Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 04 Μάρ 2024
Ποινικός εκσυγχρονισμός ή οπισθοδρόμηση;
Κλίκ για μεγέθυνση

 


 

Τώρα που στέγνωσε η νομοθετική μελάνη και ο Ν. 5090/2024 κατέστη ισχύον δίκαιο, η νομική κοινότητα και η ελληνική κοινωνία καλούνται να κάνουν μια νηφάλια αποτίμηση των αλλαγών που επέρχονται. Πρόκειται, άραγε, για ποινικό εκσυγχρονισμό ή για ποινικό λαϊκισμό;

Ο Κώδικας του 2019, αποτέλεσμα μακροχρόνιας νομοπαραγωγικής διαδικασίας, στην οποία συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι της δικηγορίας, της ακαδημαϊκής κοινότητας και της Δικαιοσύνης, συνιστούσε σημαντική παρέμβαση και έταμε πλήθος ζητημάτων που είχε θέσει η θεωρία ή είχαν αναφυεί στην πράξη, χωρίς πάντως να λείπουν και ορισμένες αστοχίες, τις οποίες από την αρχή είχαμε επισημάνει.

Ο νέος Π.Κ., που αποτελεί τη 12η τροποποίηση του Π.Κ. του 2019 μέσα σε τέσσερα χρόνια, αναιρεί σε σημαντικό βαθμό το κεκτημένο των αλλαγών του 2019, καθώς στρέφει το ποινικό σύστημα σε τιμωρητική κατεύθυνση, με την ψευδώνυμη -και εντέλει λαϊκίστικη- επίκληση της ατιμωρησίας, η οποία επιχειρεί να κρύψει κάτω από το χαλί τα πραγματικά προβλήματα της ποινικής Δικαιοσύνης και της αντεγκληματικής πολιτικής: τις χρόνιες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, την αδυναμία να παταχθεί το οργανώμενο έγκλημα, την αποτυχία του σωφρονιστικού συστήματος.

Η δικηγορική κοινότητα εξέφρασε από την πρώτη στιγμή την απόλυτη αντίθεσή της μέσα από τις αποφάσεις του ανώτατου θεσμικού οργάνου της, της Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων, προς υπεράσπιση των σταθερών του νομικού μας πολιτισμού, που εμπραγματώνονται στο σύνταγμα και στην ευρωπαϊκή δικαιοταξία.

Σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου, η αυστηροποίηση παρουσιάζεται ως πανάκεια για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, μολονότι τα στατιστικά στοιχεία της ίδιας της ΕΛ.ΑΣ. δεν ενισχύουν την αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ της αυστηροποίησης των ποινών και της μείωσης της εγκληματικότητας. Ο ποινικός νομοθέτης δεν επιτρέπεται να δρα εν θερμώ ούτε να εξυπηρετεί σκοπιμότητες. Μια σοβαρή αντεγκληματική πολιτική προϋποθέτει μελέτη στατιστικών δεδομένων και πολυεπίπεδη αντιμετώπιση, με φέροντα στοιχεία την ενίσχυση της πρόληψης, την έγκαιρη εξιχνίαση των εγκλημάτων, τη σωφρονιστική μέριμνα και βεβαίως την κοινωνική πολιτική.

Στον βωμό της αυστηροποίησης εισάγονται αδόκιμες και αλυσιτελείς ρυθμίσεις που πρέπει να μας προβληματίσουν:

* Οι ελαφρυντικές περιστάσεις αποφλοιώνονται και μειώνεται η επίδρασή τους στην επιμέτρηση της ποινής κατά τρόπο που εγείρει ζητήματα αναλογικότητας.

* Προβλέπεται ο κάθετος περιορισμός του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής και η εφαρμογή αυτής μόνο επί καταδίκης του δράστη σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Επαναφέρεται ο θεσμός της μετατροπής, ενώ θα εκτίονται, μερικώς ή ολικώς κατά περίπτωση, ποινές φυλάκισης πάνω από δύο έτη χωρίς να έχει προηγηθεί οποιαδήποτε μελέτη για τη φέρουσα ικανότητα του σωφρονιστικού συστήματος αλλά και για την τυχόν εγκληματογόνο μόλυνση του πρωτόπειρου δράστη πλημμελήματος από τον εγκλεισμό του.

* Επίσης, ο αποκλεισμός της αναστολής εκτελέσεως της ποινής επί προηγούμενης καταδίκης ακόμη και για εξ αμελείας πλημμέλημα, το οποίο ενδέχεται μάλιστα να είναι κατά τη φύση του τελείως άσχετο με την υπό κρίση πράξη, αντιβαίνει στη θεμελιώδη αρχή της εξατομίκευσης της ποινής και καθιστά υποχρεωτικό τον εγκλεισμό στη φυλακή καταδικασθέντων για τους οποίους αυτός εμφανώς αντενδείκνυται. Αναδύονται έτσι μια πλήρης αμφισβήτηση και αποφλοίωση του δικαιοδοτικού έργου και ρόλου του δικάζοντος δικαστή από τον νομοθέτη, όπως έχει γίνει και με τη ρύθμιση του άρθρου 187 παρ. 6 Π.Κ., με αποτέλεσμα να περιορίζεται ασφυκτικά η δικαιοδοτική κρίση του.

* Η προτεινόμενη κατάργηση της απλής δυσφήμησης ως αξιόποινης πράξης είναι ακατανόητη. Ο Π.Κ. (υπό τις προγενέστερες διατάξεις) προστάτευε την τιμή και την υπόληψη με ένα προσεκτικά εναρμονισμένο πλέγμα διατάξεων που εξασφάλιζαν την ορθή ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας της τιμής και της υπόληψης, που δικαιούνται «απόλυτης» προστασίας σύμφωνα με το σύνταγμα (άρθρο 5, παρ. 2). Οι διατάξεις αυτές έχουν τύχει πλήρους επεξεργασίας από τη νομολογία των ποινικών και των αστικών δικαστηρίων και εφαρμόζονται χωρίς προβλήματα. Η νομοθετική επέμβαση ανατρέπει πλήρως το κατά τα ανωτέρω ισορροπημένο σύστημα προστασίας και επιτρέπει την ατιμωρητί προβολή συκοφαντικών ισχυρισμών με ενδεχόμενο δόλο αλλά και τη διάδοση αληθών γεγονότων που ανάγονται στη συνταγματικώς προστατευόμενη ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (άρθρο 9, παρ. 1, εδ. β΄ του συντάγματος).

Ο ποινικός νομοθέτης είναι εκείνος που περισσότερο από κάθε άλλον οφείλει να μην λησμονεί ούτε στιγμή ότι η δικαιοσύνη απονέμεται στο όνομα του ελληνικού λαού και μόνο υπό τις εγγυήσεις του συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Κάθε έκπτωση στο πεδίο της ποινικής νομοθεσίας συνιστά ήττα για τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου.

* Ο Δημήτρης Κ. Βερβεσός είναι πρόεδρος Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

από:https://www.avgi.gr

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου