Οι καταθέσεις διασωθέντων στην ανακρίτρια που έχει αναλάβει την υπόθεση του πολύνεκρου ναυαγίου ανοιχτά της Πύλου και οι μαρτυρίες επιζώντων για το πώς βυθίστηκε το αλιευτικό σκάφος «σφίγγουν τον κλοιό» γύρω από τους ισχυρισμούς του Λιμενικού για τις συνθήκες της πολύνεκρης προσφυγικής τραγωδίας.

Αντί μιας ασφαλούς ζωής στην Ευρώπη για τους κατ’ εκτίμηση 800 πρόσφυγες και μετανάστες που επέβαιναν στο «Adrianna», το αλιευτικό βυθίστηκε σε διεθνή ύδατα δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα της 14ης Ιουνίου. Μέχρι στιγμής έχουν βρεθεί μόνο 104 επιζώντες και έχουν ανασυρθεί 81 πτώματα.

Τόσο οι καταθέσεις όσο και οι μαρτυρίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας συγκλίνουν στο ότι επιχειρήθηκε ρυμούλκηση από την ελληνική ακτοφυλακή, με το Λιμενικό να διαψεύδει κατηγορηματικά οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια κάνοντας λόγο για «παροχή τροφοεφοδίων στους επιβαίνοντες του αλιευτικού».

«Δεν έπρεπε να γίνει το τράβηγμα»

Σύμφωνα με την «Καθημερινή», οι διασωθέντες που προσήλθαν στις ανακριτικές αρχές της Καλαμάτας, υποστήριξαν -με μικρές διαφοροποιήσεις- ότι το ναυάγιο προκλήθηκε όταν το ελληνικό πλοίο έδεσε με σχοινί το αλιευτικό και προσπάθησε να το τραβήξει. Ενώπιον της ανακρίτριας, νεαρός Παλαιστίνιος περιέγραψε ως εξής τα γεγονότα που οδήγησαν στη βύθιση:

«Το ελληνικό πλοίο έδεσε σχοινί στο μπροστινό μέρος του πλοίου μας και ξεκίνησε να μας τραβάει αργά, όμως το σχοινί κόπηκε. Μετά έδεσαν άλλο σχοινί, το έδεσαν δύο φορές αυτό. (…) Τη δεύτερη φορά που το έδεσαν, στην αρχή αισθανθήκαμε ότι μας τραβάνε, μετά το πλοίο μας πήρε κλίση. Το ελληνικό πλοίο ανέπτυξε ταχύτητα, εμείς φωνάζαμε στα αγγλικά “STOP”, όλοι φωνάζαμε, αλλά αυτοί δεν μας καταλάβαιναν. Oταν αρχικά έριξαν το σχοινί, εμείς ήμασταν ήρεμοι γιατί νομίζαμε ότι θα μας πάνε στην Ιταλία. Η πρώτη κλίση ήταν αριστερά και μετά δεξιά και μετά γύρισε ανάποδα το πλοίο μας».

Το iΕidiseis παρουσιάζει επίμαχα αποσπάσματα των καταθέσεων που οδηγούν στις συνθήκες της βύθισης του αλιευτικού.

«Το βράδυ της τελευταίας ημέρας μας προσέγγισε το ελληνικό πλοίο και ο καπετάνιος δέχτηκε τη βοήθεια γιατί ο κόσμος είχε αρχίσει και εξαγριωνόταν. Το πλοίο μας ήταν σταματημένο, δε λειτουργούσε η μηχανή. Το ελληνικό πλοίο έριξε σχοινί και το δέσαμε αλλά δεν πρόλαβε να μας μετακινήσει, όλος ο κόσμος έκανε φασαρία, κάποιοι ζητούσαν βοήθεια και κάποιοι άλλοι ήθελαν να πάνε στην Ιταλία. Το πλοίο μας τότε από το δυνατό τράβηγμα πήρε μία πρώτη κλίση και μετά μία δεύτερη και κατέληξε στο νερό» φέρεται να καταθέτει ένας εκ των διασωθέντων.

«Ήρθε το ελληνικό πλοίο να μας τραβήξει, έκανε μία κλίση το δικό μας καράβι αναλόγως που πήγαινε ο κόσμος. Κλίση αριστερά ο κόσμος δεξιά στην άλλη κλίση δεξιά ο κόσμος πήγαινε αριστερά, άλλη μία κλίση και έφυγε το καράβι. Είχε κύματα που δεν ήταν ψηλά αλλά το καράβι επειδή ήταν υπερφορτωμένο έφυγε και αναποδογύρισε. Όταν έδεσε το ελληνικό πλοίο τα σχοινιά ο κόσμος ηρέμησε. Πιστεύω ότι το τράβηξαν πιο γρήγορα και κουνήθηκε. Έπεσα κάτω από το καράβι στη θάλασσα και προσπάθησα να ανέβω επάνω στην επιφάνεια. Το πλοίο γύρισε ανάποδα και το πάνω έγινε κάτω. Το 95% που σώθηκε ήταν στο κατάστρωμα. Μετά ανέβηκαν 90 άτομα επάνω στο πλοίο, έμεινε ένα τετραγωνικό μέτρο από το πλοίο πάνω στο νερό. Φωνάζαμε βοήθεια», αναφέρει ένας δεύτερος.

Μια τρίτη κατάθεση που δόθηκε, δεν απέχει από τις προηγούμενες δύο.

«Όταν πλησίασε το ελληνικό πλοίο έδεσε σχοινί στο μπροστινό μέρος του πλοίου μας και ξεκίνησε να μας τραβάει αργά, όμως το σχοινί κόπηκε. Μετά έδεσαν άλλο σχοινί, το έδεσαν δύο φορές αυτό. Είδα με τα μάτια μου ότι έριξαν τα σχοινιά, όμως καθόμουν σε απόσταση και έβλεπα θολά, δεν είδα καθαρά. Αυτοί που ήταν μπροστά είδαν πιο καθαρά. Τη δεύτερη φορά που το έδεσαν στην αρχή αισθανθήκαμε ότι μας τραβάνε, μετά το πλοίο μας πήρε κλίση. Το ελληνικό πλοίο ανέπτυξε ταχύτητα και εμείς φωνάζαμε στα αγγλικά «στοπ», όλοι φωνάζαμε αλλά αυτοί δεν μας καταλάβαιναν. Όταν αρχικά έριξαν το σχοινί εμείς ήμασταν ήρεμοι γιατί νομίζαμε ότι θα μας πάνε στην Ιταλία. Η θάλασσα είχε λίγο κύμα. Η πρώτη κλίση ήταν αριστερά και μετά δεξιά και μετά γύρισε ανάποδα το πλοίο μας. Την πρώτη φορά κατέβηκα στο νερό και μετά ανέβηκα στο ανάποδο του καραβιού. Καθένας προσπαθούσε να πνίξει τον άλλον για να ανέβει αυτός. Μετά το πλοίο άρχισε να βυθίζεται».

 

Ένας ακόμα επιζών, σύμφωνα με το iΕidiseis, καταθέτει: «Όταν εμφανίστηκε το ελληνικό καράβι, ένα μέλος του πληρώματος φοβήθηκε ότι ο κόσμος που ήταν εξαγριωμένος θα χτυπούσε τον καπετάνιο λόγω της δίψας και της πείνας και μας είπε ότι το ελληνικό πλοίο θα προχωρούσε μπροστά μας και θα μας πήγαινε στα ιταλικά ύδατα. Μας είπε ότι σε δύο ώρες θα ήμασταν στην Ιταλία. Το ακολουθήσαμε για λίγο αλλά μετά χάλασε η μηχανή του πλοίου μας. Όταν το ελληνικό πλοίο κατάλαβε ότι σταματήσαμε γύρισε πίσω. Τότε έριξε ένα σχοινί και το έδεσαν μπροστά στο πλοίο μας. Εγώ ήμουν πίσω, ήταν νύχτα, το ότι έδεσαν σχοινί μου το είπαν τα παιδιά που ήταν μπροστά αλλά το αισθάνθηκα και εγώ γιατί μετά κινηθήκαμε όχι όμως πάνω από δύο λεπτά. Είπαμε τότε σταμάτα-σταμάτα γιατί πήρε κλίση το πλοίο μας. Θεωρώ ότι το ναυάγιο οφείλεται στο ότι το καράβι μας ήταν σε κακή κατάσταση και υπερφορτωμένο και ότι δεν έπρεπε να γίνει το τράβηγμα».

Ακολουθούν άλλες τρεις καταθέσεις με την πρώτη να εστιάζει στο γεγονός πως «το αλιευτικό ήταν υπερφορτωμένο», τη δεύτερη στο γεγονός πως «ήρθαν όλοι οι άνθρωποι από τη μία μεριά και πήρε κλίση» το σκάφος και η τρίτη για «ένα σχοινί» που δεν είδε ο ίδιος αλλά όπως το είπαν χρησιμοποιήθηκε γιατί «ήθελαν να μας τραβήξουν».

«Βυθίστηκε αφού χάλασε η μηχανή και προσπάθησαν να μας ρημουλκήσουν»

Ο Κούρδος Άλι Σεϊκί, από το ρημαγμένο Κομπάνι στη βόρεια Συρία, ήλπιζε ότι το «Adrianna» θα τον πήγαινε σε μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη όπου θα μπορούσε να φέρει τη σύζυγό του και τους τρεις μικρούς του γιους. Είπε στην κουρδική τηλεόραση Rudaw, όπως αναμεταδίδει το Associated Press, ότι ο ίδιος και άλλοι συγγενείς από το Κομπάνι, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρότερου αδελφού που πέθανε, είχαν συμφωνήσει να πληρώσουν στους λαθρέμπορους 4.500 δολάρια ο καθένας για το ταξίδι.

«Είπαμε "κανένα πρόβλημα", αρκεί η βάρκα να ήταν μεγάλη και σε καλή κατάσταση», δήλωσε στο Rudaw αργά το βράδυ της Κυριακής, μιλώντας τηλεφωνικά από τη δομή της Μαλακάσας, όπου έχουν μεταφερθεί οι επιζώντες. «Μας είπαν ότι δεν πρέπει να φέρουμε φαγητό ή οτιδήποτε άλλο γιατί όλα αυτά είναι διαθέσιμα στο σκάφος» πρόσθεσε.

«Οι λαθρέμποροι δεν άφησαν κανέναν να φέρει σωσίβια και πέταξαν ό,τι τρόφιμα είχαν οι επιβάτες στη θάλασσα», πρόσθεσε, απηχώντας τις μαρτυρίες άλλων επιζώντων. Ο Σεϊκί είπε ότι αυτός και οι σύντροφοί του κατευθύνθηκαν στο αμπάρι του πλοίου -μια παγίδα θανάτου όπου πιστεύεται ότι πνίγηκαν εκατοντάδες, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών- αλλά ανέβηκαν στο κατάστρωμα αφού πλήρωσαν επιπλέον χρήματα στους λαθρέμπορους.

Μέχρι τη στιγμή που το πλοίο βυθίστηκε, βρίσκονταν πέντε ημέρες στη θάλασσα. Το νερό τελείωσε μετά από μιάμιση μέρα και ορισμένοι επιβάτες κατέφυγαν στο να πίνουν θαλασσινό νερό.

Το κρίσιμο είναι ότι, σύμφωνα με τον Σεϊκί, το αλιευτικό βυθίστηκε αφού χάλασε η μηχανή του και ένα άλλο σκάφος προσπάθησε να τo ρυμουλκήσει.

Ανάλογη είναι και η μαρτυρία που δίνει Σύρος επιζών του πολύνεκρου ναυαγίου, σε εκπρόσωπο της οργάνωσης Consolidated Rescue Group.

«Όλοι οι επιζώντες μετανάστες είπαν ότι το ελληνικό Λιμενικό μας βούλιαξε», αναφέρει στη μαρτύρια του ο Σύρος επιζών. «Μας έδεσαν με μόνο ένα σκοινί. Αφού έδεσαν το σκάφος, ξεκίνησαν γρήγορα. Τότε το σκάφος έχασε την ισορροπία του [...] Πρώτα το σκάφος έγειρε προς τα αριστερά, μετά δεξιά, μετά αριστερά και μετά αναποδογύρισε. Τότε οι μετανάστες έπεσαν στη θάλασσα» ανέφερε.

πηγη: https://tvxs.gr