Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 15 Αύγ 2022
Νομιμοποίηση της εκτροπής με εισαγγελική έγκριση
Κλίκ για μεγέθυνση

 







Το Σύνταγμα της Ελλάδας προβλέπει με απόλυτη σαφήνεια ότι το απόρρητο της επικοινωνίας είναι απολύτως απαραβίαστο, εκτός από τις περιπτώσεις που μπορεί να γίνει άρση του για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Οπως αποδεικνύεται όμως, στην Ελλάδα, στην οποία την τελευταία διετία έχουν γίνει σχεδόν 30.000 παρακολουθήσεις χωρίς να υπολογίζονται αυτές του 2022, ακόμη και ο ανώτατος νόμος της πολιτείας αντιμετωπίζεται σαν κουρελόχαρτο 03, 04 Ο νομοθέτης επιβάλλει μεν στον αποσπασμένο στην ΕΥΠ εισαγγελέα να αποφασίζει και να εγκρίνει ή να απορρίπτει τα αιτήματα παρακολούθησης, αλλά του δίνει περιθώριο 24 ωρών. Δηλαδή με δεδομένο ότι το 2021 είχαμε πάνω από 15.000 παρακολουθήσεις, η αρμόδια εισαγγελέας Βασιλική Βλάχου πρέπει να ενέκρινε περίπου 40 αιτήματα την ημέρα ακόμη κι αν εργαζόταν και τις 365 ημέρες του χρόνου χωρίς διάλειμμα

Από τo 2020 όταν η εισαγγελέας Βασιλική Βλάχου τοποθετήθηκε επόπτρια της ΕΥΠ έχουν υπογραφεί περίπου 30.000 αιτήσεις παρακολούθησης πολιτών, χωρίς να υπολογίζονται αυτές του 2022

Οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις του Νίκου Ανδρουλάκη, δημοσιογράφων αλλά και πολιτών προκάλεσαν συζήτηση γύρω από τη νομιμότητα της πρακτικής αυτής. Είναι γεγονός ότι στην ΕΥΠ έχει αποσπαστεί εισαγγελέας και συγκεκριμένα η εισαγγελέας εφετών Βασιλική Βλάχου, η οποία με την υπογραφή της νομιμοποιεί την παρακολούθηση οποιουδήποτε πολίτη για λόγους εθνικής ασφάλειας. Είναι όμως αυτός ο ρόλος της; Η απάντηση είναι σαφής: όχι. Ο εκάστοτε αποσπασμένος στην ΕΥΠ εισαγγελέας αναλαμβάνει το έργο του ελέγχου της νομιμότητας ενός αιτήματος παρακολούθησης το οποίο καταθέτει η ΕΥΠ ή άλλη υπηρεσία του κράτους. Δουλειά της εισαγγελέα Βλάχου δηλαδή δεν είναι να υπογράφει τυπικά κάθε, ή σχεδόν κάθε, αίτημα για παρακολούθηση, νομιμοποιώντας εκ των προτέρων και χωρίς έλεγχο τις πρακτικές του κράτους ή των μυστικών υπηρεσιών, αλλά να ελέγχει επί της ουσίας αν το αίτημα που έχει κατατεθεί είναι νόμιμο και αν πρέπει πράγματι να γίνει η παρακολούθηση.

Ο σχετικός νόμος αναφέρει ότι η αίτηση άρσης του απορρήτου υποβάλλεται προς τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος και αποφασίζει για την άρση ή όχι του απορρήτου. Είναι σαφές δηλαδή ότι δουλειά του εποπτεύοντος την ΕΥΠ εισαγγελέα δεν είναι να διεκπεραιώνει τα αιτήματα παρακολούθησης των πολιτών, νομιμοποιώντας όσους ακόμη και με ιδιοτελείς σκοπούς επιλέγουν να άρουν το τηλεφωνικό απόρρητο κάποιου, αλλά να τα αξιολογεί και να κρίνει αν πράγματι πρέπει κάποιος να μπει στο μικροσκόπιο των μυστικών υπηρεσιών. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η κ. Βλάχου, η οποία τοποθετήθηκε επόπτρια της ΕΥΠ τον Μάιο του 2020, υπέγραψε περίπου 13.000 αιτήσεις παρακολούθησης πολιτών την πρώτη χρονιά της απόσπασής της στις μυστικές υπηρεσίες και πάνω από 15.000 αιτήσεις τη δεύτερη χρονιά, δηλαδή το 2021. Ο αριθμός είναι πραγματικά μεγάλος και αυξημένος κατά πολύ σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ενώ είναι άγνωστο πόσες σχετικές αιτήσεις έχει απορρίψει. Θεωρείται πάντως βέβαιο ότι ο αριθμός όσων αιτημάτων καταλήγουν στον κάλαθο των αχρήστων είναι μικρός και πιθανόν δεν ξεπερνάει ούτε το 3% επί του συνόλου.

Δεδομένων των παραπάνω, δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: είτε η κ. Βλάχου έκανε τον απαιτούμενο έλεγχο στα αιτήματα που της κατατέθηκαν και έκρινε ότι καλώς παρακολουθούνται τόσο πολλές χιλιάδες πολιτών, πράγμα το οποίο όπως εξηγούμε είναι αδύνατον να συνέβη, είτε, ως μη όφειλε, διεκπεραίωσε τα αιτήματα υπογράφοντας άκριτα ό,τι της ζητούσε η ΕΥΠ ή κάποια άλλη κρατική υπηρεσία. Μόνο που αν συνέβη κάτι τέτοιο, τότε η εισαγγελέας δεν συνέβαλε στην τήρηση της νομιμότητας αλλά την παραβίασε. Τούτο όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή το ίδιο το Σύνταγμα της Ελλάδας προβλέπει με απόλυτη σαφήνεια ότι το απόρρητο της επικοινωνίας είναι απολύτως απαραβίαστο, εκτός ασφαλώς από τις περιπτώσεις που μπορεί να γίνει άρση του για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Το κατά πόσο ένας πολίτης πρέπει να παρακολουθηθεί για οποιονδήποτε λόγο, όμως, το αποφασίζει η Δικαιοσύνη και εν προκειμένω ο εισαγγελικός λειτουργός που είναι αποσπασμένος στην ΕΥΠ και είναι επιφορτισμένος με αυτό τον ρόλο και σε καμία περίπτωση οι μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες βεβαίως ζητούν την άρση του απορρήτου αλλά για να προχωρήσουν σε παρακολούθηση αναμένουν την έγκριση του αρμόδιου εισαγγελέα. Φυσικά, η ευθύνη της εισαγγελέα Βλάχου είναι ακόμη μεγαλύτερη όταν το αίτημα για παρακολούθηση, και μάλιστα για λόγους εθνικής ασφάλειας, αφορά πολιτικό πρόσωπο και συγκεκριμένα ευρωβουλευτή της Ελλάδας, δηλαδή εν προκειμένω τον Νίκο Ανδρουλάκη.

Πώς την εκμεταλλεύτηκε ο πρωθυπουργός

Την υπογραφή της εισαγγελέα για την παρακολούθηση μεταξύ άλλων και του σημερινού προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εκμεταλλεύτηκε όπως αναμενόταν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Στο πρόσφατο μήνυμά του προς τους πολίτες ο πρωθυπουργός ανέφερε επί λέξει: «Πριν από λίγες μέρες ενημερώθηκα ότι τον Σεπτέμβριο του 2021, και ενόσω ήταν ακόμα ευρωβουλευτής, η ΕΥΠ είχε προβεί σε νόμιμη επισύνδεση στο κινητό τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη. Η διαδικασία είχε την έγκριση ανώτατης εισαγγελέως, όπως ακριβώς ορίζει η διάταξη που ψηφίστηκε το 2018 από την προηγούμενη κυβέρνηση». Επιχειρώντας, κατά την πάγια τακτική του, να ξεγλιστρήσει από τις εξόφθαλμες πολιτικές αλλά και πιθανόν ποινικές ευθύνες τις οποίες έχει για την παρακολούθηση όχι μόνο του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αλλά και δημοσιογράφων, δεδομένα όμως και πολιτών, ο Κυρ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε την παρακολούθηση νόμιμη επειδή είχε την υπογραφή της κ. Βλάχου. Το ερώτημα όμως που πρέπει να απαντηθεί είναι γιατί η εισαγγελέας άναψε το πράσινο φως για την παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη. Ελεγξε τη νομιμότητα του αιτήματος της ΕΥΠ και αν ναι, ποια στοιχεία αξιολόγησε ώστε να κρίνει ότι οι μυστικές υπηρεσίες πρέπει να παρακολουθήσουν έναν Ελληνα ευρωβουλευτή;

Νόμος φτιαγμένος στα μέτρα των μυστικών υπηρεσιών

Εξυπακούεται βέβαια ότι η ευθύνη δεν είναι αποκλειστικά του εκάστοτε αποσπασμένου στη θέση αυτή εισαγγελέα. Για να γίνει αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα αρκεί να επισημανθεί ότι ο σχετικός νόμος του 2018 επιβάλλει μεν στον εποπτεύοντα την ΕΥΠ εισαγγελέα να αποφασίζει επί του αιτήματος παρακολούθησης κάποιου πολίτη, αλλά τον υποχρεώνει να το κάνει μέσα σε διάστημα 24 ωρών από την ώρα που η εκάστοτε υπηρεσία του κράτους ή η ΕΥΠ υποβάλλει τη σχετική αίτηση. Δεδομένου μάλιστα ότι κανένας δεν μπορεί να εργάζεται επί 24 ώρες, ο εισαγγελέας –εν προκειμένω η Βασ. Βλάχου– καλείται πρακτικά να αποφασίσει μέσα σε οκτώ, ή έστω μέσα σε λίγες παραπάνω από οκτώ ώρες. Κάνοντας κανείς απλές μαθηματικές πράξεις και υπολογίζοντας ότι μόνο πέρυσι εγκρίθηκαν πάνω από 15.000 άρσεις απορρήτου θα διαπιστώσει ότι ο εισαγγελικός λειτουργός που είναι επιφορτισμένος με το έργο αυτό πρέπει να εξετάζει περίπου 40 αιτήσεις την ημέρα και τούτο υπό την προϋπόθεση ότι θα εργαστεί και τις 365 ημέρες του χρόνου χωρίς διάλειμμα. Πράγμα δηλαδή αδύνατο.

Πρακτικά, ο νομοθέτης που τοποθετεί έναν ανώτερο εισαγγελικό λειτουργό στην κρίσιμη θέση τού εποπτεύοντος τις μυστικές υπηρεσίες τού αφαιρεί αυτομάτως τη δυνατότητα να ελέγχει επαρκώς τις αιτήσεις για την παρακολούθηση πολιτών. Ετσι ο εισαγγελέας μετατρέπεται από ελεγκτής σε κάποιον που απλώς υπάρχει στη θέση αυτή για να νομιμοποιεί διά της υπογραφής του ακόμη και παρακρατικού τύπου πρακτικές. Αυτό φυσικά δεν είναι κάτι καινούργιο. Στην πραγματικότητα η πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία ο έλεγχος του αιτήματος πρέπει να γίνεται μέσα σε ένα 24ωρο υπάρχει ήδη από το 1994, όταν υπογράφηκε ο πρώτος νόμος για τη συγκρότηση της τότε Εθνικής Επιτροπής Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών.

Οι διαφορές με το σήμερα είναι αφενός ότι τότε επιφορτισμένος με τον έλεγχο της νομιμότητας του αιτήματος παρακολούθησης ήταν εισαγγελέας εφετών ο οποίος υπηρετούσε στον τόπο της αιτούσας αρχής ή τον τόπο όπου θα επιβαλλόταν η άρση του απορρήτου και όχι κάποιος αποσπασμένος στην ΕΥΠ και αφετέρου ότι την εποχή εκείνη, σύμφωνα με πηγές της ΑΑΔΕ, τα αιτήματα δεν ήταν απλώς λιγότερα, αλλά ετησίως δεν ξεπερνούσαν ούτε τα 1.000. Χρόνος ωστόσο ώστε να γίνει επαρκής έλεγχος πριν να εγκριθεί ένα αίτημα παρακολούθησης, όπως μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό, δεν υπήρχε ποτέ. Ετσι, διαχρονικά οι εισαγγελείς που καλούνταν να λάβουν μια τέτοια σημαντική απόφαση απλώς ενέκριναν και απέδιδαν επίφαση νομιμότητας σε ό,τι ζητούσαν οι μυστικές υπηρεσίες ή εν γένει το κράτος.

Ποια είναι η εισαγγελέας Βασιλική Βλάχου

Η εισαγγελέας Βασ. Βλάχου πάντως τοποθετήθηκε επόπτρια της ΕΥΠ τον Μάιο του 2020. Συνήθως η απόφαση για το ποιος εισαγγελικός λειτουργός θα αποσπαστεί στις μυστικές υπηρεσίες λαμβάνεται ομόφωνα, όμως στην προκειμένη περίπτωση –και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η τοποθέτησή της εκεί δεν ήταν νόμιμη– η εισαγγελέας ανέλαβε το δύσκολο αυτό έργο με οριακή πλειοψηφία 6-5. Η Βασ. Βλάχου είναι αυτή που υπέγραψε το 2020 μέρος των 13.751 διατάξεων για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και βέβαια εκείνη που υπέγραψε συνολικά 15.475 εγκρίσεις για παρακολούθηση πολιτών το 2021. Οι αριθμοί αυτοί αποτελούν ασφαλώς ρεκόρ, γεγονός που γεννά ερωτήματα τόσο για την ίδια όσο κυρίως για την ΕΥΠ και τις υπηρεσίες που ζήτησαν να παρακολουθηθεί κάποιος πολιτικός, δημοσιογράφος ή γενικώς κάποιος πολίτης. Τα αιτήματα βέβαια που είχαν εγκριθεί ήταν ήδη πολλά από το 2019. Τότε ο αριθμός τους ανερχόταν σε 11.680. Η αύξηση ωστόσο που παρατηρήθηκε τα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν ραγδαία: 2.071 παραπάνω παρακολουθήσεις το 2020 και 3.795 το 2021. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι η κάθε εισαγγελική διάταξη μπορεί να αφορά πάνω από έναν αριθμό τηλεφώνου. Το πλήθος δηλαδή των παρακολουθούμενων τηλεφωνικών αριθμών είναι πολύ μεγαλύτερο από το καταγραμμένο.

Για την ιστορία, πάντως, η Βασ. Βλάχου εισάχθηκε στο εισαγγελικό σώμα το 1993 και το 2011 προάχθηκε σε αντεισαγγελέα εφετών, ενώ αργότερα πήρε και τον βαθμό της εισαγγελέα εφετών. Η κ. Βλάχου έγινε γνωστή κυρίως όταν ως εισαγγελέας του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά στη δίκη σε δεύτερο βαθμό για την υπόθεση του «Noor 1» πρότεινε μεν την ενοχή για όλους τους κατηγορούμενους, αλλά ζήτησε να τους αναγνωριστούν ελαφρυντικά. Το δικαστήριο τότε συντάχτηκε με την εισαγγελική πρόταση, με αποτέλεσμα να «σπάσουν» τα ισόβια για τους καταδικασθέντες, γεγονός που –μαζί με τις αθωωτικές αποφάσεις– οδήγησε στην αίτηση αναίρεσης από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών», το όνομά της είχε ακουστεί και στη γνωστή υπόθεση του παραδικαστικού, χωρίς ωστόσο να προκύψει εμπλοκή της. Η Βασ. Βλάχου επίσης, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά το 2006 με προσωρινή αργία για μη υποβολή δηλώσεων πόθεν έσχες το διάστημα 2000-04.

Προσχηματική παρέμβαση του εισαγγελέα Αρείου Πάγου

Εχει ιδιαίτερη σημασία να αναφερθεί ότι μετά τις αποκαλύψεις ο νέος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος αποφάσισε να διενεργήσει ποινική προκαταρκτική έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας θα διερευνηθεί αν και πώς διέρρευσαν στοιχεία που περιέχονται σε άκρως απόρρητα κρατικά έγγραφα τα οποία αφορούν τη διαδικασία άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών επί θεμάτων που άπτονται της εθνικής ασφάλειας της χώρας. Δηλαδή ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός θα εξετάσει πώς οι παρακολουθούμενοι και οι ερευνητές δημοσιογράφοι ανακάλυψαν το σκάνδαλο και όχι την ουσία του: πώς δηλαδή το πολιτικό σύστημα από κοινού με τη Δικαιοσύνη και τις μυστικές υπηρεσίες λειτουργούν συγκαλυπτικά και αντί να εξασφαλίζουν το απόρρητο των επικοινωνιών, όπως ορίζει το σύνταγμα, μεθοδεύουν την παρακολούθηση με τρόπους που ενίοτε θυμίζουν Καμόρα.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι γιατί η εισαγγελέας άναψε το πράσινο φως για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη

  • 11.680 ήταν τα αιτήματα παρακολούθησης που είχαν εγκριθεί το 2019
  • 13.751 αιτήματα παρακολούθησης εγκρίθηκαν το 2020
  • 15.475 αιτήματα ενέκρινε η εισαγγελέας Βλάχου το 2021
πηγη: https://www.documentonews.gr
 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου