Εξ όνυχος τον λέοντα. Το προαποφασισμένο έγκλημα που συντελέστηκε λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα από την πλειοψηφία των, πρόσφατα διορισμένων από την κυβέρνηση, μελών του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου σε βάρος του Μετρό, το οποίο παραπέμφθηκε οριστικά στις καλένδες, καθώς και σε βάρος του εξαιρετικά σημαντικού αρχαιολογικού συμπλέγματος που βρέθηκε στη Βενιζέλου, του οποίου η συνοχή και η ακεραιότητα ως ενιαίου μνημείου απειλείται σοβαρά από την απόφαση του ΚΑΣ, δεν είναι ένα μεμονωμένο ή τυχαίο περιστατικό.

Είναι η τυπική εικόνα του καταστροφικού έργου που εκτελεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη από το καλοκαίρι μέχρι σήμερα, σε όλους τους τομείς.

Από την οικονομία, με τα μέτρα ενίσχυσης των λίγων και ισχυρών, που αποκαθηλώνουν την κοινωνική πολιτική υπέρ των αδυνάτων που σε συνθήκες κρίσης και μνημονίων κατάφερε να εφαρμόσει η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι την κατ΄ ευφημισμόν (όπως λέμε Ειρηνικός Ωκεανός για να ξορκίσουμε τη μανιασμένη θάλασσα), προστασία του πολίτη, τα δημόσια έργα, που λόγω νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας σταματούν παντού και τα οποία σε λίγο μόνο δημόσια και κοινωφελή δεν θα είναι, μέχρι την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς η οποία, στο όνομα της αγοράς και των εργολαβικών συμφερόντων τεμαχίζεται και καταστρέφεται, απαξιώνοντας έτσι ένα από τα πιο ισχυρά ανταγωνιστικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας για την οικονομική της ανάπτυξη.

Χρειάστηκαν περισσότερο από 3 μήνες δουλειάς πλήθους ανθρώπων όχι για να βρουν ένα τρόπο να προχωρήσουν τα έργα του μετρό πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά στη Θεσσαλονίκη. Κάτι που με βεβαιότητα θα τους οδηγούσε στη συνέχιση του υπάρχοντος σχεδιασμού, ο οποίος θα ολοκλήρωνε και θα έδινε σε λειτουργία τους 12 στους 13 σταθμούς, στο τέλος του 2020. Ούτε για να υποστηρίξουν τεχνικά την πρωθυπουργική «προφητεία», κάτι που βεβαίως είναι από ανέφικτο έως αδύνατο, αφού η απόσπαση των σημαντικών αρχαιολογικών ευρημάτων της Βενιζέλου δεν είναι μια λύση καλύτερη, μια και εκτός που καταστρέφει τα αρχαία, είναι σημαντικά ακριβότερη και πολύ πιο αργή σε ολοκλήρωση από εκείνη της in situ ανάδειξής τους.

Στους τρεισήμισι μήνες που δούλεψαν εντατικά για να επαληθεύσουν την «προφητεία» του πρωθυπουργού για το μετρό και τα αρχαία της Θεσσαλονίκης, το αποτέλεσμα δεν ήταν θετικό, μια τεχνικά τεκμηριωμένη δηλαδή μελέτη απόσπασης και επανατοποθέτησης των αρχαίων στη Βενιζέλου, αλλά αντίθετα, η αποδόμηση του έργου που έγινε μέχρι σήμερα για να διατηρηθούν τα αρχαία στη θέση τους.

Η απόφαση δηλαδή που εκμαίευσαν με μεθοδεύσεις αντιεπιστημονικές και σκοταδιστικές από το ΚΑΣ δεν έχει θετικό, αλλά αρνητικό πρόσημο.

Δεν εισηγήθηκαν δλδ στο ΚΑΣ την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων τεκμηριώνοντας, με όσα επιχειρήματα διαθέτουν, την όποια υπεροχή αυτής της λύσης έναντι της μέχρι τώρα εφαρμοζόμενης που επέτρεπε την «κατά χώραν» παραμονή των αρχαιοτήτων.

Αντίθετα, εισηγήθηκαν το γκρέμισμα όσων έγιναν μέχρι σήμερα στη Βενιζέλου, αποδομώντας την τεχνική λύση που είχε εγκριθεί από το ΚΑΣ το 2017 και στη συνέχεια είχε σε βάθος μελετηθεί και η οποία ήδη εφαρμόζονταν στη Βενιζέλου. Κι αυτό το πέτυχαν με φτηνά επιχειρήματα του τύπου «τα σχέδια της μελέτης το 2017 δεν ήταν υπογεγραμμένα», (η εισήγηση στο ΚΑΣ ήταν εγκεκριμένη και υπογεγραμμένη συνολικά από την τότε διοίκηση Αττικό Μετρό ΑΕ) και άρα η τεχνική λύση, η οποία είχε εντωμεταξύ εγκριθεί από τις υπηρεσίες και προχωρήσει, έχοντας πάρει πολλές υπογραφές, που τόσο τους αρέσουν, δεν ισχύει, είναι άκυρη και συνεπώς – και εδώ υπάρχει ένα απολύτως παράλογο και αντιεπιστημονικό άλμα – δεν υπάρχει τεχνική λύση…

Και η, σε διατεταγμένη υπηρεσία ευρισκόμενη, πλειοψηφία του ΚΑΣ, αγνοώντας έγγραφα που αποδείκνυαν τη νομιμότητα και την εγκυρότητα της τότε διαδικασίας, όπως την απόφαση του ΔΣ της Αττικό Μετρό με την οποία εγκρίνονταν και διαβιβάζονταν στο ΚΑΣ η τεχνική μελέτη του αναδόχου του έργου για την in situ παραμονή των αρχαιοτήτων, αγνοώντας ακόμη τεχνική έκθεση του συμβούλου που παρακολουθεί την πορεία του έργου και καθ’ ύλην αρμόδιου επιστημονικά, καθηγητή της Γεωτεχνικής Μηχανικής στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ, ο οποίος διαβεβαιώνει την τεχνική αρτιότητα και εφικτότητα της λύσης που εφαρμόζονταν μέχρι τις εκλογές και τέλος, αγνοώντας ακόμη και την επιστημονική κατάθεση του μέλους του ΚΑΣ (και μοναδικού Πολιτικού Μηχανικού στη σύνθεσή του) και καθ’ ύλην αρμόδιου καθηγητή Δομοστατικής στο ΕΜΠ, ο οποίος ήταν ένας εκ των δύο που καταψήφισαν την αντιεπιστημονική εισήγηση, επιμένοντας ότι η τεχνική λύση υπάρχει και είναι εφαρμόσιμη από το επιστημονικό δυναμικό της χώρας, πείσθηκε σαν να ήταν έτοιμη να πεισθεί από την έωλη επιχειρηματολογία του εκ του κομματικού στελεχιακού δυναμικού προερχόμενου προέδρου της Αττικό Μετρό ΑΕ.
Ο οποίος, όπως τώρα αποδεικνύεται, τοποθετήθηκε σε αυτή τη θέση όχι βεβαίως για τις γνώσεις ή την εμπειρία του, αλλά ακριβώς για να υποστηρίξει, με ψέματα και με δικολαβικά επιχειρήματα, το επιστημονικά παράδοξο και διεθνώς πρωτότυπο επιχείρημα, ότι η «κατά χώραν» παραμονή των αρχαιοτήτων απειλεί σοβαρά την ακεραιότητά τους.

Καταστροφικό δηλαδή ήταν το μέχρι τώρα έργο τους και καθόλου παραγωγικό.

Όπως καταστροφικό είναι το έργο τους και στα υπόλοιπα, εκτός Βενιζέλου, εργοτάξια του έργου του μετρό της Θεσσαλονίκης, τα οποία είτε έκλεισαν, είτε υπολειτουργούν από το καλοκαίρι και μετά, προκαλώντας σοβαρή και μη αντιστρεπτή καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου.

Αλλά και η απόφαση του ΚΑΣ, από μόνη της, καθυστερεί πολύ σοβαρά και επιβαρύνει οικονομικά το έργο.

Κι αυτό διότι για να ξεκινήσει η κατασκευή του σταθμού μετά την αλλαγή του σχεδιασμού του, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει με την μέχρι πρότινος εφαρμοζόμενη λύση, πρέπει να γίνουν από την αρχή και να εγκριθούν από το ΚΑΣ οι μελέτες για την απόσπαση και την όποια επανατοποθέτηση. Στη συνέχεια πρέπει να αποκαθηλωθούν τα έργα που είχαν γίνει στον σταθμό, η κατάχωση δηλαδή των ευρημάτων και να ξεκινήσει η απόσπαση. Κι αυτό υπό την προϋπόθεση ότι το ΣτΕ δεν θα έχει επιβάλει ασφαλιστικά μέτρα για την αναστολή της απόσπασης μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση.

Στη συνέχεια και όταν και εάν απελευθερωθεί η κατασκευή από τη δικαστική εμπλοκή, αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί κάτω από το δάπεδο των αρχαιοτήτων, υπάρχουν ρωμαϊκά και ελληνιστικά ευρήματα σε βάθος 3,5 μέτρων, που πρέπει να ανασκαφούν, να περάσουν από το ΚΑΣ κλπ. Μια αρχαιολογική ανασκαφή που θα χρειαστεί τουλάχιστον δύο χρόνια, από τη στιγμή που θα επιτραπεί να ξεκινήσει.

Με δυο λόγια, ούτε το 2023, που είναι η ημερομηνία ολοκλήρωσης του έργου, σύμφωνα με την πρωθυπουργική προφητεία, δεν θα έχει καταφέρει να ξεκινήσει η κατασκευή του σταθμού. Με ό,τι αυτό σημαίνει σε κόστος, λόγω παράτασης των εργασιών, αλλά και αποζημιώσεων που προφανώς θα διεκδικήσει ο ανάδοχος εξ αιτίας των καθυστερήσεων, για το έργο…

Αυτά συμβαίνουν γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι απλώς συντηρητική. Οι συντηρητικοί είναι εχθροί της προόδου. Υποστηρίζουν δηλαδή τα πράγματα να παραμείνουν ως έχουν, να μην αλλάξουν.

Εδώ συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο από αυτό. Εδώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ξαναγυρίζει την Ελλάδα πολύ πίσω. Από το ξεβράκωμα και το ξύλο στους δρόμους νέων ανθρώπων που απλώς προσάγονται για να διαπιστωθεί η τυχόν ενοχή τους, που υποστηρίζεται ιδεολογικά από ακροδεξιούς υπουργούς που υποστηρίζουν την… αναγκαστικότητα του ξύλου για την εφαρμογή του νόμου, μέχρι την παραβίαση του οικογενειακού ασύλου και την κακοποίηση ανυποψίαστων πολιτών, αλλά και την καθυστέρηση και την οπισθοδρόμηση των δημόσιων έργων και την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξαναγυρίζει την Ελλάδα σε ένα κακό παρελθόν που νομίσαμε ότι είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Ένα παρελθόν όπου ένα κοινωφελές έργο σαν το Τραμ της Θεσσαλονίκης ξηλώνονταν για να εδραιωθεί χωρίς ανταγωνισμό ο αμαρτωλός ΟΑΣΘ, ένα παρελθόν βίας, παρακράτους και αστυνομοκρατίας, που στοίχισε τη ζωή πολλών αγωνιστών της δημοκρατίας, μεταξύ των οποίων και ο Γρηγόρης Λαμπράκης στη Θεσσαλονίκη, ένα παρελθόν αυταρχισμού που γέννησε την εισβολή των τανκς στο Πολυτεχνείο το 1973 και ένα παρελθόν εργολαβικών συμφερόντων που αφαίρεσε από την Ελλάδα, στο όνομα του κέρδους, τα πλεονεκτήματα του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς της, ό,τι σημαντικότερου είχε δηλαδή για να γίνει ανταγωνιστική στη διεθνή οικονομία και να γνωρίσει μια ανάπτυξη που να μη στηρίζεται σε δανεικά και να οδηγήσει στη δημοσιονομική κρίση του χρέους, αλλά στα δικά μας, ανταγωνιστικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Δυστυχώς για την Ελλάδα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι απλώς συντηρητική. Είναι κάτι πολύ χειρότερο. Είναι οπισθοδρομική.
Γι’ αυτό και γκρεμίζει ό,τι καλό υπάρχει, για να το ξανακτίσει στη συνέχεια με τον δικό της νεοφιλελεύθερο, αντικοινωνικό και σκληρά αυταρχικό τρόπο…

https://tvxs.gr