Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 12 Δεκ 2022
Μυστική πολιτιστική διπλωματία και τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Κλίκ για μεγέθυνση

 

Τις τελευταίες ημέρες μάθαμε μέσα από διάφορα δημοσιεύματα, και με αφορμή το πρόσφατο ταξίδι του πρωθυπουργού στο Λονδίνο, ότι η ελληνική κυβέρνηση τουλάχιστον τέσσερις φορές είχε μυστικές συναντήσεις επί αγγλικού εδάφους με θέμα την τύχη των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Η αλήθεια είναι ότι ήδη από το 2019 στη δημόσια συζήτηση είχε εμφιλοχωρήσει η αντίληψη για την επιστροφή των Γλυπτών με ορισμένες ατυχείς, στην καλύτερη περίπτωση, δηλώσεις περί δανεισμού τους από το Βρετανικό Μουσείο και αντιδάνειο κινητά μνημεία από τα ελληνικά δημόσια μουσεία.

Στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα αξίζει να σταθούμε σε μία από τις πολλές διαστάσεις του. Το αίτημα του επαναπατρισμού και όχι μόνο της επανένωσης έχει να κάνει με την ίδια τη φύση των Γλυπτών. Δεν πρόκειται για αυτοτελή έργα τέχνης από την αρχαιότητα, όπως για παράδειγμα οι κυκλαδικές αρχαιότητες της συλλογής Στερν, που βρίσκονταν στην κατοχή ιδιώτη συλλέκτη κύριος οίδε κάτω από ποιες συνθήκες, αλλά πρόκειται για τον γλυπτό διάκοσμο του ναού της Αθηνάς, αποτελούν οργανικό τμήμα ενός κτηρίου, σε ενότητα με αυτό, που διασπάστηκε βίαια από τον λόρδο Έλγιν. Ακριβώς λόγω αυτής της φύσης τους εμπεριέχουν και σημασίες που δεν μπορούμε να διακρίνουμε με ευκολία όταν, για παράδειγμα, αποθαυμάζουμε τα αντικείμενα της συλλογής Στερν ως έργα τέχνης και μόνο. Ο γλυπτός διάκοσμος και ο Παρθενώνας αποτελούν ένα κοινό σύνολο και ως τέτοιο θα έπρεπε να είναι προσιτό στο κοινό, δίπλα στο κτήριο που κοσμούσαν, στο μουσείο που έχει κατασκευαστεί γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό.

Από τα χρόνια της Μελίνας, που μπήκε για πρώτη φορά το αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών χωρίς όρους και προϋποθέσεις με τόσο μεγάλη ένταση, πιθανώς επαναπροσδιορίζοντας ένα συλλογικό εθνικό αίτημα, είχε συμφωνηθεί άρρητα από όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να μην εμπλακεί το θέμα στην κονίστρα των μικροπολιτικών αντιπαραθέσεων. Δυστυχώς, σήμερα παρατηρούμε, ασφαλώς πάλι άρρητα, από την παρούσα κυβέρνηση να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

Στην άτυπη προεκλογική περίοδο που ζούμε, τα Γλυπτά του Παρθενώνα μπαίνουν με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης στο κάδρο της προεκλογικής εκστρατείας. Μυστικές συναντήσεις του πρωθυπουργού με τη διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου, διαρροές ότι έχουμε φτάσει στο 90% μιας συμφωνίας και μένει το υπόλοιπο δύσκολο 10% συνθέτουν το παζλ.

Δημιουργούνται εύλογες απορίες. Αν στο εμβληματικότερο των θεμάτων που άπτεται της πολιτιστικής μας κληρονομιάς απουσιάζουν, όπως ξέρουμε μέχρι αυτή τη στιγμή, το υπουργείο Πολιτισμού και οι αρμόδιες υπηρεσίες που στελεχώνονται από εξαιρετικούς συναδέλφους αρχαιολόγους, αν η υπουργός Πολιτισμού, όπως επίσης είδαμε να διαρρέεται στον Τύπο, επεξεργάζεται μια στρατηγική την οποία ουδέποτε έχουμε μάθει, δίκαια οφείλουμε να αναρωτιόμαστε και να αγωνιούμε για τα χαρακτηριστικά αυτής της στρατηγικής. Το παράδειγμα της de facto νομιμοποίησης της συλλογής Στερν είναι πολύ πρόσφατο. Η νομοθέτηση για τον μακροχρόνιο δανεισμό αρχαιοτήτων για συνολικά πενήντα χρόνια, με αρχική πρόταση για εκατό, που μετά τη δημόσια κατακραυγή ευτυχώς αποσύρθηκε, επίσης είναι πολύ πρόσφατη (Ν. 4761/21).

Το σημαντικό ζήτημα για το οποίο ακόμα δεν έχει απαντήσει η κυβέρνηση είναι αν στο πλαίσιο αυτών των μυστικών διαπραγματεύσεων έχει επανακαθορίσει τη στάση της σε σχέση με το μείζον ζήτημα της αναγνώρισης ιδιοκτησίας επί των Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο. Επανένωση των Γλυπτών και επαναπατρισμός στο πλαίσιο της εθνικής πολιτιστικής πολιτικής νοείται μέχρι σήμερα χωρίς όρους και προϋποθέσεις από την πλευρά των κατόχων τους, που είναι το Βρετανικό Μουσείο.

Αν σε μια πιθανή συμφωνία απεκδυθεί των βασικών της δικαιωμάτων η ελληνική Πολιτεία, δυσκολεύομαι να βρω έστω και ένα επιχείρημα που θα σταθεί σε περιπτώσεις παράνομης κατοχής αρχαιοτήτων όταν στο εμβληματικότερο όλων θα έχουμε αποφασίσει ως κράτος ότι το Βρετανικό Μουσείο νόμιμα κατέχει τα Γλυπτά μέχρι σήμερα και θα μας τα παραχωρήσει με σκοπό την επανένωση και όχι τον μόνιμο επαναπατρισμό τους χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Νομίζω πως στη δημόσια συζήτηση το συγκεκριμένο θέμα πρέπει να αναδειχθεί και να προλάβουμε το κακό πριν αυτό γίνει. Μετά θα είναι πολύ αργά.

Ο Δέδες Λιώνης είναι αρχαιολόγος, πρόεδρος του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων υπουργείου Πολιτισμού Αττικής, Στερεάς και Νήσων

πηγη: https://www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου