράτους στους αναρχικούς.

Οι αναρχικοί της Πελοποννήσου αντιλαμβάνονται την σημασία των γεγονότων του σταφιδικού ζητήματος και βρίσκονται στις σταφιδοπεριοχές, ενισχύοντας τις θέσεις των αγροτικών πληθυσμών, με τον λόγο και τις πρακτικές τους. Τα μέλη της αναρχικής εφημερίδας της Πάτρας, «Επί τα Πρόσω» αναφέρουν χαρακτηριστικά τον τρόπο διάδοσης των αναρχικών ιδεών στα χωριά: «Και την παρελθούσαν εβδομάδα η προπαγάνδα έκαμε επιτυχή εργασία. Την παραλθσύσαν Δευτέρα τρεις σύντροφοι εξέδραμον ανά τα δυτικά χωρία των Πατρών. Στα Καμίνια: Εν τω χωρίω τούτω η διάδοσις των αναρχικών ιδεών περιωρίσθη εις οικίας γνωστών φίλων μας εν αις προσεκλήθημεν. Συζητήσεις ευρείας και μετά σοβαρού ενδιαφέροντος διεξήχθησαν μεταξύ των παρευρισκομένων χωρικών, περί της υφισταμένης αθλίας καταστάσεως καθώς και περί των ιδεών μας». Σε άλλη δημοσίευση στο ίδιο φύλο αναφέρουν: «Αλλ’ ότι υπήρξεν εκτάκτως επιτυχές δια τους προπαγανδιστάς μας ήτο η εν τω χωρίω Αγιος Βασίλειος (Βραχνών) δεξίωσις κι ο ενθουσιώδης ζήλος μετά του οποίου οι κάτοικοι του προσεφέρθησαν όπως γνωρίσωσιν καλύτερον τας αναρχικάς ιδέας. Το ενδιαφέρον των χωρικών μετ’ ολίγω ωρών τοσούτον ηυξήθη, ώστε διακόσιοι περίπου άνθρωποι είχον την τιμήν να εγγραφώσι… ».[1]

Ο λόγος και οι πράξεις των αναρχικών, βρίσκουν απήχηση κυρίως λόγω της αντικρατικής και αντικυβερνητικής τους διάστασης, έτσι οι παραδοσιακές εξεγερσιακές αγροτικές πρακτικές εναρμονίζονται με αυτές των αναρχικών. Οι αναρχικοί λαμβάνουν μέρος σε συγκρούσεις με αστυνομία και στρατό όταν καταφθάνουν σε διάφορες περιοχές, για την σύλληψη φυγόδικων και συμμετέχουν σε απαλλοτριώσεις σταφιδοαποθικών. Μάλιστα παρατηρείται αύξηση του αριθμού των προκηρύξεων στις περιοχές όπου συμβαίνουν βίαια και εξεγερσιακά γεγονότα. Χαρακτηριστική είναι η προκήρυξη στο χωριό Βαρβάσαινα, που θεωρείται το χωριό με τα πιο έντονα και βίαια γεγονότα: «Λαέ εγέρθητι και απόβαλε την νάρκη σου, διεκδίκησον τα δικαιώματα σου, την φρούρησιν, ιδίαις δυνάμεσιν την ζωήν, την περιουσίαν και την τιμήν σου αποδειχθείσης ανικάνου της εντολοδόχου σου πολιτείας».[2]

Χαρακτηριστικές είναι και οι συζητήσεις στην βουλή, σε όλη την διάρκεια της σταφιδικής κρίσης, που αφορούν την δράση των αναρχικών στην βορειοδυτική Πελοπόννησο και στον τρόπο καταστολής τους. Η δήλωση του βουλευτή Χατζόπουλου σε συζήτηση της βουλής για τον εκσυγχρονισμό του αστυνομικού κράτους είναι ενδεικτική: Και εάν Κύριοι, περί τα άλλα δυνάμεθα αδιαφορίας να έχωμεν προς την κατάστασιν ημών, αλλά τουλάχιστον η κατάστασις η σημερινή πρέπει πρωτίστως να μας εμπνεύσει την ιδέαν ότι συντόμως πρέπει να μεριμνήσωμεν περί αστυνομικής τάξεως εν τω Κράτει. Βεβαίως μεγάλη αφροσύνη θα ήτο αν δεν εβλέπομεν ότι έχομεν μεγίστην ανάγκην αστυνομίας πλέον, ουδέ δυνάμεθα ήδη να αδιαφορούμεν και προς σημεία τινά των καιρών, των οποίων έχομεν όπως δήποτε δείγματα, όσο και αν ήναι το έδαφος της Ελλάδος ανεπίδεκτον τάσεων αναρχικών, αλλ’ έχομεν όπως δήποτε σημεία τινά ένεκα των οποίων πρέπει να φροντίσωμεν να καταρτίσωμεν αστυνομικήν τάξιν εν τω Κράτει.[3] Επίσης και η δήλωση του βουλευτη Δαραλέξη τρία χρόνια μετά είναι ενδεικτική στο ότι οι ταραχές εμμένουν: «… η βορειοδυτική Πελοπόννησος είνε περιοχή πρόσφορος μόνον ίσως προς επίδοσιν ανατρεπτικών ζιζανίων».[4]

Ένα άλλο δείγμα, μέσα από το οποίο φαίνεται η διάδοση των αναρχικών ιδεών, καθώς και η κινητοποίηση των αναρχικών στις σταφιδοπεριοχές είναι ο τύπος: «Εν τούτοις δια τοιούτων χιμαιρικών ελπίδων και αποτρόπαιων διδασκαλιών δηλητηριάζουσιν οι διδάσκαλοι του σοσιαλισμού και του αναρχισμού τας ασθενείς διανοίας. Παρουσιάζοντας εις τα όμματα απείρων νέων δια τερπνών χρωμάτων την εικόνα μελλούσης ευδαιμονίας αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου περιγράφοντες δια ζοφερών χρωμάτων ειδεχθή την σημερινήν κοινωνίαν, εξάπτουσιν εις αυτούς ισχυρά και αχαλίνωτα πάθη, μεταβάλλουσιν αυτούς από αθώους εργάτας εις κακούργους, δολοφόνους και σύρουσιν αυτούς απάνθρωπους εις την λαιμητόμον όπως παρέξωσιν αυτοίς… Την διάδοσιν τοιούτων ανατρεπτικών δογμάτων καθήκον είχον αι κυβερνήσεις να παρακωλύσωσι και πολύ δικαίως έλαβον τα προς τούτο αναγκαία νομοθετικά μέτρα, τα οποία σύμπας ο σπουδαίος τύπος απεδείχθη ευγνωμόνως…».[5]

Η δημιουργία της ιταλικής παροικίας στην Πάτρα

Πριν παρουσιάσουμε όμως την συμβολή των αναρχικών στα εξεγερσιακά γεγονότα της «σταφιδικής κρίσης», θα πρέπει να σταθούμε στον ρόλο της ιταλικής παροικίας στην πόλη της Πάτρας, στην σκέψη και την δράση των μετέπειτα αναρχικών ομάδων στην Πάτρα και τον Πύργο, καθώς και στον ρόλο της στις εξεγέρσεις της βορειοδυτικής Πελοποννήσου.  Επικρατεί η άποψη λοιπόν, ότι η αναρχική θεωρία και πράξη μπολιάστηκε στην Πάτρα και τον Πύργο από Ιταλούς επαναστάτες. Για να σταθούμε και να μελετήσουμε το παραπάνω γεγονός, θα πρέπει να παρουσιάσουμε τους λόγους, καθώς και μερικά γεγονότα που οδήγησαν στην εγκατάσταση πολλών ιταλών στην πόλη της Πάτρας, από τα μέσα έως τα τέλη του 19ου αιώνα. Σημαντικό ρόλο στην σταδιακή αύξηση του πληθυσμού της Πάτρας έπαιξε το λιμάνι της. Ήδη από πριν την επανάσταση του 1821 παρατηρείται έντονη κινητικότητα λόγω του εμπορίου της σταφίδας. Το παραπάνω γεγονός συντέλεσε στην κατασκευή του λιμανιού όπου και ολοκληρώθηκε το 1889. Τον 19ο αιώνα η πόλη της Πάτρας αυξάνει τον πληθυσμό της ραγδαία. Γύρω από το λιμάνι συνδέθηκαν πολλοί άνθρωποι και επαγγέλματα, ένα έντονο και πυκνό μωσαϊκό ανθρώπων που άρχισε να εγκαθίσταται. Ενδεικτικά αναφέρουμε τέσσερα δημογραφικά δείγματα: το 1828 η πόλη απαριθμούσε περί τους 4.000 κατοίκους. Το 1859 αριθμούσε 19.875, το 1879 στους 25.494 και το 1896 τους 37.985. Τον 19ο αιώνα διαμένουν εκτός από τους γηγενείς, Πελοποννήσιοι, Αιτωλοκαρνάνες, Κεφαλλονίτες, Ζακυνθινοί, Ιθάκες, αλλά και από τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ήπειρώτες, Κρήτες, Χιώτες, Κωνσταντινοπολίτες και Σμυρνιοί). Επίσης Εβραίοι, Ιταλοί, Μαλτέζοι, Γερμανοί και Άγγλοι.

Ιταλοί στην Πάτρα υπήρχαν από το 1828, όταν Ναπολιτάνοι ψαράδες είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στον πατραϊκό κόλπο αναζητώντας νέες ευκαιρίες διαβίωσης. Η μαζική όμως είσοδος Ιταλών ξεκίνησε από το 1849 έως το 1880. Επρόκειτο κυρίως για καταδιωκόμενους για πολιτικές αιτίες, συγγενείς ατόμων που ήδη έμεναν στον ελλαδικό χώρο, άλλα και ειδικευμένους εργάτες. Από το 1880 έως το 1900  οι Ιταλοί κάτοικοι αποτελούσαν το 10%- 15%  του πληθυσμού της Πάτρας, δηλαδή περίπου 8.000 άτομα.

Μια επαναστατική κίνηση στον ιταλικό χώρο που επιθυμούσε την ενοποίηση και την ανεξαρτησία από την αυστριακή κυριαρχία, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εγκατάσταση πολλών Ιταλών στην πόλη της Πάτρας. Η ήττα του λεγόμενου ενωμένου ιταλικού στρατού του Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι[6], οδήγησε σε μαζική έξοδο χιλιάδων ιταλών, οι οποίοι αναζήτησαν πολιτικό άσυλο σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Στον ελλαδικό χώρο επικρατούσε ένα έντονο αίσθημα συμπάθειας στον αγώνα του Γκαριμπάλντι για ανεξαρτησία, με αποτέλεσμα δεκάδες Έλληνες να πολεμήσουν στο πλευρό του. Σε αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση Κανάρη δέχεται τους πολιτικούς πρόσφυγες προσφέροντας τους άσυλο. Οι πόλεις της Πάτρας, της Κέρκυρας και της Σύρου θα τους υποδεχτούν με ενθουσιασμό. Έτσι λοιπόν στις 4 Ιουλίου 1849 καταφθάνουν στην πόλη της Πάτρας ένας λοχαγός και εξηνταεννέα στρατιώτες από την επαναστατική φρουρά της Ανκόνας. Λίγες μέρες μετά θα ακολουθήσει ένα δεύτερο κύμα πολιτικών προσφύγων, εκατόν εξήντα πέντε στρατιώτες, αξιωματικοί κι ένας υποστράτηγος, από την επαναστατική φρουρά της Ρώμης. Από τον Ιούλιο του 1849 μέχρι και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους κατέφθασαν, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, 658 αξιωματικοί, στρατιώτες και πολίτες. Γνωρίζουμε ότι πολλοί από αυτούς έμειναν μέχρι το 1861 (13 χρόνια) όπου και επέστρεψαν, με την ενοποίηση του ιταλικού χώρου.[7] Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι παραπάνω πολιτικοί πρόσφυγες ουσιαστικά ήταν ριζοσπάστες που συντέλεσαν στην ενοποίηση του ιταλικού χώρου και την δημιουργία ιταλικού κράτους. Είχαν αντίθετες απόψεις με τις μετέπειτα αναρχικές ομάδες. Βέβαια στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ευρώπη συμβαίνουν τρομερές εξεγέρσεις και επαναστάσεις όπου αναπόφευκτα συναντιόνται στα πεδία των μαχών άνθρωποι με διαφορετικές ιδεολογικές προσεγγίσεις. Έτσι για παράδειγμα ο Γκαριμπάλντι είχε επαφές με τον Μπακούνιν και ο γιός του με τον αναρχικό Αλμικάρε Τσιπριάνι.[8]

Για το παραπάνω λόγο, όπως επίσης ότι στις μετέπειτα αναρχικές ομάδες δεν εμφανίζονται ως μέλη ιταλοί πρόσφυγες, και τέλος στο γεγονός ότι με την ενοποίηση του ιταλικού χώρου, όλοι οι πολιτικοί πρόσφυγες, εκτός από δύο τρεις, επέστρεψαν στον τόπο τους, θεωρούμε ότι πολλοί δύσκολα θα είχαν σχέση με τις μετέπειτα αναρχικές ομάδες. Βέβαια η εγκατάστασή τους στην πόλη της Πάτρας, σε συνδυασμό με τον θετικό αντίκτυπο που είχε ο ερχομός τους στους κατοίκους, ίσως να δημιούργησαν ένα σπόρο ριζοσπαστισμού στην πόλη.

Το 1876 καταφθάνουν στην Πάτρα, είκοσι οικογένειες προερχόμενες από τον νότιο ιταλικό χώρο. Οι οικογένειες θα προωθηθούν στο χωριό Ψάρι της Ηλείας.  Η εισροή προσφύγων και μεταναστών συνεχίστηκε μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1880. Ο πληθυσμός της ιταλικής παροικίας απασχολούνταν σε χειρωνακτικές εργασίες. Ψαράδες, ναυτικοί, γεωργοί, υπηρέτες, κτίστες, αλευρομυλωνάδες, αρτοποιοί και τυπογράφοι. Επίσης πολλοί δούλεψαν στην κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου. Οι παραπάνω εργάτες ίδρυσαν δύο εργατικούς συλλόγους: την «Αλληλοβοηθητική Εταιρεία των εργατών ξηράς και θαλάσσης» (1880) και αργότερα την «Αλληλοβοηθητική Εταιρεία ο Βίκτωρ Εμμανουήλ».

Ο ρόλος της ιταλικής παροικίας για τους Ιταλούς αναρχικούς

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η πολυπληθής ιταλική παροικία, μέχρι τις αρχές 20ου αιώνα, λειτούργησε ως τόπος υποδοχής, και αναχώρησης πολλών Ιταλών αναρχικών, επιφορτισμένος στην μετατροπή ιταλικών ονομάτων σε ελληνικά και στην πλαστογραφία εγγράφων. Οι ενδείξεις έχουν να κάνουν με δημοσιεύματα της εποχής στις αρχές του 20ου αιώνα όπου αναφέρονται σε συλλήψεις Ιταλών αναρχικών με ελληνικά ονόματα καθώς και πληροφορίες που ανταλλάσουν οι ιταλικές με τις ελληνικές αρχές για τον εντοπισμό των Ιταλών αναρχικών που κινούνται με ελληνικά ονόματα. Το ανθρωποκυνηγητό και οι συλλήψεις γίνονται σε μια χρονική περίοδο όπου οι εξεγέρσεις και τα βίαια γεγονότα στις σταφιδοπεριοχές βρίσκονται στο απόγειό τους. Στην εφημερίδα «Καιροί», αρ. φ. 4, 538, 21 Ιουλίου 1901 υπάρχει αναφορά- έγγραφο της ιταλικής πρεσβείας προς το ελληνικό Υπ. Εξωτερικών με το οποίο ζητείται η σύλληψη Ιταλού αναρχικού με το όνομα Τζουρλάνι που διαμένει έξω από την Πάτρα. Στην εφημερίδα. «Κράτος», αρ. φ. 10, 16 Μαΐου 1902,  υπάρχει είδηση για τη σύλληψη στην Πάτρα Ιταλού αναρχικού που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Πέτρος Μαμούλος, μετά από ειδοποίηση της ιταλικής πρεσβείας. Για τη μυστική παρουσία Ιταλών αναρχικών στην Αθήνα η εφημερίδα «Καιροί» αναφέρεται σε πολλές περιπτώσεις. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω: «Εταράχθη η κοινωνία ακούσασα ότι εν μέσαις Αθήναις διατρίβουσι από ετών υπό ψευδώνυμον αναρχικοί Ιταλοί, χωρίς να έχωσιν γνώσιν ούτε οι υπάλληλοι της Ιταλικής Πρεσβείας ούτε οι φίλοι αυτής, ούτε η αστυνομία. Ο επιβόητος Πέτρος Βάνης έκ Ραείσης της άνω Ιταλίας εκρύπτετο από τεσσάρων ετών υπό το ψευδώνυμον Πέτρος Γαλένης μετήρχετο δε το επάγγελμα του πλανώδιου ωρολογοποιού και διετέλει είς σχέσεις με υπόπτου διαγωγής Ιταλών», εφ. «Καιροί», αρ. φ. 4, 511, 24 Ιουνίου 1901. Επίσης τη χρονιά 1901 υπάρχει πλήθος αναφορών με τη συνεργασία των ελληνικών και ιταλικών αρχών για τον εντοπισμό Ιταλών αναρχικών στην ελληνική επικράτεια. Στην εφημερίδα «Καιροί», αρ. φ. 4, 887, 13 Ιουλίου 1903 διαπιστώνεται έντονη συνεργασία μεταξύ ιταλικών και ελληνικών αρχών και για το έτος 1903. Η ίδια εφημερίδα μας πληροφορεί ότι παραδόθηκαν από την ιταλική πρεσβεία στις ελληνικές υπηρεσίες φωτογραφίες ιταλών αναρχικών που διαμένουν πιθανών στην Πελοπόννησο και ομοϊδεατών τους που πρόκειται να αφιχθούν.[9] Επίσης υπάρχει και ένα γαλλικό διπλωματικό σχόλιο το οποίο συνδέει την ιταλική παροικία με την ύπαρξη κάποιας αναρχικής ομάδας:  «…Η παρουσία στην Πάτρα μιας μεγάλης ιταλικής παροικίας ήταν αποφασιστική για τη δημιουργία μιας αναρχικής ομάδας, που εκδηλώθηκε σε πράξεις, των οποίων η ανάμνηση είναι ακόμα ζωντανή στην Ευρώπη…».[10]

Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι η ιταλική παροικία, σιωπηρά και με συνωμοτικό τρόπο, έπαιξε κάποιο ρόλο στην επικοινωνία μεταξύ ελλήνων και Ιταλών αναρχικών, καθώς φαίνεται ότι υπήρξε ένας σημαντικός σταθμός άφιξης και αναχώρησης. Επίσης το γεγονός της αναζήτησης καθώς και οι συλλήψεις αρκετών ιταλών αναρχικών στην Πάτρα και την Αθήνα, σε μια περίοδο που οι σταφιδικές εξεγέρσεις στην Πελοπόννησο είναι ιδιαίτερα έντονες και φτάνουν στο απόγειό τους, φανερώνουν μια κινητοποίηση κάποιων Ιταλών αναρχικών.

Ο ρόλος και ο βαθμός ανάμειξης των ιταλών αναρχικών που  μετακινούνται μεταξύ Πάτρας και Αθήνας, στις σταφιδικές εξεγέρσεις και στα γεγονότα που έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο είναι προς διερεύνηση. Από την πλευρά μας υποστηρίζουμε ότι οι αναρχικές ομάδες της Πάτρας και του Πύργου θα είχαν ένα δίαυλο επικοινωνίας με τους Ιταλούς αναρχικούς, που κατά καιρούς, κατέφθαναν στην ιταλική παροικία. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια διερεύνησης του ρόλου και της διασύνδεσης Ιταλών αναρχικών που βρισκόντουσαν στην Πάτρα και στην Αθήνα με Έλληνες αναρχικούς, είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Οι Ιταλοί αναρχικοί έχοντας μεγάλη παράδοση και εμπειρία μέσα στον 19ο αιώνα, ανέπτυξαν έντονα την πρακτική της συνωμοτικότητας. Ειδικότερα προς τα τέλη του αιώνα, που οι επιθέσεις αναρχικών βρίσκονταν σε έξαρση σε όλη την Ευρώπη, με αποτέλεσμα το συστηματικό κυνηγητό από τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών.

Τα παραπάνω έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πρακτική της συνωμοτικότητας των αναρχικών ομάδων με αποτέλεσμα να μην δημοσιοποιούν την δράση τους παρά μόνο όταν και όσο χρειάζεται (συνέδρια, προκηρύξεις κλπ.). Τα παραπάνω δεδομένα και εμπειρίες, σίγουρα θα επηρέασαν την καθημερινότητα και τη δράση των ιταλών αναρχικών που βρίσκονταν στην Πάτρα, την Αθήνα και σε όσους πιθανών να βρέθηκαν στους τόπους των σταφιδικών εξεγέρσεων. Πολύ δύσκολα οι ίδιοι ή οι σύντροφοι τους θα δημοσιοποιούσαν τόσο τη παρουσία τους, όσο και τις δραστηριότητες τους σε σταφιδοπεριοχές που βρίσκονταν σε αναβρασμό. Ακόμα και η πλευρά της αστυνομίας, σε θέματα που εμπλέκονταν αναρχικοί, δεν δημοσιοποιούσε στοιχεία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παρουσιάζεται στην εφημερίδα «Σκριπτ»στις 22 Φεβρουαρίου 1898, με αφορμή την επίθεση του αναρχικού Δ. Μάτσαλη: «Είς τάς αρχάς μας εδόθη περίστασις να γνωρίσουσι τους εν τη πόλη αναρχικούς. . . Ήδη όμως αί αρχαί μας δε προέβησαν εις την σύλληψιν ουδενός των ανθρώπων τούτων, προσπαθούσι δε πάντοτε, όπως αι ενέργειαί των παραμένουσα μυστικαί».[11]

Ελευθερόκοκκος

Βιβλιογραφία:

Αρώνη-Τσιχλή Καίτη, Το Σταφιδικό Ζήτημα και Οι Κοινωνικοί Αγώνες, ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 1893-1905, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα, 1999

Μούλιας Χρ., Ιταλοί πρόσφυγες στην Πάτρα (1849), Πρακτικά Δ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. Γ’ Αθήναι 1992-1993

Χαρμπίλας Χρήστος, Οι αναρχικοί της Πάτρας και του Πύργου στα τέλη του 19 -αρχές του 20ου αιώνα. Διασυνδέσεις, επιρροές και ο πολιτικός τους ρόλος, Διδακτορική Διατριβή, Κέρκυρα, 2006

Χουμεριανός Μανώλης, Αγροτική κρίση και κοινωνική διαμαρτυρία στην Πελοπόννησο. 1893- 1905, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 2000


[1] Επί τα Πρόσω, αρ. φ. 35, 8 Φεβρουαρίου 1898.

[2]Χουμεριανός Μανώλης, Αγροτική κρίση και κοινωνική διαμαρτυρία στην Πελοπόννησο. 1893- 1905, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 2000, σελ 209 όπου αναφέρεται στην εφ. Καιροί, αρ. φ. 4839, 28 Μαΐου 1903.

[3] Ό,π, σελ 211, όπου αναφέρεται στο: Εφημερίς των συζητήσεων της  Βουλής, συνεδρίαση 35, 21 Δεκεμβρίου 1896, σ. 891.

[4]Ό,π,σελ 211 όπου αναφέρεται στο: Εφημερίς των συζητήσεων της  Βουλής, συνεδρίαση 49, 11 Ιουνίου 1899, σ. 689.

[5] Ό,π όπου αναφέρεται στην Εφ. Εστία, Αθήνα, αρ. φ. 159, 13 Αυγούστου 1894.

[6] Ο Γκαριμπάλντι ήταν Καρμπονάρος και ενταγμένος στο κίνημα «Νέα Ιταλία» του Ματσίνι. Σώμα του στρατού του  Γκαρμπάλντι, παρέα με ομάδα του ιταλού αναρχικού Τσιπριάνι , πολέμησε στο πλευρό του ελληνικού στρατού, στον  πόλεμο με το τουρκικό κράτος το 1897 στον Δομοκό. Επίσης έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους με 1.200 ιταλούς και βρετανούς εθελοντές βοηθώντας το ελληνικό κράτος στην προσάρτηση των Ιωαννίνων.

[7] Αρώνη-Τσιχλή Καίτη, Το Σταφιδικό Ζήτημα και Οι Κοινωνικοί Αγώνες, ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ 1893-1905, Αθήνα, 1999, σελ. 79 και Μούλιας Χρ., Ιταλοί πρόσφυγες στην Πάτρα (1849), Πρακτικά Δ’ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. Γ’ Αθήναι 1992-1993, σελ. 297-350.

[8] Τα ιδεαλιστικά και αλληλέγγυα κίνητρα των αναρχικών φαίνεται πως έπαιξαν ρόλο στην συμμετοχή τους σε πολέμους και αγώνες που ουσιαστικά μεγάλωναν ή εδραίωναν την κυριαρχία. Σε κάθε εξέγερση και πόλεμο οι ευρωπαίοι αναρχικοί του 19ου αιώνα έβλεπαν μια ευκαιρία για την συντριβή της τυραννίας. Ο Τσιπριάνι πολέμησε μαζί με του Γκαριμπάλντι στον αγώνα ενάντια της αυστριακής κυριαρχίας, κυνηγήθηκε και βρήκε καταφύγιο στον ελλαδικό χώρο. Στην Αθήνα συμμετέχει στην εξέγερση ενάντια στον Όθωνα (1862) όπου και συνελήφθει και απελάθεικε στην Αίγυπτο. Από εκεί πηγαίνει στην Κρήτη και συμμετέχει με τους Κρήτες και πολλούς αναρχικούς στον πόλεμο με τους Οθωμανούς έχοντας στο μυαλό του ότι κάθε εξέγερση καταπιεζομένων ενάντια στον καταπιεστή τους είναι άξια υποστήριξης.  Μετά την καταστολή της επανάστασης το 1869 διαφεύγει στο Λονδίνο.  Με την ίδια πεποίθηση της αλληλεγγύης, μετά από 30 χρόνια επιστρέφει στον ελλαδικό χώρο και συμμετέχει στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897,  μαζί με αναρχικούς, σοσιαλιστές και Γκαριμπαλντικούς, όπου και  τραυματίζεται στον Δομοκό. Η ελληνική κυβέρνηση στην συνέχεια αφοπλίζει όλους τους Ιταλούς εθελοντές, μετά από αίτημα της ιταλικής κυβέρνησης ότι δεν τους θέλει πίσω ένοπλους, και τους γυρίζει πίσω σε μικρές ομάδες επιτηρούμενους. Ο Τσιπριάνι γυρίζοντας στης Ιταλία καταδικάζεται σε τρία χρόνια φυλάκισης. Πεθαίνει στο Παρίσι στις αρχές Μάρτη του 1918, έχοντας  συμμετάσχει σε μια σειρά από εξεγέρσεις και πολέμους σε πολλές χώρες (Αίγυπτος, Ελβετία, Ελλάδα, Ιταλία, Γαλία).  

[9] Χουμεριανός Μανώλης, Αγροτική κρίση και κοινωνική διαμαρτυρία στην Πελοπόννησο. 1893- 1905, σελ 179.

[10] Χαρμπίλας Χρήστος, Οι αναρχικοί της Πάτρας και του Πύργου στα τέλη του 19 -αρχές του 20ου αιώνα. Διασυνδέσεις, επιρροές και ο πολιτικός τους ρόλος, Διδακτορική Διατριβή, Κέρκυρα, 2006, σελ 111, όπου αναφέρεται στα Archives du Ministere des Affaires Etrangeres, Nouvelle Serie, Grece, τόμος 1, σελ. 58.

[11] Χουμεριανός Μανώλης, Αγροτική κρίση και κοινωνική διαμαρτυρία στην Πελοπόννησο. 1893- 1905, σελ. 178.

Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.171, Μάιος 2017

πηγη: https://anarchypress.wordpress.com

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου