Εάν το δίλημμα στον, μετεκλογικό και προσυνεδριακό, ΣΥΡΙΖΑ είναι «διεύρυνση ή μετασχηματισμός», ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε χθες, με πλήρη πολιτική ευκρίνεια, την δική του απάντηση από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης: «Στόχος μας», είπε, «είναι η  ανασύνταξη, η ανασυγκρότηση και ο μετασχηματισμός της πολιτικής μας συμμαχίας σε έναν σύγχρονο ανοιχτό, δημοκρατικό και συμμετοχικό κόμμα της κυβερνώσας αριστεράς». Για να θυμίσει αμέσως μετά ότι αυτό υπήρξε εξ αρχής το δικό του πολιτικό συμπέρασμα και μήνυμα, από τη βραδιά των εκλογών της 7ης Ιουλίου, και να απαντήσει και στο έτερο ερώτημα: Εκείνο του κινδύνου «πασοκικής επιμόλυνσης» από την πτώση των κομματικών τειχών και το άνοιγμα στην κεντροαριστερά.

«Όποια κι αν είναι η αφετηρία», τόνισε, «κι όποιες κι αν είναι οι προσωπικές μας διαδρομές, πιστεύω βαθιά ότι όλοι μαζί θα εργαστούμε για να οικοδομήσουμε τη νέα μεγάλη δημοκρατική παράταξη της Αριστεράς που θα στεγάσει τις ιδέες και τα όνειρα των δημοκρατικών και προοδευτικών πολιτών αυτού του τόπου».

 

Η θέση αυτή άλλωστε ήταν, ουσιαστικά, και το υστερόγραφο στην ίδια την σύνθεση της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης (ΚΕΑ) του ΣΥΡΙΖΑ – μιας Επιτροπής που, σχεδόν κατά το ένα τρίτο, συγκροτείται από πρόσωπα προερχόμενα είτε από το «παπανδρεϊκό», είτε από το παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ.

Σύμφωνα με στελέχη της λεγόμενης προεδρικής ομάδας, τόσο η θέση Τσίπρα όσο και η σύνθεση της ΚΕΑ αποτελεί ευθεία απάντηση και στην αμφισβήτηση του προσανατολισμού του ΣΥΡΙΖΑ όπως αυτή κατατέθηκε από τους  «53» μέσα από το γνωστό προσυνεδριακό τους κείμενο-«μανιφέστο».

Εκεί που οι «53» απέρριψαν τον στόχο του «μετασχηματισμού» κάνοντας λόγο για «λέξη με βάθος» που δείχνει «αλλαγή συνειδήσεων, αξιών και συμπεριφορών», ο Αλέξης Τσίπρας επέμεινε. Και όρισε ως «εντολή μετασχηματισμού», την ανάγκη «να μάθουμε από τα λάθη μας», «να μιλήσουμε με όσους, καλοπροαίρετα, περιμένουν περισσότερα από εμάς» και «να αλλάξουμε πρώτα εμείς για να πετύχουμε την αλλαγή που επιθυμούμε». Επέμεινε επίσης στον στόχο μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε φορέα της «νέας μεγάλης δημοκρατικής παράταξης της Αριστεράς» που επίσης απορρίπτουν οι «53» - «το κόμμα μας, και ασφαλώς όχι παράταξη, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ», έγραφαν – και απάντησε και στο ερώτημα «ριζοσπαστική αριστερά ή θολή παράταξη του δημοκρατικού προοδευτικού χώρου»: Μίλησε για ένα «σύγχρονο ανοιχτό, δημοκρατικό και συμμετοχικό κόμμα της κυβερνώσας αριστεράς» που θα μπορεί «να συγκροτήσει μια νέα πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία».

 
 

 

Πέραν αυτού ωστόσο, και πολύ πέρα από την ορολογία των λεπτών εσωκομματικών ισορροπιών, η χθεσινή ομιλία Τσίπρα ήταν πρωτίστως η επαναβεβαίωση της ανοιχτής πορείας που ο ίδιος έχει χαράξει μετά τις εκλογές του Ιουλίου. Σύμφωνα με τους συνομιλητές του η επιλογή αυτής της επαναβεβαίωσης δεν υποκρύπτει πρόθεση ρήξεων – ουδείς στην Κουμουνδούρου, άλλωστε, θεωρεί ότι υπάρχει δυναμική σύγκρουσης και ρήξεων είτε με τους «53» και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο που προκρίνουν την «ανασυγκρότηση» έναντι του «μετασχηματισμού», είτε με άλλα ιστορικά στελέχη όπως ο Νίκος Βούτσης, ο Γιάννης Δραγασάκης ή ο Πάνος Σκουρλέτης που διαφωνούν με τις εισηγήσεις για αλλαγή ή προσθήκη στο όνομα του κόμματος. Όλα αυτά εντάσσονται στον – παραδοσιακά αποδεκτό εντός ΣΥΡΙΖΑ – ανοικτό εσωκομματικό διάλογο και, ούτως ή άλλως, θα παραμείνουν στην ατζέντα της συζήτησης έως το συνέδριο.

 

Εκείνο όμως που αποτελεί πηγή ανησυχίας είναι η επίμονη απροθυμία αρκετών παραγόντων του παλαιού κομματικού μηχανισμού απέναντι στο άνοιγμα του κόμματος – γεγονός, που μέχρι στιγμής δυσχεραίνει τον στόχο της αύξησης των μελών του και της αντιστοίχισης με την εκλογική του βάση. Εξ ου και τα χθεσινά μηνύματα Τσίπρα, εξ ου και η αναφορά του στην προοπτική συγκρότησης νέων κομματικών οργανώσεων – εξ ου επίσης και η υπενθύμιση από τον πρώην πρωθυπουργό ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ιδιοκτήτη, ούτε χορηγούς».

Ήταν μια υπενθύμιση με συγκεκριμένους αποδέκτες, από την αποδοχή ή μη της οποίας θα κριθεί εν τέλει και ποιες πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις θα εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές – όποτε κι εάν γίνουν αυτές…