Στη Μακρόνησο γράφτηκε ένα από τα πιο σκληρά και αιματηρά περιστατικά της μετεμφυλιακής περιόδου που βίωσε η Ελλάδα, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον «ψυχρού πολέμου». Στο στρατόπεδο της Μακρονήσου είχαν οδηγηθεί φαντάροι τους οποίους λόγω της αντιστασιακής τους δράσης στην περίοδο της κατοχής και ειδικά της στράτευσής του στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, δεν εμπιστευόταν το τότε πολιτικό καθεστώς.

Η χρονιά εκείνη ήταν δίσεκτη και την Κυριακή 29 Φλεβάρη συγκεντρώθηκαν 5.000 στρατιώτες στο χώρο του θεάτρου. Τότε αλφαμίτες (ΑΜ – αστυνομία μονάδος) άρχισαν να χτυπούν και να βρίζουν φαντάρους, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι να αρχίσουν τις διαμαρτυρίες και να φωνάζουν «αίσχος». Ακολούθησαν πυροβολισμοί από τους ακροβολισμένους φρουρούς, γιατί είχε προσχεδιαστεί η επίθεση και αυτοί χτύπησαν στο ψαχνό, με αποτέλεσμα να υπάρξουν νεκροί και τραυματίες. Οι νεκροί της πρώτης μέρας ήταν πέντε: Θωμάς Ζάχος, Σιβρής Βέργος, Βασίλης Λαντούρης, Βαγγέλης Σακαγιάννης, Θανάσης Λάμπρο και οι βαριά τραυματίες ήταν 10. Οι νεκροί μεταφέρθηκαν σε μια άδεια σκηνή. Τέθηκε τιμητική φρουρά. Ο διοικητής του τάγματος (Βασιλόπουλος) ψευδώς δήλωσε ότι δεν ήξερε τίποτα και ότι δήθεν θα γινόταν έρευνα.

Ξημέρωσε η 1η Μαρτίου και το Α’ ΕΤΟ ήταν περικυκλωμένο από τις ένοπλες φρουρές και των τριών ταγμάτων της Μακρονήσου, ενώ από τη θάλασσα, όπου έπλεε ακταιωρός με τον στρατοπεδάρχη της Μακρονήσου, συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη, από τα μεγάφωνα τους καλούν να διαχωρίσουν τη θέση τος από τους κομμουνιστές που στασίασαν και δημιουργήθηκαν τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας. Οσοι θα το έκαναν θα έπρεπε να μετακινηθούν προς άλλο χώρο και να υπογράψουν δήλωση. Δόθηκε και χρονικό τελεσίγραφο που προανήγγειλε την επίθεση που θα ακολουθούσε.

Η πρώτη επίθεση έγινε με ροπαλοφόρους και όταν αυτοί αποσύρθηκαν, με τους ήχους της σάλπιγγας ξεκίνησε η ένοπλη επίθεση, εναντίον των αόπλων, που άρχισαν να ψάλουν τον Εθνικό Ύμνο. Οταν η ένοπλη επίθεση τελείωσε, 700 άτομα μεταφέρθηκαν στο Γ΄ ΕΤΟ 12 φαντάροι κατηγορήθηκαν σαν αρχηγοί της υποτιθέμενης εξέγερσης και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές και άλλοι 142 ως πρωταίτιοι. Ακολούθησαν στρατοδικεία με κατηγορίες για κατάληψη στρατιωτικής εξουσίας, σύσταση ένοπλης ομάδας, βιαιοπραγίες εναντίον αξιωματικών, με ποινές ισόβια, αλλά και θανατικές καταδίκες.

Οι 350 νεκροί φαντάροι φορτώθηκαν σε καΐκι και μεταφέρθηκαν στην κοντινή στη Μακρόνησο ξερονησίδα Σαν Τζιόρτζιο και από εκεί τους μεταφόρτωσε πολεμικό πλοίο, τοποθετήθηκαν σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους έριξαν στο βυθό της θάλασσας.

Το βράδυ της αποφράδας ημέρας 1ης Μάρτη, το υπουργείο Στρατιωτικών εκδίδει ανακοίνωση, στην οποία αναφέρει ότι έγινε στάση επικίνδυνων κομμουνιστών και επίθεση προς τη φρουρά του στρατοπέδου για να την αφοπλίσει, με αποτέλεσμα 17 νεκρούς και 61 τραυματίες από τους στασιαστές και 4 από τη φρουρά μετά από λιθοβολισμό. Περίπου στο ίδιο κλίμα ήταν και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων που μιλούσαν για ξεσηκωμό τωνεμπνεόμεων από κομμουνιστικές ιδέες φαντάρων, οι οποίοι «Εστασίασαν και επατάχθησαν».

Αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα της ΠΕΚΑΜ (Πανελλήνια Ένωση Κρατουμένων Αγωνιστών Μακρονήσου):

Tο άγαλμα του «Δεσμώτη Μακρονησιώτη».
Έργο του γλύπτη και αρχιτέκτονα Γρηγόρη Ριζόπουλου

Γεωργάτος Διονύσης – Μαρτυρία για την σφαγή των στρατιωτών του ΑΕΤΟ το 1948 (Απόσπασμα)

Η πρώτη μέρα της σφαγής

Κυριακή πρωί, 29 Φλεβάρη 1948 φυσάει παγερός βοριάς και ο ουρανός είναι σχεδόν καθαρός από σύννεφα. Οι σκαπανείς πηγαίνουν για το τσάι, τριγυρνούν στους λόχους και από τους γνωστούς τους θέλουν να μάθουν τι έγιναν τα παιδιά στο πειθαρχείο και γενικότερα στο στρατόπεδο τη νύχτα που πέρασε το προσκλητήριο άργησε να γίνει. Ο διοικητής Βασιλόπουλος έλειπε από το πρωί στη ΣΦΑ. Γιατί άραγε; Αναφορά είχε οριστεί να πάρει, ο υπασπιστής Καρδαράς, που ουσιαστικά έπαιζε το ρόλο του διοικητή Βασιλόπουλου όταν εκείνος έλειπε από το Τάγμα.

Ο υπασπιστής Καρδαράς φανερά ανήσυχος περιφερόταν στο γήπεδο, έκανε παρατηρήσεις στους λόχους, φώναζε, μιλούσε άσχημα σε φαντάρους λες και επιδίωκε κάποια αναταραχή να δημιουργηθεί την ώρα του προσκλητηρίου. Δόθηκε η αναφορά στον Καρδαρά και τελείωσε στο γήπεδο το προσκλητήριο του Τάγματος οι λόχοι ξεκίνησαν για το θέατρο εκείνη την ώρα οι αλφαμίτες έφεραν προς το γήπεδο 2-3 φαντάρους, τους χτυπούσαν και τους έβριζαν χυδαία… οι φαντάροι διαμαρτυρήθηκαν στους λοχαγούς τους και ξέσπασαν σε φωνές «αίσχος, αίσχος» οι αλφαμίτες κτυπούν αυτούς, που έχουν πιάσει στους λόχους, τους σπρώχνουν με κλωτσιές προς το πειθαρχείο ο Καρδαράς εκνευρισμένος περιφέρεται και απειλεί.

Οι φαντάροι που βρίσκονταν ήδη στο γήπεδο, βλέπουν στο φυλάκιο της ΑΜ ένοπλους αλφαμίτες να παίρνουν θέση μάχης και ακόμα ψηλότερα στη μάντρα του Λόχου Διοίκησης να ακροβολίζονται στρατιώτες του λόχου με κράνη και ατομικά όπλα.
Όλα σχεδόν γίνονται διαδοχικά, πολύ γρήγορα και κανενός μας ασφαλώς δεν πέρασε από τη σκέψη του ότι όλες αυτές οι οργανωμένες και συντονισμένες κινήσεις των δυνάμεων της διοίκησης μπορούσαν να έχουν συνέχεια για όσα έγιναν μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας. Στο μεταξύ ο 7ος και ο 6ος λόχος είχαν φτάσει στο θέατρο. Τα επεισόδια με τους αλφαμίτες συνεχίζονταν στο γήπεδο, ενώ οι φωνές αίσχος-αίσχος συνεχίζονταν σε όλο το χώρο, από το γήπεδο μέχρι το θέατρο.

Σε μια στιγμή ακούστηκε μια πιστολιά στο γήπεδο. Ήταν ενέργεια του Καστρίτση, προμελετημένη. Μερικοί αλφαμίτες του γηπέδου πυροβολούν με τα αυτόματά τους στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή ο υποδιοικητής της φρουράς Σαλβαράς δίνει τη διαταγή να κτυπήσουν προς την κατεύθυνση του θεάτρου ακούστηκαν οι ριπές του οπλοπολυβόλου και των ατομικών όπλων οι φαντάροι νόμισαν ότι οι ριπές είναι για εκφοβισμό.
Μερικοί όμως στην πλαγιά του θεάτρου έβαλαν τις φωνές.
Παιδιά προφυλαχτείτε. Μας κτυπούν στο ψαχνό.

Την ίδια στιγμή απ τα άνανδρα βόλια μερικοί θα πέσουν κάτω νεκροί και τραυματίες και το αίμα θα βάψει το γύρω χώρο.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά οι συνάδελφοι, που είχαν φτάσει στο θέατρο και δέχτηκαν τα πυρά, ζούσαν μια τρομερή πραγματικότητα, που έτσι απρόοπτα, χωρίς καμιά σκέψη να μπορεί να το συλλάβει, βλέπαν με τα μάτια τους νεκρούς, και τραυματίες που ζητούσαν βοήθεια και όλοι μαζί ξαπλωμένοι και όρθιοι φώναζαν: φασίστες, Γερμανοί, δολοφόνοι, εγκληματίες σταματήστε. Άνανδροι, μη χτυπάτε, μη χύνετε άλλο αίμα.
Ακούστηκε μια φωνή.
Η σημαία μεσίστια.
Οι νεκροί της πρώτης μέρας ήταν 5.
Ο Θωμάς Ζάχος, ο Σιβρής Βέργος, ο Βασίλης Λαντούρης, ο Βαγγέλης Σακαγιάννης, ο Θανάσης Λάμπρου.
Οι βαριά τραυματίες ήταν 10…
Οι νεκροί μεταφέρθηκαν σε ακατοίκητη σκηνή. Τέθηκε τιμητική φρουρά.
Έχει νυχτώσει. Όλοι σχεδόν είμαστε στις σκηνές μας. Ο παγερός βοριάς τραντάζει τα παραπέτα των σκηνών και ξυπνά κάποιον που λαγοκοιμάται. Έξω η θάλασσα βογκά και ένα συνεχές βουητό έρχεται από τα κύματα, που σπάνε πάνω στα βράχια.
Το Α΄ Τάγμα αδελφωμένο και πιο δυνατό, μα με σφιγμένη την καρδιά από πόνο, και με το φόβο του θανάτου, περιμένει το αύριο- να χαράξει στον ορίζοντα η 1η του Μάρτη.

1η του Μάρτη 1948
Ο ήλιος έχει ανέβει στον ορίζοντα και η πρωινή παγωνιά έχει κάπως σπάσει. Γύρω στις 10 καταφθάνουν μαγκουροφόροι και ένοπλες δυνάμεις του Γ΄ Τάγματος και με τη φρουρά του Α Τάγματος, παίρνουν θέση μάχης πάνω από το δρόμο στο γήπεδο του προσκλητηρίου. Το γενικό πρόσταγμα φαίνεται να το έχει ο Σκαλούμπακας στο κέντρο.

Η ώρα είναι περασμένες 10 και στο βάθος, προς το Λαύριο, φαίνεται ένα μικρό πολεμικό πλοίο με κατεύθυνση το Α΄ τάγμα.
Πλησιάζει προς την ακτή και αρχίζει να πλέει από βοριά προς νότο, σε απόσταση περίπου 50 μέτρων από τα βράχια της ακτής.
Είναι ένα περιπολικό, που για πρώτη φορά βλέπουμε όσο καιρό βρισκόμαστε στη Μακρόνησο. Πάνω σ αυτό το πλοίο πρέπει να βρίσκεται ο στρατοπεδάρχης της Μακρονήσου, ο Μπαϊρακτάρης.

Το στρατόπεδο με τεντωμένα τα αφτιά και τα μάτια περιμένει τι θα γίνει. Αφουγκράζεται προς το πολεμικό και ταυτόχρονα βλέπει ότι είμαστε περικυκλωμένοι από παντού από δυνάμεις έτοιμες να μας κτυπήσουν με τα όπλα ξανά.

Η ώρα είναι περίπου 11. από τα μεγάφωνα του περιπολικού ακούμε:
ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΟΧΗ
ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ ΤΟΥ Α΄ ΤΑΓΜΑΤΟΣ. ΣΑΣ ΟΜΙΛΕΙ Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΜΠΑΙΡΑΚΤΑΡΗΣ.
Στρατιώται του Α΄ Τάγματος, εκάματε μίαν απερισκεψίαν. Ολίγα καθάρματα κομμουνισταί σας παρέσυραν εις στάσιν κατά της Πατρίδος. Όσοι από σας δεν συμφωνούν με τους δολοφόνους, οι οποίοι εδημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα, διαχωρίστε τας ευθύνας σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει, το κράτος δεν θα υποχωρήσει.
Το πολεμικό του Μπαιρακτάρη περιφέρεται, απομακρύνεται από την ακτή, επανέρχεται προσπαθεί να μας τσακίσει τα νεύρα και να δημιουργήσει μέσα στους συναδέλφους μας το κλίμα της υποταγής και της ντροπής, να περάσουμε τη διαχωριστική γραμμή, να εγκαταλείψουμε και να απαρνηθούμε τους νεκρούς μας να υπογράψουμε εκεί τις δηλώσεις μετανοίας.

Όλο το τάγμα διαισθάνεται τι πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει . ακούει από τα μεγάφωνα του πολεμικού, βλέπει τις πολεμικές προετοιμασίες που γίνονται, οσμίζεται τη θύελλα που έρχεται. Με σφιγμένη όμως την καρδιά και καθαρή τη συνείδηση του στέκει όρθιο και περιμένει 4.500 άοπλοι φαντάροι ηλικίας 20 – 25 ετών, όλοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και στην συντριπτική τους πλειοψηφία στελέχη και μέλη του ΚΚΕ μοναδικό τους όπλο η πίστη τους στα ιδανικά του σοσιαλισμού και του αγώνα, η αγάπη τους στον αδούλωτο λαό μας.
Κανείς δεν κινείται προς τον 7ο λόχο.

Πρώτα μας επιτίθονται οι μαγκουροφόροι βρίζοντας με ρόπαλα και μπαμπού οι σκαπανείς που βρίσκονται στις πρώτες σκηνές τους παίρνουν τα ρόπαλα, τους σπρώχνουν, τους τσαλακώνουν. Οι ροπαλοφόροι οπισθοχωρούν στο δρόμο.

Ύστερα από 10 – 15 λεπτά ακούγεται η σάλπιγγα ο Μπαρούχος με το πιστόλι στο χέρι ρίχνει μια πιστολιά στον αέρα οι ένοπλοι του Μπαρούχου και του Σφακιανού περνούν τη διαχωριστική γραμμή και πυροβολούν πάνω στις σκηνές του 4ου και 5ου Λόχου. Συνεχίζονται διακεκομμένα οι ριπές των όπλων Οι αλφαμίτες γαζώνουν το χώρο, πέφτουν οι πρώτοι νεκροί και τραυματίες υποχωρούμε πολύ αργά, όλοι στεκόμαστε όρθιοι. Ακούμε φωνές από τις πρώτες σκηνές που βάλλονται σκοτώνουν όποιον βρούν μέσα. Ακόμα και στους τραυματίες δίνουν τη χαριστική βολή. Ένα τμήμα του 4ου λόχου το χτυπούν με διακεκομμένα πυρά οι δυνάμεις με επικεφαλής τους Καραφώτη – Καμπούρογλου.

Στο Λόχο, στο χώρο των μαγειρείων και στον 1ο Λόχο σαν μελίσσι που ψάχνει να βρει νέα κυψέλη είναι μαζεμένοι όλοι σχεδόν οι σκαπανείς. Όλος σχεδόν ο χώρος της παραλίας μέχρι το λιμάνι χτυπιέται τώρα από τα μυδράλια του πολεμικού. Μερικοί για να φυλαχτούν από τα πυρά του πολεμικού πέφτουν στη θάλασσα, με την αυταπάτη ότι θα δίνουν εκεί μικρότερο στόχο. Το πρώτο αίμα των σκαπανέων χύνεται στη θάλασσα, που μέσα σε ελάχιστο χρόνο βάφεται κόκκινη.

Σε μια στιγμή, καθώς οι ριπές των όπλων έχουν κάπως κοπάσει, μια φωνή δυνατή, κρυστάλλινη ακούγεται:
«συνάδελφοι, όλοι όρθιοι να ψάλουμε τον Εθνικό μας Ύμνο».
Το κόκκινο τάγμα, όλοι όρθιοι σε θέση προσοχής, όρθιοι και οι τραυματίες, όσοι μπορούν να σταθούν στα πόδια τους αρχίζουν να ψάλλουν καθαρά και με όλη τη δύναμη της φωνής τους τον Εθνικό Ύμνο.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη
Απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά
Μετά τη σφαγή βρεθήκαμε συγκεντρωμένοι και περικυκλωμένοι στον 7ο λόχο. Οι αλφαμίτες ουρλιάζουν, βρίζουν, χτυπούν με τα ρόπαλα και ζητούν με την απειλή του αυτόματου δήλωση μετανοίας.
«θα κάνεις δήλωση ρε;»
«όχι δεν κάνω.»
Τον χτυπούν και τον τραβάνε στη χαράδρα. Θα τον αφήσουν αναίσθητο ή μισοπεθαμένο.

Τη νύχτα της 1ης Μαρτίου περασμένα μεσάνυχτα οι αλφαμίτες με τους φακούς ψάχνουν να βρουν τη σκηνή του Πασχάλη. Τον βγάζουν έξω από τη σκηνή του, του φωτίζουν το γαλήνιο πρόσωπο του με το φακό και τον ρωτούν:
«δήλωση Βούλγαρε έκανες;»
«Όχι», απαντά ο Πασχάλης. Δήλωση δεν έκανα ούτε θα κάνω.
Τον τραβούν στη χαράδρα. Εμείς δεν ξανάδαμε το παλικάρι…

πηγη:http://www.ert.gr