Loading...

Κατηγορίες

Τετάρτη 07 Φεβ 2018
ΤΡΙΠΛΗ  ΒΡΑΒΕΥΣΗ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΛΕΜΕΣΟ  ΚΥΠΡΟΥ                              ΣΤΟΝ  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ  ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ
Κλίκ για μεγέθυνση
ΤΡΙΠΛΗ  ΒΡΑΒΕΥΣΗ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΛΕΜΕΣΟ  ΚΥΠΡΟΥ                              ΣΤΟΝ  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ  ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ

 

Ανακοινώθηκαν  τα  αποτελέσματα  του  2ου Πανελλήνιου  Λογοτεχνικού  Διαγωνισμού  από  την  Λεμεσό  της  Κύπρου . Ο  φιλόλογος  Παναγιώτης  Κουμπούρας  από  την  Ακράτα  τιμήθηκε  με  τριπλή  διάκριση .

Έλαβε  το  Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ  Έμμετρης  Ποίησης , ΈΠΑΙΝΟ  ΧΑΪ-ΚΟΥ  και  ΈΠΑΙΝΟ  Σατιρικής  Ποίησης .  Η  απονομή  των  βραβείων  θα  γίνει  προσεχώς  στη  Λεμεσό  Κύπρου .

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ ΕΦΑΛΤΗΡΙΟ ΛΟΓΟΥ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ 2ΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Kατηγορία Έμμετρη Ποίηση:

Πρώτο βραβείο: Στον Αντώνιο Μικέλη από την Αθήνα με το ποίημα «Στη μοναξιά της θάλασσας ».
Δεύτερο βραβείο: Στον Κώστα Σώκο από το Ν. Ψυχικό, με το ποίημα «Στη ράδα ». Δεύτερο βραβείο: Στον Παύλο Πολυχρονάκη από τα Χανιά με το ποίημα « Ποιος είμαι»; Τρίτο βραβείο: Στον Λευτέρη Μουφτόγλου από την Θεσσαλονίκη, με το Ποίημα « Ήθελα»
Τρίτο βραβείο: Στον Κουμπούρα Παναγιώτη από Ακράτα Αιγιαλείας με το Ποίημα « Η διαλεκτή μάνα του αγνοούμενου ».

 

                                      Η  Διαλεχτή  μάνα  αγνοουμένου

 

           Η  Διαλεχτή , βαριόμοιρου  αγνοουμένου  μάνα ,

απόκαμε  να  καρτερεί  κι  έφυγε  για  τον  Άδη ,

μήπως  και  βρει  στη  μαύρη  γης  απ’ της  ψυχής  μια  γάνα ,

σημάδι  απ’ το  παιδάκι  της , πρώτο  της  γέννας  χάδι .

 

           Σ’ όλες  του  θάνατου  έψαξε  τις  ανοικτές  τις  θύρες

εφτά  φορές  ξεγύρισε  του  σκοταδιού  τις  ρούγες ,

μα  πουθενά  του  σπλάχνου  της  δε  γνώριζαν  οι  μοίρες

μαντάτο  να’ ρθε  για  θανή  από  Ερμή  φτερούγες .

 

          Μάνα , η  καρδιά  σου  θέρμανε  απ’ του  παιδιού  σου  το  αίμα .

Αν  δεν  σε  βρήκα  στους  νεκρούς  θα ’ σαι  του  πάνω  κόσμου .

Για  να  σ’  ακούσω  γέλα  μου ,  για  να  σε  δώ  πολέμα ,

τον  χάροντα  αντάμωσε  και  νίκησέ  τον ,  φως  μου !

 

          Η  Διαλεχτή  πάντ’  άγρυπνη  στου  τάφου  της  το  χώμα

την  τύχη  συλλογιότανε  του  αγνοούμενού  της .

Να  ανασαίνει  λεύτερος  ή  με  χαλκά  στο  σώμα ;

Η  φρίκη  ζωντανής  σκλαβιάς , τής  τάραζε  το  νου  της .

 

          Εμέ ,  η  ψυχή  αγαλήνευτη  στα  Ηλύσια  πεδία

και  τ’  αετού  μου  τα  φτερά  μην  τά’ χουνε  κομμένα ;

Ξεφεύγει  από  τον  Κέρβερο  η  Διαλεχτή  με  βία ,

αερικό – λευτερωτής  στα  αιχμαλωτισμένα .

 

         Τροχάει  τα  νύχια  κοφτερά , τα  δόντια  ατσαλένια

κι  όπου  εύρει  τύραννου  δεσμά  σπάζει  τις  αλυσίδες .

Μια  σπιθαμή  δεν  άφηκε , που  να  μην  έχει  έγνοια

για  όλα  τ’ ουρανού  πουλιά  σε  λεύτερες  πατρίδες .

 

          Ως  τέλεψε  την  πράξη  της , στο  μνήμα  της  γυρίζει

γαλήνια  τώρα ,  ξέροντας  ουδείς  πως  αγνοείται .

Κάθε  λεβέντικη  ψυχή  τη  δόξα  της  ορίζει .

Αθάνατοί  μου , εσείς ,  θνητοί  ,  περήφανοι  να  ζείτε !

 

                        Παναγιώτης  Κουμπούρας – Φιλόλογος

           Γ΄  ΒΡΑΒΕΙΟ  2ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ  ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

       ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ  ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ  ΛΕΜΕΣΟΥ  ΚΥΠΡΟΥ

 

                                3 ΧΑΪ-ΚΟΥ  ΠΑΝΟΥ  ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ

                                                         Κατακλυσμός

                                                     Μια  ιστοριούλα

                                            την  κιβωτό  της  μνήμης

                                            θαλασσοδέρνει ...

 

                                                         Άγριο  κυνήγι  .

                                                Να  ημερεύεις  λύκους .

                                                Με  την  αγάπη !

 

                                                        Μην  κλαις  ,  παγώνι  ,

                                               βρέθηκε  το  φτερό  σου .

                                               ’Δω ,  στο  φεγγάρι .

                                

                        Παναγιώτης  Κουμπούρας – Φιλόλογος

           ΕΠΑΙΝΟΣ  2ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ  ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

       ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ  ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ  ΛΕΜΕΣΟΥ  ΚΥΠΡΟΥ

 

                          ΣΑΤΙΡΙΚΗ  ΠΟΙΗΣΗ  ΠΑΝΟΥ  ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ

 

                                          Του  Λευτεράκη , του  άπιστου …

 

                             Ο  Λευτεράκης  θα’ τανε  τριάντα  πάνω – κάτω

                      κι  η  Ελπινίκη  , το  πουρό ,  που  τού’ λαχε  συμβία

                      μια  νύχτα  του  το  σφύριξε  στ’ αυτάκι  το  …  μαντάτο :

                      -  Αν  με  απατήσεις  , κερατά ,  θα  έχουμε  κηδεία .

 

                             Για  έναν  καιρό , ο  μορφονιός ,  το ’παιζε  πέρα  βρέχει

                      καμάκωνε  ευρωπαίϊκα  άγγελο  -  Γερμανίδα ,

                      δούλευε  η  κάτω  κεφαλή  ,  μα  ο  νους  του  ουδέ  κατέχει

                      πως  ,  δίχως  μπόρες  κι  αστραπές  ,  έρχεται  καταιγίδα .

 

                             Η  φροϊλάιν  φούντωνε  κι  αυτός  στο  άψε  σβήσε

                      πύρωνε  ντούρο  τον  δαυλό  στου  έρωτα  το  πάθος .

                      Μα  ώσπου  να  μάθει , ο  καψερός , γερμανικά  το : - Χύσε !

                      η  Ελπινίκη  τού’ μαθε  Ελληνικά  το : - Λάθος !

 

                             Με  τόσα  κρεβατώματα  ,  με  τόσα  σούρτα  φέρτα

                      μάτια  ρουφιάνων  μίλησαν  ,  τζάμπα  και  πληρωμένα .

                      Και  τους  πομπεύουν  τσακωτούς  γυμνούς , χωρίς  κουβέρτα ,

                      δαγκωματιές  και  κέρατο  στα  κάγκελα  κλεισμένα .

 

                             Δέσμιος  ο  Λευτέρης  μας  και  να’ σου  φάτσα  κάρτα

                      της  προδομένης  η  οργή  ,  μ’ άγριου  βοδιού  το  βλέμμα ,

                      να  του  φωνάζει : - Άτιμε  και  Φτου  σου !  και  Να !  Πάρτα !

                      Εχάθη  η  πέτσα  του  με  μιας .  Γίνηκε  όλος  αίμα .

 

                            Βγάζει  απ’ τα  στήθεια  του  καημούς  κι  αρχίζει  κόψε  ράψε :

                      - Εμένα  βράζει  το  αίμα  μου  κι  εσύ ’ σαι  πια  μπασμένη …

                      Και  μη  μου  κάνεις  σα  τρελή .  Πάψε ! , κυρά  μου , Πάψε ! 

                      Αναδουλειά  είχε  ο  διάολος .  Κι  η  σάρκα  κολασμένη …

 

                             Να  μην  ακούς  τις  σπιουνιές ,  τι  λεν  οι  μπήξε  οι  δείξε .

                       Εσύ ’ σαι  η  Ελπινίκη  μου  ,  κορώνα  στο  κεφάλι .

                       Κι  αν  ρίχνω  κάναν  ξώφαλτσο …  ,  στρέψε  αλλού  και  …  βήξε .

                       Πάλι  με  χρόνους  με  καιρούς  δικός  σου  θα’ μαι .  Πάλι !

 

                            Λεύτερος  ο  Λευτέρης  μας  με  τόσο  μάλε  βράσε ,

                       πηδάει  και  τον « άγγελο »  συν  μια  …  χαρχάλω – « Αγγέλα » .

                       Ξεχνά  και  χρέη  και  βάσανα . – Άσε  ,  καημένε  ,  Άσε …

                       Κι  έτσι  ,  όλοι  ζουν  …  καλύτερα .  Γέλα ! , Λευτέρη , Γέλα !

 

                                     Παναγιώτης  Κουμπούρας – Φιλόλογος

                             ΕΠΑΙΝΟΣ  2ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ  ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

                        ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ  ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ  ΛΕΜΕΣΟΥ  ΚΥΠΡΟΥ

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου