Loading...

Κατηγορίες

Τρίτη 24 Μάρ 2015

 

 

Γράφει η Αθανασία Δανελάτου

 

Μια σιδερένια σκάλα, που ο ήρωας ολοένα κατεβαίνει, αποτελεί την σκηνική κάθοδο στο άδυτο του οικογενειακού θηριοτροφείου της Amanda Wingfield, τον «Γυάλινο κόσμο» του Tennessee Williams, που η Μαίρη Σιδηρά σκηνοθετεί με μαεστρία κι ευαισθησία στο θέατρο Λιθογραφείο. Δυο μεγάλα ταμπλώ στο κέντρο της σκηνής, ανάμεσα στα έπιπλα που «καθίζουν» τα οικογενειακά δεσμά, δηλ. τραπέζι και σαλόνι, φιλοτεχνημένα από τον ζωγράφο Παναγιώτη Καρώνη, που έχει επιμεληθεί και το σκηνικό, μετα-γράφουν για την παράσταση το εξώφυλλο μιας από τις πρώτες τυπογραφικές εκδόσεις του έργου. Το σχέδιο των εμπλεκόμενων ζώων, στο κέντρο της σκηνής, αντικατοπτρίζει την εμπλεκόμενη με την τέχνη ζωή των ηρώων, καθώς η θεατρική διήγηση του συγγραφέα Τom (Tennessee) Williams είναι, εν μέρει, και αυτοβιογραφική. Στη μια γωνιά της σκηνής, κρέμονται τα γυάλινα ζώα της αυτοέγκλειστης, στο κλουβί της παιδικής της άρνησης, Laura Wingfield, ενώ στην άλλη πλευρά μια κούνια λικνίζει την γυάλινη μελαγχολία ενός ψευδαισθητικού κόσμου που η, καθηλωμένη στο παρελθόν, μητέρα αρνείται να διαρρήξει. Πανταχού παρόν το χάρτινο μάτι του «δραπέτη» πατέρα-οικογενειάρχη πληρώνει κάθε έγκλειστο του γυάλινου κλουβιού με τα δηνάρια της απουσίας του βλέμματός του, μέσα από το γκισέ μιας παλιάς φθαρμένης φωτογραφίας στον τοίχο.

Η σκηνοθέτης μεταφέρει με λεπτότητα στην σκηνή έναν κόσμο άθραυστο, δομημένο πάνω στα θραύσματα τριών πλασμάτων καμωμένων από την απουσία και την άρνησή της: Της απούσας νεότητας της μάνας-κοπέλας Αμάντα, φερέφωνο της επιθυμίας του «κοινωνικώς επιθυμητού», την οποία επιβάλλει ασταμάτητα πάνω στους άλλους χωρίς να της είναι ποτέ αρκετή καμιά «συμμόρφωση»∙ της απουσίας δεσμών με τον αληθινό κόσμο της κορίτσι-παιδί Λώρα, που δεν έχει σχεδόν καμιά επιθυμία∙ της απουσίας δύναμης εκλογής ζωής του Τομ, που επιθυμεί αδύνατα, δεμένος στο λουρί της επιθυμίας της μάνας και που καμιά μικρή του διαφυγή δεν τον κινεί οριστικά στην επιθυμητή συγγραφή, αλλά μονάχα ίσαμε τον κινηματογράφο …

Η Μαίρη Σιδηρά αναπτύσσει το έργο στην εποχή του (μεσοπολεμικός αμερικανικός νότος), «τότε που η τεράστια μεσαία τάξη της Αμερικής είχε χάσει τα μάτια της», ψηλαφώντας με τα δάχτυλα το πρόσωπο της ψυχής των ηρώων και στήνοντας μιαν ετεροτοπία όπου χρόνοι, αισθήσεις, ηλικίες και συναισθήματα συνυπάρχουν παράλληλα, αναβοσβήνοντας και ανεβοκατεβαίνοντας στο υπόγειο του οικογενειακού χωρόχρονου.

Στο θηριοτροφείο του γυάλινου κόσμου, το παρόν και το μαζί συνιστούν αδυνατότητα. Οι ήρωες, εν απουσία αφής, βλέμματος, συναισθήματος μεταξύ τους, ζουν σ’ έναν κόσμο φωνών ενός άλλου κι ενός αλλού. Η εγκαταλελειμμένη από τον άντρα της Αμάντα αιωρείται ανάμεσα στο Blue mountain και σ’ ένα φαντασιακό μέλλον, ενώ παραληρεί σαν τηλεοπτική συσκευή μονίμως ανοιχτή που κανείς δεν κοιτάζει. Η κόρη Λώρα, που δεν κοιτάχτηκε ποτέ, κατασκευάζει ένα σύμπαν αντανακλάσεων φωτός, προτιμώντας ψιθύρους ενός άλλου κόσμου που δεν της επιβάλλει ρόλους φύλου προκειμένου να «κλέψει» το βλέμμα του άλλου. Κι ο γιος Τομ, που δεν χρειάζεται ένα βλέμμα για να υπάρξει αλλά ένα βλέμμα για ν’ ακολουθήσει, μετεωρίζεται σ’ ένα πάνω-κάτω, μέσα-έξω, μεταξύ της αόρατης φανταστικής περιπέτειας του πατέρα και της ορατής απουσίας κάθε περιπέτειας. Μόνη παραφωνία η ωραία φωνή του Τζιμ, έρωτα γυμνασιακού της Λώρα, όχι για το βλέμμα του αλλά για την φωνή του. Μια φωνή που σπάει για λίγο μόνο το γυάλινο κόσμο, προσδίδοντάς του μια διάσταση διακόρευσης απ’ όπου χαίνει ο πραγματικός κόσμος, σαν άνοιγμα που μπορεί να διέλθει η αλήθεια, πραγματώνοντας την ζωή εκεί έξω από το γυαλί.

Οι ερμηνείες αναπτύσσονται με προοδευτική αρμονία σαν νότες πενταγράμμου με κλιμακούμενη ένταση από την Αμάντα στον Τομ κι από κει στον Τζιμ και τέλος στην Λώρα της οποίας η εξωτερική σιωπή μοιάζει να διανοίγει χώρο σε μια εσωτερική μουσική που στο ρυθμό της χορεύει σιγαλά, καθώς κινείται με το ατροφικό της πόδι.

Η Σιδηρά κλείνει την σκηνοθετική της ανάγνωση στον Γυάλινο κόσμο αγκαλιάζοντας τρυφερά τους ήρωες του Ουίλιαμς και τους θεατές, με την αισθαντική μελωδία της Κοραλία Μπατίστα που συνοδεύει νοσταλγικά την έξοδο.

Μια παράσταση συνεπής, ανθρωποκεντρική, δουλεμένη στην καρδιά και τις λεπτομέρειές της με μεράκι και σοβαρότητα απ’ όλους τους συντελεστές της, που αξίζει να δούμε.

 

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου