Loading...

Κατηγορίες

Δευτέρα 29 Οκτ 2012

 

Αθήνα, 29 Οκτωβρίου 2012

Με δεδομένο ότι, παρά τη βαθιά κρίση στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία, οι τιμές πολλών προϊόντων και υπηρεσιών στην εγχώρια αγορά εξακολουθούν να παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις σε σχέση με άλλες χώρες, ακόμα και όταν η σύγκριση γίνεται με κράτη που βρίσκονται επίσης υπό καθεστώς δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας, η ΕΣΕΕ θέτει επιτακτικά την αντιμετώπιση του προβλήματος από τις εμπορικές επιχειρήσεις από κοινού με το Υπουργείο Ανάπτυξης.

Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι σχεδιαστές των προγραμμάτων λιτότητας αγνόησαν παντελώς τους εγχώριους φορείς και τελικά έπεσαν έξω στους αρχικούς τους σχεδιασμούς. Η προσαρμογή της οικονομίας στις νέες συνθήκες, στην οποία τόσο πολύ στηρίζονταν, δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ στην πραγματική οικονομία.

Η ΕΣΕΕ ωστόσο δεν αρκείται σε αυτήν την εμφανή διαπίστωση. Επιχειρεί αξιοποιώντας τα πλούσια στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. αλλά και δεδομένα ερευνών του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ να συνθέσει ένα ερμηνευτικό σχήμα το οποίο θα παράξει αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος.

Στο πλαίσιο αυτό, δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έχει αρχίσει πλέον να υποχωρεί και να κινείται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, παρά την ξαφνική αύξηση που παρουσίασε τον Αύγουστο στο 1,7 από το 1,3 του Ιουλίου. Ο πληθωρισμός όμως καταγράφει το ρυθμό μεταβολής και όχι αν οι τιμές είναι υψηλές ή χαμηλές Με άλλα λόγια, μπορεί ο ρυθμός μεταβολής να μειώνεται, οι τιμές ωστόσο παραμένουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα.

Αξιοσημείωτο δε παραμένει το γεγονός ότι ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι τιμές είναι χαμηλότερες, η διαφορά δεν δικαιολογείται αν ληφθούν υπόψη οι μισθολογικές περικοπές και οι φορολογικές επιβαρύνσεις. Ακόμη δηλαδή και εκεί που παρατηρείται πτώση των τιμών, αυτή δεν είναι του μεγέθους που αναμενόταν με βάση τη διάρκεια και την ένταση της ύφεσης. Αυτή η εικόνα απορρέει από τις επίσημες καταγραφές του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή που διενεργεί η ΕΛΣΤΑΤ με βάση συγκεκριμένη και αυστηρά καθορισμένη μεθοδολογία.

Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένοι κλάδοι οι οποίοι παρουσιάζουν υψηλό επίπεδο τιμών όπως εκείνος των τροφίμων σε αντίθεση με πολλούς άλλους κλάδους. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, ο μέσος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή για την κατηγορία «Ένδυση – Υπόδηση» κατά τη διάρκεια της τριετίας 2009-2011 εμφάνισε αρχικά άνοδο και διαμορφώθηκε στις 101,68 μονάδες το 2010, αυξημένος κατά 1,68% και στις 101,13 μονάδες το 2011, αυξημένος κατά 1,13% σε σχέση πάντα με το 2009, με τον ρυθμό αύξησης όμως να μειώνεται σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Για το τρέχον έτος και με τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία (α΄ εννεάμηνο 2012) παρατηρείται η συνέχιση της πτωτικής πορείας του δείκτη - που ξεκίνησε από το 2010 - και η διαμόρφωσή του στις 98,97 μονάδες, όντας μειούμενος κατά 2,71%, γεγονός που σημαίνει πως οι καταναλωτές χρειάζονται πλέον λιγότερα ευρώ για να αγοράζουν τα ίδια προϊόντα ένδυσης και υπόδησης συγκριτικά με το 2010.

 

 

Ένα τρίτο σημείο στο οποίο θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή αφορά στην μεθοδολογία που έχει υιοθετήσει η ΕΛ.ΣΤΑΤ και που πρέπει να παρακολουθούνται οι τιμές των ίδιων ακριβώς προϊόντων (ποιοτικά χαρακτηριστικά), ενώ στην έρευνα καταγράφεται αποκλειστικά η επίσημη τιμή του προϊόντος και όχι αυτή που τελικά θα πληρώσει ο καταναλωτής όταν φτάσει στο ταμείο μετά από διαπραγμάτευση ή προσφορά του καταστήματος.

Το γεγονός αυτό στην ουσία περιορίζει συχνά την επιλογή της δειγματοληψίας σε επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους με ετήσιο κύκλο εργασιών τους, ο οποίος υπερβαίνει το καθορισμένο όριο, όπως ακριβώς πραγματοποιείται η δειγματοληψία στην περίπτωση του Δείκτη Κύκλου Εργασιών στο Λιανικό Εμπόριο.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι αποτελεί κομβικής σημασίας ζήτημα η επιλογή του δείγματος των εταιρειών. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Αρχής, οι μεγάλες επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 200.000 ευρώ συμβάλλουν στο σχηματισμό του 65% περίπου του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών, ωστόσο δεν πρέπει να αποκλείονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του υποκλάδου Ένδυσης και Υπόδησης με ετήσιο τζίρο μικρότερο των 200.000 ευρώ. Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου κριτηρίου στην ουσία εξαιρεί τις μικρές επιχειρήσεις, δεν ενσωματώνει ένα σημαντικό ποσοστό του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών (περίπου 35%) και αγνοεί εκείνο το κομμάτι των καταναλωτών που προφανώς δεν έχει τη δυνατότητα, είτε λόγω χρημάτων είτε λόγω απόστασης, να έχει πρόσβαση στις επιλεχθείσες από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το γεγονός ότι το «καλάθι της νοικοκυράς» υπολογίζεται με βάση ένα αμετάβλητο, για αρκετό χρονικό διάστημα, καλάθι αγαθών και έτσι δεν ενσωματώνει πληροφορίες για τη μεταβολή της σύνθεσης της κατανάλωσης. Η οικονομική ύφεση οδήγησε σε σημαντικές μεταβολές τόσο στο μέγεθος όσο και στη σύνθεση της κατανάλωσης των ελληνικών νοικοκυριών οι οποίες, παρά την αναθεώρηση του δείκτη, δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθούν. Ειδικότερα, παρατηρείται αύξηση του ενδιαφέροντος των νοικοκυριών για προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία προσφέρονται σε ελκυστικές τιμές, αλλά και γενικότερα στροφή των καταναλωτών σε καταστήματα που διαθέτουν χαμηλής ποιότητας εμπορεύματα. Μεγάλη μερίδα του καταναλωτικού κοινού, έχοντας πληγεί από την χρηματοοικονομική κρίση που άρχισε να γίνεται αισθητή στην Ελλάδα από το 2010 και μετά, επικεντρώνεται σε οικονομικότερες λύσεις προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, αδιαφορώντας πολλές φορές για την ποιότητα των προϊόντων που αγοράζει. Αυτό το τμήμα των καταναλωτών, που αυξάνεται όσο βαθαίνει η κρίση, σηματοδοτεί στην ουσία την αλλαγή του «καλαθιού της νοικοκυράς», την οποία ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αδυνατεί να ενσωματώσει εγκαίρως.

Με αφορμή τις συγκεκριμένες παρατηρήσεις, η ΕΣΕΕ έχει σκοπό να διερευνήσει τους όρους προσαρμογής των μικρών επιχειρήσεων στην μειωμένη καταναλωτική ζήτηση σε συγκεκριμένους κλάδους του εμπορίου. Το ΙΝΕΜΥ διενεργεί ήδη έρευνα, η οποία περιλαμβάνει δειγματοληπτική τιμοληψία από το σύνολο των μικρών, μεσαίων και μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων της ένδυσης και υπόδησης, εξετάζοντας παράλληλα τους επιβαρυντικούς παράγοντες στη διατήρηση υψηλών επιπέδων τιμών, παρά την κρίση. Οι κυριότεροι απ’ αυτούς είναι οι εξής:

1. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές άμεσων φόρων και κυρίως του ΦΠΑ. Στην Ελλάδα αυξήθηκαν οι συντελεστές ΦΠΑ και διαμορφώθηκαν στο επίπεδο του 13% και 23%, αρκετά υψηλότερα από την Ισπανία (οι αντίστοιχοι είναι 8% και 18%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (5% και 20%). Η συνολική φορολογία των επιχειρήσεων είναι σήμερα 30% και θα αυξηθεί περίπου στο 40% όταν ο Μ.Ο. της Ε.Ε. είναι 26%.

2. Οι ενδοομιλικές συναλλαγές πολυεθνικών (transfer pricing), οι οποίες φουσκώνουν τις τιμές αλλά και το κόστος, προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολογία στην Ελλάδα. Οι εν Ελλάδι θυγατρικές εισάγουν προϊόντα με τεχνητά υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλίεται μέσω των υψηλών τιμών, στους καταναλωτές.

3. Οι ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών, ο εξαναγκασμός δηλαδή των λιανεμπόρων να μην αγοράζουν από θυγατρικές των προμηθευτών τους σε άλλες χώρες όπου ενδεχομένως πωλούν φθηνότερα σε σχέση με την ελληνική αγορά.

4. Οι στρεβλώσεις σε σχετικές με την εφοδιαστική αλυσίδα οι οποίες, εξαιτίας της ιδιομορφίας τους, εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και συμβάλλουν στη διόγκωση των τελικών τιμών με την απαγόρευση συνδυαστικών μεταφορών νωπών με άλλα προϊόντα.

5. Η εκτίναξη των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και γενικότερα των λογαριασμών των ΔΕΚΟ σε καταστήματα και αποθηκευτικούς χώρους καθώς και λοιπά πολεοδομικού τύπου προσκόμματα που επιβαρύνουν τα λειτουργικά έξοδα των εμπορικών επιχειρήσεων.

6. Η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς χονδρικού και λιανικού εμπορίου με μυστικές συμφωνίες «καρτέλ» που εντόπισε η Επιτροπή Ανταγωνισμού σύμφωνα με διαπιστώσεις της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου.

7. Η μεγάλη εξάρτηση από τις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών πετρελαίου με επιβάρυνση στην τελική τιμή σε σειρά προϊόντων όπου τα καύσιμα χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη έχουν αυξήσει το κατά μονάδα κόστος καθώς έχουν εκτινάξει και το κόστος των μεταφορών.

8. Η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού όσων επιχειρήσεων μπορούν ακόμα να δανειστούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, εξαιτίας της παύσης των πιστώσεων που επιβλήθηκε στις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις από τους προμηθευτές τους στο εξωτερικό, λόγω της έλλειψης αξιοπιστίας της χώρας μας (country risk), τις υποχρεώνει στην ουσία να επωμίζονται εξολοκλήρου και της μετρητοίς το κόστος αγοράς πολύ πριν την παραλαβή των εμπορευμάτων.

9. Η αδυναμία πλήρους αποτύπωσης της ελληνικής πραγματικότητας, αφού σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουν χώρα στο ταμείο άτυπες εκπτώσεις πριν την έκδοση της απόδειξης, ανάλογα μάλιστα και με τον τρόπο πληρωμής, γεγονός που οδηγεί σε διαμόρφωση διαστρεβλωμένων στοιχείων.

10. Η μονομερής προσήλωση των κρατικών φορέων στην άρση των εμποδίων εισόδου των επιχειρήσεων στην αγορά, όταν θα ήταν αποτελεσματικότερο να ενταθούν οι προσπάθειες στην κατεύθυνση της κατάργησης των γραφειοκρατικών παραγόντων που θα διαμορφώσουν χαμηλότερα την τελική τιμή.

Έχει διαπιστωθεί ότι τα προαπαιτούμενα των δανειστών και οι όροι των Μνημονίων από τον Μάιο του 2010 μέχρι σήμερα αντί να περιορίσουν την ακρίβεια εισαγόμενων και εγχώριων προϊόντων, τη διατήρησαν και την ενίσχυσαν γιατί λανθασμένα επέλεξαν να αυξάνουν τους φόρους, να στερούν εισόδημα, να μειώνουν μισθούς, να μηδενίζουν την κατανάλωση και να σκοτώνουν καθημερινά την ελληνική αγορά.

Σε κάθε περίπτωση που εξετάζεται από το Ινστιτούτο Εμπορίου επιβεβαιώνεται ότι οι έμποροι έχουν μειώσει το περιθώριο κέρδους τους για να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις, ενώ το κόστος προμήθειας παραμένει υψηλό. Όσο όμως περιορισμένα και αν είναι σήμερα τα περιθώρια μείωσης των τιμών -στα 100 ευρώ πώλησης τα 57 ευρώ αφορούν σε φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις- οι έμποροι οφείλουμε να τα εξαντλήσουμε, ώστε να δώσουμε ίσως τη μόνη αποτελεσματική απάντηση που διαθέτουμε στα «μέτρα ακρίβειας» της Τρόικας.

Όλοι οι άνθρωποι της αγοράς γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στο υγιές εμπόριο το κέρδος δεν βρίσκεται στην τιμή λιανικής πώλησης, αλλά στην τιμή αγοράς. Κάποιοι, λοιπόν, δεν αφήνουν τις ανταγωνιστικές μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις να αγοράσουν φθηνά, ώστε να πουλήσουν φθηνά στον μισθολογικά εξασθενημένο και φορολογικά εξουθενωμένο Έλληνα καταναλωτή.

Η ΕΣΕΕ επανειλημμένως έχει διατυπώσει ότι επιλέγει για την ελληνική αγορά τη "μία τιμή, χαμηλή τιμή" όλο τον χρόνο, καθώς και την επαναφορά της πραγματικής σημασίας των εκπτώσεων και των προσφορών στο λιανεμπόριο. Σε μία από κοινού προσπάθεια με το Υπουργείο Ανάπτυξης και τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου, η ΕΣΕΕ θα προτείνει βελτιωτικές παρεμβάσεις στην αγορά και θα βοηθήσει να βρεθούν τα απαραίτητα "αντίμετρα" μείωσης των τιμών όλων των καταναλωτικών αγαθών, ώστε να αντιμετωπισθούν "ισοδύναμα" τα μέτρα των "μνημονίων της ακρίβειας".

 

 

 
© Copyright 2011 - 2024 Στύξ - Ανεξάρτητη Πολιτισμική και Πολιτική Εφημερίδα της Βόρειας Πελοποννήσου