Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 12 Μάι 2015
Μνήμη Αργύρη Χιόνη και Γιάννη Ζουγανέλη
Κλίκ για μεγέθυνση

 

 

 

Το απόγευμα του Σαββάτου της 25ης Απριλίου, στο θέατρο Αγγ. Σικελιανός στο Ξυλόκαστρο, έσμιξαν οι φίλοι του κορυφαίου τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη και του ποιητή Αργύρη Χιόνη σε μια εκδήλωση μνήμης, μουσικής και ποίησης υπό την του Ανδρέα Ζάρρου. Ήταν μια από τις ξεχωριστές εκδηλώσεις που γίνονται ευτυχώς και εκτός των τειχών, Πατρών και Αθηνών. Στην εκδήλωση έδωσε το παρών ο Δήμαρχος Ξυλοκάστρου, συγγραφείς, λογοτέχνες, μουσικοί, δημοσιογράφοι .

Ο Σωτήρης Σαράκης και η Ελένη Μαρινάκη διαβασαν ποίηση του Αργύρη Χιόνη, ενώ την αυτοβιογραφία του Γιάννη Ζουγανέλη «Ο ήχος της σάλπιγγος» παρουσίασαν ο Χριστόφορος Κάσδαγλης και ο Τριαντάφυλλος Οικονόμου. Την εκδήλωση συμπλήρωσαν προβολές και οι απαραίτητες σπονδές.

 

Αυτός ήταν ο δικός μας Γιάννης

ομιλία του Τριαντάφυλλου Οικονόμου

 

Πιστεύω ότι από τα σημαντικότερα στη ζωή ενός ανθρώπου, είναι οι φιλίες που κατορθώνει να δημιουργήσει. Θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα τυχερό που στη ζωή μου γνώρισα και δέθηκα φιλικά με δυο ξεχωριστούς ανθρώπους. Τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Αργύρη Χιόνη. Τον Γιάννη τον γνώρισα όταν επέστρεψα στο χωριό μου το 1990. Αυτός μου γνώρισε αργότερα τον Αργύρη Χιόνη αφού οι δυο τους από παλιά ήταν φίλοι.

Για τον Γιάννη που γνώρισα σε αυτά τα δεκαοχτώ τελευταία χρόνια λοιπόν, θα επιχειρήσω να μιλήσω. Παντελώς άσχετος με τη μουσική παιδεία, δεν διανοούμαι να αναφερθώ στον τουμπίστα Γιάννη Ζουγανέλη, έναν κατά κοινή ομολογία των ειδικών αναμορφωτή του οργάνου, έναν από τους καλύτερους αν όχι ο καλύτερος του κόσμου. Ένα μικρό σχόλιο όμως, για τη συγγραφική δουλειά του θα το τολμήσω, κι αυτό γιατί δανείζομαι την ρήση ενός ειδικού. Σε μια παρουσίαση των βιβλίων του Γιάννη Ζουγανέλη στην Αιγείρα, ο Γιανιώτης κριτικός λογοτεχνίας Γιώργος Αράγης είχε περιγράψει με τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο τη συγγραφική σταδιοδρομία του Γιάννη. Είναι - είχε πει- ένας αθλητής, που προπονείται ανελλιπώς, ακολουθεί ιδιαίτερη διατροφή, δεν πίνει δεν ξενυχτάει αποφεύγει όλες τις καταχρήσεις και έτσι κατορθώνει να έχει μια αξιοπρεπή επίδοση στον στίβο. Και κατεβαίνει ξαφνικά ένας που και πίνει και καπνίζει και ξενυχτάει και δεν προπονείται και σ π ά ε ι ό λ α τ α ρ ε κ ό ρ. Αυτά για τον συγγραφέα Γιάννη Ζουγανέλη. Και κάτι ακόμα.

Η γλώσσα του βιβλίου, είναι μοναδική. Ο Κωστής Παπαγιώργης παρατηρεί: "Εκφραστικά το Ζουγανελικό φίλτρο καινοτομεί, καθότι δεν μεταφέρει τη λαϊκή γλώσσα. Παρότι βιοπαλαιστής ως τα μπούνια ο αφηγητής κρατάει μια γλυκύθυμη απόσταση από το άμεσο. Στην τούμπα όλα τα έλεγε με την πνοή του, στο γραφτό όλα λέγονται με αυτό το δυσεύρετο "φύσημα" (που τα βράδια τον έκανε να μιλάει με τα δέντρα, να φιλάει τους τοίχους, να αγκαλιάζει περαστικούς - κι εμείς να τον κοιτάμε σαν ηλίθιοι....)"

Είναι η γλώσσα που και στην καθημερινότητα χρησιμοποιούσε ο Γιάννης. Είχε λατρεία με τη γλώσσα. Αγαναχτούσε με την κακοποίησή της. Δεν κουράζονταν να μας διορθώνει με ένα γλυκύτατο και αφοπλιστικό τρόπο που δεν σου άφηνε κανένα περιθώριο να παρεξηγηθείς. Έλεγε κάποιος από την παρέα. Αύριο πάω Αθήνα. Πάω στην Αθήνα τον διόρθωνε ο Γιάννης. Αν μου αφαιρέσεις την πρόθεση είναι σαν να μου τρως όλη τη διαδρομή, συμπλήρωνε με εκείνο το αφοπλιστικό του χαμόγελο.

Κάποτε θέλησε να ασχοληθεί με τις αγγλικές λέξεις που έχουν ελληνικές ρίζες. Δεν θυμάμαι την αφορμή. Υπήρχαν καταγραμμένες περίπου χίλιες με χίλιες διακόσες λέξεις στα διάφορα λεξικά που είχε στην κυριολεξία ξεσκονίσει. Όμως δεν είχε μείνει ικανοποιημένος. Αγόρασε λοιπόν μια στοίβα αγγλικά λεξικά, και ήρθε στο χωριό. Κλείστηκε στη βιβλιοθήκη για βδομάδες μπορεί και μήνες. Το αποτέλεσμα, πάνω από δέκα χιλιάδες λήμματα της αγγλικής γλώσσας, με ελληνική ρίζα.

Στο χωριό ήρθε το 1979. Δεν είχε μέχρι τότε, κάποιο ειδικό λόγο για να επιλέξει τον τόπο μας, πέρα από την ομορφιά του τοπίου που τον αιχμαλώτισε. Αγόρασε ένα κομμάτι γης στις Αιγές, κάτω από τον βράχο και έχτισε το σπιτικό του. Και ας μην υπήρχε τότε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό. Δίπλα, έχτισε τη βιβλιοθήκη για να στεγάσει τα βιβλία και τα όνειρά του.

Έζησε στον τόπο, δεν ήλθε επισκέπτης του Σαββατοκύριακου, ζυμώθηκε με την καθημερινότητα των ανθρώπων του χωριού, έγινε ο δικός τους άνθρωπος. "Ελάτε να σας γνωρίσω τον τόπο σας" μας έλεγε χαριτολογώντας και μας πήγαινε σε μέρη που αγνοούσαμε όπως το ρωμαϊκό υδραγωγείο, το ξεχασμένο γεφύρι του Κριού, παρατημένα μονοπάτια που συνέδεαν παλιά τα χωριά μεταξύ τους. Τα είχε ανακαλύψει όλα και, με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού, τα μοιράζονταν μαζί μας.

Όταν κάποιος ανηφόριζε για να συναντήσει το Γιάννη, ήξερε ότι στη βιβλιοθήκη θα τον έβρισκε. Ήταν ο χώρος του, το δημιούργημά του κυριολεκτικά, αφού με τα ίδια του τα χέρια κατασκεύασε πατώματα, ταβάνια, ράφια για τα βιβλία και όλα τα έπιπλα που την κοσμούν. Μα πρώτα και κύρια, έχτιζε με την αγάπη του τη μοναδική ατμόσφαιρα που σε περιέβαλλε μόλις βρισκόσουν εκεί. Αγόραζε μια ολόκληρη ζωή βιβλία, ακόμα και σ’ εκείνες τις περιόδους, που δυσκολεύονταν να θρέψει την οικογένειά του, φτάνοντας να δημιουργήσει μια βιβλιοθήκη με πάνω από πέντε χιλιάδες τίτλους βιβλίων και αρκετές σπάνιες εκδόσεις. Για τον Γιάννη, το βιβλίο είχε την ίδια θέση με το ψωμί στη ζωή του. Η βιβλιοθήκη ήταν το ορμητήριό του για κάθε νέο που επεδίωκε. Το ίδιο το βιβλίο, εκεί έχει ολοκληρωθεί. Αιγές 1987 σημειώνει στο τέλος.

Ονειροπόλος και πεισματάρης, φιλοδοξούσε να τη λειτουργήσει σαν αναμορφωτικό κέντρο για το χωριό και τη γύρω περιοχή. Και σε μεγάλο βαθμό το κατόρθωσε. Αφού για πρώτη φορά οι κάτοικοι του χωριού έβλεπαν με δέος το φεγγάρι και τους δακτυλίους του Κρόνου μέσα από το τηλεσκόπιο που είχε στήσει. Εκεί φιλοξενούνταν ποιητικές βραδιές με συνοδεία μουσικής που διοργάνωναν οι εκδότες της ΝΗΣΟΥ. Η ΝΗΣΟΣ ήταν ένα πρωτοποριακό για την εποχή του περιοδικό που είχε κυκλοφορήσει τέσσερα τεύχη από την άνοιξη του 83 μέχρι τον Μάιο του 85. Συντακτική ομάδα ήταν οι Γιάννης Πατίλης, Κώστας Σοφιανός, Χάρης Βρόντος και Γιάννης Ζουγανέλης. Το πρωτοποριακό στοιχείο - πέρα από τα κείμενα, - ήταν ότι το τεύχος συνοδεύονταν από κασέτα με μουσική. Ακολούθησε το περιοδικό "ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ" που εξέδιδαν μαζί με τον Γ. Πατίλη. Σε μια κατάμεστη από κόσμο βιβλιοθήκη, οι κάτοικοι του χωριού αλλά και ενδιαφερόμενοι από την ευρύτερη περιοχή, άκουγαν τους ίδιους τους ποιητές να διαβάζουν τα ποιήματά τους, παρακολουθούσαν μουσικές συναυλίες με προικισμένους μουσικούς φίλους του Γιάννη. Το αποτέλεσμα; Μερικοί τον είπαν τρελό, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού εκείνοι που παρεξήγησαν τις προθέσεις του. Λίγοι τον θαύμασαν και βάλθηκαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Αλλά όλοι τον αγάπησαν και τον τίμησαν. Η βιβλιοθήκη ήταν ταυτόχρονα και το ησυχαστήριό του.

Στη βιβλιοθήκη αυτή ξεκινήσαμε και εμείς τις εκδηλώσεις μας με μουσική και ποίηση. Πρώτο ποιητή που παρουσιάσαμε ήταν ο Αργύρης Χιόνης που μας διάβαζε από το φρέσκο τότε βιβλίο του "Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ", με τον Γιάννη Ζουγανέλη να συνοδεύει στην τούμπα.

Ο Γιάννης στη βιβλιοθήκη, λειτουργούσε σαν τον μαγικό οικοδεσπότη που μπορούσε με ανεπιτήδευτη απλότητα να ξετυλίγει τον καλό εαυτό του καθενός μας, και να συνομιλεί μαζί του, αφήνοντας έξω από την πόρτα όλα εκείνα τα πάθη και τις μικρότητες που τόσο συχνά ταλαιπωρούν τις συναναστροφές μας

Είναι απορίας άξιο το πώς ένα παιδί ορφανό από πατέρα που εγκαταλείπεται από τη μάνα του στο αναμορφωτήριο και σ' όλη την παιδική του ηλικία έχει να θυμάται βούρδουλα και απαξίωση, να εξελίσσεται στον Γιάννη που γνωρίσαμε. Ίσως οι συνθήκες της παιδικής του ηλικίας να αιτιολογούν το πείσμα και την υπομονή που τον χαρακτήριζε. Αλλά η τρυφερότητα της ψυχής του η απέραντη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ευνοούνται σε τέτοιο περιβάλλον. Πώς λοιπόν διαμόρφωσε τις αξίες και τις αρχές που τον κατεύθυναν στη ζωή του; Μια κάποια απάντηση δίνει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του. "Ο καθένας από εμάς δεν γεννιέται γνωρίζοντας τα πάντα. Στο δρόμο μαθαίνουμε όλοι. Μπαίνοντας λοιπόν σε μια πορεία, ανυποψίαστος ων, όπως οφείλουμε να είμαστε όλοι, και με καλή διάθεση, άρχισα να παρατηρώ διάφορα. Η υποψία είναι ψυχική δηλητηρίαση και ό,τι δηλητηρίαζε την ψυχή μου, εγώ δεν το έβαζα μέσα εξ ενστίκτου. Επομένως, λοιπόν, και το κριτήριό μου ήταν αυτό, επειδή ήμουν ανυποψίαστος και καλής προαίρεσης, άρα για να μ’ ενοχλεί αυτό ή το άλλο σήμαινε ότι μ’ ενοχλούσε πραγματικά. Έτσι, διαπίστωσα στο δρόμο ότι και αυτά που εγώ θεωρούσα είδωλα δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά δημιουργήματα μιας μακραίωνης πλύσης εγκεφάλου."

Ήταν επιλογή ζωής του Γιάννη, να βρίσκεται μακριά από μηχανισμούς εξουσίας και προβολής, πληρώνοντας φυσικά το τίμημα. Ποτέ του δεν θέλησε – αν και είχε τις ευκαιρίες και εύκολα θα μπορούσε – να γίνει σημαντικός εντός εισαγωγικών, από εκείνους τους σπουδαίους με περικεφαλαία, που τόσο αγαπούν οι τηλεοράσεις και τα μέσα μαζικής προβολής. Ο δικός μας Γιάννης Ζουγανέλης επέλεξε να κατακτήσει τις καρδιές μας, να σκλαβώσει το είναι μας και τα κατάφερε.

Στην πολυτάραχη ζωή του βρίσκονταν πάντα στο πλευρό του αδικημένου αποστρεφόμενος τις εύνοιες μηχανισμών και ισχυρών που συχνά πυκνά επιχειρούσαν να τον δελεάσουν. Έλεγε σε κάποια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του: "Στον τόπο αυτόν δεν ζούμε ελεύθεροι. Υπάρχει μια μαφία, ένας συνασπισμός μετριοτήτων, οι οποίες αναγορεύονται με τον καιρό σε αξίες. Η συντήρηση αυτών των «μύθων» είτε εν ζωή, είτε μετά θάνατον, είναι μέρος μιας πολιτικής που θέλει το λαό καθηλωμένο. Άντε τώρα εσύ να μιλήσεις, αν μιλήσει ο κύριος τάδε. Τι να πεις; Δεν υπάρχει σεβασμός, δεν υπάρχει τίποτα. Να σου πω τι υπάρχει; Φασισμός. Ο φασισμός του πολιτισμού."

Σαν πρόεδρος των μουσικών της ΕΡΤ δεν δίστασε να αναμετρηθεί με μηχανισμούς και ισχυρά πρόσωπα σαν τον Χατζηδάκη ή τον Θεοδωράκη όταν βρέθηκαν στην ηγεσία τους και όχι χωρίς συνέπειες στην καριέρα του. Πρωτοστατούσε στο να βγει η συμφωνική της ΕΡΤ στην οποία συμμετείχε σαν μουσικός έξω από τους 4 τοίχους οργανώνοντας συναυλίες σε ιδρύματα και γειτονιές. Γι αυτό το κατεστημένο και τον τρόπο λειτουργίας του, λέει: "Όταν δουν άνθρωπο να διαπρέπει, αγαπητέ, σε οποιοδήποτε χώρο, σπεύδουν όλα τα κατεστημένα κοράκια, αυτό το μόνιμο διευθυντήριο, να οικειοποιηθεί και ν’ αρπάξει ό,τι προλάβει. Μέσα σ’ αυτό το παιγνίδι δεν παίζουν μόνον οι ντόπιοι στρατολόγοι, αλλά και ξένοι. Γερμανοί, Άγγλοι, Αμερικάνοι, τα Ινστιτούτα, διάφοροι. Ο ρόλος των ξένων ινστιτούτων, εδώ σ’ εμάς τουλάχιστον, ήταν εμφανής. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν στρατολόγοι των καλών δυνάμεων, όπου και υποτροφίες έπαιρναν και υποστήριξη είχαν για να βγάλουν το έργο τους προς τα έξω. Ασφαλώς, όταν ένας άνθρωπος σου προσφέρει κάτι, ως υποχρέωση, οφείλεις κι εσύ να του προσφέρεις κάτι. Με την έννοια αυτή γινόταν και γίνεται πολιτική. Η πατρίδα μας δεν είχε ποτέ ανεξάρτητη πολιτική, έτσι ώστε να φροντίσει τα δικά της πράγματα. Αφού λοιπόν η πολιτική ήταν εξαρτημένη, μοιραία και ο πολιτισμός ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο."

Ανέφερε συχνά ότι "εγώ έδωσα μάχη στη ζωή μου για να παραμείνω φτωχός". Όχι γιατί από κάποια διαστροφή αποστρέφονταν τον πλούτο και την άνετη ζωή. Τις αξίες απέρριπτε και την ηθική που έπρεπε να ενστερνιστεί για να τις αποκτήσει. Επέλεξε να παραμένει φτωχός για να μπορεί να είναι ταυτόχρονα ο ασυμβίβαστος ονειροπόλος που πάντα αρέσκονταν να ‘παίζει‘ με τα πράγματα και τη ζωή, δοσμένος σ΄ αυτό το δημιουργικό παιγνίδι με όλη την ψυχή του, όπως μόνο τα παιδιά και οι ξεχωριστοί σ’ αυτό τον κόσμο ξέρουν να κάνουν. Ο σεμνός και αθόρυβος επαναστάτης που ποτέ του και πουθενά δεν δέχθηκε και δεν υποτάχθηκε στο κατεστημένο είτε στη μουσική, στην κοινωνία, ή στη ζωή. Ο Άνθρωπος, που με την ίδια απλότητα και ειλικρίνεια θα δέχονταν τον φτωχό και τον πρίγκιπα, τον μωρό και τον ιδιοφυή.

Αυτός ήταν ο δικός μας Γιάννης.

Ευχαριστώ.

 

 

 

Χτυπάει το τηλέφωνο

Απο την ομιλία του

Σωτήρη Σαράκη

 

Α΄

Αρχές καλοκαιριού του 2001 είχα διαβάσει στο Πλανόδιον (τεύχος Ιουνίου, αριθμός 32) έξι απ’ τα (μετέπειτα, ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ) ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ του Αργύρη. Το Πρώτο ήταν αυτό:

ΧΤΥΠΑΕΙ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ, χτυπάει και ξαναχτυπάει· δε το σηκώνω, όχι, δεν πρόκειται να το σηκώσω· ποιος ξέρει τι καινούργιες συμφορές θα μου αναγγείλει; Πέθανε αυτός, πέθαν’ εκείνος, ο τάδε βηματίζει με βηματοδότη, ο δείνα δεν μπορεί -το σπίτι του να βρει κι ο Ερυθρός Σταυρός τον ψάχνει. Είναι η γενιά μου που αρχίζει να θολώνει και να σβήνει. Έτσι που πάει το πράγμα, θα μάθω σύντομα και το δικό μου θάνατο από τηλεφώνου.

Χτυπάει το τηλέφωνο, Χτυπάει και ξαναχτυπάει· δε το σηκώνω, όχι· θα το βγάλω από την πρίζα, θα βγω από τον κατάλογο του ΟΤΕ· δεν πρόκειται να παραμείνω εγώ συνδρομητής θανάτων.

Λίγες μέρες αργότερα του τηλεφώνησα στο Θροφαρί για τη συνήθη φλυαρία μας. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και με το που ακούω το «Λέγετε» του Αργύρη, εκφράζω —εντελώς αυθόρμητα - την... αρκούντως αληθοφανή έκπληξή μου: —Α, ώστε το σηκώνεις το τηλέφωνο! Γέλασε, με τον τρόπο που γελούσε ο Αργύρης.

Λοιπόν, υπάρχει μια κατηγορία ποιημάτων, που έτσι και τα διαβάσεις, δεν αρκούνται στο να μη σ’ εγκαταλείψουν ποτέ, αλλά εννοούν και να επανέρχονται σταθερά —με «μαθηματική ακρίβεια»— κάθε φορά που το σημείο αναφοράς τους εμφανίζεται στον ορίζοντα του μετέπειτα βίου σου. Απ’ τη στιγμή —ας πούμε— που θα διαβάσεις ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ του Γιώργη Παυλόπουλου, βέβαιο είναι πως στο εξής θα τα «ξαναδιαβάζεις» εσαεί μαζί με τη βασανιστική αβεβαιότητα για το ποίημα που μόλις έγραψες, μαζί με τη φαρμακερή βεβαιότητα πως κανένα ποίημα δεν πρόκειται να ξαναγράψεις, μαζί με τις επίμονες αμφιβολίες για όσα έχεις γράψει. Έτσι ακριβώς και με το Τηλέφωνο του Αργύρη:

Επανέρχεται, έκτοτε, σταθερά με καθένα από αυτά τα τηλεφωνικά αγγέλματα λύπης και πένθους, αγγέλματα που —αλίμονο!— με τον καιρό, επίσης σταθερά, πυκνώνουν.

Β΄

Τα Χριστούγεννα του 2011 ήτανε μέρα Κυριακή. Ο Αργύρης βρισκόταν, βέβαια, στην Αθήνα και θα έμενε όλη τη βδομάδα. Τηλεφώνησα —πρωινή ώρα— στη Χρύσα για τα «Χρόνια πολλά», τα είπαμε και μ’ εκείνον. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε μέσα στις επόμενες μέρες — ή σε κάποιο απ’ τα συνηθισμένα στέκια, ή, το αργότερο, την Παρασκευή στο γραφείο του Άρι.

Την άλλη μέρα, λίγο πριν τις δύο το μεσημέρι, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε η Μαρία, ήταν Γιάννης Γκούμας: Ο Αργύρης...

Ως γνωστόν, στον πόλεμο ή στην πυγμαχία, σε κάθε, τέλος πάντων, σύγκρουση, η δύναμη ενός χτυπήματος πολλαπλασιάζεται όταν αυτό είναι ξαφνικό, απρόσμενο, όταν αιφνιδιάζει τον αποδέκτη του. Το ίδιο και με το τηλέφωνο. Γι’ αυτό και

κάνω την υπόθεση πως μάλλον εντελώς απρόσμενο θα ήταν το τηλεφωνικό χτύπημα που είχε οδηγήσει τον Αργύρη στην αυθόρμητη αντίδρασή του:

Άφησέ το να χτυπάει στον αιώνα — ένα υπέροχο ποίημα.

Τέτοιο έμελλε να είναι και το άγγελμα της δικής του φυγής. Απρόσμενο και ξαφνικό, τόσο απρόσμενο και τόσο ξαφνικό που ο νους να το γυρίζει πίσω ως απαράδεκτο, μέρες μετά και μήνες να μην μπορεί «να το διαχειριστεί» κατά την έκφραση της μόδας, κοντολογίς να μην μπορεί ο δύστυχος με τίποτα κάπως να το χωνέψει. Αυτής της δυσκολίας επακόλουθο θα πρέπει να ‘ναι η σκέψη που ως μόνιμη «επωδός» τονίζει διαρκώς το ακατανόητο, υπογραμμίζει το παράλογο: Καλά, κι όλοι εμείς, οι φίλοι του, τόσοι άνθρωποι, σε μακαρία άγνοια; Ναι, έτσι γίνεται πάντα όταν συμβαίνει ξαφνικά, αλλά πώς γίνεται; Πώς μπορεί να γίνεται;

Θα πρέπει αυτή ακριβώς η σκέψη, με τον καιρό υπόγεια και γι’ αυτό πιο δραστική, να οδήγησε και το δικό μου χέρι, κοντά δυο χρόνια από κείνα τα Χριστούγεννα, στη γραφή ενός ποιήματος:

 

ΟΤΙ ΠΕΡΙΕΓΡΑΦΕ

ΜΑΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ

 

Στον Γιάννη Γκούμα

 

Έρχονται οι φίλοι, έρχονται

να σου παρασταθούν, να σ’ εμψυχώσουν,

μου εξηγούσε, φτάνουν

απ’ άκρη τόπου ζώντες και νεκροί

δε φεύγεις μόνος, μην ακούς

αυτά που λένε

στην αγορά, δεν ξέρουν, όμως

εγώ δεν ήμουν, του αντιτείνω,

πώς να το φανταστώ, δεν ήρθα, λάθος,

μου αποκρίνεται, ήσουν

και παραήσουν, το θυμάμαι

πολύ καλά που, βλέποντάς σε,

ακυρώνεται η συνάντηση, σου λέω,

αύριο, μεσημεράκι

Θα σου τηλεφωνήσει ο Γιάννης, βλέπεις

ο σκηνοθέτης

έδωσε ξαφνικά την εντολή

το συνηθίζει

 

κι ήτανε τόσο πειστικός

ίδια όπως όταν έγραφε

εκείνες τις εκπληκτικές του

ιστορίες, όταν αράδιαζε

τις λεπτομέρειες του βίου

του Κρητικού ζωγράφου

Κυριάκου (ή και Δομίνικου)

Παναγιωτόπουλου ή όταν

τη σύντομη ζωή εξιστορούσε

του Αργεντινού ποιητή Esteban

Argentea Nieve.

 

κι ήταν —εν τέλει— τόσο, μα τόσο, αληθινός!

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου