«Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει». Αυτό πίστευε ο Νίκος Πουλαντζάς, ο οποίος θεωρείται σε παγκόσμιο επίπεδο ένας από τους κορυφαίους διανοητές του μαρξισμού, και για πολλούς αλλά συγκεκριμένους λόγους η σκέψη του επανέρχεται στο προσκήνιο.

Γεννήθηκε τα 1936 στην Αθήνα, ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα που σκέπασε με μυστήριο η αυτοκτονία του το 1979, κι ενώ πέθανε σε ηλικία μόλις 43 ετών, πρόλαβε να φέρει επανάσταση στην κοινωνική και πολιτική επιστήμη, ενώ θεωρείται εμβληματική μορφή στον χώρο της Αριστεράς, όπως άλλωστε μαρτυρά και η λειτουργία του Ινστιτούτου πολιτικού προβληματισμού, «Νίκος Πουλαντζάς».

 

Ο Πουλαντζάς προσπάθησε να φανταστεί πώς η Αριστερά θα μπορούσε να υπερασπιστεί τη δημοκρατία σε μια απόσταση ταυτόχρονα από το κράτος και να πιέσει για ριζοσπαστικό μετασχηματισμό από μέσα του.

Το Dissentmagazine, ένα από τα κορυφαία περιοδικά κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού στην Αμερική, διόλου τυχαία έχει στην τελευταία του έκδοση αφιέρωμα σε αυτόν, τον σημαντικό Έλληνα διανοητή. Όπως διαπιστώνει μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, στα τέλη του 20ου αιώνα, φάνηκε να θριαμβεύει ο καπιταλισμός και η αγορά του, ωστόσο λίγες δεκαετίες μετά, στον εικοστό πρώτο αιώνα εκδηλώνεται μια νέα απροσδόκητη αναγέννηση της σοσιαλιστικής ιδέας, στο πλαίσιο της οποίας ρηξικέλευθοι στοχαστές, όπως ο Νίκος Πουλαντζάς, αποκτούν νέα σημασία και δυναμική.

Ποια αριστερή πολιτική θα μπορούσε να κερδίσει τις εκλογές σε ένα δημοκρατικό σύστημα; Ποια θα ήταν η βάση του - με ποιο είδος συμμαχίας μεταξύ τάξεων και σε ποιες πολιτικές δυνάμεις θα απευθυνόταν; Πώς θα μπορούσε να ενεργήσει μέσα σε ένα «αστικό» πολιτικό σύστημα που οι κομμουνιστές πάντα θεωρούσαν εχθρικό; Είναι εν τέλει δυνατό να είσαι δημοκρατικός επαναστάτης;

Αυτά τα ερωτήματα απασχόλησαν και συγκεντρώνονται στο έργο του Νίκου Πουλαντζά, που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του και συγκεκριμένα τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 στο Παρίσι, όπου αναδείχτηκε με πρωτοφανή ταχύτητα στο πανεπιστημιακό προσωπικό. Εκεί, ο Πουλαντζάς υποστήριξε ότι η κατανόηση του καπιταλιστικού κράτους είναι κεντρική σε μια στρατηγική για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Προσεγγίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερο προς μια μαρξιστική πολιτική θεωρία, διατηρώντας τον κεντρικό ρόλο της ταξικής πάλης, προσπάθησε να συνδυάσει τις ιδέες της επαναστατικής στρατηγικής με την υπεράσπιση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ενάντια σε αυτό που ονομάζεται «αυταρχικό κρατισμό».

 

Τα πρόσφατα σημάδια της αναγέννησης της σκέψης του Πουλαντζά, συμπεριλαμβανομένης της αναδημοσίευσης πολλών βιβλίων του στα γαλλικά και στα αγγλικά, έχουν πολλά να κάνουν με το γεγονός ότι η διπλή του στρατηγική για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό αντέχει στο καθήκον των σημερινών σοσιαλιστών: να καταλάβουν πώς να χρησιμοποιήσουν τους καπιταλιστές ως στρατηγικό όπλο, χωρίς να υποκύψουν σε μακρά ιστορία αποτυχημένων εκλογικών σχεδίων και στρατηγικών ενσωμάτωσης. Οι αγωνίες του Πουλαντζά μοιάζουν με τις τρέχουσες αγωνίες στην Αριστερά διεθνώς. Πώς η Αριστερά αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση, θέτοντας εκτός τους ολιγάρχες, αποκαθιστώντας τη χαμένη δικαιοσύνη και μεταμορφώνοντας ριζικά το κράτος;

Η κατανόηση του καπιταλιστικού κράτους

Όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς, και ο Πουλαντζάς πίστευε ότι ο θεμελιώδης ρόλος του κράτους είναι να υπερασπιστεί την ταξική εξουσία. Αλλά το καπιταλιστικό κράτος, υποστήριξε, το κάνει αυτό με πολύπλοκο τρόπο που είναι συγκαλυμμένο τόσο από τη φιλελεύθερη όσο και από την παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία. Το καπιταλιστικό κράτος δεν είναι απλώς, όπως φαντάζονταν οι φιλελεύθεροι, μια πολιτική δομή που αντιπροσωπεύει την ενότητα των μεμονωμένων μελών μιας «κοινωνίας των πολιτών». Ούτε είναι, όπως στο μαρξισμό, μια έκρηξη της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου και της εργασίας, ένα εργαλείο της κυρίαρχης τάξης. Αντίθετα, τα φιλελεύθερα ιδεώδη-η λαϊκή κυριαρχία, τα ατομικά δικαιώματα-είναι αυτά που επιτρέπουν στο καπιταλιστικό κράτος να ενεργεί προς όφελος των κυρίαρχων τάξεων. Επειδή μπορεί να αποτελέσει τον εκπρόσωπο του λαού, το καπιταλιστικό κράτος είναι ο ιδανικός διευθυντής των συμφερόντων της καπιταλιστικής τάξης. Μπορεί να οργανώσει συμβιβασμούς με τις οικονομικές τάξεις που είναι αναγκαίες για να εδραιωθεί η νομιμότητα της κοινωνικής τάξης.

Η μετατόπιση της έμφασης του Πουλαντζά από τον αγώνα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, τον ανάγκασε να ξανασκεφτεί τη φύση της «τάξης» και της «ταξικής πάλης». Οι τάξεις, όπως ισχυρίστηκε, γεννιούνται στην παραδοσιακή «οικονομική» αντιπαράθεση για τους μισθούς, το χρόνο και τις συνθήκες εργασίας, αλλά και πολιτικά, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται και ασκούν πίεση στο πολιτικό σύστημα. Ο Πουλαντζάς ισχυρίστηκε ότι η πολιτική στην καπιταλιστική κοινωνία στην πραγματικότητα «υπερπροσδιορίζει» - καθιερώνει ένα είδος σύνθετης, αντιφατικής ιεραρχίας πάνω σε άλλα είδη ταξικής πάλης. Η ίδια νομική ρύθμιση που επιτρέπει στο καπιταλιστικό κράτος να «οργανώσει» τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων ταυτόχρονα αποδιοργανώνει τις κυριαρχούμενες τάξεις: τα αναγνωρίζει νομικά και πολιτικά μόνο ως απομονωμένα άτομα χωρίς να αναγνωρίζει την οικονομική θέση στην οποία έχουν ταξινομημένα. Ο διαχωρισμός στο καπιταλιστικό κράτος, της πολιτικής από την οικονομία, απομονώνει την ταξική πάλη σε εργοστάσια και εργασιακούς χώρους, ενώ η πραγματική μάχη έχει ήδη αποφασιστεί στην ίδια τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

 
 

 

Με λίγα λόγια, αρνήθηκε τόσο τη φιλελεύθερη εκδοχή περί ουδετερότητας του κράτους, όσο και την αντίληψη των μαρξιστών ότι το κράτος αποτελούσε απλώς εργαλείο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης. Για τον Πουλαντζά το κράτος αποτελούσε έκφραση των πολύπλοκων σχέσεων όλων των πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων, ένα όργανο εξισορρόπησης των ταξικών ανταγωνισμών.

Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της θα πρέπει να επιδιώξουν όχι απλώς την κατάκτηση του κράτους, αλλά και την πραγματοποίηση των ριζικών εκείνων μετασχηματισμών του κρατικού μηχανισμού που θα στοχεύουν στη δημιουργία των καταλλήλων θεσμικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Γιατί, όπως υποστήριξε επιγραμματικά: «Ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός», μία θέση που τον αντιπαραθέτει με όλη την παράδοση του σοβιετικού εγχειρήματος.

Όταν ο Πουλαντζάς σημειώνει ότι ο δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό είναι μια «μακρά διαδικασία», αναφέρεται στο γεγονός ότι δεν πρόκειται για μια αστραπιαία κίνηση, για μια έφοδο στο κράτος, μια εκλογική ή ένοπλη νίκη, πόσω μάλλον για ένα διάταγμα. Ο σοσιαλισμός συνίσταται στο ριζικό μετασχηματισμό του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ τάξεων, που πρέπει να υλοποιηθεί σε διάφορους θεσμικούς κόμβους του κράτους, οι οποίοι συμπυκνώνουν αυτόν ακριβώς το συσχετισμό, συνεχείς μετασχηματισμούς στις ιδέες της κοινωνίας, στο σύνολο των ηθικών και λογικών σχημάτων με τα οποία ο κόσμος οργανώνει την καθημερινότητά του.

Το φασιστικό φαινόμενο

Καθώς ο Πουλαντζάς συζητούσε τη φύση του κράτους στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα και της δεκαετίας του '70, η μεταπολεμική μετα-ιδεολογική συναίνεση έφτασε να ανατραπεί. Αριστερά κινήματα με νέες ιδέες γεννήθηκαν παντού, ενώ ταυτόχρονα οι παραδοσιακές κοινωνικοδημοκρατικές και κομμουνιστικές συνδικαλιστικές δυνάμεις αυξήθηκαν, προφανώς βάζοντας τους στο δρόμο προς την εκλογική εξουσία. Αλλά σχεδόν παντού, τα βήματα του σοσιαλισμού προς την εξουσία απαντήθηκαν με βίαιη αντίδραση. Οι φόβοι μιας αριστερής κυβέρνησης οδήγησαν σε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα το 1967 και η δημοκρατικά εκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή συντρίφτηκε από ένα παρόμοιο - και εξίσου αμερικανικό - πραξικόπημα το 1973.

Ο Πουλαντζάς υποστήριξε ότι η στρατιωτική δικτατορία και ο νεοφιλελευθερισμός είναι μέρος ενός ενιαίου μενού επιλογών που είχαν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις ως απάντηση στην οικονομική και πολιτική κρίση.

Όσον αφορά το φασιστικό φαινόμενο, ο Νίκος Πουλαντζάς υποστήριξε ότι ο φασισμός είναι αποτέλεσμα βαθιάς οικονομικής και ιδεολογικής κρίσης της κυρίαρχης τάξης. Όταν κανένα τμήμα της κυρίαρχης τάξης δεν μπορεί να επιβάλει την ηγεσία του στο «συνασπισμό της εξουσίας», τότε το φασιστικό κράτος αντικαθιστά το δημοκρατικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ως λύση στην κρίση της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία απειλείται από την οργανωμένη εργατική τάξη. Η μικροαστική τάξη, που συνθλίβεται από τη συγκέντρωση μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, έρχεται να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στη διακυβέρνηση, γιατί η καπιταλιστική ανάπτυξη την έχει αναγκάσει να μεταπέσει στα εργατικά στρώματα. Τις απόψεις του αυτές τις εκφράζει κατά βάση στο βιβλίο του «Φασισμός και Δικτατορία», που κυκλοφόρησε το 1970.

Μέσα και έξω από το κράτος: Ο δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό

Ο Πουλαντζάς προσπάθησε να φανταστεί πως η Αριστερά θα μπορούσε ταυτόχρονα να υπερασπιστεί τη δημοκρατία αλλά να πάρει και απόσταση από το κράτος, παίρνοντας ώθηση για ριζοσπαστική μεταμόρφωση μέσα σε αυτό. Δεν πρόκειται απλώς για την είσοδο σε κρατικούς θεσμούς προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για καλό σκοπό, έγραψε ο Πουλαντζάς. Ο αγώνας πρέπει πάντα να εκφράζεται και να υποστηρίζεται στην ανάπτυξη λαϊκών κινημάτων, αμεσοδημοκρατικών οργάνων και τρόπων αυτοδιαχείρισης.

Μπορεί να διέβλεπε τον κίνδυνο του ρεφορμισμού, ωστόσο, όπως έγραψε, η ιστορία δεν μας έχει δώσει ακόμη μια επιτυχημένη εμπειρία του δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό. Όμως μας έδωσε, έλεγε, μερικά αρνητικά παραδείγματα για να αποφευχθούν και κάποια λάθη για να τα αντικατοπτρίσουμε. Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, σύμφωνα με το Dissent, ότι ο Πουλαντζάς απαντά σε πολλά από τα ερωτήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι δημοκράτες σοσιαλιστές. Αλλά και οι αντιφάσεις και οι αμφισημίες του, οι οποίες αντικατοπτρίζουν μια εποχή αβεβαιότητας που μοιάζει πολύ με τη δική μας, είναι ακριβώς αυτό που κάνει τον Πουλαντζά μια προκλητική πηγή σήμερα. Ακόμη και αν δεν κατάφερε να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στις προκλήσεις της δεκαετίας του '70, έκανε πολλά για να τις επισημάνει.

Στόχος του σοσιαλισμού, όπως εξάλλου τονίζει, δεν είναι η επαναστατική ήττα του κεφαλαιοκρατικού κράτους, αλλά η «ριζική μεταβολή» του.

πηγη:https://tvxs.gr