Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 20 Οκτ 2020
Κότσιρας: «Πολύ σύντομα, εάν δεν αλλάξουν τροπάρι, θα έχουμε ανθρωπιστική κρίση στον πολιτισμό»
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 
 
 

Εξομολογητικός, συγκινητικός, συνειδητοποιημένος και πάντα ευαίσθητος κοινωνικά και καλλιτεχνικά, ο ερμηνευτής Γιάννης Κότσιρας παραχώρησε στον δημοσιογράφο Αντώνη Μποσκοΐτη και το  koutipandoras.gr μία πολύ όμορφη και εφ’ όλης της ύλης, συνέντευξη. 

Θυμάμαι το 1998 στη Λήμνο που έκανα τη στρατιωτική μου θητεία. Από παντού ακουγόταν μια ερωτική μπαλάντα με την αισθαντική φωνή ενός νέου τραγουδιστή που ορκιζόταν στο «Τσιγάρο» που κρατούσε! Όταν λέμε όμως ακουγόταν παντού, κυριολεκτικά: Από τα καφέ και τα μπαράκια του νησιού, όποτε βγαίναμε εξοδούχοι, μέχρι στα λεωφορεία που μας μετέφεραν απ’ το’να στρατόπεδο στο άλλο. Και, φυσικά, στα γουόκμαν που είχαμε για ν’ ακούμε μουσική τα βράδια. Ο τραγουδιστής αυτός ήταν ο Γιάννης Κότσιρας, μία ακόμη ανδρική φωνή που εμφανίστηκε πάνω στην απόλυτη παντοδυναμία του λεγόμενου «έντεχνου».

Ευτυχώς δεν επρόκειτο για μία φωνή – πυροτέχνημα. Ο Κότσιρας συνέχισε ν’ απασχολεί τη δισκογραφία όλα τα επόμενα χρόνια με επιλογές που, αν μη τι άλλο, απέδειξαν πως δεν επαναπαύθηκε σ’ ένα συγκεκριμένο στυλ τραγουδιού. Για την ακρίβεια, μέχρι σήμερα συνεχίζει να είναι παραγωγικός και δραστήριος, τόσο με καινούργια τραγούδια, όσο και με μια μόνιμη επιτυχημένη παρουσία στις μουσικές σκηνές.

Στην ακόλουθη συνέντευξη, με αφορμή τον νέο δίσκο του που μόλις κυκλοφόρησε, ο Γιάννης Κότσιρας μίλησε για όλους και για όλα και ομολογώ πως με εντυπωσίασε με την εξομολογητική του διάθεση, τη σθεναρή πολιτική του άποψη και, κυρίως, με όλη εκείνη τη συγκίνηση που αποπνέει ένας ορίτζιναλ καλλιτέχνης και άνθρωπος πάνω απ’ όλα.

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας

(Κάνω εκφώνηση): Δευτέρα, 12 Οκτωβρίου 2020, συνέντευξη με τον ερμηνευτή Γιάννη Κότσιρα. Μήπως να έλεγα και τραγουδοποιός εκτός από ερμηνευτής;

Δεν το αποδέχομαι και τόσο. Εγώ γράφω τραγούδια όταν έχω την ανάγκη να εκφραστώ και με άλλο τρόπο πλην των τραγουδιών των άλλων. Τραγουδοποιό – συνθέτη δεν με θεωρώ. Είναι και πολύ σπουδαίος ο όρος αυτός για να τον έχουμε όλοι. Τραγουδοποιοί είναι ο Πασχαλίδης, ο Σωκράτης ο Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Εγώ τραγουδιστής είμαι και ευελπιστώ, παρακαλάω δηλαδή τους τραγουδοποιούς να μου δίνουν τραγούδια.

Δεν πιστεύω να έχετε παράπονο: Από τη Ρεμπούτσικα και τον Μιτζέλο μέχρι τον Μαχαιρίτσα και τον Λειβαδά έχετε τραγουδήσει ουκ ολίγες μεγάλες επιτυχίες.

Έχω την ευτυχία να τραγούδησα όλους αυτούς, αλλά υπήρξε και μία περίοδος δυσκαμψίας που δεν βρίσκαμε εύκολα τα καλά τραγούδια.

Αναφέρεστε στη λεγόμενη πτώση του έντεχνου.

Το έντεχνο αρκετά συχνά ήταν γέννημα ανθρώπων που προσπαθούσαν ν’ αποδείξουν ότι είναι κάτι που δεν ήταν. Μην ξεχνάμε ότι το «έντεχνο» ήταν φράση του Χατζιδάκι για μια πολύ συγκεκριμένη περίοδο και για κάποιους συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι λόγοι πλέον δεν υφίστανται. Υπάρχει ένα ωραίο λαϊκό τραγούδι, ένα ελαφρύ τραγούδι, υπάρχει το ποπ τραγούδι της πίστας, που δεν είναι λαϊκό, αλλά το έντεχνο δεν μου κολλάει κάπου. Δεν μου βγαίνει να εξηγήσω τι είναι το έντεχνο. Το μόνο που θέλω να’χω στη φαρέτρα μου είναι καλά τραγούδια, ασχέτως ηχητικού περιβλήματος: Δεν με νοιάζει αν θα’ναι ποπ ή αν θα’ναι λαϊκά ή έντεχνα ενορχηστρωμένο.

Και που έγκειται λοιπόν το δικό σας καλό τραγούδι;

Στην αλήθεια του. Μόνο στην αλήθεια του και στο κατά πόσο βλέπω τον εαυτό μου μέσα απ’ αυτό!

Την ώρα που σας περίμενα και μέχρι να έρθετε, βγήκε η νέα δικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή: Κανένα ελαφρυντικό. Δε μπορώ να μη ζητήσω την άποψη σας.

Δεν το περίμενα, να πω την αλήθεια, περίμενα ότι όλο και κάνα ελαφρυντικό θα έβρισκαν. Θα πάρει χρόνο μέχρι να ολοκληρωθεί η όλη ιστορία, αλλά το θεωρώ πολύ αισιόδοξο αυτό που μου λέτε, κυρίως σε ότι αφορά τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Αισιόδοξο, επίσης, βρίσκω αυτό το αίσθημα ανακούφισης σ’ ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού. Από κει και πέρα, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος. Ο φασισμός στους ανθρώπους, σ’ αυτό το 10% έστω, υπάρχει και θα πρέπει να τους δείξουμε το σωστό δρόμο, να το πω απλά. Να τους δημιουργήσουμε, ως συμπολίτες τους και ως πολιτεία, την ανάγκη να ψαχτούν λίγο περισσότερο.

Εσείς δεχτήκατε ως καλλιτέχνης κάποια στιγμή το μίσος της Χρυσής Αυγής;

Πάρα πολύ! Έχω κυνηγηθεί, με είχαν στοχοποιήσει στα sites τους, τα οποία έχουν «κατέβει» πια, έχω βρει «ραβασάκια» στο γραμματοκιβώτιο μου, ενώ έχω βρει κι ένα μαχαίρι. Δέχτηκα, λοιπόν, αρκετό κυνήγι την περίοδο μεταξύ 2011 και ’13 – ’14. Ήταν η περίοδος της μεγάλης αντίδρασης του ελληνικού λαού κατά των Μνημονίων και κατά της οικονομικής δυσχέρειας που ζούσαμε. Εκεί έγινε ο διαχωρισμός αυτών που κατεβαίναμε στο δρόμο για να διαμαρτυρηθούμε ειρηνικά και των άλλων, που εκμεταλλεύονταν όλο αυτό, για να σπάνε κεφάλια και να σφάζουν όποιον δεν ταίριαζε στο ελληνικότατο DNA τους. Οι αντίθετοι γίναμε στόχοι και ιδιαίτερα όσοι είχαμε και δημόσιο λόγο.

Είχατε φοβηθεί τότε; Δεν είναι και ότι καλύτερο να σου αφήνουν μαχαίρια στην πόρτα σου.

Και βέβαια! Δεν έκανα πίσω στις απόψεις μου, αλλά όταν βλέπεις ένα μαχαίρι στην πόρτα σου…Με το σημειωματάκι «Ξέρουμε που μένεις, ξέρουμε που μένει η αδερφή σου και η μητέρα σου» κλπ., κάποια στιγμή κάνεις πίσω. Αρχίζεις και λες «Τι γίνεται εδώ τώρα;» και ισορροπείς κάπως την κατάσταση.

Κάτι που ζητάω απ’ όλους τους συναδέλφους σας, λόγω των ημερών, είναι να μου σχολιάσουν αυτά τα ονόματα που ξαναβγήκαν στην επιφάνεια και που είχαν στηρίξει τη Χρυσή Αυγή. 

Υπήρχε μία περίοδος όπου το εν γένει πολιτικό σύστημα είχε απογοητεύσει όλο τον κόσμο. Κάποια κρυμμένα στοιχεία, κυρίως στους κόλπους της ΝΔ, αποφάσισαν να βγουν πιο μπροστά και να δημιουργηθεί το ρεύμα, που ενίσχυσε τη Χρυσή Αυγή. Δε λέω η ίδια η Χρυσή Αυγή, γιατί αυτή υπάρχει απ’ το ’80. Είναι ένας κόσμος που δεν ασχολείται με την πολιτική και που βάζω στοίχημα ότι δεν είχε ιδέα τι ήταν η Χρυσή Αυγή, την έμαθαν δηλαδή από τα κανάλια. Σε εκείνη την εποχή δε μπορώ να κατηγορήσω κάποιον που πίστεψε ότι θα ψηφίσει κάτι τάχα μου αντισυστημικό, συμφώνως και με τα δελτία ειδήσεων εκείνων των ημερών.

Μα ακριβώς εκεί είναι το θέμα, ποιοι έκαναν σαπόρτ στην εγκληματική οργάνωση από το 2012 μέχρι χθες.

Εκεί είναι το πρόβλημα, συμφωνώ, όπως και στην πολιτική τάξη που αντιμετώπισε εξ αρχής τη Χρυσή Αυγή ως κάτι νόμιμο. Εμείς, όμως, που ζούμε στην Αθήνα και πολιτικοποιούμαστε απ’ τα 14 μας, ξέραμε πάρα πολύ καλά ότι η συγκεκριμένη οργάνωση ήταν εγκληματική. Και το γνώριζαν και οι παλιοί δημοσιογράφοι! Και το γνώριζαν και τα στελέχη όλων των κομμάτων! Συνεπώς, δεν μπορώ να κατηγορήσω τον κόσμο που αποφάσισε να ψηφίσει κάτι, το οποίο τα κανάλια του παρουσίασαν ως αντισυστημικό! Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ! Περνώντας όμως ο καιρός, που όλοι καταλαβαίνουν τι ακριβώς πρεσβεύουν αυτές οι οργανώσεις, καλό θα ήταν να κάνουμε και τις αντίστοιχες αναιρέσεις στις δηλώσεις μας. Έτσι θα εξηγούνταν πολλά και νομίζω πως όποιος βγει και πει σήμερα «Έκανα λάθος, ζητώ συγγνώμη, μπερδεύτηκα», θα συγχωρεθεί! Υπάρχουν και άλλοι που πήραν συγκεκριμένη επιχειρηματολογημένη θέση γιατί στηρίζουν τη Χρυσή Αυγή και που θα κατατάσσονταν στους φίλους των εγκληματιών. Διάβασα μέχρι και για τον Μπέζο και φρίκαρα! Τον Γιάννη τον ξέρω πολλά χρόνια κι ήταν υποψήφιος με τη ΔΗΜΑΡ, έχει περάσει απ’ την Αριστερά. Θα το κλείσω και το twitter, πάντως, γιατί αρχίζω και το σιχαίνομαι. Είναι σαν να το’χουν κατακλύσει κομματικά τρολς.

Πριν από λίγες μέρες γίνατε 51 ετών. Είναι μια οριακή ηλικία τα -ήντα και πάνω;

Όχι. Η οριακή ηλικία ξεκίνησε απ’ όταν δημιούργησα την οικογένεια μου. Η μεγάλη στιγμή ήταν η γέννηση του πρώτου μου γιου πριν τέσσερα χρόνια. Έχω κι άλλον έναν που είναι στα δύο σήμερα. Έγινα μεγαλομπαμπάς, αυτό όμως ήταν που μου άλλαξε την οπτική μου απέναντι στα πάντα.

Θα το θέλατε κι εσείς όμως.

Το ήθελα πάντα. Δεν το είχε φέρει η ζωή, όντας απόλυτα ταγμένος στη δουλειά. Για να μπορέσεις ν’ ανταπεξέλθεις σ’ όλες τις υποχρεώσεις που σου δημιουργεί μία επιτυχία, θα πρέπει να ξεχάσεις όλα τα άλλα. Σε μένα κράτησε μία δεκαετία αυτό, αλλά μετά δεν το άντεξα. Ήθελα ν’ αλλάξω σαν άνθρωπος, δεν ένιωθα ευτυχισμένος με το μόνο όνειρο μου να’ναι η δημιουργία ενός δίσκου. Αυτό είχε τελειώσει. Όλες οι δουλειές που σχετίζονται με φώτα και με δημοσιότητα, σε ζαλίζουν και χάνεις το στόχο σου. Και η πραγματική αξία της ζωής βρίσκεται μόνο στο χαμόγελο του παιδιού σου.

Αν σας έλεγε κάποιος ότι θα πρέπει να επιλέξετε μεταξύ οικογένειας και καριέρας, τι θα κρατάγατε;

Αν αύριο το πρωί έρθει η γυναίκα μου – γιατί μόνο αυτή θα μπορούσε να μου θέσει τέτοιο δίλημμα – και μου πει: «Δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση, σε θέλουμε πιο πολύ στο σπίτι», θα διάλεγα το σπίτι!

Για να το λέτε τόσο σίγουρα, μάλλον δεν σας έχει τεθεί ακόμα τέτοιο δίλημμα.

Όχι. Δεν έχει ενοχληθεί η γυναίκα μου, αλλά επειδή εγώ κατάγομαι από μία οικογένεια με πατέρα ναυτικό, μου έλειπε πάρα πολύ ο πατέρας μου, μεγαλώνοντας κυρίως με τη μητέρα μου. Αυτό δε θέλω να το ζήσουν τα παιδιά μου. Ειλικρινά μιλάω. Είναι μια μεγάλη πληγή που όσο μεγαλώνεις, μεγαλώνει κι αυτή…

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας

Τους έχετε τους γονείς σας;

Όχι. Τους έχασα και τους δύο. Τη μάνα μου την έχασα φέτος, την πρώτη Απριλίου, μες τον κορονοϊό. Ήταν πάρα πολύ έντονο το αίσθημα της ορφάνιας, ειδικά όταν έχασα τη μάνα μου. Υπάρχουν πράγματα που τα θεωρείς δεδομένα στη ζωή σου και όσο ζει η μάνα, είναι ένα απ’ αυτά. Είναι μονίμως εκεί, απ’ όταν είμαστε μωρά παιδιά. Αυτός ο ομφάλιος λώρος κόβεται μόνο με το θάνατο κι εκεί το συνειδητοποιείς. Δεν περίμενα να μου λείψει τόσο το καθημερινό της τηλεφώνημα στις 9 το πρωί ή στις 7 το απόγευμα. Ακόμη χτυπάει το τηλέφωνο και νομίζω πως ειν’ εκείνη και λέω «Όχι, ρε γαμώτο, δεν θα ξαναπάρω μηνύματα και τηλεφωνήματα της»…

Και δεν θα ήσασταν ποτέ, να φανταστώ, το παιδί της μαμάς.

Όχι, αντιθέτως, ήμουν επαναστάτης πάντα στα θέματα αυτά, αλλά όταν θα μου συνέβαινε μια στενοχώρια, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που θα του μιλούσα. Τώρα έχω τη γυναίκα μου, εντάξει, δεν είναι το ίδιο, αλλά είναι ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος, που ευτυχώς δεν έχει καμία σχέση με το χώρο. Ούτε και με μένα, όμως, να τα λέμε αυτά. Δεν με θαύμαζε καθόλου η γυναίκα μου και πολύ χαίρομαι γι’ αυτό!

Ήταν της ξένης μουσικής δηλαδή;

Ήταν της πιο έντεχνης, της πιο βαριάς μουσικής. Ήτανε παιδί του Μάλαμα, του Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Γιατί εσείς διαχωρίζετε απ’ αυτούς τον εαυτό σας; Θεωρείστε πιο ποπ;

Δεν είμαι εκεί. Δεν απευθύνομαι στον ίδιο κόσμο, έτσι νιώθω. Απευθύνομαι σ’ ένα πιο easy listening κοινό, γιατί είναι κι αυτά που ακούω εγώ ο ίδιος. Δεν είμαι άνθρωπος της κουλτούρας που νομίζει ο κόσμος, δεν είμαι πολύ διαβασμένος. Δεν έχω εντρυφήσει στους Ρώσους συγγραφείς. Έχω διαβάσει το «Άνθρωποι και ποντίκια» ή τα «Σταφύλια της οργής», αλλά μέχρι εκεί. Τώρα διαβάζω έναν πολύ σπουδαίο νέο συγγραφέα που λέγεται Σπύρος Πετρουλάκης. Δεν θα κάτσει ο Σπύρος να μου αναλύσει τα μυστήρια της ύπαρξης! Εγώ τους θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους και θέλω να μιλάω μαζί τους, αλλά δε μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου έναν απ’ αυτούς, που έχουν φάει τα σωθικά τους στη μελέτη και στη φιλοσοφία.

Δηλώνετε δηλαδή ένα λαϊκό παιδί, ένας άνθρωπος λαϊκών καταβολών.

Ακριβώς. Ένας άνθρωπος που δουλεύω απ’ τα 12 μου, αφού κάθε καλοκαίρι μ’ έβαζε η μάνα μου και δούλευα. Με το που τελείωσα το σχολείο, ξεκίνησα δουλειά, πήγα φαντάρος και μετά ξανάπιασα δύο δουλειές, το πρωί στο επιπλάδικο και το βράδυ στο «Περιβόλι τ’ ουρανού».

Δουλεύατε από τόσο μικρός ως τραγουδιστής;

Το ’90 ξεκίνησα να τραγουδάω, στα 21 μου, σχετικά μεγάλος. Πριν δούλευα σε συνεργείο αυτοκινήτων, έβαζα κεραίες στα σπίτια, έκανα σε εργοστάσιο σωλήνων και σε οικοδομές. Σε κεραμικά και σε τυπογραφείο, επίσης, αλλά η αγαπημένη μου δουλειά ήτανε στα ηλεκτρονικά. Μεγάλωσα στους Αμπελόκηπους και μετά στο Μαρούσι, λόγω μιας πνευμονίας που είχα πάθει και οι γιατροί σύστησαν να παίρνω «καθαρό αέρα» στα βόρεια προάστια. Η μάνα μου, απ’ την άλλη, δε μπορούσε να δουλέψει γιατί έκανε την πιο δύσκολη δουλειά, ήτανε σύζυγος ναυτικού, έκανε τα πάντα, οικονομολόγος, γιατρός, νοικοκυρά, μάνα!

Και πως βρεθήκατε στο «Περιβόλι τ’ ουρανού»;

Γνώρισα τον Χρήστο Κωνσταντίνου, τον μπουζουξή, και του λέει ο ιδιοκτήτης: «Ρε συ, ο πιτσιρικάς τραγουδάει». «Να έρθει το βράδυ να τον ακούσω» είπε ο Χρήστος κι έτσι πήγα, με άκουσαν και με πήραν. Εκεί τραγουδούσε ο Δημήτρης Κοντογιάννης, αν θυμάμαι καλά. Λαϊκορεμπέτικα λέγαμε, από Τσιτσάνη μέχρι Ρασούλη. Ε, όταν ξεκίνησα εκεί, σταμάτησα τις άλλες δουλειές.

Θα ήταν καλύτερο το μεροκάματο.

Πολύ καλύτερο! Έπαιρνα 2.500 δραχμές απ’ την πρωινή δουλειά και 7.000 τα βράδια, οπότε δε χρειαζόταν να κάνω και τα δύο. Δουλεύοντας από πολύ μικρός, ήξερα την αξία του μεροκάματου. Η μέχρι τότε επαφή μου με τη μουσική ήταν εκείνα ακριβώς τα λαϊκορεμπέτικα, αλλά και πάρα πολύ Ξαρχάκος, Λοΐζος και Θεοδωράκης.

Χατζιδάκις;

Όχι και τόσο, δεν τον άκουγαν τόσο πολύ στο σπίτι. Η μάνα μου ήταν παιδί του Πλέσσα και του Ξαρχάκου, ιδιαίτερα του Θεοδωράκη. Απ’ τους φίλους της αδερφής μου, που ήταν στην ΚΝΕ, άρχισα ν’ ανακαλύπτω το ρεμπέτικο.

Το οποίο ρεμπέτικο ουσιαστικά ο Νταλάρας το ξανασύστησε στα μέσα του 1970.

Ναι, αν και πιστεύω ότι η αναβίωση του οφειλόταν εν πολλοίς στο τηλεοπτικό «Μινόρε της αυγής» και λίγο μετά στο «Ρεμπέτικο» του Φέρρη. Ο Νταλάρας και η Χαρούλα το πήραν και το απογείωσαν, το έκαναν κτήμα όλων μας. Ταυτόχρονα άκουγα και πολλές ροκιές. Τα αγαπημένα μου ακούσματα ήταν, είναι και θα είναι οι Pink Floyd και οι Queen. Ναι μεν ροκ, αλλά με πιο ψυχεδελικές φόρμες.

Από τότε είχατε τα μακριά μαλλιά;

Μέχρι το στρατό τα είχα πολύ μακριά. Θυμάμαι τη σκηνή που έκοβα την κοτσίδα στο κουρείο πριν πάω φαντάρος. Μετά τα ξανάφησα…Τραγουδούσα με τους ρεμπέτες και τους νεορεμπέτες κι είχα μακριά μαλλιά. Ο Κοντογιάννης μου μάθαινε πάρα πολλά πράγματα, κυρίως τεχνικής φύσης. Ο Χρήστος Κωνσταντίνου μου’χε πει μια ατάκα που μέχρι σήμερα με ακολουθεί: «Μη βάλεις ποτέ τον τραγουδιστή πάνω απ’ το τραγούδι». Δεν το ξέχασα ποτέ! Είναι τεράστιο λάθος να νομίζεις, λόγω των φώτων, ότι εσύ είσαι πάνω απ’ το τραγούδι. Εσύ κάνεις ένα τραγούδι μόνο αν είναι σπουδαίο. Μεγάλο σχολείο ήταν και ο Στέλιος Βαμβακάρης, ο Μπάμπης Γκολές και ο Δημήτρης Τσαουσάκης, ο γιος του Πρόδρομου. Συναντήθηκα μ’ όλους τους γιους, σαν αυτόν του Ξηντάρη, οι οποίοι διατηρούσαν μία αυθεντικότητα. Θέλω να πω όμως ότι υπάρχει μια νέα γενιά σήμερα που βγαίνει μέσα από τα Μουσικά Λύκεια και Γυμνάσια, τα οποία πρέπει να στηρίζουμε. Πολλά παιδιά κοιτάνε με σεβασμό το ρεμπέτικο και την παραδοσιακή μουσική, αλλά ακόμη δεν έχουμε δει τους καρπούς. Θα τους δούμε, είναι πολύ σημαντικό αυτό που έρχεται!

Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει πως μέσα απ’ το ρεμπέτικο στο σύνολο του, άντε να ξεχωρίζουν εκατό τραγούδια. Το πιστεύετε;

Δεν έχει απόλυτα άδικο, αν και ο Χατζιδάκις πάντα ήταν υπερβολικός για να’ναι έτσι και «to the point». Όντως, γράφτηκαν χιλιάδες ρεμπέτικα, που κατά τη λογική ενός έντεχνου, σαν τον Χατζιδάκι, δεν άξιζαν όλα. Κατά την άποψη ενός λαού, όμως, το κριτήριο αλλάζει. Το «Άιντε σαν πεθάνω τι θα πούνε/ πέθανε ένας χασικλής», μπορεί να λέει πάρα πολλά στο λαϊκό αίσθημα. Ένας διανοούμενος τύπου Χατζιδάκι είναι λογικό να τα διαχωρίζει, αλλά ένας απλός λαϊκός τραγουδιστής ή ακροατής δεν έχει κανένα λόγο ν’ ασχολείται μ’ αυτά.

Κάνατε το «πικ» σας στα μέσα του ’90, λίγα χρόνια αφότου τραγουδήσατε πρώτη φορά επαγγελματικά. Θυμίστε μου, πότε ηχογραφήσατε την «Αλεξάνδρεια» της Ρεμπούτσικα και του Δαβαράκη;

Η «Αλεξάνδρεια» βγήκε πρώτη φορά το ’95 ως single. Η μελωδία της Ευανθίας, αλλά και ο στίχος του Δαβαράκη, ένας πολύ βιωματικός στίχος, απογείωσαν το τραγούδι. Τα πράγματα έγιναν απλά: Εγώ δούλευα στα ρεμπετάδικα, αλλά τότε οι δισκογραφικές είχαν παραγωγούς, κανονικούς κυνηγούς ταλέντων. Τρέχανε σ’ όλα τα μαγαζιά, απ’ τα ρεμπετάδικα ως τα σκυλάδικα. Ήρθε μια εποχή που μου έσκαγαν προτάσεις, από συνθέτες και στιχουργούς. Είχα δοκιμάσει αρκετά πράγματα, αλλά πάντα έλεγα όχι, ώσπου ένα βράδυ ήρθε ο Άγγελος Σφακιανάκης στο «Ντουζένι». Γνωριζόμαστε, «μ’ αρέσει πολύ η φωνή σου» μου λέει και μετά από ένα δεκαήμερο μού τηλεφωνεί: «Αύριο έχουμε να πάμε σε δύο ραντεβού. Πάρε άδεια απ’ την πρωινή σου δουλειά». Είχαμε ραντεβού γύρω στις 12 με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, θα πίναμε ένα καφέ μετά και στις 2 θα πηγαίναμε να βλέπαμε την Ευανθία Ρεμπούτσικα. Πήγαμε, μ’ άκουσε η Ελευθερία και μου λέει αμέσως: «Welcome to the group». Μετά στην Ευανθία μ’ έβαλαν να τραγουδήσω την «Αλεξάνδρεια», το «Λέει – λέει» και τη «Μεγάλη αποκάλυψη». Προσπαθούσαν να κάνουν μια δουλειά και έψαχναν τραγουδιστή. Θυμάμαι πως την ώρα που τα έκανα demo τα κομμάτια, μου λέει ο Δαβαράκης: «Κάπως περίεργα το λες εσύ το ”Γεια σαλάμ”. Πάρε ένα τηλέφωνο τη μάνα σου. Πως τη λένε; ”Κυρά – Νίκη”» του απαντάω. Της τηλεφωνώ, της λέει ο Άρης «Κυρα – Νίκη, ο Δαβαράκης είμαι ο στιχουργός». Τρελαμένη η μάνα μου, τον ήξερε φυσικά απ’ την «Πορνογραφία» του Χατζιδάκι! «Δε μου λες» τη ρωτάει, «ο γιος σου από που είναι;»…«Απ’ την Πήλο»…«Εσύ από που είσαι;»…«Απ’ την Αλεξάνδρεια, απ’ τη μεριά του πατέρα μου»…«Ευχαριστώ, κυρα – Νίκη» και γυρνάει μετά σε μένα: «Απ’ την Αλεξάνδρεια θα λες ότι είσαι, γιατί είπες το στίχο αυτό σαν Αιγυπτιώτης». Έτσι ασχολήθηκα κι εγώ με την καταγωγή μου απ’ τη μεριά της μάνας μου και όχι του πατέρα μου, όπως κάνουν όλοι.

Με εντυπωσιάζει, πάντως, το πόσες ευκαιρίες δίνονταν στα μέσα του ’90. Ποιος συνθέτης σήμερα θα έπαιρνε ένα νέο παιδί για να του έδινε κατευθείαν τραγούδια;

Δεν υπάρχουν πια παραγωγοί σήμερα, γι’ αυτό και πολλά παιδιά αναγκάζονται να πάνε στα τηλεοπτικά σόου. Εγώ, π.χ., πήγα σ’ ένα μαγαζί που έπαιζε ο Νικολόπουλος με την Πίτσα Παπαδοπούλου και την Ασπασία Στρατηγού. Άκουσα στην αρχή μια κοπέλα που λέγεται Δήμητρα Μπουλούζου. Έπαιζε βιολί και τραγουδούσε. Την πήρα στο σχήμα μου και τώρα της γίνεται και δισκογραφία – βοηθάω κι εγώ.

Θέλω να πω ότι το ’95 ναι μεν ο Καλαντζόπουλος, η Ρεμπούτσικα και ο Δαβαράκης συστήνουν τον Κότσιρα, αλλά έχουν τη φωνή του σαν όχημα και για τη δική τους επιτυχία. 

Συμφωνώ. Σήμερα ένας πολύ γνωστός συνθέτης θα έπρεπε να θεωρεί υποχρέωση του να το κάνει, όπως και ένας πολύ γνωστός τραγουδιστής θα έπρεπε να προτείνει νεότερους ανθρώπους. Τώρα έχω μέσα ένα τραγούδι ενός εντελώς άγνωστου νέου συνθέτη, που λέγεται Νίκος Χιώτογλου κι έχει μελοποιήσει Μάνο Ελευθερίου. Ο Σταύρος Σταύρου ο στιχουργός είχε κάνει ήδη μερικά τραγούδια, αλλά μαζί μου έκανε ολόκληρη σχεδόν δουλειά. Όσο μπορώ το κάνω εγώ αυτό, αλλά δυστυχώς δεν έχω το χρόνο να τρέχω δεξιά κι αριστερά για ν’ ακούω. Κάνω κάποιες οντισιόν που και που.

Πηγαίνω στο 1997 – 98 και στη στρατιωτική μου θητεία στη Λήμνο, ταυτισμένη εν πολλοίς με το «Τσιγάρο» που ακουγόταν παντού. Ήσασταν ερωτευμένος όταν ηχογραφήσατε το κομμάτι αυτό;

Ναι, βέβαια. Δεν ξέρω να σας πω πως θα το τραγουδούσα αν δεν ήμουν ερωτευμένος τότε. Μπορεί να το λες ότι «αυτός είναι καψούρης έτσι όπως τραγουδάει», αλλά εγώ δε μπορώ να το εξηγήσω. Δεν μπόρεσα ποτέ, ας πούμε, να κατανοήσω την καψούρα ενός σκυλάδικου τραγουδιού σαν ακροατής.

Λογικό άμα ακούγατε Queen και Pink Floyd.

Ίσως, αλλά ειλικρινά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έγινε τόσος ντόρος μ’ αυτό το τραγούδι. Φαίνεται πως η δουλειά αυτή ήρθε να καλύψει ένα κενό, έχοντας φύγει απ’ την εποχή των γρόθων που λέω εγώ. Έβγαινε μια νέα γενιά ανθρώπων που είχαμε την ευαισθησία στο πετσί μας και που δεν υπήρχε στη μουσική. Τα τραγούδια τα έγραψε μια γυναίκα που ήθελε ν’ ακούσει αυτά που λέει απ’ το στόμα ενός άνδρα.

Μια ανδρική φωνή δηλαδή, η δική σας εν προκειμένω, υπηρέτησε γυναικεία τραγούδια;

Όχι, άλλο λέω! Μιλάω για τραγούδια ανδρικά απ’ τη μεριά μιας γυναίκας, όμως. Έχει μεγάλη σημασία αυτό, ειδικά όταν η γυναίκα στιχουργός είναι η Ελένη Ζιώγα. Απίστευτο μυαλό.

Εκτιμώ στη Ζιώγα το ότι γράφει όποτε γουστάρει και της «βγαίνει». 

Είναι η απόλυτη ακόλουθος της αρχής του Μάνου Χατζιδάκι ότι πιο πολλά κερδίζεις με τα όχι σου παρά με τα ναι σου. Και με τον Αντώνη Μιτζέλο, στη συνέχεια, πάλι της Ζιώγα ήταν οι στίχοι.

Η αλήθεια είναι πως πατήσατε σταθερά στο δρόμο της ερωτικής μπαλάντας.

Δύο δίσκοι ήταν αυτό.

Ναι, δύο δίσκοι, όμως, που σάρωσαν κυριολεκτικά.

Εντάξει, πούλησαν πάρα πολύ, αλλά δε μπορείς να το πεις μανιέρα. Ήταν δύο άλμπουμ με κοινό στιχουργό, αλλά με δύο τελείως διαφορετικούς συνθέτες. Βασικά, εγώ δε μπορώ να κάνω το ίδιο πράγμα συνέχεια. Αν πάρετε τη δισκογραφία μου, θα δείτε ότι η αλληλουχία είναι από τον απόλυτα mainstream «Φύλακα – άγγελο» στο «Δική μας είναι η ζωή μας», ένας πολύ δύσκολος δίσκος. Περνάμε μετά στο πανδύσκολο «Πνευματικό Εμβατήριο» του Μίκη και «Το Άξιον Εστί». Ακολουθεί το «Ξύλινο αλογάκι» με Μαχαιρίτσα και Ισαάκ Σούση, επίσης πολύ δύσκολος δίσκος με mainstream αναλαμπές. Τα «Ταξίδια φιλιά» στη συνέχεια ήταν ένας καθαρά σύγχρονος νεολαϊκός δίσκος. Με το «30 + κάτι» μπερδεύτηκε και το δικό μου κοινό. Ακούστηκε τόσο πολύ το «Σεντόνι», που όλοι νόμιζαν ότι άλλαξα, καπέλωσε σχεδόν όλη τη δισκογραφία μου σε εκείνη τη φάση.

Πως ήταν για σας οι προσκλήσεις που άρχισαν να φτάνουν απ’ τους μεγάλους συνθέτες;

Με τον Θεοδωράκη κάναμε σε δίσκους και συναυλίες το «Πνευματικό Εμβατήριο» και «Το Άξιον Εστί», τους «Χαιρετισμούς», το τραγούδι – ποταμός «Χάρης» και το «Ο Ήλιος και ο Χρόνος» μαζί με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Το στοίχημα για μένα ήταν το «Πνευματικό Εμβατήριο», αφού «Το Άξιον Εστί» ήταν ένα έργο με ερμηνευτικό βάρος ιστορικά. Αυτό που επεδίωκα απ’ τη σχέση μου με τον Θεοδωράκη δεν ήταν να μου πει πως θα τραγουδάω, αλλά να ρουφάω τις ιστορίες του.

Το έχω ζήσει, σας καταλαβαίνω. Θέλω τώρα να πάμε σ’ ένα τολμηρό δισκογραφικό σας εγχείρημα, την επανεκτέλεση του θρυλικού «Δρόμου» των Μίμη Πλέσσα – Λευτέρη Παπαδόπουλου. Δεν είχατε ενδοιασμούς ν’ αναμετρηθείτε με τις ερμηνείες του Γιάννη Πουλόπουλου και της Ρένας Κουμιώτη;

Η διαφορά είναι ότι εγώ δεν αναμετριέμαι με τραγουδιστές, αλλά με το έργο. Είναι τόσο μεγάλη η αγάπη που τρέφω για τραγουδιστές σαν τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη, τον Πουλόπουλο, την Κουμιώτη ή τη μεγάλη μου αδυναμία, τον Διονυσίου, που δεν θα έμπαινα ποτέ στη λογική να τους μιμηθώ ή να τους ανταγωνιστώ. Δεν γίνεται, απλά δεν γίνεται! Εγώ απλά προσπαθώ να μπαίνουν μέσα μου τα τραγούδια. Με τον «Δρόμο» εγώ μεγάλωσα! Το βινύλιο από τη ΛΥΡΑ ήταν σε μόνιμη βάση στο πικάπ μας, έπαιζε απ’ το πρωί ως το βράδυ. Δεν είχα ν’ αναμετρηθώ με τίποτα άλλο και εφόσον με επέλεξε ο ίδιος ο δημιουργός, δεν αισθάνθηκα άσχημα. Είχε ακούσει το «Πρώτη φορά» που έλεγα στα live μου και με φώναξε στο σπίτι του, ρωτώντας με αν θέλει να κάνουμε τον «Δρόμο». Του απάντησα: «Δεν το συζητώ, σαν τρελός»! Και, έχετε υπ’οψιν, ο μεγαλύτερος τραγουδιστής να’ναι, όταν κάνει επανεκτέλεση, θ’ ακούσει τα μαλλιοκέφαλα του! Ξέρετε ποια επανεκτέλεση για μένα ήταν ορόσημο; «Ο Σταυρός του Νότου» του Μικρούτσικου! Εσείς, οι δημοσιογράφοι, στέκεστε στα δεδομένα και δεν μπαίνετε στο μουσικό background, στο υπόβαθρο. Τίτλους βλέπετε: «”Ο Δρόμος”. Πλέσσας. Παπαδόπουλος. Κότσιρας…Γιατί Κότσιρας;» Εμένα, αναφορικά με τον «Σταυρό του Νότου», θα σας πω ότι η γλώσσα του Καββαδία υπήρχε μες το σπίτι απ’ τον ναυτικό πατέρα μου. Μεγαλώνοντας και ακούγοντας πρώτη φορά το έργο, είπα «Μα είναι δυνατόν να γίνεται τραγούδι ο τρόπος που μιλάει ο πατέρας μου;» Έλα, λοιπόν, στη θέση του γιου ενός ναυτικού, ασυρματιστή, συνάδελφου του Καββαδία, που μια φορά τον είχε αντικαταστήσει κιόλας στα πλοία κι ο ποιητής του’χε αφήσει ένα στιχάκι χειρόγραφο!

Όλα αυτά δε μπορεί να τα γνωρίζει ένας δημοσιογράφος ή μουσικοκριτικός. Όπως, επίσης, θεωρώ άκυρο κάπως το παράδειγμα που διαβάζεις ετικέτα, βλέπεις «Κότσιρας» και λες «Γιατί Κότσιρας;» Εγώ το «γιατί» το είπα με το που έμαθα για την επανεκτέλεση του «Δρόμου». 

Ναι, αλλά δεν πρέπει ν’ ακούσεις πρώτα; Μου θυμίζει όταν τραγούδησα κάποτε ένα τραγούδι του Χρήστου Δάντη και βγήκαν κι είπαν «Μα είναι δυνατόν;» Πριν ακούσουν το τραγούδι! Δε μπορεί ν’ αποδεχτεί κάποιος το ότι όλοι οι καλλιτέχνες έχουν δύο πλευρές. Δεν έγραψαν μεγάλοι δημιουργοί, σαν τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ελαφρά τραγούδια; Ξεχνάμε τα περίφημα «Γαμωτράγουδα» του Λευτέρη που έγραφε στις ελεύθερες ώρες του; Ας ακούμε πρώτα και μετά ας κρίνουμε αντικειμενικά.

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας

Είπατε πριν πως όποιος κάνει επανεκτελέσεις, δέχεται τα βέλη της κριτικής. Δε συνέβη το ίδιο, όμως, με «Το Άξιον Εστί» του Θεοδωράκη και του Ελύτη.

Πως δε συνέβη; Κάποιοι με κατηγόρησαν γιατί χαμογελούσα!

Αυτό το’χε πει σε μένα η αείμνηστη Αρλέτα: «Δε μπορεί ο Κότσιρας να τραγουδάει ”Μη, παρακαλώ σας, μη τη λησμονάτε τη χώρα μου” και νά’χει ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά».

Δεν είναι έτσι. Καταρχάς είμαι ένας τραγουδιστής που δεν βίωσε ούτε τη χούντα, ούτε τον Εμφύλιο, πόσο μάλλον το Έπος του ’40. Έπειτα, όταν είσαι με 40 πυρετό και πλακώνεσαι στις κορτιζόνες, που πίνεις πρώτη φορά στη ζωή σου για να βγεις να τραγουδήσεις και που με το που ανεβαίνεις, βλέπεις το Ιερό Τέρας, τον Μίκη, να’χει βάλει κυριολεκτικά το χέρι του μέσα στο στόμα σου και σου γελάει, το μόνο που μπορείς να κάνεις – πιστέψτε με – είναι να’σαι απόλυτα ευτυχισμένος. Εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς! Τώρα που ξαναβλέπω το παλιό βίντεο, καταλαβαίνω γιατί είμαι χαρούμενος και χαίρομαι και πολύ γι’ αυτό! Αν το έλεγα στιβαρός, με τη βαρύτητα του στίχου, δεν θα’μουν εγώ, θα’ταν ένας άλλος τραγουδιστής στη θέση μου.

Η Αρλέτα ήταν δύσκολος άνθρωπος, δεν την «έπιανες» εύκολα.

Ναι, το γνωρίζω, αλλά απ’ την άλλη είχε δώσει απλόχερα την άδεια της όταν είπα τα «Ήσυχα βράδια». Είχαμε μιλήσει, μάλιστα, από τηλεφώνου.

Αληθεύει πως όταν ζητήσατε άδεια και απ’ τη Μαριανίνα Κριεζή για το ίδιο τραγούδι, εξέφρασε ενστάσεις για το πως θα πείτε το στίχο «Θα’σαι πάντα δικός μου»;

Ισχύει. Είχαμε μιλήσει και μου εξήγησε πως οι στίχοι αναφέρονται σε άνδρα. Της απάντησα πως αγαπώ τα γυναικεία τραγούδια, όπως το «Πρώτη φορά», που απευθυνόταν επίσης σε άνδρα. «Αν μπορέσεις να το πεις πειστικά, θα χαρώ πολύ», αυτά ήταν τα λόγια της Κριεζή.

Για να καταλάβω, ερμηνεύετε κάπως άφυλα τους εκάστοτε στίχους;

Αν ήταν έτσι, δε θα μπορούσαμε να πούμε κανένα τραγούδι που μας αρέσει. Μ’ αυτή την έννοια η Αλεξίου δε θα τραγούδαγε ποτέ το «Δεν θα ξαναγαπήσω» του Καζαντζίδη. Τα τραγούδια είναι τραγούδια. Στις «Τυφλές ελπίδες» του Δουρδουμπάκη, ας πούμε, που πρωτοτραγούδησε η Μελίνα Κανά, άλλαξα έναν στίχο, τον έκανα «Εισ’ εκείνη που έψαχνα».

Αν μας άκουγε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, τι θα μας έσερνε τώρα…Ενοχλούταν τρομερά αν το ανδρικό αντικείμενο γινόταν γυναικείο στα δικά του στιχουργήματα.

Εδώ είναι ένα θέμα, γιατί ο Χριστιανόπουλος ήταν ένας ομοφυλόφιλος άνθρωπος, οπότε του άλλαζες κανονικά το φύλο. Ο Δουρδουμπάκης απευθυνόταν σε γυναίκα, όχι σε άνδρα, αλλά το έδωσε στην Κανά για να το απευθύνει σε άνδρα. Στον Χριστιανόπουλο, όμως, αν παρέμβεις, είναι σαν να παρεμβαίνεις και στην προσωπική του επανάσταση, στην κατάθεση του. Τέλος, οφείλω να πω ότι όταν στα «Ήσυχα βράδια», τραγουδούσα «Θα’σαι πάντα δικός μου», εγώ σκεφτόμουν τον μπαμπά μου.

Θέλω να πάμε στον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ήταν κανονική σχέση ζωής εκτός από συνεργασία.

(σχεδόν δακρύζει) Η υπόθεση του Λαυρέντη με πονάει πολύ…Απ’ την ώρα που έφυγε, δε μπορούσα να τραγουδήσω τίποτα για ένα μεγάλο διάστημα, ειδικά δικά του κομμάτια. Τα’χα αφαιρέσει απ’ τα προγράμματα μου, αφού ξεκίναγα να τα πω και μου κοβόταν η φωνή. Δεν ήταν σωστό για τον κόσμο…Ο Λαυρέντης ήταν μια πολύ έντονη προσωπικότητα. Όταν αντιπαθούσε κάποιους, τους απεμπολούσε διακριτικά, αλλά όταν αγάπαγε κάποιους, τους ενσωμάτωνε πάνω του κυριολεκτικά. Γνωριστήκαμε φευγαλέα στη συναυλία των Τερμιτών στο ΣΕΦ, όταν με κάλεσε ο Μιτζέλος. Με κάλεσε λίγο μετά να δουλέψουμε μαζί. Μου έστειλε ένα τραγούδι, το «Έτσι κι αλλιώς», που το έλεγα για ένα καλοκαίρι, χωρίς να ξέρει κανείς τίποτα. Μετά ξεκίνησε ένας δίσκος εξ αποστάσεως στην αρχή, γιατί βρισκόμουν συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, αλλά δέσαμε όταν γύρισα στην Αθήνα, γνωριστήκαμε καλά και κάναμε τις μίξεις. Είχαμε μεγάλες διαφορές, εγώ ήμουν τελειομανής κι εκείνος ήταν το απόλυτο χυμαδιό. Μου άρεσε τόσο πολύ αυτό! Νά’ναι άποψη και ταυτότητα το χυμαδιό.

Κάνατε και κοινές εμφανίσεις στον «Ζυγό» τότε, αν τα λέω σωστά.

Ακριβώς, μετά το «Ξύλινο αλογάκι» κάναμε καιρό να ξαναβρεθούμε και παίξαμε στον «Ζυγό». Εκεί ήταν το απόλυτο χυμαδιό! Ο Λαυρέντης δεν ήρθε στην πρώτη πρόβα, γιατί έπαιζε ο Παναθηναϊκός. Ήρθε με το μηχανάκι και με τη σαγιονάρα και μ’ ενημέρωσε την ώρα της πρόβας. «Δεν μπορώ να έρθω, έχει ματς, πέρασε τα εσύ τα κομμάτια». Από τότε τον λάτρεψα! Ίσως αυτό που αγάπησε κι αυτός σε μένα ήταν ότι δεν αισθάνθηκε ούτε για μια στιγμή ανταγωνισμό.

Σας πιστεύω, δεν τα’χε τέτοια θέματα ο Λαυρέντης.

Δεν υπάρχει κανένας που να μην τα’χει. Κανένας! Είναι η φύση της δουλειάς να νιώθεις ανταγωνιστικά.

Εσείς, λοιπόν, αισθάνεστε ανταγωνιστικά;

Εγώ δεν αισθάνομαι, γιατί ξέρω καλά πως αν αύριο με αποβάλλει αυτή η δουλειά, έχω άλλες 15 να κάνω και να επιβιώσω.

Μην το πάμε σε τόσο βάθος χρόνου.

Ειλικρινά, δεν έχω νιώσει εγώ ανταγωνιστικά, αν κι έχω αισθανθεί τον ανταγωνισμό των άλλων. Κι επειδή ξέρω ότι αυτό πάντα θα δημιουργεί θέμα, πάντα θα κάνω πίσω για το καλό του τραγουδιού. Πάντα οι συνεργασίες πρέπει να’χουν στόχο το καλό της μουσικής.

Πολύ υπεράνω και αρκούντως χριστιανικό μού ακούγεται αυτό.

Δεν είναι χριστιανικό. Είναι ανθρώπινο, είναι αριστερό. Αυτό είναι η Αριστερά! Το να αισθάνεσαι ίσος με τον άλλον κι όταν ο άλλος νιώθει ριγμένος, να τον βοηθήσεις να μη νιώθει έτσι. Δε σημαίνει ότι κάποια στιγμή δε θα βγουν οι σκελετοί απ’ τη ντουλάπα σου, διότι κάτι θα’χεις κάνει κι εσύ σε κάποια στιγμή σου, αλλά οι προθέσεις είναι αυτές που μετράνε. Μην ξεχνάμε ότι οι διαφορές του χριστιανισμού απ’ τον κομμουνισμό, είναι ελάχιστες. Να λες εκείνες τις εποχές «Άμα σε χτυπάνε, γύρνα και τ’ άλλο μάγουλο»;

Έχει μια δουλοπρέπεια αυτό, βέβαια, που εμένα δεν μου αρέσει.

Δεν είναι δουλοπρέπεια. Πως ν’ αντιμετωπίσεις όλο αυτό το μίσος που βλέπουμε σήμερα στα εξώφυλλα των εφημερίδων ή κάτω απ’ τα σχόλια στο διαδίκτυο;

Πολύ απλά λες «Τσακίστε τους φασίστες» και καθαρίζεις.

Ε, μα δεν είναι δυνατόν! Τον φασισμό πρέπει να τσακίσεις πρώτα, γιατί όσο υπάρχει φασισμός, θα γεννιούνται και φασίστες. Ο Λένιν δεν έλεγε «Τσακίστε τους φασίστες»!

Μεγάλη κουβέντα ανοίξαμε και λέω να μιλήσουμε λίγο για έναν δίσκο ολόκληρο που κάνατε με τον Θάνο Μικρούτσικο σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου. Έπεσε σε άσχημη περίοδο ο δίσκος αυτός, θα μπορούσε να έχει ακουστεί πολύ περισσότερο.

Κι όμως, υπάρχει ένα περίεργο μ’ αυτό το δίσκο: Πούλησε πολύ παραπάνω απ’ όσο μπορείτε να φανταστείτε και χωρίς κανένα αντίκρισμα στα ραδιόφωνα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, βγαίνοντας σε μία εποχή που δεν πουλούσε τίποτα. Ίσως, αν τον αντιμετωπίζαμε κάπως διαφορετικά ενορχηστρωτικά, να έκανε αισθητή τη διαφορά του. Έγιναν μέσα δυο – τρεις προσπάθειες απ’ τον ίδιο τον Θάνο, αλλά ο γενικός ήχος ήταν αυτός ο σταθερός του Θάνου εδώ και δεκαετίες.

Διαφωνήσατε δηλαδή για την ηχητική ταυτότητα του άλμπουμ;

Όχι, ποτέ δεν παρεμβαίνω εγώ. Όταν συνεργάζομαι μ’ έναν συνθέτη επιπέδου Μικρούτσικου, θα κάνω τα πάντα. Γύρισε και μου είπε πως θα’θελε να είμαι σ’ ένα τραγούδι: «Θα’σαι Tom Waits σ’ ένα σημείο και Μικρούτσικος σ’ ένα άλλο». Αν μ’ ακούσετε, θα ακούσετε τον ίδιο τον Θάνο μες τη φωνή μου. Δηλώνω όργανο εκτελεστικό στα χέρια του συνθέτη, αλλά και του στιχουργού, που θέλω ν’ ακούγονται τα λόγια του.

Σε συνέντευξη του, ο Θάνος Μικρούτσικος σας είχε χαρακτηρίσει σε μένα «σημαντικότερο τραγουδιστή μετά τον Μπιθικώτση». Ακραίος χαρακτηρισμός, δεν νομίζετε;

Εγώ, ναι, τον θεωρώ ακραίο. Μου το’χε επιχειρηματολογήσει αυτό, βέβαια, μέσα από μία τελείως υποκειμενική του άποψη. Ο Θάνος ήταν ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος που έμπαινε στο μεδούλι των τραγουδιστών του. Σε μένα άκουγε τη ρίζα μου, που ήταν ο Μπιθικώτσης.

Πάντως, εγώ του’χα απαντήσει πως αυτό θα το’λεγε για οποιονδήποτε άλλο τραγουδιστή του σε εκείνη τη φάση. Κι ας μην ήταν ο Κότσιρας ο τραγουδιστής του.

Θα σας πω ότι είχα διαφωνήσει κι εγώ μ’ αυτό το χαρακτηρισμό, γιατί απλά δεν τον καταλάβαινα. Όταν επιχειρηματολόγησε, δεν το αποδέχτηκα. Απλά το δέχτηκα. Τι να κάνουμε τώρα, μιλάμε για ΤΟΝ συνθέτη! Αν ρωτήσετε όλους τους συνθέτες, θα δείτε ότι εγώ γράφω σε τέσσερα κανάλια πάντα. Στα τρία κάνω αυτό που θέλει ο συνθέτης και στο τέταρτο κάνω αυτό που θέλω εγώ. Ας διαλέξουν όποιο θέλουν μετά. Συχνά τυχαίνει να κρατηθεί η δική μου άποψη, ρωτήστε τον Φάμελλο ή και την Ευανθία.

Γιάννης Κότσιρας – Αντώνης Μποσκοΐτης (φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας)

Είστε χρονοβόρος στο στούντιο;

Καθόλου! Είμαι των τεσσάρων ημερών μάξιμουμ, επειδή δουλεύω πολύ τα τραγούδια στο σπίτι. Το «Κοίτα γύρω», τον τωρινό δίσκο, τον είχα σχεδόν έτοιμο από το 2016. Μπαίνω στο στούντιο και ξέρω τι πρέπει να κάνω, το’χω δουλεμένο. Ελλείψει χρημάτων πλέον, αυτό το’χει ανάγκη και η δισκογραφία η ίδια.

Το πρώτο σας δισκογραφημένο live, πούλησε ένα εκατομμύριο CD, νούμερο ασύλληπτο για σήμερα. Όλοι έκαναν live δίσκους τότε, τι είχε όμως το δικό σας και «πήγε» τόσο;

Καταγράφηκε απλά όλο το κλίμα μιας συναυλίας και ήταν ένα ειλικρινές live άλμπουμ. Ίσως υπήρχε η πρόταση ενός νέου παιδιού να λέει παλιά λαϊκά τραγούδια. Τότε συνηθίζαμε ν’ ακούμε τα λαϊκά, όπως τα ακούγαμε πάντα. Εμείς δεν μιμηθήκαμε τον ήχο του Καζαντζίδη ή της Κουμιώτη, ήταν ένα καινούργιο φρέσκο πράγμα χωρίς ιδεοληψίες. Καθαρότητα: «Σας αρέσει, πάρτε το»!

Ενώ ιστορικά η Ελλάδα παράγει μεγάλες γυναικείες φωνές, το ίδιο διάστημα με εσάς, τη δεκαετία του 1990, εμφανίστηκε μια φουρνιά αντρών τραγουδιστών που μας απασχολούν μέχρι σήμερα: Ο Μπάσης, ο Ανδρεάτος, ο Μακεδόνας – λίγο νωρίτερα αυτός -, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης.

Εγώ μπήκα στο τραγούδι με τη λογική μιας παρέας. Είχα την παρέα μου, την Ευανθία και τον Παναγιώτη, τον Άρη και την Ελένη, όπως και μετά τον Μιτζέλο. Ο Μακεδόνας ήταν από καιρό παρέα με τον Σταμάτη, όπως και ο Μπάσης με τον Νικολόπουλο. Την ιστορία αυτές οι παρέες τη γράψανε τελικά. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Θυμάμαι τη χαρά που έκανα όταν έβγαινε ο Μπάσης κι έλεγε ένα τραγούδι που γινόταν της τρελής από κάτω. «Δόξα τω Θεώ» έλεγα, αφού μοιραζόμασταν τη σκηνή και κερδισμένο έβγαινε το ελληνικό τραγούδι τελικά. Αυτό μου το έδειξε αργότερα η Χάρις Αλεξίου όταν συνεργαστήκαμε. Είχε βγάλει το «Κύμα» του Θεοφάνους και εγώ το «Ξύλινο αλογάκι». Γινόταν χαμός! «Αχ, πόσο χαίρομαι, πουλάκι μου» μου έλεγε η Χαρούλα! Είναι μεγάλη ιστορία αν αγαπάς το τραγούδι.

Καυγαδίζετε στο χώρο αν σας κάνουν στραβή; Πως αντιδράτε;

Μία φορά μου’χει συμβεί έντονα η στραβή και έφυγα. Δεν τσακώθηκα. Όταν εισπράττω κακή συμπεριφορά, αποχωρώ. Αποφάσισα ότι τοξικοί άνθρωποι υπάρχουν σ’ όλα τα επαγγέλματα και σου γεμίζουν με δηλητήριο την καθημερινότητα σου. Όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, «φέρνουν τη μέλανα χολή», τη μελαγχολία. Αποφάσισα να μην τους κρατάω κοντά μου, δε θέλω τοξικά άτομα.

Είναι η πιο υγιής άμυνα.

Ε ναι, γιατί να τσακωθώ; Έτσι ο άλλος εκτονώνεται και του δίνεις αφορμή για να εκτοξεύσει κι άλλη κακία. Γιατί; Για να γυρίσω μετά στον Νικόλα ή στον Κωνσταντίνο, στους γιους μου, και να’χω μια μούρη μέχρι κάτω και να στενοχωριούνται;

Είστε οπτιμιστής;

Ναι, νομίζω. Εννοείται. Πέρασα μια φάση κατάθλιψης το 2004 προς 2005. Λόγω της κακής πορείας στην προσωπική ζωή μου, άρχισα να νιώθω ότι φταίει η δουλειά μου γι’ αυτή τη δυστοπία. Δούλευα και έφτασα στο επίπεδο να τελειώνω τα τραγούδια, να πηγαίνω στο μπάνιο και να κάνω εμετό.

Σαν αυτούς με νευρική ανορεξία, ένα πράγμα.

Ακριβώς. Έκανα κάνα δυο προσπάθειες με ψυχολόγο να το αντιμετωπίσω, αλλά τελικά με βοήθησαν οι άνθρωποι που είχα γύρω μου. Ή αυτοί που έβαλα στη ζωή μου.

Στο χώρο αυτό θα έχετε συναντήσει και συναδέλφους σας δέσμιους των παθών τους. Άλλοι θα τους έλεγαν «καμένους» και άλλοι, όπως εγώ, υπερευαίσθητους. 

Υπάρχουν αρκετοί. Εκεί αποστασιοποιούμαι απλά, ειδικά όταν έχω την ευθύνη τριάντα οικογενειών στην πλάτη μου. Κάνω τη δουλειά μου μέχρι να τελειώσει και φεύγω.

Είχατε ακρότητες απ’ το γυναικείο φύλο σε ότι αφορά τις εκδηλώσεις θαυμασμού;

Η αλήθεια είναι ότι είχα διάφορα προβλήματα…Κάποια ήταν και τρομαχτικά! Μην ξεχνάτε ότι μιλάτε μ’ έναν άνθρωπο που το πρωί δούλευε σε μια εταιρεία επίπλων, το βράδυ έλεγε μερικά τραγουδάκια και ξαφνικά, μέσα σ’ ένα τρίμηνο, τον κυνήγαγε κυριολεκτικά όλη η Ελλάδα! Δεν μπορούσα να πάω για καφέ μ’ έναν φίλο, γιατί πλάκωνε ο κόσμος και δε γινόταν να μιλήσουμε. Πήγαινα στο περίπτερο και με περίμεναν απ’ έξω. Υπήρχαν απειλές ακόμη, αφού υπάρχουν και εμμονικοί άνθρωποι! Ρωτήστε την Αρβανιτάκη ή τη Γαλάνη τι έχουν τραβήξει από εμμονικούς ανθρώπους, στη φύση των οποίων βγαίνει και επιθετικότητα! Ο υπέρμετρος θαυμασμός προκαλεί πολλά συμπλέγματα, εκτός απ’ τα καλά του. Συν τοις άλλοις, εγώ είχα πάθει και μία φοβία. Για ένα διάστημα, δεν ήθελα να βγαίνω απ’ το σπίτι. Φοβήθηκα μη χάσω τους φίλους μου, γιατί κι αυτοί άρχισαν να με βλέπουν διαφορετικά. Σταμάτησα να πηγαίνω για φαΐ μετά τη συναυλία για να μην έχω το σουβλάκι στο στόμα, να μη σηκώνω το κεφάλι και να βλέπω από πίσω μια ουρά τριάντα ατόμων! Έτσι, έβαλα τους δικούς μου όρους και συνήθισα να ζω μ’ αυτό.

Παρότι δεν επικρατεί η καλύτερη κατάσταση στα live, έχετε σταθερή παρουσία στις μουσικές σκηνές.

Γενικά δεν ξέρω για ποιο λόγο, παρόλο που το έντεχνο πέρασε την κρίση του, οι παραστάσεις μου πάντοτε πήγαιναν πολύ καλά. Μόνο το 2007, όταν είχα κάνει έναν λαϊκό δίσκο και πήγα κι έπαιξα στο «Μετρό», την πιο έντεχνη σκηνή της εποχής, τα πήγαμε απλώς καλά και όχι πάρα πολύ καλά! Το ίδιο και πριν τρία χρόνια, που ήμασταν με τον Λαυρέντη και τον Νταλάρα, καθώς και πρόπερσι με την Ελευθερία. Πάντα είχαμε πολύ κόσμο.

Φωτογραφία: Αγγελική Παπαϊωάννου/ Το Κουτί της Πανδώρας

Σας είχα δει στο Γυάλινο με τον Μαχαιρίτσα, είχα φέρει μάλιστα τη μάνα μου και τις φίλες της, λαϊκές γυναίκες όλες τους. Σκεφτόμουν πόσο «clean» δείχνετε, ένα στυλ τρομερά συμπαθές στις νοικοκυρές. Απ’ αυτό που αποπνέετε επί σκηνής, δεν υπάρχει καν η υπόνοια μιας «αντεργκράουντ» αίσθησης. Συμφωνείτε;

Συμφωνώ. Εν μέρει. Υπάρχει το bel canto, που για πρώτη φορά αισθάνομαι ότι περνάει κάμψη. Για κάποιο λόγο, αυτοί που την ψάχνουν με το καλό τραγούδι, έχουν κουραστεί απ’ το πολύ bel canto, απ’ την καλή φωνή δηλαδή. Νομίζω πως έχει να κάνει με το κατεστημένο του star system που μας υποχρέωνε τι να ακούμε. Κάποιους μας πήρε η μπάλα, ακόμη και μένα που δεν ανήκα ποτέ στο «καλογυαλισμένο» και ποτέ δεν ήμουν εκεί. Μ’ αρέσει απλά να’μαι καλός! Ξέρετε τι μου λέει η φίλη μου η Ανδριάνα η Μπάμπαλη; «Καλά, τι θα γίνει με σένα, έχεις καταπιεί κουρδιστήρι;» (γέλια). Δεν είναι κάτι που το ελέγχεις, ή είσαι ή δεν είσαι. Ο Νταλάρας είναι έτσι, επίσης! Ξέρετε ακόμη πως άμα κάνω ένα φαλτσάκι στη δουλειά μου, γυρνάω στους μουσικούς και τους ζητάω συγγνώμη; Έτσι είναι ο καλλιτεχνικός μου χαρακτήρας, αλλά καταλαβαίνω αυτούς που αρέσκονται στις πιο agressive φωνές στην παρούσα φάση.

Νομίζω πως δεν έχει να κάνει μόνο με τη φωνή, αλλά μ’ ένα γενικότερο στυλ. Μούσι, ας πούμε, γιατί δεν έχετε αφήσει ποτέ;

Καταρχάς έχω άσπρο μούσι! Μα να δείχνω 100, ενώ είμαι 50 χρονών άνθρωπος; Πραγματικά, δοκίμασα ν’ αφήσω μούσι μια περίοδο που ήταν και της μοδός, αλλά έβγαινε άσπρο και το παράτησα. Ειδικά, ο Νικόλας, ο ένας μου γιος, τρομάζει και δεν το θέλει καθόλου. Είχα κόψει και τα μαλλιά μου όταν γεννήθηκε. Τα φοβόταν, γι’ αυτό και τα έκοψα! Τώρα αρχίζει και τα συνηθίζει.

Ξέρετε τι θέλω να πω μ’ όλα αυτά; Ότι απ’ το ’95 μέχρι σήμερα είστε εντελώς ο ίδιος εμφανισιακά. 

Ισχύει, αλλά δε σημαίνει ότι δεν έχω και τις γωνίες μου. Ένα πράγμα που είχε ενοχλήσει και που είχε κάνει τον Κραουνάκη να τρελαθεί απ’ τη χαρά του, ήταν η περιοδεία «On the road» που έκανα με βασικό τραγούδι το «Να φάτε σκατά», από μία παράσταση του Σταμάτη! Θέλω να πω κι εγώ ότι αν με δείτε στις παραστάσεις μου δεν είμαι ο ίδιος. Έχω κλάψει στη σκηνή, έχουμε πετάξει για πλάκα πράγματα ο ένας στον άλλο με συναδέλφους, έχω κάνει παιχνίδι με τον κόσμο, προσπαθώ να’μαι ορίτζιναλ πάντα. Δεν θυμώνω με όσους μιλάνε από κάτω, γιατί κατανοώ πως ο άλλος βγαίνει έξω για να πει και μια κουβέντα, αν όμως ζητήσω ησυχία και με «γράψουν», εκεί θα τους την «πω».

Έχω ακούσει νεότερο συνάδελφο σας να λέει «Σκάστε, ζώα» στον κόσμο που μιλούσε και δεν τον πρόσεχε.

Όχι, αυτά δεν τα κάνω. Αυτά είναι ακραία, όχι γιατί σε πληρώνουν για να σ’ ακούσουν, αλλά γιατί πρέπει να σέβεσαι τον εαυτό σου. Ξέρετε από τι είχα πιαστεί το 2011 και το ’12 που ασχολήθηκα με την πολιτική; Είχα κάνει μια συναυλία και είχαν έρθει από μια επιτροπή: «Εμείς σας το δώσαμε το ρημάδι το μικρόφωνο! Χρησιμοποιήστε το για να εκφράσετε κι εμάς»! Δεν ξύπνησα ένα πρωί κι είπα να το παίξω επαναστάτης. Δεν θα μπορούσα να μην κλάψω, όταν λεπτά πριν βγω στη σκηνή, με ειδοποίησαν ότι πέθανε ο Δημήτρης ο Μητροπάνος! Και πως να μην με πιάνανε τα κλάματα τόσα που’χαμε περάσει με τον Μήτσο;

Την ημέρα των φετινών γενεθλίων σας, κυκλοφόρησε ο καινούργιος προσωπικός σας δίσκος. Αναρωτιέμαι ποιο τραγούδι θα μπορέσει να ξεχωρίσει απ’ όλα σε μία εποχή που τα ραδιόφωνα παίζουν ένα τραγούδι μόνο.

Απ’ το συγκεκριμένο δίσκο, όμως, έχουν ήδη ξεχωρίσει πέντε τραγούδια. Νομίζω πως το ομότιτλο, το «Κοίτα γύρω», σε δικούς μου στίχους, μπορεί να μη γίνει σουξέ, με την έννοια που ξέρουμε, αλλά βλέπω ότι είναι ένα ολοζώντανο τραγούδι. Όταν το έγραφα ήταν η επιδημία του Η1Ν1 κι είχα γράψει για τις «αρρώστιες που τρόμο κερνάνε». Πριν δύο χρόνια που κάηκε το Μάτι, ξύπνησα την επόμενη και δεν πέταγε κανένα πουλί εδώ πέρα. Άλλαξα το στίχο, τον έκανα «Τα πουλιά σταματούν να πετάνε». Σήμερα, λοιπόν, που βγήκε ο δίσκος, επανήλθα στον αρχικό στίχο λόγω κορονοϊού. Σημειωτέον, το τραγούδι αυτό ήταν ένα γράμμα στους γιους μου, που θέλησα να διαβάσουν όταν δεν θα μπορώ να τους το τραγουδήσω, έχοντας περάσει και μια περιπετειούλα με την υγεία μου. Ήθελα να τους τ’ αφήσω σαν κληρονομιά.

Έχουν επομένως βιωματικό χαρακτήρα τα νέα σας τραγούδια.

Απόλυτα! Βλέπω επίσης να προτιμά ο κόσμος και τον «Άγριο ανθό» που το λέμε μαζί με τον Μίλτο μου, τον Πασχαλίδη, αλλά και ένα α λα παλαιά ζεϊμπέκικο του Μαχαίρα και του Σταύρου. Αυτά τα δύο φαίνεται να «τσιμπάνε» απ’ τα υπόλοιπα και δεν το περίμενα. Το βλέπω στα κλικ, στα views, δηλαδή. Πάντως, μιλάμε για έναν ακόμη παρεΐστικο πολυσυλλεκτικό δίσκο μου, στον οποίο κάλεσα – μεταξύ άλλων – τον Μαχαίρα, τον Γερμενή, τη Μπάμπαλη, τον Χρήστο Δάντη, τον Γιώργο Καραδήμο, τον Ανδρέα Κατσιγιάννη.

Τι φιλοδοξείτε μ’ ένα νέο άλμπουμ τη σήμερον ημέρα;

Είναι πολύ πιθανό να’ναι ο τελευταίος ολοκληρωμένος δίσκος μου. Θέλω να’χει ξανά τη δυνατότητα ο κόσμος ν’ ακούει ένα δίσκο ολόκληρο.

Δύσκολο.

Το ξέρω…Στην εποχή του YouTube, έχουν όλοι κλειστά τα αυτιά τους. Κανείς δεν ακούει μαζί με άλλους, βάζει το YouTube ή το spotify και απομονώνεται. Θα με χαροποιούσε ειλικρινά να πάρει κάποιος το CD ή να το βάλει απ’ την αρχή ως το τέλος στο YouTube και να γουστάρει, να μην «πηδάει» απ’ τό’να κομμάτι στο άλλο.

Κάθε καινούργια δουλειά επιτάσσει και live στο πλαίσιο στήριξης της. Τι σκοπεύετε να κάνετε επ’ αυτού; Η Μενδώνη τις προάλλες ανακοίνωσε τα νέα μέτρα κατά του κορονοϊού, που μιλάνε για 30% πληρότητα.

Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι στα 30 χρόνια που τραγουδάω ότι έχω αντίπαλους τους πολιτικούς! Πρώτη φορά αισθάνομαι και το λέω πολύ ειλικρινά σαν να έχει αποφασίσει η πολιτική να εξαφανίσει τον πολιτισμό. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί! Αποφασίζουν για τους πάντες και ξεχνάνε τους ανθρώπους που δουλεύουν για τον πολιτισμό. Άσε τους πέντε – έξι μεγαλοτραγουδιστές που βγάζουν τα πολλά χρήματα, εδώ φαίνεται σαν να θέλουν να εκδικηθούν όλους τους άλλους, τους εργάτες που παράγουν πολιτισμό: Τους σκηνοθέτες, τους στιχουργούς, τους ηθοποιούς, τους συνθέτες.

Πιστεύετε ότι είναι θέμα κυβερνητικής πολιτικής ή ανάγεται στα όρια του προσωπικού πλέον;

Αισθάνομαι τώρα τελευταία ότι αγγίζει τα όρια του προσωπικού, σαν να θέλουν κάποια άτομα μέσα απ’ την κυβέρνηση να εκδικηθούν μ’ ένα τρόπο τους καλλιτέχνες. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο: Ή αυτό συμβαίνει ή απλά είναι ακατάλληλοι να διαχειριστούν τον πολιτισμό.

Και γιατί ο πρωθυπουργός δεν κάνει έναν ανασχηματισμό να στείλει κάποιους ακατάλληλους στα σπίτια τους;

Γιατί ο ανασχηματισμός σε νεοεκλεγέντα κόμματα είναι δείγμα εσωτερικής ήττας. Και μην ξεχνάμε τι προκλήσεις είχε ν’ αντιμετωπίσει η παρούσα κυβέρνηση: Κορονοϊός, προσφυγικό, ελληνοτουρκικά, όλα μαζί πάνω τους. Φοβάμαι όμως πως εκεί που έχουν σοβαρό πρόβλημα είναι στο τρίπτυχο Πολιτισμός – Παιδεία – Υγεία. Με κάθε καλή διάθεση πιστεύω πως πρέπει να επανεξετάσουν με μεγάλη προσοχή τα πρόσωπα που διευθύνουν αυτούς τους τομείς. Κι επειδή επίσης δεν είμαι κριτής των πάντων και ούτε θέλω να γίνω, από μόνοι τους κάποιοι άνθρωποι θα έπρεπε να παραιτηθούν και ν’αναλάβουν άλλοι ικανότεροι. Λέω κάτι πολύ απλό: Όταν εγώ δεν μπορώ να τραγουδήσω ένα είδος τραγουδιού, το παρατάω. Χωρίς καμία αντιπολιτευτική διάθεση, πολύ φοβάμαι ότι το αμέσως επόμενο διάστημα, εάν δεν αλλάξουν τροπάρι, θα’χουμε ειδικά στον πολιτισμό ανθρωπιστική κρίση. Χάνουν σπίτια φίλοι μου, έχω άστεγους γνωστούς αυτή τη στιγμή! Αναγνωρίζω την δύσκολη συγκυρία σ’ όλους τους τομείς, αλλά χρειάζονται αλλαγές. Δε μιλάω έτσι, επειδή είμαι εντελώς αντίθετος ιδεολογικά με τη ΝΔ, αλλά επειδή η εποχή επιτάσσει γρήγορες κινήσεις και κοινωνική ευαισθησία.

Κύριε Κότσιρα, αυτή ήταν συνέντευξη – ποταμός. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί δεν ήταν μία συνέντευξη επικαιρότητας και μου δώσατε την ευκαιρία να περάσω απ’ το ένα θέμα στο άλλο δεξιοτεχνικά, θα έλεγα.

* Ο δίσκος του Γιάννη Κότσιρα «Κοίτα γύρω» κυκλοφορεί από τη MINOS EMI σε όλα τα φυσικά σημεία πώλησης, τα ψηφιακά καταστήματα και τις streaming υπηρεσίες 


πηγη:https://rosa.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου